ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 583

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                    ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 19/2008

 

24 Απριλίου, 2008

 

[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.]

 

            Αναφορικά με το Αρ. 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3

            και 9 του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις)

            Νόμου του 1964

                                                                        και

            Αναφορικά με την αίτηση του Παναγιώτη Αγαπίου Παναγή 

Άλλως Καυκαρή από τη Λεμεσό και τώρα κρατούμενου στις

Κεντρικές Φυλακές με αριθμό 7167 για έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus

                                                                        και

            Αναφορικά με την απόφαση τoυ Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου

Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ημερομηνίας 12 Φεβρουαρίου, 2008

            Στην υπόθεση αριθμός 21906/04 Καυκαρής ν. Κύπρου

και

Αναφορικά με το Άρθρο 5(4) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων.

           

                                                            - - - - - - - - - - - -

 

Α. Δημητριάδης, για αιτητή

A. Mαππουρίδης, για καθ΄ου η αίτηση.

Αιτητής παρών.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:   Ο αιτητής στις 9.3.89 βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε 3 κατηγορίες φόνου εκ προμελέτης, κατά παράβαση των άρθρων 203(1), (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Στις 10.3.89 το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον αιτητή την ποινή φυλάκισης δια βίου σε κάθε κατηγορία.  Το Δικαστήριο κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή να εξετάσει την ερμηνεία του όρου «φυλάκιση δια βίου» και ειδικά να διευκρινίσει κατά πόσο η ποινή αυτή συνεπαγόταν τη φυλάκιση του καταδικασθέντα για όλη του τη ζωή ή για περίοδο 20 χρόνων, όπως προβλεπόταν από τους Γενικούς Κανονισμούς των Φυλακών. Το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι ο όρος «φυλάκιση δια βίου» που περιείχετο στον Ποινικό Κώδικα σημαίνει φυλάκιση για ολόκληρο το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντα.  Εν όψει τούτου, το Δικαστήριο δεν θεώρησε αναγκαίο να εξετάσει κατά πόσο οι ποινές που επιβλήθηκαν θα συνέτρεχαν ή όχι.

 

Όταν ο αιτητής οδηγήθηκε στις φυλακές, του δόθηκε έγγραφη ειδοποίηση από τις αρχές των φυλακών, στην οποία αναφερόταν ότι η ημερομηνία για την απόλυσή του ήταν η 16.7.02.

 

Την 21.5.90 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του κατηγορούμενου εναντίον της καταδίκης του.

 

Στις 9.10.92, στην υπόθεση Χ" Σάββας ν. Δημοκρατία (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε Αίτηση για Habeas Corpus που καταχωρήθηκε από ισοβίτη που δεν απολύθηκε στην ημερομηνία που του έδωσαν οι Αρχές των φυλακών, κήρυξε τους Κανονισμούς των φυλακών αντισυνταγματικούς και ultra vires.

 

Στις 3.5.96, με τον περί Φυλακών Νόμο του 1996 (Ν.62(1)/96) καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε ο περί Πειθαρχίας στις Φυλακές Νόμος. 

 

Στις 8.1.04, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση Habeas Corpus στο Ανώτατο Δικαστήριο, αμφισβητώντας τη νομιμότητα της κράτησής του και επικαλούμενος τα άρθρα 3, 5.4 και 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (η Σύμβαση).  Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αίτησή του στις 17.2.04.

 

Στις 26.2.04, ο αιτητής καταχώρησε έφεση.  Επικαλέσθηκε και πάλι, μεταξύ άλλων, τα άρθρα 3, 5.4, 7 και 14 της Σύμβασης σε σχέση με τη νομιμότητα της συνεχιζόμενης κράτησής του.  Στις 20.7.04 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του.

 

Ο αιτητής ακολούθως προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο εξέδωσε την απόφασή του στην Αίτηση Αρ. 21906/04, Kafkaris v. Cyprus, στις 12.2.08.  Το Δικαστήριο αυτό έκρινε ότι:

 

1)      Δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης.

2)      Δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 5.1 της Σύμβασης.

3)      Το παράπονο κάτω από το Άρθρο 5.4 της Σύμβασης δεν μπορούσε να εξετασθεί από το Δικαστήριο.

4)      (α) Υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 7 της Σύμβασης, αναφορικά με την ποιότητα του Νόμου κατά τον ουσιώδη χρόνο

(β) Δεν υπήρξε παραβίαση αυτής της πρόνοιας στο μέτρο που ο αιτητής παραπονείται για την αναδρομική επιβολή βαρύτερης ποινής αναφορικά με την ποινή που του επεβλήθη και τις αλλαγές που έγιναν στον περί Φυλακών Νόμο, που εξαιρούσαν τους ισοβίτες από τη δυνατότητα μείωσης της ποινής τους.

5)  Δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 14 της Σύμβασης.

6) Το εύρημα για παραβίαση (του Άρθρου 7) συνιστούσε αφ΄εαυτού ικανοποιητική θεραπεία (just satisfaction) για οποιαδήποτε μη χρηματική ζημιά υπέστη ο αιτητής. 

 

Ακολούθως, επεδίκασε σε αυτόν τα έξοδα της διαδικασίας και απέρριψε ομόφωνα το υπόλοιπο της απαίτησης του αιτητή για θεραπεία.

 

Στις 7.3.08 ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για την έκδοση και πάλι διατάγματος Habeas Corpus, ισχυριζόμενος παράνομη συνέχιση της κράτησής του στις Κεντρικές Φυλακές.  Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για τη θεραπεία που ζητά, είναι κατά λέξη οι ακόλουθοι:

 

«(Α)  Η συνεχιζόμενη κράτηση του Αιτητή στις Κεντρικές Φυλακές από τη 12η Φεβρουαρίου 2008 είναι αντίθετη με την εκδοθείσα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) απόφαση.  Ειδικότερα, η κράτηση του Αιτητή βασίζεται επί Νόμου ο οποίος, σύμφωνα με την ρηθείσα απόφαση του ΕΔΑΔ παραβιάζει το Άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Σύμβασης).

 

(Β)  Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν έχει εισαγάγει ακόμη την απαιτούμενη νομοθεσία για την καθιέρωση του Συμβουλίου Αποφυλακίσεως (Parole Board) παρά το ότι προσχέδιο νομοσχεδίου έχει παρουσιαστεί από την Κυπριακή Δημοκρατία ενώπιον του ΕΔΑΔ τον Απρίλιο 2007.

 

(Γ)  Η έλλειψη δυνατότητας προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου για να αποφασίσει μέσα σε σύντομη προθεσμία επί του νομίμου της κρατήσεως του και να διατάξει την απόλυση του σε περίπτωση παρανόμου κρατήσεως συνιστά παραβίαση του Άρθρου 5 παράγραφος 4 της Σύμβασης.

 

(Δ)  Κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο Αιτητής οι τότε ισχύοντες περί Φυλακών Κανονισμοί που περιόριζαν την δια βίου φυλάκιση στο ανώτατο όριο των είκοσι ετών.  Τα είκοσι αυτά έτη έληξαν την 7 Ιουλίου 2007.  Η κράτηση του μετά την ημερομηνία αυτή, κατά παραδοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως προκύπτει σαφώς και από την παράγραφο 136 της απόφασης του ΕΔΑΔ, έχει καταστεί παράνομη κατά παράβαση των  Άρθρων 3 και 5(4) της Σύμβασης.

 

(Ε)  Διαζευκτικά με τα υπό (Δ) λέχθεντα, από τη 2α Νοεμβρίου 2002, η κράτηση του Αιτητή είναι παράνομη καθότι παραβιάζεται η προσδοκία απόλυσης του με βάση το έγγραφο F5 Form, το οποίο του εδόθη από τη Διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών κατά την έναρξη της κρατήσεως του στις Κεντρικές Φυλακές κατά παράβαση των ΄Αρθρων 3, 5(4) και 7 της Σύμβασης.

 

(ΣΤ)  Καθόσον είναι σε θέση να γνωρίζει ο Αιτητής, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν έχει εισηγηθεί στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την απονομή χάριτος σε αυτόν, ή την απόλυση του υπό όρους, ούτε και έχει δοθεί εν γένει οποιαδήποτε δυνατότητα αναθεώρησης και/ή επανεξέτασης της νομιμότητας της επιβληθείσας ποινής, και κατά συνέπεια αυτή έχει καταστεί αμείωτη (irreducible).

 

(Ζ)  Χωρίς επηρεασμό των προαναφερομένων η δια βίου φυλάκιση χωρίς το ενδεχόμενο αποφυλάκισης είναι αντίθετη με το Άρθρο 2 και/ή 3 και/ή 5 από μόνα τους και/ή σε συνάρτηση με το Άρθρο 14 της Σύμβασης.»

 

Εξετάζοντας την αίτηση του αιτητή για την έκδοση του προνομιακού αυτού εντάλματος, θεωρώ κατάλληλο το στάδιο να ασχοληθώ με τη νομολογία που αφορά το θέμα διαδοχικών αιτήσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος Habeas Corpus και το δεδικασμένο που προκύπτει από απόφαση σε προηγούμενη αίτηση. 

 

Η βασική αυθεντία στο θέμα είναι η Carter (Aρ.3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 403, που εκδόθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ.  Σε αυτή αναλύεται λεπτομερώς το ιστορικό του θέματος και αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Κατά το Αρθρο 155.4 του Συντάγματος ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο η αποκλειστική δικαιοδοσία για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, μεταξύ των οποίων και το Habeas Corpus.  Η άσκηση αυτής της δικαιοδοσίας από ένα ή ενδεχομένως και περισσότερους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Άρθρο 155.2) εξαντλεί την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Δεν παρέχεται η δυνατότητα ανάληψης δικαιοδοσίας από άλλους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω στο ίδιο θέμα επί των ίδιων γεγονότων.  Δεν υπάρχει καν η θεσμική δυνατότητα υποβολής αίτησης προς μεμονωμένο ή μεμονωμένους δικαστές.  Αιτήσεις αυτής αλλά και οποιασδήποτε μορφής υποβάλλονται στο Ανώτατο Δικαστήριο και είναι λανθασμένη η εντύπωση πως θα ήταν νοητό να θεωρηθεί ότι θα υπήρχε κώλυμα να επαναεπιληφθεί του ίδιου θέματος ο δικαστής που συνέπεσε να εκδικάσει την πρώτη αίτηση αλλά δεν θα υπήρχε τέτοιο κώλυμα σε περίπτωση που, κατά το απρόσωπο σύστημα κατονομής των υποθέσεων που ισχύει, θα συνέπιπτε να τεθεί η μεταγενέστερη ενώπιον άλλου δικαστή.»

 

Όσον αφορά το θέμα του δεδικασμένου επισημάνθηκαν τα ακόλουθα στην απόφαση:

 

«Εν προκειμένω, ισχύουν οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο (βλ. συναφώς ως προς την ισχύ και των αρχών του κωλύματος αναφορικά με επίδικο θέμα (issue estoppel) στην περίπτωση προνομιακών ενταλμάτων, την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Level Tachexcavs Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 1105).

 

Δημιουργείται δεδικασμένο όχι μόνο σε σχέση με όσα προβλήθηκαν στην πρώτη διαδικασία αλλά και σε σχέση με εκείνα που θα μπορούσαν να είχαν προβληθεί ως ενταγμένα στο πλαίσιο του αντικειμένου της αλλά δεν προβλήθηκαν.  Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Wigram V.C.  στην υπόθεση Henderson v. Henderson (1843-1860) All E.R. Rep. 378 από τη σελ. 381 που υιοθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Theori and Another v. Djoni and Another (1984) 1 C.L.R. 296 στη σελ. 300, προσδιορίζει την αρχή:

 

       «Ι state the rule of the Court correctly, when I say that where a given matter becomes the subject of litigation in, and of adjudication by, a Court of competent jurisdiction, the Court requires the parties to that litigation to bring forward their whole case, and will not (except under special circumstances) permit the same parties to open the same subject of litigation in respect of matter which might have been brought forward as part of the subject in contest, but which was not brought forward only because they have, from negligence, inadvertence, or even accident, omitted part of their case.  The plea of res judicata applies, except in special cases, not only to points upon which the Court was actually required by the parties to form an opinion and pronounce a judgment, but to every point which properly belonged to the subject of litigation and which the parties, exercising reasonable diligence, might have brought forward at the time."

 

       Σε μετάφραση:

 

       «Αποδίδω ορθά τον κανόνα του Δικαστηρίου όταν λέγω ότι όταν ένα ορισμένο θέμα καθίσταται αντικείμενο αντιδικίας και εκδίκασης από αρμόδιο Δικαστήριο, το Δικαστήριο απαιτεί από τους διαδίκους στην αντιδικία αυτή να προβάλουν ολόκληρη την υπόθεσή τους και δεν θα επιτρέπει (εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις) στους ίδιους διαδίκους να ανοίξουν το ίδιο αντικείμενο της αντιδικίας σε σχέση με θέμα το οποίο θα μπορούσε να είχε υποβληθεί ως μέρος του αντικειμένου υπό αμφισβήτηση αλλά δεν προβλήθηκε μόνο επειδή από αμέλεια, παραδρομή ή ακόμα ατύχημα παρέλειψαν μέρος της υπόθεσης τους.  Η ένσταση του δεδικασμένου καλύπτει, εκτός σε ειδικές περιπτώσεις, όχι μόνο σημεία σε σχέση με τα οποία το Δικαστήριο πράγματι κλήθηκε από τους διαδίκους να διαμορφώσει γνώμη και να απαγγείλει απόφαση αλλά και κάθε σημείο το οποίο πρεπόντως ανήκει στο αντικείμενο της αντιδικίας και το οποίο οι διάδικοι, επιδεικνύοντας εύλογη επιμέλεια, θα μπορούσαν να είχαν προβάλει τότε.»

 

(Δέστε επίσης, Νίκος Ευαγγέλου, Αιτ. Αρ. 66/00, ημερ. 16.6.00).

 

Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω, ότι θέματα που εγέρθηκαν στην πρώτη διαδικασία για έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus, ή που θα μπορούσε να εγερθούν σε αυτή, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κρίσης στην παρούσα αίτηση, εκτός όπου υπάρχει διαφορoποίηση γεγονότων που τα επηρεάζουν. 

 

Kατά συνέπεια, σε συνάρτηση με και ως απόρροια των πιο πάνω, θα πρέπει τώρα να εξετάσω ποια θέματα εγέρθηκαν στην προηγούμενη διαδικασία για την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus και εξετάστηκαν από το Δικαστήριο και ποια δεν εγέρθηκαν, ενώ θα μπορούσε να είχαν εγερθεί στη διαδικασία εκείνη.

 

Ακολούθως, θα πρέπει να εξετάσω κατά πόσο υπάρχουν νέα στοιχεία και γεγονότα, στα οποία βασίζεται ο αιτητής, τα οποία προέκυψαν σε μεταγενέστερο στάδιο, που να δικαιολογούν την εκ νέου προσφυγή του στη δικαιοσύνη.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, στην προηγούμενη διαδικασία, τόσο πρωτόδικα όσο και κατά έφεση, ο αιτητής επικαλέστηκε τα Άρθρα 3, 5.4, 7 και 14 της Σύμβασης.  Το Δικαστήριο απέρριψε, όπως ανέφερα προηγουμένως, την αίτησή του, αφού δεν διαπίστωσε παραβίαση των πιο πάνω Άρθρων.  Όπως επίσης επεσήμανα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέληξε στη διαπίστωση ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης, ούτε και του Άρθρου 14.  Έτσι, τουλάχιστον αναφορικά με τα Άρθρα 3 και 14, των οποία επελήφθη στην πρώτη διαδικασία το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν μπορεί να εγερθεί και πάλι το ίδιο θέμα στη δεύτερη αυτή διαδικασία, για την έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος.

 

Αναφορικά με το παράπονο κάτω από το Άρθρο 5.4 της Σύμβασης, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε πως το θέμα δεν εγειρόταν και δεν μπορούσε να εξετασθεί από το Δικαστήριο.  Παραμένει έτσι η εξέτασή του όπως έγινε στην πρώτη διαδικασία για Habeas Corpus και δεν μπορεί να εγερθεί τώρα και πάλι ενώπιον μου.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, στην προφορική του αγόρευση ενώπιόν μου, υπέβαλε ότι υπάρχουν δύο ουσιαστικά νέα στοιχεία, ήτοι, όπως αναφέρει, «το ένα είναι η εξέταση της όλης υπόθεσης υπό το πρίσμα του Άρθρου 5.4» και το άλλο το γεγονός που φαίνεται στην συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του, ότι ο αιτητής δεν συμπεριλήφθηκε στις διάφορες εκθέσεις που φθάνουν στον Πρόεδρο για να απονείμει χάρη.

 

Επίσης, υπέβαλε ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να διαχειριστεί το γεγονός της διαπίστωσης παραβίασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Άρθρου 7 της Σύμβασης. 

 

Η διαπίστωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήταν ότι η παραβίαση του άρθρου αυτού αφορούσε την ποιότητα του Νόμου κατά τον ουσιώδη χρόνο, αφού υπήρχε η σύγκρουση μεταξύ της απόφασης του Δικαστηρίου για την επιβολή της ποινής και τη διάρκειά της και των Κανονισμών των φυλακών, που καθόριζαν τη φυλάκιση δια βίου σε 20 χρόνια.  Επίσης, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αλλαγή που έγινε στον περί Φυλακών Νόμο, που εξαιρούσε τους ισοβίτες από τη δυνατότητα μείωσης της ποινής τους, δεν αποτελούσε παραβίαση του Άρθρου αυτού, ως καταλήγουσα σε αναδρομική επιβολή   βαρύτερης ποινής παρά εκείνη που τους επεβλήθη, αφού η αλλαγή αυτή αφορούσε στην έκτιση της ποινής και όχι στην επιβολή της.

 

Έτσι, όσον αφορά επανεξέταση του ισχυρισμού για παραβίαση του Άρθρου 5.4, αυτό δεν είναι δυνατόν, αφού, όπως ήδη ανέφερα, ο ισχυρισμός για παραβίασή του υπήρξε αντικείμενο της πρώτης ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας για έκδοση του Προνομιακού Εντάλματος που αποφασίστηκε εναντίον του αιτητή. Εκεί θα μπορούσε να είχαν εγερθεί όλα τα επιχειρήματα που προσπαθεί ο αιτητής να εγείρει τώρα.

 

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι  νέο στοιχείο είναι ότι δεν έγινε εισήγηση για να δοθεί χάρη από τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον αιτητή, παρατηρώ ότι αυτό ήταν στοιχείο που ίσχυε και στην προηγούμενη αίτηση, αφού ούτε στον προηγούμενο Πρόεδρο έγινε τέτοια εισήγηση.  Θα μπορούσε έτσι, το θέμα να εγείρετο στην προηγούμενη διαδικασία.  Εν πάση περιπτώσει, η απονομή χάριτος είναι προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας και δεν μπορεί να ελεγχθεί ως τέτοιο. Κρίνω δε πως δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση, αφού η ίδια μεταχείριση έγινε για όλους τους ισοβίτες. 

 

Παραμένει, τέλος, να εξετάσω το αποτέλεσμα της διαπίστωσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για παραβίαση του Άρθρου 7, όσον αφορά την παρούσα διαδικασία. 

 

Το  ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο συσχέτισε την παραβίαση με την ποιότητα του Νόμου «κατά τον ουσιώδη χρόνο» που δημιουργούσε αβεβαιότητα για το Νόμο, όπως ανέφερα πιο πάνω.  Αυτή η αβεβαιότητα έχει τώρα καταργηθεί, αφού τροποποιήθηκε η σχετική νομοθεσία.

 

Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω, όπως έπραξε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι έχει ήδη τροχιοδρομηθεί η σύσταση Συμβουλίου Αποφυλακίσεως (Parole Board) από το 2007, έστω και εάν η δημιουργία του δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί.

 

Το  Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, περαιτέρω, θεώρησε ως ικανοποιητική θεραπεία για οποιαδήποτε μη χρηματική ζημιά υπέστη ο αιτητής την απλή και μόνο διαπίστωση της παραβίασης αυτής.  Γι΄αυτό το λόγο, επεδίκασε  στον αιτητή μόνο τα έξοδα της διαδικασίας.  Η ουσία της τελικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ήταν ότι δεν υπήρχε παραβίαση των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συνεχιζόμενη κράτησή του ήταν παράνομη.

 

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω πως η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή, ότι δεν υπάρχει κανένα σώμα που να εξετάζει τη νομιμότητα της κράτησης μετά την επιβολή της ποινής, δεν ευσταθεί, αφού υπάρχει ο έλεγχος με προνομιακό ένταλμα Habeas Corpus και εξέταση της νομιμότητας της κράτησης από το Ανώτατο Δικαστήριο, μια διαδικασία που για δύο φορές ακολούθησε ο αιτητής.

 

Ως εκ τούτου, τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω, με οδηγούν στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η κράτηση του αιτητή είναι σύμφωνη με το Νόμο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                               Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο