ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 322
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11698 και 11699)
24 Μαρτίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11698)
1. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ APAK AGRO INDUSTRIES LTD,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Εφεσείοντες
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη.
_________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11699)
ΑΔΟΥΛΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΟΥ,
Εφεσείουσα
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητη.
_________________________
Π. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες αρ. 1 στην Π.Ε. 11698.
Ο Εφεσείων αρ. 2, κ. Α. Δημητριάδης,στην Π.Ε. 11698, παρουσιάζεται προσωπικά.
Π. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα στην Π.Ε. 11699.
Π. Πολυβίου με Στ. Πολυβίου (κα.) και Θ. Μίτλεττον, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.
_________________________
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, Κυπριακή Τράπεζα Αναπτύξεως Λτδ (η τράπεζα), βασιζόμενη σε τρεις συμφωνίες δανείου που συνομολογήθησαν μεταξύ της και της Apak Agro Industries Ltd (η Apak), με την εγγύηση του δεύτερου εφεσείοντα στην 11698 Ανδρέα Δημητριάδη (ο Δημητριάδης), διεκδίκησε, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, στην Αγωγή 2543/91 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου την πληρωμή του ποσού των £530.264,53 σεντ πλέον τόκους και έξοδα. Με την Αγωγή 1402/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου εναντίον της εφεσείουσας στην 11699 Αδούλλας Κυριάκου Κούντουρου (η Κούντουρου), η τράπεζα διεκδίκησε ποσό £300,000.00 και εκποίηση των δύο υποθηκών που κατ΄ ισχυρισμό της τράπεζας δόθηκαν ως πρόσθετη εγγύηση για λογαριασμό της Apak. Η Apak στις παρούσες εφέσεις και δια του Επισήμου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή της είναι η πρώτη εφεσείουσα στην Έφεση 11698.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, το δικαίωμα της τράπεζας να απαιτήσει την πληρωμή των προαναφερόμενων ποσών και με ξεχωριστές ανταπαιτήσεις διεκδίκησαν, η μεν Apak σειρά δηλωτικών αποφάσεων καθώς και πληρωμή προς αυτήν ποσού £10.911,257,00.- πλέον γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις, ο δε Δημητριάδης, επιπρόσθετα από σειρά δηλωτικών αποφάσεων, γενικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις, και ποσό £6.018.975,00.- Η εφεσείουσα Κούντουρου, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, επεδίωξε, με την ανταπαίτηση της στην Αγωγή 1402/92, ακύρωση των υποθηκών που ήταν σε ισχύ και απόφαση για ποσό £907.684,45 στο οποίο περιλαμβάνεται και απαίτηση για αποζημίωση για ζημιές που κατ΄ ισχυρισμό υπέστη η ακίνητη της περιουσία από ενέργειες της Τράπεζας.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η οποία ανάλωσε 110 δικασίμους, δόθηκε ογκοδέστατη μαρτυρία. Κατατέθηκαν 379 έγγραφα ως τεκμήρια. Κατέθεσαν συνολικά 40 μάρτυρες, 6 μάρτυρες των εναγόντων, 26 μάρτυρες υπερασπίσεως, οι οποίοι έδωσαν μαρτυρία προς τεκμηρίωση τόσο της υπεράσπισης όσο και της ανταπαίτησης των εναγομένων και τελικά έδωσαν μαρτυρία 8 μάρτυρες για την τράπεζα με στόχο να απαντήσουν στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου καλύπτει 211 σελίδες.
Το πρωτόδικο δικαστήριο διέγνωσε, από τα δικόγραφα, ότι η τράπεζα διεκδικούσε από τους εφεσείοντες στην 11698, τα προαναφερόμενα ποσά, δυνάμει δανείων που παραχωρήθηκαν σ΄ αυτούς, και από την εφεσείουσα στην 11699 ως ενυπόθηκο οφειλέτη και εγγυητή των υποχρεώσεων της Apak. Εκτίμησε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, ότι οι ενάγοντες θα έπρεπε να αποδείξουν την ύπαρξη των συμφωνιών δανείου και των υπογραφών τους από τους εναγόμενους, οπότε θα δικαιούνταν στα όσα διαλάμβαναν οι συμβάσεις εκτός και αν αποδεικνυόταν πως αυτές (οι συμβάσεις) καταρτίστηκαν χωρίς την ελεύθερη βούληση των εναγομένων. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι τα έγγραφα στα οποία βασιζόταν η απαίτηση της τράπεζας συνιστούσαν συμβάσεις σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 148. Εκείνο για το οποίο υπήρξε διχογνωμία ήταν το ότι σύμφωνα με την τράπεζα οι συμβάσεις δανείου καταρτίστηκαν με την ελεύθερη βούληση των μερών ενώ οι εφεσείοντες-εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε. Ο ισχυρισμός των Δημητριάδη και Κούντουρου ήταν, σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι η συναίνεση τους που οδήγησε στον καταρτισμό των συμφωνιών (δανείων και εγγυήσεων) ήταν αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης, απάτης ή ψευδών παραστάσεων.
Με τις ανταπαιτήσεις τους οι εφεσείοντες προέβαλαν διάφορα θέματα τα οποία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέγραψε ως εξής:
(α) Η τράπεζα, λειτουργώντας και ως συμβουλευτικός οργανισμός, έδωσε συμβουλές στους εναγόμενους-εφεσείοντες στην 11698 και συνακόλουθα δημιουργήθηκε μεταξύ τους μια «ειδική σχέση» και/ή «σχέση εμπιστοσύνης».
(β) Κατά την παροχή των προαναφερόμενων συμβουλών η τράπεζα επέδειξε αμέλεια.
(γ) Ως αποτέλεσμα των δοθεισών συμβουλών οι εναγόμενοι ενήργησαν προς την κατεύθυνση υλοποίησης των προτάσεων της τράπεζας. Επίσης η υπογραφή των συμφωνιών δανείου από την Apak, των εγγυήσεων από το Δημητριάδη και των συμβάσεων υποθηκών από την Κούντουρου ήταν αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και άσκησης ψυχικής πίεσης από την τράπεζα.
(δ) Εν όψει των προαναφερόμενων ισχυρισμών απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο το κατά πόσο προέκυπτε ανακτήσιμη ζημιά ή υπήρχε άλλη επιπρόσθετη συνέπεια όπως η ακύρωση των δοθεισών εγγυήσεων ή υποθηκών.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το παράπονο της Apak και του Δημητριάδη βασιζόταν στο ότι η σύλληψη της ιδέας δημιουργίας μονάδας καλλιέργειας λαχανικών, με την οποία ασχολήθηκε η Apak, ανήκε στην τράπεζα η οποία την επέβαλε ουσιαστικά στο Δημητριάδη και κατ΄ επέκταση στην Apak παρουσιάζοντας την προαναφερόμενη ιδέα ως υλοποιήσιμη και ακόμα εγγυούμενη (η τράπεζα) την επιτυχία του επενδυτικού σχεδίου περιλαμβανομένης και της σίγουρης επικερδότητας της επιχείρησης. Βρήκε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η θέση των εναγομένων-εφεσειόντων ήταν πως η τράπεζα, με τις τέσσερις «μελέτες» που ετοίμασε, πέτυχε να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της Apak και του Δημηριάδη και κατ΄ επέκταση της Κούντουρου. Επομένως, θεώρησε ότι θα έπρεπε να το απασχολήσει το ζήτημα του προσδιορισμού της φύσης των προαναφερόμενων «μελετών» και κατ΄ επέκταση η δημιουργηθείσα σχέση μεταξύ των διαδίκων, καθότι ήταν κεντρικός πυρήνας της όλης υπεράσπισης πως η δημιουργηθείσα, μεταξύ των διαδίκων, σχέση ήταν τέτοια που κάθε ενέργεια και δραστηριότητα της τράπεζας ενείχε για το Δημητριάδη το στοιχείο της εντολής.
Εξέτασε, συναφώς, το πρωτόδικο δικαστήριο, τις αποφάσεις στις υποθέσεις Hedley Byrne & Co. v. Heller & Partners (1963) 2 All E.R. 578, Premier Chemical v. Τράπεζα Κύπρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1951 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πενταλιώτης και Παπαπέτρου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1931.
Με γνώμονα τις αρχές που διατυπώθηκαν στις προαναφερόμενες αποφάσεις το πρωτόδικο δικαστήριο προέβηκε σε εξέταση της φύσης των «μελετών» που ενσωματώθηκαν σε μνημόνια, από το Γενικό Διευθυντή της τράπεζας προς το διοικητικό της συμβούλιο, και κατατέθηκαν ως τεκμήρια 265, 283 και 312. Στην εξέταση του κατά πόσον το περιεχόμενο των προαναφερόμενων τεκμηρίων αποτελούσε οποιασδήποτε μορφής «συμβουλή» προς του εναγόμενους, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και μια δέσμη γεγονότων, όπως ανέφερε. Τα γεγονότα αυτά περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων:
1. Ότι ο Δημητριάδης υπήρξε εργοδοτούμενος της τράπεζας για 18 μήνες και εργάστηκε ως αναλυτής επενδύσεων από τον Μάρτιο του 82 μέχρι το Σεπτέμβριο του 83. Παράλληλα έλαβε υπόψη ότι η τράπεζα διαφήμιζε ότι αναλάμβανε την προώθηση υγειών επιχειρήσεων παρέχοντας στήριξη τεχνική ή διευθυντική και αναλαμβάνοντας παράλληλα πέραν της χρηματοδότησης και επενδυτικό κίνδυνο με τη συμμετοχή στο κεφάλαιο.
2. Ότι η σύλληψη και προώθηση του σχεδίου αποξήρανσης λαχανικών ανήκε στο Δημητριάδη ο οποίος ζήτησε από την τράπεζα και η τράπεζα συμφώνησε στην ετοιμασία μιας τεχνοοικονομικής μελέτης βιωσιμότητας (τεκμήριο 256) ως προς το επενδυτικό σχέδιο της μονάδας αποξήρανσης, με βάση στοιχεία που ο ίδιος ο Δημητρίαδης έδωσε, ιδιαίτερα ως προς την ετήσια κυπριακή παραγωγή και τις προοπτικές πωλήσεων (τεκμήρια 354 και 356). Σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η αρχική τεχνοοικονομική μελέτη βιωσιμότητας (τεκμήριο 256) για την υλοποίηση του προαναφερόμενου σχεδίου, ήταν αρνητική.
3. Η Apak προχώρησε, εντός του 1985, στην υλοποίηση επιχείρησης καλλιέργειας λαχανικών σε κτήμα της Κούντουρου (το οποίο υποθηκεύτηκε παρέχοντας εγγύηση για τα δάνεια της τράπεζας προς την Apak) επενδύοντας, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1985, το ποσό των £186.00,00. Όταν στη συνέχεια η Apak ζήτησε χρηματοδότηση από την τράπεζα η τράπεζα ετοίμασε το τεκμήριο 265, ημερ. 12.12.85.
Με τα προαναφερόμενα υπόψη το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τη φύση του τεκμηρίου 265 το οποίον έφερε τίτλο «μνημόνιο» και ένδειξη «αυστηρώς εμπιστευτικό». Το έγγραφο απευθυνόταν από το Γενικό Διευθυντή προς το Διοικητικό Συμβούλιο της τράπεζας προσδιορίζοντας ότι το θέμα στο οποίο αφορούσε ήταν «αίτηση για δάνειο και συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο». Για τους λόγους που εξήγησε το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τεκμήριο 265 ήταν εσωτερικό έγγραφο της τράπεζας που απευθυνόταν προς το Διοικητικό της Συμβούλιο και στόχευε στο να βοηθήσει την τράπεζα να αξιολογήσει καλύτερα και να αποφασίσει ως προς το αίτημα της Apak για δανειοδότηση. Το δικαστήριο επιπρόσθετα σημείωσε πως με την επιστολή της τράπεζας ημερ. 30.12.85, τεκμήριο 372, τονιζόταν ο εσωτερικός προορισμός και χρήση του εγγράφου και γνωστοποιείτο στην Apak ότι η τράπεζα δεν αναλαμβάνει ευθύνη για την επάρκεια και την ορθότητα των αποτελεσμάτων της μελέτης. Ήταν η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου πως η προαναφερόμενη μελέτη, μέρος της οποίας δόθηκε στο Δημητριάδη, δεν αποτελούσε συμβουλή προς αυτόν ή την Apak. Στην προαναφερόμενη κατάληξη οδηγήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, ότι ο Δημητριάδης ήταν ένας έμπειρος αναλυτής επενδύσεων, όπως ο ίδιος προσδιόρισε στην επιστολή του-αίτηση προς την τράπεζα, ημερ. 5.1.82 (τεκμήριο 346) με μεταπτυχιακές σπουδές στο θέμα, εργάστηκε στην τράπεζα ως αναλυτής, και το σημαντικότερο, ετοίμασε ο ίδιος τεχνοοικονομική μελέτη (τεκμήριο 347). Ως διευθύνων σύμβουλος της Apak ο Δημητριάδης προχώρησε στο σχεδιασμό και υλοποίηση του επενδυτικού σχεδίου της καλλιέργειας λαχανικών χρησιμοποιώντας το κτήμα της Κούντουρου και επενδύοντας μάλιστα μέχρι 31.10.85 ποσό £186.000,00. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε πως δεν υπήρχε θέμα επηρεασμού της κρίσης του Δημητριάδη και κατ΄ επέκταση της Apak κατά τρόπον που να καθιστούσε πρέπον να τεθεί σε εφαρμογή το δόγμα της απαιτούμενης προστασίας που επιβάλλει η εμπιστευτική σχέση. Και αν όμως κατέληγε σε διαφορετική προσέγγιση, το πρωτόδικο δικαστήριο ανέφερε πως η λήψη της επιστολής, τεκμήριο 372, με το οποίο η τράπεζα είχε αποποιηθεί οποιασδήποτε ευθύνης ως προς την ορθότητα των αποτελεσμάτων της μελέτης, αφαιρούσε οποιοδήποτε έρεισμα από τον ισχυρισμό ότι η Apak εξέλαβε το έγγραφο ως επιβεβαίωση της ορθότητας της μελέτης και ότι ενήργησε βασιζόμενη στο έγγραφο εκείνο. Κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν ύπαρξη εμπιστευτικής σχέσης ή σχέσης εμπιστοσύνης τουλάχιστον για την περίοδο μέχρι 13.1.86 που καλύπτουν τα τεκμήρια 264 και 265, «εδραζόμενοι σε παροχή συμβουλών».
Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά τον ίδιο τρόπο, και στο ίδιο πνεύμα εξέτασε και τις άλλες μελέτες της τράπεζας που περιλαμβάνονται στα μνημόνια, ημερ. 3.12.88 (τεκμήριο 283) και μνημόνιο ημερ. 8.12.90, τεκμήρο 312 και κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα, για τους ίδιους λόγους. Τελικά, το πρωτόδικο δικαστήριο, βρήκε πως δεν αποδείχθηκε, με βάση την ενώπιον του μαρτυρία, ότι στη βάση των τριών μελετών της τράπεζας που ενσωματώθηκαν στα μνημόνια, τεκμήρια 265, 283 και 312, δημιουργήθηκε οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης ή άλλη ειδική σχέση που να τεκμηριώνει και να ενεργοποιεί την υποχρέωση επίδειξης επιμέλειας, από πλευράς τράπεζας, στην ετοιμασία τους.
Ως προς τις σχέσεις των διαδίκων, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτές ήταν σχέσεις τραπεζίτη-πελάτη και δανειστή-χρεώστη. Πέρα όμως από το δανεισμό και τη σχέση δανειστή-χρεώστη η τράπεζα συμμετείχε και ως μέτοχος της Apak με ποστοστό 31.25% και προοπτική διεύρυνσης αυτού του ποσοστού. Προβληματίστηκε, το πρωτόδικο δικαστήριο, κατά πόσο η συμπερίληψη κάποιων περιοριστικών όρων στη συμφωνία δανείου μεταξύ των διαδίκων όπως π.χ. το δικαίωμα της τράπεζας να διορίζει δύο διοικητικούς συμβούλους, να εγκρίνει τους ισολογισμούς της Apak κλπ. δημιουργούσαν ύπαρξη σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ τράπεζας και Apak. Η απάντηση του δικαστηρίου στο προαναφερόμενο ερώτημα ήταν ότι δεν δημιουργήθηκε «οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των διαδίκων, τέτοια που να ενεργοποιεί το δόγμα της ιδιαιτερότητας ώστε να διέπει τις ενέργειες των διαδίκων 'ή σχέση εμπιστοσύνης' ('fiduciary relationship')».
Αναφορικά με το ζήτημα των υπογραφών των συμφωνιών δανείου το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσον οι συμφωνίες συνάφθηκαν συνεπεία ψυχικής πίεσης. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ούτε κατά τεκμήριο αλλά ούτε και στην πραγματικότητα ασκήθηκε οποιαδήποτε ψυχική πίεση στα πρόσωπα που υπέγραψαν τις σχετικές συμφωνίες δανείου. Ήταν η εκτίμηση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας δανείου ημερ. 30.3.91 (τεκμήριο 18) η τράπεζα δεν ήταν σε εξουσιαστική σχέση με την Apak ή το Δημητριάδη σε βαθμό που να επηρεάζει τη συναίνεση τους ως προς την υπογραφή της προαναφερόμενης συμφωνίας.
Σε σχέση με τις υποθήκες που υπέγραψε η εφεσείουσα Κούντουρου (τεκμήρια 120 και 121) το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε πως οι υποθήκες ετοιμάστηκαν από την τράπεζα και υπογράφηκαν από την Κούντουρου και τον κ. Μ. Πισκοπίδη που ήταν μάρτυρας εναγόντων. Δεδομένου ότι κατατέθηκαν τα πρωτότυπα ενώπιον του δικαστηρίου και βεβαιώθηκε η υπογραφή των συμβληθέντων, ως αυθεντική, από τους ιδίους, το δικαστήριο βρήκε πως είχε αποδειχθεί το περιεχόμενο και η ορθή εκτέλεση των υποθηκών, τεκμηρίων 120 και 121. Με γνώμονα τα γεγονότα που αποδέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι δηλαδή η Κούντουρου στις 20.12.90 υπέγραψε, μεταξύ άλλων, τις προαναφερόμενες υποθήκες για ποσά £120.000,00 και £180.000,00 αντίστοιχα, προς όφελος της τράπεζας, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσον παραστάσεις που κατ΄ ισχυρισμό έκανε η τράπεζα προς την Κούντουρου, ως προς την επικερδότητα του επενδυτικού σχεδίου της Apak, ήταν ψευδείς και/ή κατά πόσον οι εγγυήσεις εκείνες θα ήταν ορθό και δίκαιο να ακυρωθούν για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο πως δεν έγιναν οποιεσδήποτε ψευδείς παραστάσεις ή απάτη εις βάρος της Κούντουρου αλλά ούτε και ασκήθηκε οποιαδήποτε ψυχική πίεση εις βάρος της με σκοπό να υπογράψει τις προαναφερόμενες υποθήκες. Ήταν παραδεκτό πως δεν προσφέρθηκε ούτε και δόθηκε ανεξάρτητη νομική συμβουλή στην Κούντουρου πριν την υπογραφή των υποθηκών. Επίσης ήταν αδιαμφισβήτητο ότι η Κούντουρου δεν ήταν εμπλεκόμενη στην Apak ούτε ως μέτοχος, ούτε ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ούτε και ως συμβαλλόμενη σε οποιαδήποτε από τις συμφωνίες δανείου. Τα δάνεια δόθηκαν στην Apak, της οποίας μέτοχοι την περίοδο του Δεκεμβρίου 1990, εκτός από την τράπεζα που κατείχε το 31.25% των μετοχών, ήταν ο σύζυγος της Κούντουρου κ. Γ. Παπαδόπουλος, οι δύο τις κόρες, κα. Δημητριάδη και κα. Παπαδοπούλου, ο γαμπρός της Α. Δημητριάδης, όπως επίσης και ο αδελφότεκνος του συζύγου της Κ. Νικολαϊδης. Επιπλέον ήταν αναντίλεκτο ότι ο Δημητριάδης με τη σύζυγο του (κόρη της Κούντουρου) συγκατοικούσαν την περίοδο του Δεκεμβρίου 90 με την Κούντουρου στο σπίτι της τελευταίας.
Μετά από αναφορά σε αγγλική και κυπριακή νομολογία το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στα εξής:
Το γεγονός ότι η Κούντουρου είναι πεθερά του Δημητριάδη, και μητέρα και σύζυγος άλλων μετόχων της Apak από μόνο του δεν καθιστά τον πιστωτή (τράπεζα) επιρρεπή σε παραμερισμό της προς όφελος του συναλλαγής επειδή δεν προειδοποίησε κατάλληλα ως προς τις επιπτώσεις των παραχωρηθεισών εγγυήσεων. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν δέχθηκε ως αξιόπιστους τους ισχυρισμούς της Κούντουρου ότι της δόθηκε σαφής διαβεβαίωση, από την τράπεζα, για την επικερδότητα της επιχείρησης με βάση τις μελέτες, και για την «τυπικότητα» των τεθεισών υπογραφών και των κατατεθεισών υποθηκών, αλλά αντίθετα δέχθηκε τη μαρτυρία του κ. Πισκοπίδη ότι της έδωσε τα έγγραφα των υποθηκών και τη ρώτησε αν ήθελε να τα διαβάσει αλλά η Κούντουρου απάντησε αρνητικά. Στη συνέχεια της εξήγησε τα έγγραφα που υπέγραφε, το ποσό των υποθηκών, προς όφελος ποιού δίνονταν οι ενυπόθηκες εγγυήσεις και τις επιπτώσεις. Δεδομένου επίσης ότι η Κούντουρου είχε υπογράψει και άλλα έγγραφα υποθηκών στο παρελθόν και επομένως γνώριζε τη φύση της υποθήκης, ότι είχε γυμνασιακή μόρφωση, ήταν γυναίκα γιατρού και βουλευτή, επιθυμούσε να βοηθήσει το γαμπρό της Δημητριάδη αλλά και το σύζυγο και τα παιδιά της που ήταν μέτοχοι της Apak, και δεδομένου ότι η παροχή των υποθηκών είχε και για την ίδια όφελος έστω και έμμεσο, εφόσον η εργασία της Apak διεξαγόταν μέσα στο ενοικιασθέν κτήμα της, με σύμβαση ενοικίασης από 1.1.89 και για 15 χρόνια και με ετήσιο ενοίκιο £25.000.- αυξανόμενο κατά £5.000.- κάθε πέντε χρόνια, το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε πως η Κούντουρου όχι μόνον είχε ενδιαφέρον στην όλη υπόθεση έστω έμμεσα «αλλά το πιο σημαντικό (είχε) γνώση και επίγνωση της συναλλαγής για την οποία έθεσε την υπογραφή της». Με γνώμονα τα προαναφερόμενα το δικαστήριο βρήκε ότι «η εκφρασθείσα με την υπογραφή των υποθηκών, Τεκμ. 120 και 121, συναίνεση της Α. Κούντουρου, δεν ήταν αντικείμενο ψυχικής πίεσης αλλά δόθηκε με την ελεύθερη της βούληση».
Τα τελικά συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ότι οι ενάγοντες στην Αγωγή 2543/91 απέσεισαν το βάρος απόδειξης που είχαν και απέδειξαν την απαίτηση τους μερικώς εναντίον της Apak και του Δημητριάδη, για ποσό £522.953,00.- πλέον τόκο 9% ετησίως επί του ποσού των £471.186,00.- από 18.9.91 μέχρις εξοφλήσεως. Ο εναγόμενος 2 (Δημητριάδης) απέτυχε να στοιχειοθετήσει την ανταπαίτηση του η οποία απορρίφθηκε με έξοδα. Σε συνάρτηση με τη διεκδίκηση της τράπεζας εναντίον της Κούντουρου στην Αγωγή 1402/92 έγινε δεκτή η ορθότητα των υποθηκών, τεκμηρίων 120 και 121, και το ότι η τράπεζα δικαιούτο σε απόφαση υπέρ της και εις βάρος της Κούντουρου για £300.000,00.- πλέον τόκο 9% από 20.12.90 μέχρις εξοφλήσεως. Επίσης εκδόθηκε διάταγμα εκποίησης των προαναφερομένων υποθηκών. Ως προς την ανταπαίτηση της Κούντουρου, τα συμπεράσματα ήταν πως οι υποθήκες έγιναν με την ελεύθερη βούλησή της και δεν υπόκειντο σε ακύρωση για οποιοδήποτε λόγο. Για τις υπόλοιπες απαιτήσεις της Κούντουρου που περιλαμβάνονται στην ανταπαίτησή της το πρωτόδικο δικαστήριο βρήκε ότι δεν μπορούσαν να εγερθούν εναντίον των εναγόντων-εφεσιβλήτων αλλά μόνο εναντίον της Apak και τις απέρριψε.
Οι λόγοι εφέσεως επικεντρώνονται στα εξής σημεία:
1. Κατάχρηση εμπιστευτικής σχέσης ή σχέσης εμπιστοσύνης, εκ μέρους των εφεσιβλήτων. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι δημιουργήθηκε εμπιστευτική σχέση μεταξύ των διαδίκων την οποίαν καταχράστηκαν οι εφεσίβλητοι. Το πρωτόδικο δικαστήριο σύγχυσε το δόγμα της παράβασης εμπιστευτικής σχέσης με το δόγμα της ψυχικής πίεσης και επικεντρώθηκε στο ζήτημα της ψυχικής πίεσης. Συγκεκριμένα οι εφεσείοντες υποβάλλουν ότι τα προαναφερόμενα τρία μνημόνια συνιστούσαν συμβουλές των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες Apak και Δημητριάδη, στις οποίες οι εφεσείοντες βασίστηκαν, εν γνώσει των εφεσιβλήτων, οι συμβουλές εκείνες ήταν προϊόν αμέλειας αλλά και αντικείμενο σύγκρουσης συμφερόντων και σαν αποτέλεσμα της αμέλειας των εφεσιβλήτων και της κατάχρησης της εμπιστευτικής τους σχέσης έναντι των εφεσειόντων, οι εφεσείοντες υπέστησαν ζημιά. Εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε την προσκόμιση μαρτυρίας για απόδειξη της ζημιάς και απώλειας που κατ΄ ισχυρισμό υπέστησαν οι εφεσείοντες το θέμα της απόδειξης των ζημιών και απωλειών των εφεσειόντων πρέπει να επανεκδικαστεί.
2. Σύγκρουση συμφερόντων. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι ενήργησαν με σκοπό την προάσπιση των δικών τους συμφερόντων ενώ βρίσκονταν σε τέτοια θέση εμπιστοσύνης έναντι των εφεσειόντων που είχαν υποχρέωση να προασπίσουν και τα συμφέροντα των εφεσειόντων. Ως συνέπεια της σύγκρουσης συμφερόντων και καθηκόντων των εφεσιβλήτων οι επίδικες συμφωνίες δανείου και εγγυήσεων είναι εξ υπαρχής άκυρες και θα πρέπει να ακυρωθούν ex debito justitiae.
3. Οι εφεσίβλητοι παρέβησαν το καθήκον επιμέλειας που όφειλαν προς τους εφεσείοντες. Και αυτοί οι λόγοι εφέσεως αφορούν ουσιαστικά στις τρεις «μελέτες» των εφεσιβλήτων στις οποίες βασίστηκαν οι εφεσείοντες και εξαιτίας αυτού του γεγονότος υπέστησαν ζημιά. Ήταν εύλογα προβλεπτό και αναμενόμενο ότι οι εφεσείοντες θα βασίζονταν στις συμβουλές των εφεσιβλήτων και ως εκ τούτου η ζημιά που υπέστησαν είναι ανακτήσιμη.
4. Απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων. Κατά τους εφεσείοντες οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να αποκαλύψουν στην Κούντουρου, κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών, ότι τα υφιστάμενα δάνεια της Apak στη Λαϊκή Τράπεζα και/ή στους εφεσίβλητους παρουσίαζαν καθυστερήσεις στην πληρωμή των δόσεων και των τόκων. Επίσης οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να αποκαλύψουν και διάφορα άλλα ουσιώδη γεγονότα τα οποία θα έπρεπε να είχαν αποκαλύψει στην Κούντουρου ώστε αυτή να μπορέσει να εκτιμήσει τον κίνδυνο που αναλάμβανε με την υπογραφή των εγγυήσεων και των υποθηκών. Είναι η θέση των εφεσειόντων πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτή την πτυχή της υπόθεσης παρόλο που οι εφεσείοντες ήγειραν το ζήτημα αυτό στα δικόγραφα τους και προσκόμισαν και αναντίλεκτη μαρτυρία.
5. Οι εφεσίβλητοι παρέβησαν το καθήκον αποφυγής προσπορισμού κέρδους και/ή οφέλους, κατά τρόπο αθέμιτο. Με βάση τους όρους των συμφωνιών που πέτυχαν οι εφεσίβλητοι σε βάρος των εφεσειόντων, μετέφεραν όλο τον επενδυτικό κίνδυνο στους ώμους της Κούντουρου και του Δημητριάδη. Προέκυψαν ζημιές εκατομμυρίων λιρών από την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων της εφεσείουσας εταιρείας, τα οποία έγιναν στη βάση μελετών και συνεχών συμβουλών που παρείχαν οι εφεσίβλητοι. Παρόλα αυτά οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να παρέχουν δάνεια στην Apak και να αυξάνουν υπέρμετρα τις ενυπόθηκες εξασφαλίσεις και εγγυήσεις της Κούντουρου και του Δημητριάδη, ακόμα και όταν η Apak δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, ενέργεια που ισοδυναμεί, κατά τους εφεσείοντες, με άσκηση δόλιου εμπορίου εις βάρος των εγγυητών.
6. Επαχθείς συμφωνίες. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε όταν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι επίδικες συμφωνίες δεν ήταν επαχθείς για τους εφεσείοντες και ότι οι εφεσείοντες είχαν όφελος από τις συμφωνηθείσες συναλλαγές. Κατά τους εφεσείοντες οι επίδικες συμφωνίες και οι ενυπόθηκες εξασφαλίσεις και εγγυήσεις ήταν ιδιαίτερα ετεροβαρείς και έκδηλα επαχθείς για τους εφεσείοντες. Συγκεκριμένα ο Δημητριάδης, παρόλο που κατείχε μόνο το 36.25% του μετοχικού κεφαλαίου της Apak, εγγυήθηκε προς τους εφεσίβλητους και την Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα, ολόκληρο το χρέος της Apak συμπεριλαμβανομένης και της αναλογίας του χρέους που θα έπρεπε να αναλάβουν οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι, δεδομένου ότι και εκείνοι ήσαν μέτοχοι στην Apak.
7. Ψυχική πίεση. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως οι επίδικες συμφωνίες για τις υποθήκες δεν είναι αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης, είναι νομικά και πραγματικά εσφαλμένη. Το γεγονός ότι δεν παρασχέθηκε στην Κούντουρου ολοκληρωμένη και επαρκής ανεξάρτητη νομική συμβουλή, υπό τις περιστάσεις, καθιστά τις εγγυήσεις της Κούντουρου ακυρώσιμες δυνάμει των κανόνων της επιεικείας.
8. Ψευδείς παραστάσεις των εφεσιβλήτων. Οι εφεσίβλητοι, κατά τους εφεσείοντες, προέβησαν σε ψευδείς παραστάσεις προς αυτούς, στις μελέτες που έκαμαν (τεκμήρια 265, 283 και 312) και μάλιστα επ΄ αμοιβή, δηλαδή χρεώνοντας τους εφεσείοντες για τις μελέτες εκείνες.
9. Απάτη. Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι εξαπάτησαν τους εφεσείοντες και με αυτό τον τρόπο πέτυχαν την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών.
10. Κυριαρχία και επιρροή. Με τους όρους που επέβαλαν οι εφεσίβλητοι στους εφεσείοντες, οι εφεσείοντες Apak και Δημητριάδης ήταν συμβατικά δεσμευμένοι να ακολουθούν τις συμβουλές και τις συστάσεις των εφεσιβλήτων. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά οι εφεσίβλητοι κηδεμόνευαν τους εφεσείοντες.
11. Παράλειψη εξέτασης θεμελιωδών ζητημάτων. Κατά τους εφεσείοντες το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει θεμελιώδη ζητήματα όπως το ζήτημα των συγκρουομένων συμφερόντων και καθηκόντων των εφεσιβλήτων, της συμβατικής ευθύνης των εφεσιβλήτων για αμελείς συμβουλές και παραστάσεις, και της μη αποκάλυψης στην εφεσείουσα Κούντουρου ουσιωδών γεγονότων όταν συνομολογούνταν οι υποθήκες, τεκμήρια 128, 121 και 120.
12. Προκατάληψη και λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας. Κατά τους εφεσείοντες, ο πρωτόδικος Δικαστής ήταν προκατειλημμένος υπέρ των εφεσιβλήτων και αξιολόγησε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων σαρωτικά και αφοριστικά, δεχόμενος δηλαδή συλλήβδην ολόκληρη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απορρίπτοντας ολόκληρη τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Ακόμα οι εφεσείοντες κάνουν λόγο για παραποιημένα πρακτικά του πρωτόδικου δικαστηρίου και για συμφέρον του πρωτόδικου Δικαστή στο αποτέλεσμα της υπόθεσης. Οι εφεσείοντες λέγουν επίσης ότι τα 12 χρόνια που διάρκεσε η όλη δικαστική διαδικασία και οι 19 μήνες που καθυστέρησε το πρωτόδικο δικαστήριο για να εκδώσει την επιφυλαχθείσα απόφασή του παραβιάζουν τους κανόνες της δίκαιης δίκης.
13. Το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι εφεσίβλητοι και λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσκόμισαν οι εφεσείοντες. Η σύνοψη της μαρτυρίας στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ελλειπής ή ατελής και παραβαίνει τις σχετικές θεμελιωμένες αρχές.
14. Οι όλες παρεμβάσεις του δικαστηρίου, η λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και η διαδικασία που ακολουθήθηκε καθιστούν την πρωτόδικη απόφαση λανθασμένη και τρωτή.
15. Λανθασμένη είναι η πρωτόδικη απόφαση και ως προς το ζήτημα των πληρωθέντων δικηγορικών εξόδων. Δεδομένου ότι ο Δημητριάδης κατέβαλε στους εφεσίβλητους ποσό £66.700,00.- πλέον τόκο ως δικηγορικά έξοδα και η Κούντουρου £2.967,51 σεντ πλέον τόκο με βάση την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, ημερ. 9.7.04, για αναστολή της διαδικασίας, σε περίπτωση επιτυχίας των εφεσειόντων στις εφέσεις τους, το Εφετείο θα πρέπει να εκδώσει διάταγμα για επιστροφή των δικηγορικών εξόδων και των τόκων που καταβλήθησαν πλέον τόκο 9% από την ημερομηνία πληρωμής των προαναφερομένων ποσών στους εφεσίβλητους, συν δικηγορικά έξοδα της διαδικασίας εφέσεως.
Για το πρωταρχικό θέμα της κατ΄ ισχυρισμό κατάχρησης εμπιστευτικής σχέσης και αμελούς δήλωσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων, το οποίον οι εφεσείοντες βασίζουν ουσιαστικά στα προαναφερόμενα μνημόνια-μελέτες, τεκμήρια 265, 283 και 312, εκτιμούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές κατευθυντήριες γραμμές και ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις σχετικές νομικές αρχές και τη νομολογία. Σημείωσε συναφώς, πως ο Δημητριάδης υπήρξε εργοδοτούμενος της τράπεζας, η σύλληψη και προώθηση σχεδίου αποξήρανσης λαχανικών ανήκε στον ίδιο το Δημητριάδη, ο ίδιος ζήτησε από την τράπεζα να του ετοιμάσει τεχνοοικονιμική μελέτη βιωσιμότητας (τεκμήριο 256) ως προς το επενδυτικό σχέδιο της μονάδας αποξήρανσης, με βάση στοιχεία που ο ίδιος έδωσε ιδιαίτερα ως προς την ετήσια κυπριακή παραγωγή και τις προοπτικές πωλήσεων (τεκμήρια 354 και 356). Το τεκμήριο 256, στο οποίο αναγράφεται ως τίτλος feasibility report, ήταν αρνητικό αναφορικά με τις προοπτικές υλοποίησης του προαναφερόμενου επενδυτικού σχεδίου. Όμως η Apak, της οποίας ο Δημητριάδης ήταν ουσιαστικά η κινητήρια δύναμη και ο ιθύνων νους, προχώρησε εντός του 1985 στην υλοποίηση της προαναφερόμενης επιχείρησης στο κτήμα της Κούντουρου επενδύοντας μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του 1985 το ποσό των £186.000,00.- Στη συνέχεια ζητείται από την Apak χρηματοδότηση από την τράπεζα και τότε ετοιμάζεται η μελέτη, τεκμήριο 265, στις 12.12.85 με τίτλο «Μνημόνιο» και ένδειξη «αυστηρώς εμπιστευτικό». Απευθύνεται από το Γενικό Διευθυντή προς το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας προσδιορίζοντας ότι το θέμα που εξεταζόταν στο μνημόνιο ήταν «αίτηση για δάνειο και συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο». Είναι γεγονός ότι αρκετά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο τεκμήριο 265 δόθηκαν από τον ίδιο το Δημητριάδη, όπως η ετήσια παραγωγή της Apak και οι δυνατότητες της για εξαγωγές και σκοπό είχαν να καταδείξουν σε κάποιον τρίτο, προφανώς το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ποιες ήταν οι πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος και κατά πόσον ήταν συνετό να δοθεί το δάνειο και να εμπλακεί η τράπεζα και σε μια επενδυτική διαδικασία που προφανώς περιλάμβανε και επιχειρησιακό κίνδυνο. Επιπρόσθετα και προς συμπλήρωση της εικόνας των γεγονότων σημειώνεται ότι η παράδοση μέρους του τεκμηρίου 265 στο Δημητριάδη (το τεκμήριο 263) συνοδεύτηκε με την επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 30.12.85 (τεκμήριο 372) στο οποίο τονίζεται ο εσωτερικός προορισμός και χρήση του εγγράφου και επίσης γνωστοποιείται στην Apak ότι η τράπεζα δεν αναλαμβάνει ευθύνη για την επάρκεια και την ορθότητα των συμπερασμάτων της προαναφερόμενης μελέτης. Τα ίδια, με την εξαίρεση της συνοδευτικής επιστολής, ισχύουν κατ΄ αναλογία και για τα άλλα δύο μνημόνια-μελέτες (τεκμήρια 283 και 312), τα οποία ετοιμάστηκαν στην πορεία των πραγμάτων. Δεν αποδίδομε οποιαδήποτε βαρύτητα στο ότι οι εφεσείοντες κατέβαλαν δικαιώματα στην Τράπεζα γι΄ αυτές τις μελέτες-μνημόνια. Είναι σύνηθες, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία, οι Τράπεζες, να χρεώνουν για μελέτες στις οποίες προβαίνουν με σκοπό να αποφασίσουν αν θα εγκρίνουν μια δανειοδότηση ή όχι.
Όπως ήδη αναφέρθηκε τόσο η καθοδήγηση όσο και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθά. Η αρχή που διατυπώθηκε στην αγγλική υπόθεση Hedley Byrne (ανωτέρω) αναλύθηκε και συνοψίστηκε στην υπόθεση Premier (ανωτέρω). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, αν κατά τη συνήθη πορεία των εργασιών του ένα πρόσωπο ζητήσει πληροφορίες ή συμβουλές από κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο δεν υπέχει έναντι του συμβατική ή άλλη ευθύνη να του δώσει πληροφορίες ή συμβουλές, κάτω από συνθήκες που ένας λογικός άνθρωπος θα έπρεπε εύλογα να γνωρίζει ότι του δίδεται εμπιστοσύνη, ότι δηλαδή εκείνος που ζητεί τις πληροφορίες ή τις συμβουλές βασίζεται στην εξειδικευμένη κατάρτιση και κρίση του, και αποφασίζει να παράσχει τις πληροφορίες ή τις συμβουλές, χωρίς να καθιστά σαφές ότι πληροφορεί ή συμβουλεύει χωρίς ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης, τότε το πρόσωπο αυτό έχει νομική υποχρέωση να επιδείξει την υπό τις περιστάσεις απαιτούμενη επιμέλεια. Η τυχόν παράλειψη του να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια στοιχειοθετεί αμέλεια, και αν το άλλο άτομο ενήργησε βασιζόμενο στις πληροφορίες και συμβουλές που του δόθησαν και υπέστη οικονομική ζημιά έχει αγώγιμο δικαίωμα. Στην υπόθεση Πενταλιώτης και Παπαπέτρου (ανωτέρω) υπογραμμίστηκε ότι για τη θεμελίωση του καθήκοντος επιμέλειας δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη δυνατότητας εύλογης πρόβλεψης πως θα επέλθει ζημιά. Απαιτείται και θεμελίωση εγγύτητας στις σχέσεις των διαδίκων και επιπλέον απαιτείται να ικανοποιείται το δικαστήριο πως είναι δίκαιο και εύλογο να επιβληθεί το ορισμένο καθήκον επιμέλειας, στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Στην προκείμενη περίπτωση ορθά έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν στοιχειοθετείτο καθήκον επιμέλειας των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες Apak και Δημητριάδη, κυρίως επειδή η Apak και ο Δημητριάδης δεν βασίζονταν στην οποιαδήποτε εξειδικευμένη κατάρτιση και κρίση των εφεσιβλήτων αλλά ουσιαστικά το αντίθετο συνέβαινε, δηλαδή οι εφεσίβλητοι βασίζονταν στις εξειδικευμένες γνώσεις και κατάρτιση του Δημητριάδη και κατ΄ επέκταση της Apak. Επιπρόσθετα οι εφεσίβλητοι, στην προκείμενη περίπτωση, κατέστησαν σαφές ότι οι πληροφορίες ή οι συμβουλές που περιέχονταν τουλάχιστον στο αρχικό μνημόνιο δίνονταν χωρίς ανάληψη οποιασδήποτε ευθύνης. Ακόμα μεταξύ των διαδίκων δεν υπήρχε και η οποιαδήποτε σχέση εγγύτητας η οποία θα επέβαλλε στους εφεσίβλητους καθήκον επιμέλειας έναντι των εφεσειόντων, στην προκείμενη περίπτωση.
Δεν συμφωνούμε με τους εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε μόνο το ενδεχόμενο ύπαρξης καθήκοντος επιμέλειας των εφεσιβλήτων προς τους εφεσείοντες με βάση τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο και όχι με βάση συμβατικό καθήκον επιμέλειας. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε καθήκον επιμέλειας και ορθά κατέληξε στο ότι, γενικά, τέτοιο καθήκον, υπό τις περιστάσεις, δεν υπήρχε για τους προαναφερόμενους λόγους.
Αναφορικά με το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων και του κατ΄ ισχυρισμό καθήκοντος των εφεσιβλήτων να προασπίσουν και τα συμφέροντα των εφεσειόντων και όχι μόνον τα δικά τους και πάλι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τις θέσεις των εφεσειόντων. Οι συμφωνίες δανείου και εγγυήσεων έγιναν από άτομα που δεν βρίσκονταν σε σχέση εμπιστοσύνης το ένα προς το άλλο και δεν υπήρχε καθήκον προάσπισης των συμφερόντων του ενός από τον άλλο. Επρόκειτο για συμφωνίες δανείου και εγγυήσεων, με κάποιους πρόσθετους όρους, οι οποίοι θεωρήθηκε από τους συμβληθέντες ότι θα έπρεπε να τεθούν με σκοπό την ορθή υλοποίηση των συμφωνηθέντων. Δεν βλέπουμε λόγο για τον οποίο αυτές οι συμφωνίες θα πρέπει να ακυρωθούν ex debito justitiae, ή να θεωρηθούν ως ακυρώσιμες για οποιοδήποτε λόγο βασισμένο στο δίκαιο ή τους κανόνες της επιείκειας.
Το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό απόκρυψης ουσιαστικών γεγονότων, εις βάρος της Κούντουρου, κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών εγγυήσεων και υποθηκών, και πάλι δεν μπορεί να αποφασιστεί υπέρ των εφεσειόντων. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά στάθμισε τα ενώπιόν του στοιχεία και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα πως η Κούντουρου είχε γνώση του τι υπέγραφε και ότι υπό τις περιστάσεις δεν ήταν αναγκαίο να της προσφερθεί ανεξάρτητη νομική συμβουλή. Είναι γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η Κούντουρου κατοικούσε στο ίδιο σπίτι με την κόρη της και το γαμπρό της Δημητριάδη. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε, ως αναξιόπιστους, τους ισχυρισμούς της ότι της έγιναν ψευδείς παραστάσεις ή απάτη από τους εφεσίβλητους αναφορικά με τις υποχρεώσεις που θα είχε ως εγγυήτρια της Apak και του Δημητριάδη. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Κούντουρου ήταν μια κυρία, με μόρφωση Μέσης Παιδείας, σύζυγος επιστήμονος και ανθρώπου με πολιτειακό αξίωμα, η οποία είχε υπογράψει και στο παρελθόν εγγυήσεις και επομένως γνώριζε τη φύση και την έννοια τους, και η οποία επιπρόσθετα είχε συμφέρον από την όλη πράξη μεταξύ των εφεσιβλήτων και της Apak και του Δημητριάδη, εφόσον η ίδια ενοικίαζε για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέρος του κτήματος της με σημαντικό ενοίκιο, θεωρούμε πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε απάτη, ψευδείς παραστάσεις, ψυχική πίεση ή απόκρυψη γεγονότων εις βάρος της Κούντουρου ή ότι οι εγγυήσεις της ήταν ορθό και δίκαιο να ακυρωθούν για οποιοδήποτε άλλο λόγο. Αυτή υπέγραψε με πλήρη γνώση και επίγνωση του τι υπέγραφε και του τι λάμβανε χώραν. Η Κούντουρου, στην πραγματικότητα, υιοθέτησε πλήρως τις θέσεις του γαμπρού της Δημητριάδη, τον οποίο προφανώς ήθελε να βοηθήσει ενοικιάζοντας στην Apak το κτήμα της και υπογράφοντας ως ενυπόθηκος οφειλέτης. Το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι είχαν κάποιου βαθμού έλεγχο πάνω στην Apak και το Δημητριάδη μέσω των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Apak που είχαν δικαίωμα να διορίσουν, του μετοχικού τους κεφαλαίου και των άλλων προνομίων που τους έδιναν οι υπογραφείσες συμφωνίες δεν θεωρούμε πως έθετε την Κούντουρου σε μειονεκτική θέση ή ότι της παρείχε απαρέγκλιτα το δικαίωμα σε ανεξάρτητη νομική συμβουλή. Η εμπλοκή της Τράπεζας στην όλην επιχείρηση φανέρωνε ουσιαστικά ότι η Τράπεζα πίστευε στη βιωσιμότητα της επιχείρησης, βασιζόμενη σε κάποιο βαθμό στις γνώσεις και ικανότητες του Δημητριάδη.
Οι ισχυρισμοί για προσπορισμό κέρδους κατά τρόπο αθέμιτο και για επαχθείς συμφωνίες που οι εφεσίβλητοι επέβαλαν στους εφεσείοντες δεν θεωρούμε πως έχουν οποιαδήποτε ουσία. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε τις συμφωνίες και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτές δεν ήταν έκδηλα επαχθείς για τους εφεσείοντες. Ήταν συμφωνίες που έγιναν με ελεύθερη βούληση και για καλόν αντάλλαγμα και εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα και των δύο πλευρών, περιλαμβανομένης βέβαια και της Κούντουρου. Συμφωνούμε επίσης με τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και διαφωνούμε με τη θέση των εφεσειόντων ότι η εξασφάλιση εγγυήσεων από την Κούντουρου και το Δημητριάδη, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής, ισοδυναμούσε με άσκηση δόλιου εμπορίου εις βάρος των εγγυητών. Το ότι ο Δημητριάδης παρείχε εγγύηση για ολόκληρο το χρέος της Apak και όχι μόνο για το χρέος που αντιστοιχούσε στο δικό του μετοχικό κεφάλαιο δεν θεωρούμε πως συνιστά οτιδήποτε το παράνομο ή το μεμπτό.
Τα ζητήματα της ψυχικής πίεσης, των ψευδών παραστάσεων, της απάτης και της κυριαρχίας και επιρροής που κατ΄ ισχυρισμό άσκησαν οι εφεσίβλητοι εις βάρος των εφεσειόντων εξετάστηκαν επαρκώς και αναλυτικά από το πρωτόδικο δικαστήριο με το οποίο συμφωνούμε τόσο ως προς την καθοδήγηση όσο και ως προς τα συμπεράσματα.
Είναι ακόμα η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει θεμελιώδη ζητήματα, όπως το ζήτημα των κατ΄ ισχυρισμό συγκρουομένων συμφερόντων, της συμβατικής ευθύνης των εφεσιβλήτων για αμελείς συμβουλές και παραστάσεις κλπ.. Εξετάσαμε με προσοχή την πρωτόδικη απόφαση και θεωρούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο, στην εμπεριστατωμένη του απόφαση, ανέλυσε όλα τα σχετικά με την υπόθεση θέματα, λεπτομερώς και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα.
Το ζήτημα της προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστή εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων είναι ένα από τα θέματα της παρούσας έφεσης. Βασίζονται οι εφεσείοντες σε επαγγελματικές και άλλες σχέσεις του πρωτόδικου Δικαστή με τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων και στο γεγονός ότι ο πρωτόδικος Δικαστής πριν πάνω από 20 χρόνια, εργαζόμενος ως δικήγορος, στο γραφείο των δικηγόρων των εφεσιβλήτων εξυπηρέτησε επαγγελματικά και τους εφεσίβλητους. Παραπονούνται ακόμα οι εφεσείοντες ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αξιολόγησε λανθασμένα τη μαρτυρία, προς όφελος των εφεσιβλήτων, δηλαδή ότι σαρωτικά και αφοριστικά δέχθηκε ολόκληρη τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και απέρριψε ολόκληρη τη μαρτυρία των εφεσειόντων. Διαμαρτύρονται και για το χρόνο που εκκρεμούσε η αγωγή ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου αλλά και για το χρόνο που καθυστέρησε η έκδοση της επιφυλαχθείσας απόφασης.
Ως προς την κατ΄ ισχυρισμό προκατάληψη του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή εκτιμούμε ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων δεν έχουν οποιαδήποτε ουσία ή σημασία. Δεν μπορεί, κατά την κρίση μας, να γίνεται λόγος για επαγγελματικές σχέσεις που είχε ο πρωτόδικος Δικαστής πριν πέραν των 20 χρόνων με τους δικηγόρους των εφεσιβλήτων ή και τους ίδιους τους εφεσίβλητους. Τίποτε από τα όσα ισχυρίζονται οι εφεσείοντες δεν δείχνει, έστω και κατ΄ ελάχιστον, προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστή εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Παρατηρούμε συναφώς ότι το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστή τέθηκε ενώπιον του Εφετείου και σε δύο άλλες περιπτώσεις, στις Πολιτικές Εφέσεις 328/05 και 143/06, ΑΡΑΚ κ.α. ν. Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως, ημερ. 19.3.2007. Τα ζητήματα που απασχόλησαν το Εφετείο ήταν το αίτημα για εξαίρεση του πρωτόδικου Δικαστή επειδή αυτός ήταν προκατειλημμένος εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων και το ζήτημα της διόρθωσης των πρακτικών της διαδικασίας που κατά τους εφεσείοντες δεν ήταν ορθά. Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε αίτημα για εξαίρεσή του και στη συνέχεια προχώρησε και εξέτασε την αίτηση αναφορικά με το περιεχόμενο των πρακτικών. Με απόφαση του ημερ. 30.3.06 ενέκρινε μερικώς το αίτημα για διόρθωση αλλά το απέρρριψε ως προς το μεγαλύτερο μέρος του. Οι δύο αποφάσεις εφεσιβλήθηκαν και το Εφετείο έκρινε ότι η απόφαση του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή για τη μη εξαίρεση του ήταν εκ προοιμίου αναπόφευκτη. Η έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης χαρακτηρίστηκε ως προδήλως αβάσιμη και απορριπτέα ακόμα και αν ήταν εφέσιμη που, όπως έκρινε το Εφετείο, δεν ήταν. Επιπρόσθετα και η απόφαση για διόρθωση των πρακτικών δεν ήταν εφέσιμη. Δεδομένου ότι, όπως υπέδειξε το Εφετείο, το περιεχόμενο τους δεν μπορούσε να αποτελέσει θέμα αντιπαράθεσης μεταξύ Δικαστή και διαδίκου, δεν ήταν νοητή η επί του θέματος έκδοση δικαστικής κρίσης που να καθορίζει ή να επηρεάζει δικαιώματα εντός της εννοίας της απόφασης στην υπόθεση Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1530. Στην ενδιάμεση απόφαση του Εφετείου στα πλαίσια των παρουσών πολιτικών εφέσεων, ημερ. 31.5.07, το Εφετείο υπό άλλη σύνθεση, αποφάσισε την απόρριψη αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας σε σχέση με τον 7ο λόγο έφεσης, το λόγο δηλαδή που αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστή εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων. Στην απόφαση εκείνη εξετάστηκαν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλαν οι εφεσείοντες προς τεκμηρίωση της θέσης τους για προκατάληψη του δικαστηρίου εναντίον τους και κατέληξε το Εφετείο στο ότι οι εφεσείοντες θα έπρεπε, εφόσον διέγνωσαν προκατάληψη του Δικαστή εις βάρος τους, να του έθεταν αμέσως ζήτημα εξαίρεσης. Δεν έθεσαν οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα και επομένως δεν δόθηκε η ευκαιρία στον πρωτόδικο Δικαστή να τοποθετηθεί επ΄ αυτού του θέματος. Αντί τούτου όμως, στο τέλος της πρωτόδικης διαδικασίας, ο συνήγορος που εμφανίστηκε για τους εναγόμενους-εφεσείοντες, απευθυνόμενος προς το δικαστήριο, εξέφρασε ικανοποίηση για τη διεξαχθείσα διαδικασία και μάλιστα εξέφρασε και ευχαριστίες προς όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες της δίκης. Ακόμα το Εφετείο, στην απόφαση εκείνη, τόνισε ότι δεν διέκρινε οτιδήποτε το μεμπτό ή το άτοπο σε σχέση με τις κατ΄ ισχυρισμό φιλικές σχέσεις του Δικαστή με τους δικηγόρους των εναγόντων-εφεσιβλήτων. Οι προηγούμενες επαγγελματικές σχέσεις του Δικαστή με το γραφείο των δικηγόρων της εφεσίβλητης τράπεζας, όταν αυτός ήταν ακόμα δικηγόρος, δεν ήταν ζήτημα που θα έπρεπε να απασχολήσει περισσότερο εφόσον το θέμα έληξε ουσιαστικά με την κοινή δήλωση γεγονότων που έγινε κατά τη διάρκεια της ακρόασης.
Εν όψει όλων των προαναφερομένων κρίνουμε πως ο 7ος λόγος έφεσης που αφορά στην κατ΄ ισχυρισμό προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστή εις βάρος των εφεσείοντων και υπέρ των εφεσιβλήτων, είναι αβάσιμος.
Η αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβη το πρωτόδικο δικαστήριο είναι καθόλα επαρκής και λεπτομερής. Γίνεται ανάλυση της μαρτυρίας, αξιολόγηση για τον κάθε μάρτυρα ξεχωριστά και τα συμπεράσματα είναι αιτιολογημένα. Συγκεκριμένα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου έδωσαν μαρτυρία 40 μάρτυρες, 6 μάρτυρες προς υποστήριξη των απαιτήσεων των εναγόντων, 26 μάρτυρες εκ μέρους των εναγομένων προς υποστήριξη των υπερασπίσεων και ανταπαιτήσεων τους και 8 μάρτυρες έδωσαν μαρτυρία εκ μέρους των εναγόντων προς υπεράσπιση των ανταπαιτήσεων και απάντηση των υπερασπίσεων των εναγομένων. Από τους 26 μάρτυρες που έδωσαν μαρτυρία για τους εναγόμενους περίπου οι μισοί ήταν εμπειρογνώμονες. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία ενός εκάστου απ΄ αυτούς ξεχωριστά και η θέση των εφεσειόντων ότι απέρριψε τη μαρτυρία τους συλλήβδην είναι εντελώς λανθασμένη. Σημειώνουμε συναφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία αρκετών μαρτύρων των εναγομένων-εφεσειόντων. Δέχθηκε π.χ. ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του κ. Κοφτερίδη (Μ.Υ. 4), του κ. Χαραλάμπους (Μ.Υ. 7), του κ. Γεωργίου (Μ.Υ. 8), του κ. Μακρή (Μ.Υ. 14) και του κ. Τυπογράφου (Μ.Υ. 18).
Το γεγονός ότι η έκδοση της απόφασης καθυστέρησε κατά 19 μήνες είναι βέβαια κάτι που δεν μας χαροποιεί, όμως ενόψει της ογκωδέστατης μαρτυρίας που δόθηκε, των εκατοντάδων τεκμηρίων που κατατέθηκαν και των νομικών σημείων που ηγέρθησαν, κρίνουμε πως ο χρόνος των 19 μηνών που μεσολάβησε μεταξύ της επιφύλαξης και της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, υπερβολικά μεγάλος. Όσον αφορά το ζήτημα του συνολικού χρόνου των 12 ετών που διέρρευσε από την καταχώριση της αγωγής μέχρι την έκδοση της τελικής απόφασης, αυτό είναι στοιχείο που δεν μπορεί, από μόνο του, να έχει αποφασιστική σημασία στην παρούσα διαδικασία.
Κατ΄ αρχάς σημειώνουμε τη μεγάλη καθυστέρηση στη συμπλήρωση των δικογράφων. Στην Αγωγή 2543/91 το κλητήριο καταχωρίστηκε στις 27.12.1991, η υπεράσπιση και ανταπαίτηση της ΑΡΑΚ καταχωρίστηκε στις 15.10.1997 (σχεδόν 6 χρόνια αργότερα) και η απάντηση της Τράπεζας στις 5.11.1999. Η υπεράσπιση και ανταπαίτηση του Δημητριάδη καταχωρίστηκε στις 12.1.1996 και η απάντηση της Τράπεζας στις 5.11.1999.
Στην Αγωγή 1402/92, το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο καταχωρίστηκε στις 2.7.1992, η υπεράσπιση και ανταπαίτηση της Κούντουρου καταχωρίστηκε στις 12.1.1996 (περίπου 3½ χρόνια αργότερα) και η απάντηση της Τράπεζας, στις 12.3.1997 (Δέστε τις σελίδες 3 και 4 της πρωτόδικης απόφασης).
Η σχετική νομολογία μας επί του προκειμένου επιβεβαιώνει πως δεν υπάρχει αρχή δικαίου ότι η καθυστέρηση, από μόνη της, οδηγεί αυτόματα στην ακυρότητα της εκδοθείσας απόφασης. Για να οδηγήσει η καθυστέρηση στην ακύρωση της απόφασης (προς επανεκδίκαση της υπόθεσης) θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχει προκληθεί δικαιολογημένος φόβος ότι, (εξαιτίας της καθυστέρησης), το δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσει την ενώπιον του μαρτυρία ή να φανεί ότι, η καθυστέρηση, θα πρέπει να είχε δυσμενή αποτελέσματα στην ετοιμασία της απόφασης - Δέστε: Ανδρέας Σταύρου Μακρή και Άλλοι ν. Μέγα Χ΄΄ Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203, Βερεγγάρια Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2398, Κωστάκης Πουγιούκα κ.α. ν. Ευαγόρα Θρασυβούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 2014, Αγγελή ν. Ηλία κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 1043 και Τεμβριώτου ν. Αντωνιάδη (1994) 1 Α.Α.Δ. 494.
Σημειώνουμε όμως και την πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Κρίνος Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 185/06 και 210/06, ημερ. 21.1.08, στην οποία, και εν σχέσει με ποινικές υποθέσεις, συζητήθηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ στην Beck v. Norway, Application no. 26390/95, ημερ. 26.1.2001.
Δεν υπήρξε ενώπιον μας οτιδήποτε που να δείχνει ότι, εξαιτίας της καθυστέρησης, προκλήθηκε οποιοδήποτε πρόβλημα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, την ετοιμασία της απόφασης ή οποιοδήποτε άλλο δυσμενές αποτέλεσμα. Επομένως καταλήγουμε πως η καθυστέρηση στην αποπεράτωση της υπόθεσης αυτής και τη διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων δεν επηρέασε δυσμενώς τα θεμιτά συμφέροντα των εναγομένων εφεσειόντων και ότι δεν θα ήταν ούτε ορθό ούτε δίκαιο, υπό τις περιστάσεις, να θεωρηθεί η δίκη ως άκυρη εξαιτίας της καθυστέρησης και να διαταχθεί επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Ως προς τις παρεμβάσεις του πρωτοδίκου δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν βρίσκουμε ότι αυτές ήταν αδικαιολόγητες, αθέμιτες ή μεμπτές καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν κατά την εκτίμησή μας ορθή, δηλαδή στην αρχή έδωσαν μαρτυρία οι μάρτυρες των εναγόντων με σκοπό την τεκμηρίωση των αγωγών, στη συνέχεια έδωσαν μαρτυρία οι μάρτυρες των εναγομένων προς τεκμηρίωση των υπερασπίσεων αλλά και των ανταπαιτήσεων τους και τελικά έδωσαν μαρτυρία οι μάρτυρες των εναγόντων με σκοπό την προβολή της υπεράσπισης τους στις ανταπαιτήσεις των εναγομένων. Αυτή η διαδικασία ήταν αποτέλεσμα της ενδιάμεσης απόφασης του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, ημερ. 23.9.9, με την οποίαν ρυθμίστηκε η ενώπιον του διαδικασία. Κατά την κρίση μας το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ρύθμισε την ενώπιον του διαδικασία, όπως είχε κάθε δικαίωμα, και η ρύθμιση στην οποία προέβηκε προάσπιζε επαρκώς τα θεμιτά συμφέροντα όλων των διαδίκων. Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα της κατ΄ ισχυρισμό λανθασμένης διαδικασίας εγκαταλείφθηκε από τους εφεσείοντες, εκτός από τον Δημητριάδη.
Ζήτημα εξόδων, δηλαδή πληρωθέντων δικηγορικών εξόδων, δεν τίθεται από τη στιγμή που το παρόν δικαστήριο κρίνει την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή.
Για τους προαναφερόμενους λόγους και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.