ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 124
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αίτηση αρ. 11/2008
5 Φεβρουαρίου, 2008
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, (Ν. 33/64, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ)
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΤΕΛΛΑΣ ΜΑΛΑ, ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 580/08 ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΕΠΕΜΦΘΗ ΣΕ ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΑΖΟΝΤΟΣ ΣΤΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΣΤΙΣ 28/2/08 ΓΙΑ ΝΑ ΧΟΡΗΓΗΘΕΙ ΣΕ ΑΥΤΗ ΑΔΕΙΑ ΠΡΟΣ ΥΠΟΒΟΛΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION
- και -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡ. 21/1/08 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α) ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΤΗΣ ΩΣ ΑΝΩ ΑΝΑΦΕΡΟΜΈΝΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ ΣΕ ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΠΕΡΡΙΨΑΝ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ ΑΠΟΔΕΚΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΙΑΥΤΗ ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
-------------------
Ε. Ευσταθίου, για την αιτήτρια
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα αίτηση η αιτήτρια ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσης certiorari και prohibition. Με το πρώτο να ακυρωθεί η απόφαση του Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην υπόθεση 580/08 ημερ. 21/1/08 με την οποία αποφάσισε όπως η αιτήτρια παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 28/2/08 και με το δεύτερο να διατάσσεται η αναστολή και/ή διακοπή της διαδικασίας παραπομπής. Περαιτέρω ζητείται και διάταγμα όπως, σε περίπτωση που δοθεί η αιτούμενη άδεια, να ανασταλεί η διαδικασία παραπομπής μέχρι την εκδίκαση της αίτησης που θα καταχωρηθεί για την έκδοση των προαναφερθέντων διαταγμάτων.
Η αίτηση στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι ενώπιον του πρωτόδικου δικαστή δεν υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία εναντίον της αιτήτριας που να δικαιολογεί την παραπομπή της σε δίκη, αφού η μόνη μαρτυρία προερχόταν από πρόσωπο που ήταν συγκατηγορούμενος της. Ο πρωτόδικος δικαστής, αναφερόμενος σε σχετική νομολογία (βλ. in Re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 57, 78, αλλά και σε συγγράμματα όπως το Δίκαιο της Απόδειξης του Δικαστή Τ. Ηλιάδη, σελ. 81-82 και στον Archbold Criminal Pleadings of Evidence & Practice (2007) παραγρ. 15-388-15-389), κατάληξε ότι θέματα αποδεκτότητας μαρτυρίας δεν εξετάζονται από το παραπέμπον δικαστήριο αλλά από το Κακουργιοδικείο, και εφόσον από την ενώπιον του μαρτυρία (κατάθεση συγκατηγορουμένου) ενοχοποείτο και η αιτήτρια παράπεμψε αυτή σε δίκη στις κατηγορίες που έχουν προσαφθεί εναντίον της. Στην πρώτη για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος δηλαδή την προμήθεια και κατοχή ναρκωτικών, στη δεύτερη ότι προμηθεύτηκε ναρκωτικά (1,993.7 γραμμάρια ξηρής φυτικής ύλης), στην τρίτη ότι τα κατείχε, στην τέταρτη ότι προμήθευσε με αυτά τον 1ο κατηγορούμενο, στην πέμπτη τον 2ο, στην έκτη τον 3ο και στην έβδομη κατηγορία ότι είχε στην κατοχή της το ποσό των £110.000 γνωρίζοντας ότι αποτελούσε έσοδα από εμπορία ναρκωτικών.
Tα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, έχουν διασαφηνιστεί από όγκο νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1298 σελ. 1303 ο Αρέστης Δ. (όπως ήταν τότε) διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Στο παρόν στάδιο το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εξετάζει κατά πόσον υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο στην υπόθεση. Είναι αρκετό σε αυτό το στάδιο με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου να δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας: Γενικός Εισαγγελέας ν. Π. Χρίστου (1962) C.L.R. 129, Εξ πάρτε Νίνα Παναρέτου (1972) 1 C.L.R. 165, Kακος (1985) 1 C.L.R. 250, Αργυρίδης (1987) 1 C.L.R. 23, A.L.S. Aircraft Leasing System Ltd., Αίτηση (2000) 1 Α.Α.Δ. 51.
Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα περιλαμβάνουν:
(α) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.
(β) Έκδηλη πλάνη Νόμου προφανής στα πρακτικά.
(γ) Προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση.
(δ) Δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης.
(ε) Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
(Βλ. μεταξύ άλλων, Αναφορικά με το Genaro Perella (1995) 1 A.Α.Δ. 692).»
Στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd. v. FASTACT DEVELOPMENTS LTD. κ.α. (2004) 1 (Γ) A.A.Δ. 1535, 1541 ο Γαβριηλίδης Δ. εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v Secretary of State (1986) 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, Στ. Μεστάνα, Πολ. Εφ. 9906, 22.9.2000 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη, Αίτηση Αρ. 13/2001, 1.3.2001). Στη Hellenger Trading Ltd, Aίτηση αρ. 94/2000, 30.11.2000, διευκρινίστηκε, ορθά ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.α., Αίτηση αρ. 133/03, 20.2.04). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Στρεφόμενος στα γεγονότα της δικής μας υπόθεσης εξέτασα τα όσα περιέχονται στην αίτηση αλλά και τα όσα ανέπτυξε ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας. Παρόλο ότι συμφωνώ με τις αρχές που διατυπώνονται στα σχετικά αγγλικά συγγράμματα που επικαλέστηκε, ότι δηλαδή είναι θεμελιώδης κανόνας ότι μαρτυρία που περιέχεται σε κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία (ή σε άλλους) ο ένας από τους συγκατηγορουμένους, δεν είναι μαρτυρία εναντίον του άλλου συγκατηγορουμένου, εντούτοις έχω καταλήξει να συμφωνήσω και με το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστή ο οποίος με αναφορά στη νομολογία, κατέληξε ότι θέματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας δεν αποφασίζονται από το παραπέμπον δικαστήριο αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση, δηλαδή το Κακουργιοδικείο. Ο πιο πάνω γενικός κανόνας ότι μαρτυρία που περιέχεται σε κατάθεση ενός κατηγορουμένου δεν αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία εναντίον του άλλου, υπόκειται σε εξαιρέσεις όπως για παράδειγμα εκεί όπου κατά τη δίκη ο κατηγορούμενος που έδωσε την κατάθεση δίνει ένορκη μαρτυρία οπότε αυτά που καταθέτει γίνονται μαρτυρία εναντίον του συγκατηγορουμένου. Δε θα επεκτείνω στις εξαιρέσεις διότι αυτά είναι θέματα που, όπως ορθά ανάφερε ο πρωτόδικος δικαστής, δεν αποφασίζονται στο στάδιο της παραπομπής, αλλά στο στάδιο της δίκης. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 57 στη σελ. 78 απαντά το θέμα που εξετάζουμε:
«The power conferred on the Court is a discretionary power which has to be exercised judicially on the material contained in the copies of the statements of the witnesses.
It may be well remembered that the committing Judge is not the trial Court and questions of admissibility of evidence and veracity of witnesses are decided on the trial.
The District Court shall consider the evidence disclosed in the copy of statements to be sufficient to commit the accused for trial, if such evidence is such as, if uncontradicted, would raise a probable presumption of his guilt, independently of whether there is conflict of evidence in the statements."
(η υπογράμμιση είναι δική μου)
Σε δική μου ελεύθερη μετάφραση
«Η εξουσία που εναποτίθεται στο δικαστήριο είναι διακριτική και θα πρέπει να ασκείται δικαστικά με βάση το υλικό που περιέχεται στα αντίγραφα καταθέσεων των μαρτύρων.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο παραπέμπων δικαστής δεν είναι το δικαστήριο που θα εκδικάσει την υπόθεση και ζητήματα αποδεκτότητας της μαρτυρίας και ειλικρίνειας των μαρτύρων αποφασίζονται κατά τη δίκη.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο θα εξετάσει τη μαρτυρία όπως αποκαλύπτεται από τα αντίγραφα των καταθέσεων αν είναι επαρκής για να παραπέμψει τον κατηγορούμενο σε δίκη, δηλαδή αν αυτή η μαρτυρία είναι τέτοια, που αν δεν αντικρουσθεί, θα δημιουργήσει πιθανή προοπτική ενοχής ανεξάρτητα από το κατά πόσο υπάρχει σύγκρουση στη μαρτυρία όπως προκύπτει από τις καταθέσεις..»
Με βάση όλα τα πιο πάνω δε βρίσκω να υπάρχει νομικό σφάλμα στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστή που να είναι προφανές στα πρακτικά και επομένως η αίτηση αυτή απορρίπτεται.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς