ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 190

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αίτηση Αρ. 10/2008)

 

26 Φεβρουαρίου, 2008

 

[Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΑΡΘΡΟ  155.4  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ  ΤΗΣ  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ  ΚΑΙ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  3  ΚΑΙ  9  ΤΟΥ  ΠΕΡΙ  ΑΠΟΝΟΜΗΣ  ΤΗΣ   ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ  (ΠΟΙΚΙΛΕΣ  ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ)  ΝΟΜΟΥ  ΤΟΥ  1964  Ν.  33/64  ΟΠΩΣ  ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΗΝ  ΑΙΤΗΣΗ  ΤΟΥ  ΙΩΑΝΝΗ  ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗ  ΕΝΑΓΟΝΤΑ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΛΕΥΚΩΣΙΑ,  ΣΤΗΝ  ΑΙΤΗΣΗ  ΑΡ.  4/04  ΤΟΥ  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ  ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,  ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ  ΠΑΤΡΙΚΗΣ  ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ,  ΓΙΑ  ΑΔΕΙΑ  ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ  ΑΙΤΗΣΗΣ  ΓΙΑ  ΕΝΤΑΛΜΑ  ΤΗΣ  ΦΥΣΗΣ  CERTIORARI  ΚΑΙ  PROHIBITION

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΟ  ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ  ΔΙΑΤΑΓΜΑ  ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΠΑΡΑΤΥΠΙΑ  ΤΗΣ  ΑΠΟΦΑΣΗΣ  ΤΟΥ  ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ  ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ  ΠΟΥ  ΕΞΕΔΟΘΗ  ΣΤΙΣ  21/1/08  ΣΤΗΝ  ΑΙΤΗΣΗ  4/04  ΜΕΤΑΞΥ  ΤΗΣ  XIAODAN  LIU  (ΞΙΑΟΤΑΝ  ΛΙΟΥ),  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΚΙΝΑ  ΚΑΙ  ΤΩΡΑ  ΣΤΗΝ  ΚΥΠΡΟ

 

ΚΑΙ

 

ΙΩΑΝΝΗ  ΤΡΙΦΤΑΡΙΔΗ,

________________________

 

Δημήτρης Κούτρας, για τον Αιτητή.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με την παρούσα αίτηση, ο αιτητής ζητά:

 

(α)  ΄Αδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρίσει αίτηση για την έκδοση εντάλματος certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 21/1/2008, η οποία εκδόθηκε στην Αίτηση Αρ. 4/2004 (Δικαιοδοσία Πατρικής Αναγνώρισης) και με την οποία επετράπη τροποποίηση και/ή διόρθωση της αίτησης για παραμερισμό απόφασης.

 

(β) ΄Αδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας να συνεχίσει την περαιτέρω εκδίκαση της Αίτησης Αρ. 4/2004. 

 

Ο αιτητής, στην παρούσα αίτηση, (ο «αιτητής»), είναι ο καθ' ου η αίτηση στην Αίτηση 4/2004 του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (η «αίτηση»), η οποία καταχωρήθηκε στις 17/2/2004, από την Xiaodan Liu.  Με την αίτηση, ζητείται όπως ο αιτητής αναγνωριστεί ως ο φυσικός πατέρας της θυγατέρας της Χριστίνας Λιου.  Η αίτηση, επειδή η ένορκη δήλωση που την συνόδευε από μέρους της αιτήτριας ήταν στην ελληνική γλώσσα, την οποία η ίδια δε γνωρίζει, αναβλήθηκε κατ' επανάληψη, με σκοπό να καταχωρηθεί νέα στη γλώσσα που αυτή γνωρίζει.  Στις 21/12/2006, ημερομηνία που η αίτηση ήταν ορισμένη για οδηγίες, για να καταχωρίσει η αιτήτρια την ένορκη δήλωσή της, δεν υπήρχε από μέρους της εμφάνιση αλλά ούτε και συμμόρφωσή της.  Ο αιτητής ζήτησε απόρριψη της αίτησης και το αίτημά του έγινε δεκτό από το Δικαστήριο.

 

Στις 28/12/2006, η αιτήτρια καταχώρισε αίτηση για παραμερισμό της απόφασης απόρριψης της αίτησή της, στη βάση της Δ.33, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, (οι «Θεσμοί»).  Από πλευράς του αιτητή καταχωρήθηκε ένσταση.  Προβλήθηκε ότι η αίτηση ήταν αβάσιμη, αφού δε στηριζόταν στο ορθό νομικό πλαίσιο.  Η αιτήτρια, επικαλούμενη τη Δ.64 των Θεσμών, καταχώρισε αίτηση για διόρθωση και αντικατάσταση της νομικής βάσης της αίτησης με τη Δ.26, θ.14 των Θεσμών

 

Το Δικαστήριο, στις 21/1/2008, εφαρμόζοντας τη Δ.64 και για λόγους που αναφέρει στην εκτεταμένη απόφασή του, επέτρεψε την τροποποίηση της αίτησης και την αντικατάσταση της Δ.33, θ.5 με τη Δ.26, θ.14

 

Υποστηρίζει ο συνήγορος του αιτητή ότι η πιο πάνω απόφαση είναι έκδηλα λανθασμένη και θα πρέπει να ακυρωθεί.  Προς τούτο, υπέδειξε συγκεκριμένα σημεία της απόφασης, τα οποία, υπέβαλε, είναι αντιφατικά μεταξύ τους, για να καταλήξει ότι το Δικαστήριο, αποδεχόμενο την αίτηση για αντικατάσταση της Δ.33, θ.5 με τη Δ.26, θ.14, μετέτρεψε ουσιαστικά ανυπόστατη αίτηση σε κανονική.  Χωρίς να αρνείται ότι, στην προκείμενη περίπτωση, παρέχεται το ένδικο μέσο της έφεσης, επικαλέστηκε τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, που δικαιολογούν την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.  Η συνέχιση, ανέφερε, της διαδικασίας, η οποία έχει ήδη, για λόγους που δεν αφορούν τον αιτητή αλλά την αιτήτρια, καθυστερήσει για μεγάλο διάστημα, θα τον αναγκάσει να λάβει μέρος σε μια άκυρη διαδικασία, η οποία απαιτεί και χρόνο και έξοδα.

 

Τα κριτήρια, που πρέπει να ικανοποιούνται για τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, έχουν, κατ' επανάληψη, αναλυθεί από τη νομολογία.

 

Στην Κωνσταντινίδης (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, αναφέρεται:- (σελ. 1303-1304)

 

«Στο παρόν στάδιο το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εξετάζει κατά πόσον υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.  Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο στην υπόθεση.  Είναι αρκετό σε αυτό το στάδιο με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου να δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας:  Γενικός Εισαγγελέας ν. Π. Χρίστου (1962) C.L.R. 129, Εξ πάρτε Νίνα Παναρέτου (1972) 1 C.L.R. 165, Κακος (1985) 1 C.L.R. 250, Αργυρίδης (1987) 1 C.L.R. 23, A.L.S. Aircraft Leasing System Ltd. (2000) 1 Α.Δ.Δ. 51.

 

Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα περιλαμβάνουν:

 

(α)  ΄Ελλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.

 

(β)  ΄Εκδηλη πλάνη Νόμου.

 

(γ) Προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση.

 

(δ)  Δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης.

 

(ε)  Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

(Βλ. μεταξύ άλλων, Αναφορικά με το Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692).»

 

 

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, αναφέρονται σχετικά τα εξής:- (σελ. 1541-1542)

 

«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα.  (Βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247).  Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά, ότι η αρχή αυτή 'ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα'.  ΄Εστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.  (Βλ., επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).  Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori, λόγο απόρριψης της αίτησης.»

 

 

 

Στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Γενικός Εισαγγελέας (2004) 1 Α.Α.Δ. 1516, γίνεται αναφορά σε απόσπασμα από τους Halsbury's Laws of England, 3rd Edition, Volume 11, σελ. 62, § 119, το οποίο απαντά τη θέση του κ. Κούτρα, σε σχέση με το νομικό σφάλμα:- (σελ. 1523)

 

«'Where the proceedings are regular upon their face and the inferior tribunal had jurisdiction, the superior court will not grant the order of certiorari on the ground that the inferior tribunal had misconceived a point of law.  When the inferior tribunal has jurisdiction to decide a matter, it cannot (merely because it incidentally misconstrues a statute, or admits illegal evidence, or rejects legal evidence, or misdirects itself as to the weight of the evidence, or convicts without evidence) be deemed to exceed or abuse its jurisdiction.'

 

Σε μετάφραση:

 

'΄Οπου η διαδικασία είναι στην όψη της κανονική και το κατώτερο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία, το ανώτερο δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένταλμα certiorari για το λόγο ότι το κατώτερο δικαστήριο πλανήθηκε επί νομικού σημείου.  ΄Οταν το κατώτερο δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα θέμα, δεν μπορεί (απλώς επειδή παρεμπιπτόντως παρερμηνεύει ένα νόμο ή επιτρέπει την εισαγωγή παράνομης μαρτυρίας, ή απορρίπτει νόμιμη μαρτυρία, ή καθοδηγεί εσφαλμένα τον εαυτό του αναφορικά με το βάρος της μαρτυρίας, ή καταδικάζει χωρίς μαρτυρία) να θεωρηθεί ότι υπερβαίνει ή καταχράται τη δικαιοδοσία του.'»

 

 

 

Από τα πιο πάνω, είναι φανερό ότι, εκεί που προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, δε δικαιολογείται αίτηση αυτής της φύσεως, εκτός εάν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις. 

 

Δε βρίσκω να συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις τα όσα ο συνήγορος του αιτητή επικαλέστηκε, ώστε να επιτραπεί η αίτηση, παρά την ύπαρξη του ένδικου μέσου της έφεσης.  Η εισήγηση ότι η διαδικασία στην αίτηση θα καθυστερήσει και ότι η παρούσα είναι πιο γρήγορη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.  Υπάρχουν μέτρα, που ο αιτητής μπορεί να λάβει, ώστε η διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου να επιταχυνθεί.

 

Επειδή δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι λόγοι που προβλήθηκαν συνιστούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο, ο αιτητής δε θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα, δε θα εκφράσω άποψη κατά πόσο αυτός έχει δείξει ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα σχετικά με την ορθότητα της επίδικης απόφασης.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου,

                                                                                                        Δ.

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο