ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 1 ΑΑΔ 106
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 61/2007)
25 Ιανουαρίου, 2008
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ROMIR MONITORING,
Εφεσείοντa/Ενάγοντα,
- και -
MB ROMIR HOLDINGS LTD.,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
Μ. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Δημητριάδου (κα), για τους Εφεσίβλητους.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται το διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο διατάχθηκε ο εφεσείων-ενάγοντας να παραχωρήσει ασφάλεια εξόδων στους εφεσίβλητους για το ποσό των £7.000.
Οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, είναι εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη με έδρα τη Ρωσία. Οι εφεσίβλητοι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Το 2004 οι διάδικοι συνήψαν συμφωνία για προσφορά υπηρεσιών από τους εφεσείοντες προς τους εφεσίβλητους. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, διεκπεραίωσαν και τιμολόγησαν υπηρεσίες οι οποίες συνολικά αντιστοιχούν στο ποσό των £268.877,42. Όμως οι εφεσίβλητοι κατ' ισχυρισμό μέχρι σήμερα δεν έχουν εξοφλήσει την οφειλή τους, με αποτέλεσμα οι εφεσείοντες να αξιώνουν με την αγωγή τους το πιο πάνω ποσό. Στα αρχικά στάδια της πρωτόδικης διαδικασίας, οι εφεσίβλητοι με αίτησή τους ζήτησαν όπως τους παρασχεθεί ασφάλεια για τα έξοδα, ύψους £20.000. Οι εφεσείοντες πρόβαλαν 13 συνολικά λόγους ένστασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού άκουσε τους δικηγόρους των διαδίκων, εξέδωσε το πιο κάτω διάταγμα:-
«Εκδίδεται διάταγμα εναντίον των εναγόντων όπως παραχωρηθεί ασφάλεια εξόδων προς τους εναγομένους για το ποσό των Λ.Κ.7.000. Η εν λόγω ασφάλεια εξόδων να παρασχεθεί εντός 40 ημερών από σήμερα. Στο μεταξύ και μέχρι να παρασχεθεί η εν λόγω ασφάλεια, κάθε διαδικασία αναστέλλεται. Αν εντός της εν λόγω περιόδου δεν παρασχεθεί η εν λόγω ασφάλεια εξόδων, η αγωγή θα υπόκειται σε απόρριψη, εκτός αν στο μεταξύ εκδοθεί οποιοδήποτε άλλο διάταγμα επί του προκειμένου.»
Οι εφεσείοντες με την έφεσή τους, προσβάλλουν το πιο πάνω διάταγμα.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ισχυρίστηκαν ότι η αίτηση για ασφάλεια εξόδων θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, ενόψει της συνδυασμένης εφαρμογής των προνοιών των άρθρων 17[1] και 30[2] της Συνθήκης του 1986 μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, για παροχή νομικής συνδρομής σε θέματα αστικού και ποινικού δικαίου, Κυρωτικός Νόμος 172/86. Η πλευρά της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι η Συνθήκη μετά την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, έπαυσε να ισχύει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριζόμενο στην υπόθεση Studland Holdings Limited κ.α. ν. Ευσταθίου κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 1809, θεώρησε ότι η συγκεκριμένη Συνθήκη έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Studland υιοθετήθηκε ως ενδεικτικό και του σκεπτικού του Δικαστηρίου:-
«Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Η συγκεκριμένη Συνθήκη έπαυσε να βρίσκεται σε ισχύ μετά από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 και τη διάσπασή της σε ανεξάρτητα κράτη .... Εξάλλου, η χρονική ισχύς της εν λόγω Συνθήκης καθορίστηκε (άρθρο 58) ότι θα ήταν κατ' αρχήν για μια πενταετία από της έναρξης της ισχύος της και δεν έχει τεθεί ο,τιδήποτε ενώπιόν μας ότι η Συνθήκη έχει ανανεωθεί.»
Οι εφεσείοντες, με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλουν την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου. Τα επιχειρήματα τους είναι τα ίδια με αυτά που έθεσαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο λόγος ένστασης ευσταθεί. Είναι ορθό ότι στην υπόθεση Studland το Δικαστήριο θεώρησε ότι η Συνθήκη έπαυσε να ισχύει με βάση το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, το οποίο βασικά αποτελείτο μόνο από την ίδια τη Συνθήκη. Το άρθρο 58 της Συνθήκης, προέβλεπε ότι η χρονική ισχύς της θα ήταν κατ' αρχάς για μία πενταετία από την έναρξη της ισχύος της. Επειδή ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είχε τεθεί οποιοδήποτε άλλο υλικό, ότι η Συνθήκη μετά τη λήξη της αρχικής πενταετούς περιόδου είχε ανανεωθεί, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ισχύει.
Όμως, τα γεγονότα στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τα ίδια. Οι εφεσίβλητοι προφανώς θέλοντας να καλύψουν το μαρτυρικό κενό που διαπιστώθηκε στη Studland, προσκόμισαν κατ' εφαρμογή του περί Αποδείξεως Διεθνών Συμβάσεων Νόμου του 2002 (Ν. 103(Ι)/2002), Πιστοποιητικό του Υπουργού Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο πιστοποιεί ότι η Συνθήκη συνεχίζει να «ισχύει μέχρι σήμερα και δεσμεύει τη Ρωσική Ομοσπονδία (ως διάδοχο κράτος της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ.), η οποία μετά τη διάλυσή της Ε.Σ.Σ.Δ. θεωρείται ως το συμβαλλόμενο μέρος».
Οι εφεσίβλητοι δεν ζήτησαν δυνάμει της Δ.48 θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας άδεια, είτε για να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση, είτε για να αντεξετάσουν το πρόσωπο που ορκίστηκε την ένορκη δήλωση, επί της οποίας επισυναπτόταν ως τεκμήριο το σχετικό Πιστοποιητικό του Υπουργείου Εξωτερικών. Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των γεγονότων, που αναφέρονται στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την άποψή μας, λανθασμένα θεώρησε ότι το Πιστοποιητικό κατοπτρίζει μόνο τη γνώμη του συντάκτη του ή έστω τη γνώμη του συγκεκριμένου Υπουργείου, αναφορικά με την ισχύ της εν λόγω Συνθήκης. Το σχετικό πιστοποιητικό, ως μέρος των γεγονότων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη ή μαχητό τεκμήριο για το περιεχόμενό του και δεν ήταν απλώς θέμα γνώμης του αρμοδίου Λειτουργού. Εφόσον το περιεχόμενο του δεν αμφισβητήθηκε, το Δικαστήριο όφειλε να το είχε δεχθεί για σκοπούς της αίτησης για ασφάλεια εξόδων. Πλην της υπόθεσης Studland, ανωτέρω, η οποία όπως έχουμε επισημάνει διαφοροποιείται από την παρούσα, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε πολλές άλλες υποθέσεις, θεώρησε ότι η Συνθήκη συνεχίζει να ισχύει. Αναφερόμαστε στις υποθέσεις Αναφορικά με την αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 3) για έκδοση ενταλμάτων της φύσεως Certiorari και Mandamus (1995) 1 ΑΑΔ 362, Αναφορικά με την αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus σε σχέση με τον Vladimir Petrov (1996) 1 AAΔ 535 και Αναφορικά με την Αίτηση του Ivanov Igor Borisovich για έκδοση εντάλματος της φύσεως Habeas Corpus (2000) 1 AAΔ 1899.
Από τη στιγμή που η Συνθήκη θεωρείται ότι εξακολουθεί να ισχύει, το άρθρο 17 δεν επιτρέπει την έκδοση διατάγματος για παροχή εγγύησης για τα δικαστικά έξοδα, εναντίον πολιτών των συμβαλλομένων μερών.
Ενόψει της κατάληξής μας, δεν θα εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης οι οποίοι διατυπώθηκαν διαζευκτικά, σε περίπτωση που η κατάληξή μας θα ήταν διαφορετική και το Δικαστήριο θα εξέταζε την ουσία της αίτησης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Το πρωτόδικο διάταγμα ακυρώνεται. Τόσο τα πρωτόδικα έξοδα όσο και αυτά της έφεσης, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα. Τα έξοδα της έφεσης καθορίζονται στο ποσό των €1200.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠσ
[1] «17. Οι πολίτες ενός Συμβαλλόμενου Μέρους οι οποίοι εμφανίζονται ενώπιον των Δικαστηρίων του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, δεν μπορούν να διαταχθούν να παράσχουν εγγύηση για τα δικαστικά έξοδα αποκλειστικά για τον λόγο ότι είναι αλλοδαποί ή ότι δεν έχουν την μόνιμη ή προσωρινή διαμονή τους στο έδαφος του Συμβαλλόμενου Μέρους ενώπιον των Δικαστηρίων, του οποίου εμφανίζονται.»
[2] «30. Αν πολίτες, οι οποίοι έχουν απαλλαχθεί της εγγυοδοσίας για τα δικαστικά έξοδα δυνάμει του άρθρου 17, διαταχθούν στο έδαφος ενός Συμβαλλόμενου Μέρους να καταβάλουν δικαστικά έξοδα, το αρμόδιο Δικαστήριο στο έδαφος του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους θα επιτρέπει, κατ' αίτηση, την ανάκτηση των εξόδων αυτών δωρεάν.»