ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 83

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                            (Πολιτική Έφεση Αρ. 39/2006)

 

25 Ιανουαρίου, 2008

 

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

                                                           

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΒΒΑ,

                                                                        Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

- και -

 

ΣΙΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,

                                                                        Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

 

και όπως τροποποιήθηκε με διάταγμα ημερ. 25.5.2007:

 

1.  ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΛΛΗΣ,

2.      ΦΩΤΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΑΒΒΑ,

                                                                        Εφεσείοντες/Ενάγοντες,

- και -

 

ΣΙΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,

                                                                        Εφεσίβλητου/Εναγόμενου.

 

 

 

Ο Εφεσείοντας αρ. 1 εμφανίζεται προσωπικά και εκ μέρους του Εφεσείοντα αρ. 2.

Α. Ποιητής, για τον Εφεσίβλητο.

_______________________________

ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.

_______________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Οι διαχειριστές της περιουσίας της Κατερίνας Σάββα, αποδίδουν στον εφεσίβλητο ιατρική αμέλεια και διεκδικούν από αυτόν αποζημιώσεις για ζημιά την οποία υπέστη πριν τον θάνατό της η αποβιώσασα, στην οποία θα αναφερόμαστε στη συνέχεια ως «η εφεσείουσα».

 

Το Φθινόπωρο του 1999 η εφεσείουσα, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν 43 ετών, ένιωθε φούσκωμα στον λαιμό.  Αφού επισκέφθηκε διάφορους γιατρούς, τελικά παραπέμφθηκε στον εφεσίβλητο τον οποίο είδε για πρώτη φορά στις 2.12.99.  Της συνέστησε επέμβαση για αφαίρεση λεμφώματος για σκοπούς βιοψίας.  Η επέμβαση έγινε την επομένη στην κλινική του με τοπική αναισθησία, διάρκεσε γύρω στα 30-40 λεπτά και η εφεσείουσα πήρε εξιτήριο αυθημερόν.  Στο σημείο που έγινε η επέμβαση, στην αριστερή πλευρά του λαιμού, σχεδόν κάτω στον ώμο, είχαν γίνει ραφές.  Ο εφεσίβλητος συνέστησε στην εφεσείουσα ανάρρωση για μία εβδομάδα.  Την επομένη της επέμβασης, η εφεσείουσα ένιωσε πόνο ψηλά στο λαιμό και δυσκολευόταν να κινήσει το αριστερό της χέρι, ιδιαίτερα με κίνηση προς τα πάνω.  Αρχικά θεώρησε ότι τα συμπτώματα οφείλονταν στην επέμβαση.  Σε μία εβδομάδα επισκέφθηκε εκ νέου τον εφεσίβλητο για να της αφαιρέσει τα ράμματα.  Ήταν τότε που της δήλωσε ότι τα συμπτώματα που ένιωθε δεν ήταν το αποτέλεσμα της δικής του επέμβασης.  Επειδή ο πόνος και τα συμπτώματα συνέχιζαν, η εφεσείουσα αποφάσισε να επισκεφθεί άλλο γιατρό. 

 

Τον Ιανουάριο του 2000 επισκέφθηκε τον Ωτορινολαρυγγολόγο Δρ. Ι. Κάκουρα στο Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο, επειδή θεώρησε ότι τα συμπτώματα της σχετίζονταν με την ειδικότητα του.  Ο Δρ. Κάκουρας θεώρησε ορθό να προβεί σε βιοψία τραχηλικού λεμφαδένα.  Η επέμβαση έγινε στις 25.1.2000 με την βοήθεια του Πλαστικού Χειρούργου Δρ. Ν. Μαντά.  Έγινε υπό τοπική νάρκωση, και λήφθηκε λεμφαδένας από το αριστερό πρόσθιο τραχηλικό τρίγωνο από ομάδα διογκωμένων λεμφαδένων.  Τα τεμάχια που λήφθηκαν από τον λεμφαδένα στάληκαν στον Δρ. Δώρο Λυσιώτη για ιστολογική εξέταση.  Τα ευρήματα του ήταν ότι ο λεμφαδένας στο λαιμό είχε επηρεαστεί από λεμφοκυτταρικό λέμφωμα το οποίο είναι ένα είδος κακοήθειας ή νεοπλασίας που επηρεάζει τους αδένες του σώματος και επρόκειτο για ένα χαμηλού βαθμού λεμφοκυτταρικό λέμφωμα, δηλαδή λέμφωμα το οποίο είχε αργή εξέλιξη και καλή πρόγνωση, παρόλο ότι στο στάδιο αυτό δεν υπάρχει πλήρης θεραπεία.  Σε αντίθεση, στα ψηλού βαθμού λεμφώματα, οι λεμφαδένες μεγαλώνουν γρήγορα, έχουν χειρότερη πρόγνωση και η θεραπεία είναι εντελώς διαφορετική.

 

Μετά την πιο πάνω εξέλιξη, ο Δρ. Κάκκουρας, περί το τέλος Ιανουαρίου 2000 παρέπεμψε την εφεσείουσα στον Ογκολόγο Δρ. Π. Δράκο ο οποίος και άρχισε να την παρακολουθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.  Υπέβαλε την εφεσείουσα σε έξι κύκλους χημειοθεραπείας.  Σε κάποιο στάδιο την παρέπεμψε και σε νευρολόγο για το πρόβλημα της ωμοπλάτης και του χεριού.

 

Στις 12.4.2000 επισκέφθηκε το νευρολόγο Κωνσταντίνο Πούγιουρο, ο οποίος την είδε άλλες δύο φορές.  Αποφάνθηκε ότι τα συμπτώματα που παρουσίαζε η εφεσείουσα στον αριστερό ώμο και χέρι, οφείλονταν σε μερική βλάβη του αριστερού παραπληρωματικού νεύρου, η οποία πιθανότατα να οφειλόταν σε σύνθλιψη των ινών των νεύρων, κατά την πρώτη επέμβαση από τον εφεσίβλητο.  Ήταν η γνώμη του την οποία εξέφρασε σε δύο ιατρικά πιστοποιητικά και στη μαρτυρία του στο Δικαστήριο, ότι η σύνθλιψη των ινών του νεύρου μπορεί να προκληθεί από χειρουργικά εργαλεία στην προσπάθεια ενός ιατρού να καταλήξει στην περιοχή για να αφαιρέσει λεμφαδένα.

 

Η εφεσείουσα για τη βλάβη στον αριστερό της ώμο και χέρι, θεώρησε υπεύθυνο τον εφεσίβλητο.  Με την έκθεση απαίτησής της, ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος επέδειξε αμέλεια κατά την επέμβαση που της έκανε στις 3.12.99 για αφαίρεση λεμφαδένα για σκοπούς βιοψίας.  Πιο συγκεκριμένα, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος ενώ διενεργούσε την επέμβαση αφαίρεσης λεμφαδένα στο οπίσθιο χείλος του αριστερού στερνοκλειδωμαστοειδούς μυός, προκάλεσε βλάβη στο αριστερό παραπληρωματικό νεύρο, με συνέπεια την πρόκληση αδυναμίας και ατροφίας στους αριστερούς στερνοκλειδωμαστοειδείς και τραπεζοειδείς μύες.

 

Ως αποτέλεσμα των αμελών πράξεων του εφεσίβλητου, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι παρουσιάζει: (α) μερική βλάβη του αριστερού παραπληρωματικού νεύρου η οποία προκαλεί αδυναμία και ατροφία στους αριστερούς στερνοκλειδωμαστοειδείς και τραπεζοειδείς μύες, (β) μείωση στην ισχύ των πιο πάνω μυών κατά 20% από τους αντίστοιχους μύες στην δεξιά πλευρά, (γ) δυσχέρεια στην χρήση και κουράζεται εύκολα το αριστερό της χέρι, και (δ) πτώση του αριστερού ώμου, αδυναμία και ατροφία του αριστερού τραπεζοειδούς και στερνοκλειδομαστοειδούς μυός και αυχεναλγίες.

 

Η εφεσείουσα για να αποδείξει την υπόθεση της επικαλέστηκε την αρχή του res ipsa loquitur.  Κάλεσε έξι μάρτυρες, ενώ ο εφεσίβλητος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία και ούτε κατάθεσε ο ίδιος.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μετατοπιστεί το βάρος της απόδειξης στους ώμους του εφεσίβλητου.  Στη σελίδα 19 της απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής:-

 

«Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997), πιο πάνω, στη σελ. 631, προϋπόθεση για την εφαρμογή του κανόνα αυτού είναι αναμφίβολα η απόδειξη του γεγονότος ότι η Ενάγουσα ήταν υγιής.  Θα πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ότι όταν η Ενάγουσα έθετε τον εαυτό της στη διάθεση του Εναγομένου ήταν υγιής και ότι μετά την επέμβαση παρουσίαζε τα σχετικά συμπτώματα.

 

Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει μαρτυρία η οποία δεικνύει προς την κατεύθυνση ότι, όταν η Ενάγουσα θα υποβαλλόταν στην επέμβαση από τον Εναγόμενο, είχε ήδη πολλά από τα συμπτώματα του λεμφώματος για το οποίο όμως δεν είχε γίνει ακόμη σχετική διάγνωση.  Υπάρχει επιπρόσθετα και η μαρτυρία ότι τα συμπτώματα του λεμφώματος υπό κάποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαν αν δημιουργήσουν βλάβη στο παραπληρωματικό νεύρο, ενώ δεν υπάρχει μαρτυρία που να αποκλείει τέτοιο ενδεχόμενο.  Ούτε ότι τα συμπτώματα του λεμφώματος θα προκαλούσαν προσωρινή βλάβη στο παραπληρωματικό νεύρο, ενώ αυτά της επέμβασης του Εναγομένου προκάλεσαν μόνιμα βλάβη, ούτως ώστε να παρασχεθεί η ικανότητα στο Δικαστήριο να διαχωρίσει τις δύο περιπτώσεις.»

 

Για το θέμα της ευθύνης, η υπόθεση της βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία των δύο γιατρών Πούγιουρου και Κάκκουρα.  Το Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την μαρτυρία των ιατρών Πούγιουρου και Κάκκουρα, δεν δέχθηκε τη θέση του πρώτου ότι τα συμπτώματα της εφεσείουσας οφείλονταν στην πρώτη επέμβαση που είχε κάνει ο εφεσίβλητος.  Κύριος λόγος για την κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι η αφαίρεση λεμφαδένα, δεν ήταν της ειδικότητας του και επομένως ο μάρτυρας δεν μπορούσε να εκφράσει γνώμη για την πρώτη επέμβαση.  Ο δεύτερος λόγος, ήταν ότι τόσο ο ίδιος ο μάρτυρας όσο και ο ιατρός Κάκκουρας δέχθηκαν ότι τα συμπτώματα της εφεσείουσας πιθανό να είχαν προκληθεί και από άλλους παράγοντες π.χ. από υφιστάμενο όγκο σε λεμφαδένες οι οποίοι μπορεί να πιέζουν με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά στον ώμο.  Όμως σε τέτοια περίπτωση όταν υποχωρήσει το πρόβλημα του όγκου, τότε υποχωρούν και τα συμπτώματα.  Περαιτέρω το Δικαστήριο, βασιζόμενο στη μαρτυρία της ίδιας της εφεσείουσας και των ιατρών Κάκκουρα (ωτορινολαρυγγολόγου), Λυσιώτη (παθολογοανατόμου) και Δράκου (ογκολόγου) οι οποίοι την εξέτασαν αμέσως μετά την επέμβαση από τον εφεσίβλητο, βρήκε συμπερασματικά ότι η εφεσείουσα παρουσίαζε συμπτώματα λεμφώματος πριν επισκεφθεί τον εφεσίβλητο.  Γι' αυτό εξ' άλλου και χρειάστηκε να αφαιρέσει λεμφαδένα για σκοπούς βιοψίας.  Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την αμέλεια του εφεσίβλητου.

 

Παρά το προδιαγραφόμενο αποτέλεσμα της αγωγής, το Δικαστήριο προτού την απορρίψει, πολύ ορθά προχώρησε στο να καθορίσει τις αποζημιώσεις ώστε να υπάρχει η κρίση του Δικαστηρίου σε περίπτωση που η απόφαση για το θέμα της ευθύνης ανατραπεί κατ' έφεση.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι σε περίπτωση που η εφεσείουσα θα πετύχαινε στην αγωγή της, θα της επιδικάζονταν οι συμφωνηθείσες ειδικές αποζημιώσεις οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των £160.  Υπολόγισε τις γενικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες, πόνο και ταλαιπωρία που υπέστη η εφεσείουσα, στις £25.000.  Επειδή η εφεσείουσα από τον Δεκέμβριο του 1999 που έγινε η επέμβαση από τον εφεσίβλητο, είναι πλήρως ανίκανη για εργασία, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα της απώλειας απολαβών.  Διαπίστωσε ότι υπήρχε μεγάλη δυσκολία υπολογισμού των αποζημιώσεων, εφόσον εντός του 2000 η εφεσείουσα υποβαλλόταν σε χημειοθεραπεία η οποία από μόνη της την καθιστούσε ανίκανη να εργαστεί.  Θεώρησε ότι ακόμη και εάν αποδεικνύετο αμέλεια, δεν είχε αποδειχθεί ότι η ίδια κατέστη ανίκανη για εργασία, εξαιτίας των ενεργειών του εφεσίβλητου.  Σύμφωνα με το εύρημα του Δικαστηρίου, προϋπήρχε ή είχε παρεμβληθεί νέα αιτία (novus actus).  Παρά ταύτα όμως, το Δικαστήριο θεώρησε ότι αν αποδεικνυόταν η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών του εφεσίβλητου και της απώλειας της εφεσείουσας, η τελευταία θα δικαιούτο για τα έξι χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την απόφαση, αποζημιώσεις ύψους £36.000 πλέον τόκο, για την απώλεια εισοδημάτων της από 3.12.99 μέχρι της 23.12.05 που εξεδόθη η απόφαση, πλέον £24.000 για απώλεια μελλοντικών απολαβών.

 

Τελικά το Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.  

 

Με την έφεση της η εφεσείουσα προσβάλλει:-

 

(1)  την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν εφαρμόζεται η αρχή res ipsa loquitur,

(2)  την μη αποδοχή της μαρτυρίας του ιατρού Πούγιουρου ως προς τα αίτια που προκάλεσαν τη βλάβη στην αριστερή ωμοπλάτη της,

(3)  τον λανθασμένο τρόπο που επιχείρησε να συγκρίνει τη μαρτυρία των δύο ιατρών Κάκκουρα και Πούγιουρου, μετατρέποντας τον εαυτό του σε πραγματογνώμονα,

(4)  την κατάληξη του ότι ακόμα και αν αποδεικνυόταν αμέλεια, δεν θα ήταν δυνατός ο υπολογισμός της απώλειας για τις απολαβές της, και

(5)  την υιοθέτηση του λανθασμένου συντελεστή για σκοπούς καθορισμού της απώλειας μελλοντικών απολαβών.

 

Ο εφεσίβλητος με αντέφεση προβάλλει δύο λόγους κατά του κύρους της πρωτόδικης απόφασης: (1) ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε έστω και μέρος της μαρτυρίας του ιατρού Πούγιουρου, και (2) ότι δεν ήταν δυνατό για το Δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετικά ευρήματα, από εκείνα που φαίνονται στους ισχυρισμούς της εφεσείουσας στην έκθεση απαίτησής της.

 

(α)  Κατά πόσον εφαρμόζεται η αρχή res ipsa loquitur (λόγος έφεσης 1)

 

Σύμφωνα με το δικηγόρο των εφεσειόντων, τα περιστατικά της υπόθεσης αποτελούν κλασσική περίπτωση εφαρμογής της αρχής.  Με αναφορά στην υπόθεση Αθανασίου ν. Κουνούνη (1997) 1(Β) ΑΑΔ 614, εξήγησε ότι η υποχρέωση της εφεσείουσας ήταν να δείξει εκ πρώτης όψεως αμέλεια, αφού τα γεγονότα που προκάλεσαν τη ζημιά τελούσαν υπό τον έλεγχο του εναγομένου και ήταν αδύνατο για την ίδια να τα γνωρίζει.  Στην προκειμένη περίπτωση, είπε, η εφεσείουσα απέδειξε ότι πριν την επέμβαση ήταν υγιής και δεν παρουσίαζε πρόβλημα κίνησης του αριστερού χεριού.  Το ότι έπασχε από λέμφωμα δεν απεδείχθη ότι έχει οποιαδήποτε σχέση.  Όμως ακόμα και αν θεωρηθεί ότι ο όγκος που προϋπήρχε θα μπορούσε πιέζοντας τα νεύρα να δημιουργήσει πάρεση, δηλαδή πρόσκαιρη παράλυση του νεύρου, το πρόβλημα εξαφανίζεται μετά την αφαίρεση του όγκου και το νεύρο επανέρχεται σταδιακά στην φυσιολογική του κατάσταση.  Στην προκειμένη περίπτωση, μετά την χημειοθεραπεία που έτυχε η εφεσείουσα, η αυχενική λεμφαδενοπάθεια εξαφανίστηκε όπως και τα συμπτώματα της.  Παρέμεινε όμως η ατροφία του αριστερού χεριού και η αδυναμία στην κίνηση.  Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, σύμφωνα με τη μαρτυρία, διαπιστώθηκε σύνθλιψη ινών.  Ο δικηγόρος της εφεσείουσας διαφωνεί με το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου ότι, επειδή η εφεσείουσα επιχείρησε με την προσαγωγή μαρτυρίας πραγματογνωμόνων να αποδείξει αμέλεια, δεν τυγχάνει εφαρμογής αρχή res ipsa loquitur.  Ήταν η θέση του ότι η εφεσείουσα με τη μαρτυρία που προσκόμισε δεν προσπάθησε να αποδείξει αμέλεια, αλλά να παρουσιάσει το ιστορικό υπόβαθρο και όλα τα βασικά προαπαιτούμενα και προϋποθέσεις, ώστε να τύχει εφαρμογής η αρχή.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσίβλητο, αναφέρει ότι η εφεσείουσα όχι μόνο καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης προσπάθησε με μαρτυρία ειδικών να αποδείξει ότι ο εφεσίβλητος ήταν αμελής, αλλά και στην παράγραφο 3 της έκθεσης απαίτησης της, προσδιορίζει με λεπτομέρεια την αμέλεια του εφεσίβλητου.  Ένδειξη ότι δεν είχε καμία πρόθεση να στηριχθεί στην αρχή του res ipsa loquitur, αποτελεί και το γεγονός ότι πουθενά στην έκθεση απαίτησης της επικαλείται τη συγκεκριμένη αρχή.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.  Όπως είναι γνωστό, η αρχή res ipsa loquitur αποτελεί κανόνα απόδειξης και εφαρμόζεται όταν ο ενάγων αδυνατεί να αποδείξει αμέλεια εναντίον του εναγομένου, με την προσκόμιση μαρτυρίας για τις πράξεις ή παραλείψεις του, γιατί τα απαιτούμενα στοιχεία μαρτυρίας είναι στην αποκλειστική γνώση του εναγομένου.  Έτσι, όπου βρεθεί ότι εφαρμόζεται η αρχή, ο ενάγων αποδεικνύει μόνο το αποτέλεσμα της πράξης και το βάρος της απόδειξης μεταφέρεται στον εναγόμενο, για να δώσει μια λογική εξήγηση ότι δεν ήταν αμελής.

 

Είναι γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν έθεσε από την αρχή στην Έκθεση Απαίτησης της θέμα εφαρμογής της αρχής res ipsa loquitur.  Πρόβαλε μόνο ισχυρισμό για αμέλεια του εφεσίβλητου, την οποία και κατά την ακροαματική διαδικασία προσπάθησε με μαρτυρία εμπειρογνωμόνων να αποδείξει.  Θέμα εφαρμογής της αρχής, τέθηκε για πρώτη φορά στο στάδιο των αγορεύσεων.  Παρόλο ότι η αρχή ως κανόνας απόδειξης, αυστηρά ομιλούντες, δεν χρειάζεται ρητά να δικογραφηθεί, εντούτοις στην έκθεση απαίτησης αν δεν αναφερθεί οτιδήποτε άλλο, θα πρέπει τουλάχιστον να αναφερθεί ότι ο ενάγων θα ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει όλα τα γεγονότα, εφόσον οι περιστάσεις που προκάλεσαν το ατύχημα ήταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο και εποπτεία του εναγομένου.  Διαφορετικά ο ενάγων αφήνει να νοηθεί ότι γνωρίζει όλα τα γεγονότα, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής τα όσα αναφέρθηκαν στην Αθανασίου ν. Κουκούνης, ανωτέρω, ότι, όπου τα γεγονότα είναι γνωστά και ο ενάγων βασίζεται σ' αυτά και τα παραθέτει, θα πρέπει να τα αποδεικνύει για να πετύχει.  Ενώ στην περίπτωση επίκλησης της αρχής του res ipsa loquitur, δεν νοείται η κλήση πραγματογνωμώνων μαρτύρων προς απόδειξη της αμέλειας. (Βλ. Garner v. Morrell, The Times, October 31, 1953).

 

Στην προκειμένη περίπτωση θα έπρεπε, μέσα από την έκθεση απαίτησης, να είχε γίνει γνωστό στον εναγόμενο με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η πρόθεση της εφεσείουσας να στηριχθεί στην αρχή, ώστε να μπορεί ο εναγόμενος να καθορίσει έγκαιρα τη στάση του έναντι των διαφόρων επίδικων θεμάτων.  Όμως, ακόμη και αν δεν υπήρχε το διαδικαστικό αυτό κώλυμα, η αρχή ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί, αφού ενόψει της ύπαρξης λεμφώματος στην περιοχή και της υποψίας ότι αυτό ενδεχομένως να προϋπήρχε, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καθαρά, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 55 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, σύμφωνα με την οποία το συμβάν πρέπει να είναι τέτοιας φύσης ώστε να είναι αδύνατο να συμβεί κάτω από κανονικές συνθήκες, αν δεν υπήρχε αμέλεια. 

 

(β)  Ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας του ιατρού Πούγιουρου. (λόγοι έφεσης 2 και 3 και οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2)

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ιατρού Πούγιουρου (Μ.Ε.2), αναφέρει τα εξής στη σελίδα 15 της απόφασης του:-

 

«Σε κάποια σημεία υπήρξε έντονη αμφισβήτηση τόσο της αξιοπιστίας, όσο και των συμπερασμάτων των Ιατρών Πούγιουρου και Κάκκουρα (Μ2 και 3).  Θεωρώ τους Μάρτυρες αυτούς ως αξιόπιστους και ότι ήρθαν στο Δικαστήριο με σκοπό να καταθέσουν καλόπιστα τη γνώμη τους.  Δεν υιοθετώ τους ισχυρισμούς της πλευράς του Εναγομένου ότι η συγγένεια τους (είναι δεύτεροι εξάδελφοι) τους ώθησε στο να βοηθήσουν και να καλύψουν ο ένας τον άλλο.»

 

 

Και στη σελίδα 17 αναφέρει:-

 

«Ο ΜΕ 2 Πούγιουρος παραδέχθηκε ότι επέμβαση για αφαίρεση λεμφαδένα δεν είναι της ειδικότητας του, παρόλα αυτά ανέφερε την άποψή του επί του θέματος.  Φαίνεται όμως ότι για να καταλήξει στα τελικά του συμπεράσματα, εξελάμβανε ως αφετηρία κάποια δεδομένα για τα οποία δεν είχε γνώση, αφού αυτά αποτελούσαν εξ ακοής μαρτυρία.  Τονίζεται ότι η διαδικασία στην παρούσα Αγωγή διεξήχθη με τους προηγούμενους Κανόνες Απόδειξης.

 

Τα ευρήματα του είναι αποδεκτά, αδυνατώ όμως να δεχθώ τη μαρτυρία του ως προς τα αίτια που τα προκάλεσαν.  Αναφέρει όντως ότι «πιθανότατα» η βλάβη στο παραπληρωματικό νεύρο να οφείλεται σε σύνθλιψη των ινών του κατά την προσπάθεια αφαίρεσης λεμφαδένα.  Από την άλλη όμως, εκφράζει σιγουριά ότι η βλάβη προκλήθηκε κατά την Πρώτη Επέμβαση, από τον Εναγόμενο, παρά το γεγονός ότι τέτοιες επεμβάσεις δεν είναι της ειδικότητας του.

 

Λαμβάνει ως δεδομένο ότι όλα τα συμπτώματα στην Ενάγουσα παρουσιάστηκαν μετά την Πρώτη Επέμβαση, ενώ υπάρχει σαφής μαρτυρία από τον ΜΕ3 Κάκκουρα ότι συμπτώματα βλάβης στο στερνοκλειδομαστοειδή δεν μπορεί να οφείλονται στην επέμβαση αυτή.»

 

Η εφεσείουσα, με τους λόγους έφεσής της, παραπονείται ότι ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε τον ιατρό Πούγιουρο ως αξιόπιστο μάρτυρα, εντούτοις δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ως προς τα αίτια που προκάλεσαν τη βλάβη της εφεσείουσας, με το αιτιολογικό ότι δεν δικαιολογείτο η σιγουριά του μάρτυρα, ότι η βλάβη προκλήθηκε κατά την πρώτη επέμβαση, αφού τέτοιους είδους επεμβάσεις δεν ήταν της ειδικότητας του μάρτυρα.  Ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι ο ιατρός Πούγιουρος, ως νευρολόγος, ήταν ο πλέον ειδικός να γνωματεύσει για βλάβη σε νεύρο.  Μάλιστα, είπε, η απουσία αντίθετης γνώμης άλλου γιατρού, καθιστούσε τη μαρτυρία του ακλόνητη και επιβεβλημένη την αποδοχή της.

 

Έχει επανειλημμένως λεχθεί ότι το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες.  Το Δικαστήριο, έχει το δικαίωμα να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας και να απορρίψει άλλο.  Το Εφετείο όμως, διατηρεί την ευχέρεια επέμβασης.  Όπως για παράδειγμα, όταν μια διαπίστωση ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή και δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία ή όταν είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατη ή όταν διατυπώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής οι οποίες αφήνουν εκτεθειμένο το μάρτυρα (Βλ. Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1(A) Α.Α.Δ. 236).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, οι λόγοι απόρριψης της μαρτυρίας του Δρ. Πούγιουρου δεν ήταν μόνο αυτοί που ανέφερε ο δικηγόρος της εφεσείουσας.  Υπήρχαν και άλλοι τους οποίους το Δικαστήριο παρέθεσε στις σελίδες 15-17 της απόφασής του.  Αναφερόμαστε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που αφορούσε την αδυναμία κίνησης της κεφαλής (συμπτώματα «ρεβόκρανου»), το λάθος που εντοπίστηκε στο ιατρικό πιστοποιητικό του μάρτυρα (Τεκμήριο 2) και τα όσα βρήκε σε σχέση με το στερνοκλειδομαστοειδή μυ.  Το Δικαστήριο χαρακτήρισε την πιο πάνω μαρτυρία του «ασαφή..... συγκεχυμένη..... και αντιφατική».  Επίσης, το Δικαστήριο σχολίασε το γεγονός ότι ενώ η διενέργεια επεμβάσεων δεν είναι της ειδικότητάς του, ο μάρτυρας με ευκολία χαρακτήρισε την επέμβαση αφαίρεσης λεμφαδένα από το συγκεκριμένο σημείο ως εύκολη, σε αντίθεση με τον Δρ. Κάκκουρα ο οποίος ως ειδικός στις συγκεκριμένες επεμβάσεις, χαρακτήρισε την περιοχή της επέμβασης ως μια από τις πιο δύσκολες περιοχές χειρουργικής προσπέλασης.  Επομένως, ο λόγος που δεν έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του, δεν ήταν ένας και ούτε εστιάζεται μόνο στην ιατρική ειδικότητα του μάρτυρα, όπως προσπάθησε να εισηγηθεί ο δικηγόρος της εφεσείουσας.  Ήταν συνδυασμός παραγόντων και επομένως δεν ευσταθεί το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο μετέτρεψε τον εαυτό του σε εμπειρογνώμονα.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε πειστεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του Δρ. Πούγιουρου με λανθασμένο τρόπο.  Ένα ήταν το κρίσιμο σημείο.  Κατά πόσο η βλάβη στο νεύρο προκλήθηκε από τον εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια της πρώτης επέμβασης.  Ο μάρτυρας ήταν της άποψης ότι η βλάβη στο νεύρο ήταν αποτέλεσμα των ενεργειών του εφεσίβλητου.  Το Δικαστήριο γι' αυτά τα σημεία δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του και έδωσε λόγους.  Όμως ο τρόπος που λεκτικά διατύπωσε την κρίση του, μπορεί να μην ήταν ο καλύτερος, αφού φαίνεται να αξιολόγησε και αρκετά σημεία της μαρτυρίας του Δρ. Πούγιουρου, τα οποία αποτελούσαν κοινό έδαφος.  Γι' αυτά ήταν αχρείαστη η οποιαδήποτε αξιολόγηση.  Θέμα αξιολόγησης εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διϊστάμενες εκδοχές.  Υπήρχε όμως έντονη διάσταση αναφορικά με τα αίτια της βλάβης, τα οποία συναρτήθηκαν με την αμέλεια του εφεσίβλητου.  Γι' αυτά το Δικαστήριο σαφώς δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του, δίδοντας επαρκείς λόγους.  Ενόψει της κατάληξής μας ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή res ipsa loquitur, διερωτούμαστε κατά πόσο ακόμη και σε περίπτωση που γινόταν δεχτή η μαρτυρία του Δρ. Πούγιουρου, αυτή θα ήταν αρκετή για να επιτρέψει στο Δικαστήριο σε συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα, να καταλήξει σε εύρημα για αμέλεια.

 

Προτού δώσουμε την τελική κατάληξή μας, να πούμε και δύο λόγια για την αντέφεση.  Ο εφεσίβλητος παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 13 της απόφασης, λανθασμένα έλαβε υπόψη τα ευρήματα του Δρ. Πούγιουρου.  Όμως, εξετάζοντας αυτό το μέρος της απόφασης, δεν διαπιστώνουμε κάτι τέτοιο.  Τα όσα αναφέρονται στη σελίδα 13, κάτω από τον τίτλο «Ιατρικά Ευρήματα Μ.Ε.2» αναφέρονται στα όσα ο ίδιος γιατρός βρήκε και όχι στα όσα το Δικαστήριο έλαβε υπόψη.  Αντίθετα, πολλά από τα ευρήματα του Δρ. Πούγιουρου δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και αυτό φαίνεται στις σελίδες 15-19, όπου γίνεται αξιολόγηση της μαρτυρίας του.  Η αναφορά στη σελίδα 17 της απόφασης ότι «τα ευρήματα του μάρτυρα είναι αποδεκτά....», δεν αναφέρεται σε όλα τα ευρήματα του Δρ. Πούγιουρου, αλλά σε εκείνα για τα οποία υπήρχε κοινό έδαφος ή δεν ήταν υπό αμφισβήτηση, και για τα οποία όπως έχουμε υποδείξει, δεν χρειαζόταν οποιαδήποτε αξιολόγηση. 

 

Υπό τις περιστάσεις, είναι η κατάληξή μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σαφώς δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Δρ. Πούγιουρου επί του κρίσιμου σημείου.  Με βάση τα ενώπιον μας στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από το πρακτικό, υπήρχαν επαρκείς λόγοι για μη αποδοχή της μαρτυρίας του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έδωσε αρκετούς λόγους στην απόφασή του, οι οποίοι κατά την άποψή μας, δικαιολογούσαν την κατάληξή του και δεν υπάρχει κανένα περιθώριο επέμβασης εκ μέρους μας.  Επομένως, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 και οι λόγοι αντέφεσης 1 και 2, δεν ευσταθούν.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας, ότι δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε λάθος στην απόρριψη της μαρτυρίας του Δρ. Πούγιουρου, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης, που αφορούν στο θέμα των αποζημιώσεων.  Είναι φανερό ότι με την κατάρρευση της μοναδικής μαρτυρίας, που συνέδεε την βλάβη της εφεσείουσας με τις ενέργειες του εφεσίβλητου κατά την πρώτη επέμβαση, προδιαγράφεται και το τέλος της έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται.  Υπό τις περιστάσεις δεν εκδίδεται καμία διαταγή για τα έξοδα.

 

 

    Δ.

 

 

Δ.

 

 

                                                                               Δ.

 

 

 

/ΕΠς


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο