ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 1 ΑΑΔ 13

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

 

                                                                                    (Αίτηση Αρ. 1/2006)

17 Ιανουαρίου, 2008

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΒΚΑΦ ΚΑΙ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ ΝΟΜΟ,

ΚΕΦ. 337 (EVCAF AND VAKFS LAW CAP. 337)

 

ΚΑΙ

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟ ΒΑΚΟΥΦΙΚΟ (VAKF) ΤΗΣ SIDDIKA

ΚΑΙ HATICE HANIMLAR

 

 

- - - - - -

Αχ. Δημητριάδης, για την Αιτήτρια.

Καμιά εμφάνιση, για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.

Ε. Φλωρέντζου, για το Γενικό Εισαγγελέα.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Η αιτήτρια Shermin Kemal Balce ζητά να διοριστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο Μουτεβελλή του βακουφίου Μουλχάκα της Siddika και Hatice Hanimlar. Ζητά επίσης όπως διαταχθεί το Κτηματολόγιο να προβεί στη διεξαγωγή έρευνας στη Λάρνακα και Λευκωσία αναφορικά με την περιουσία του προαναφερόμενου βακουφίου και όπως διαταχθεί η εγγραφή και/ή τοποθέτηση (vesting) της εν λόγω περιουσίας στο όνομα της (αιτήτριας) για να τη διαχειρίζεται ως Μουτεβελλή.

 

 Η αίτηση επιδόθηκε στο Υψηλό Συμβούλιο του Εβκάφ το οποίο δεν εμφανίστηκε ούτε επέδειξε οποιονδήποτε ενδιαφέρον, γεγονός το οποίο η αιτήτρια ερμηνεύει ως αποδοχή της αίτησής της. Η παρούσα αίτηση στηρίζεται «στα άρθρα 15, 16, 23, 28, 29, 30 και 110 του Συντάγματος, στα άρθρα 6, 8, 13, 14 και άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 του περί Κυρώσεως της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Κυρωτικού Νόμου 39/1962 στον περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμο Κεφ. 337 ( Evcaf and Vakfs Law Cap 337) όπως έχει τροποποιηθεί και ειδικά τα άρθρα 55(1), 62 και 63, στους Εβκάφ και Βακούφικα (Μούλχακα Βακούφικα) Κανονισμούς 1957 (Evcaf and Vakfs (Mulhaka Vakfs Regulations 1957) όπως έχουν τροποποιηθεί, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960 όπως έχει τροποποιηθεί και ειδικά στα άρθρα 19, 29, 30 και 70 στον περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμο Κεφ. 224 όπως έχει τροποποιηθεί και ειδικά το άρθρο 51(Α), στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θθ 1-7 και 9, Δ.55 θθ 1-4 ειδικά και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου».

 

Η αιτήτρια, κατ΄ επίκληση των προνοιών του άρθρου 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου Κεφ. 337, ζητά να διοριστεί Μουτεβελλή της προαναφερόμενης βακούφικης περιουσίας, ισχυριζόμενη κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση ή διαχείριση του βακουφίου (breach of trust in the management or administration of the vakf). Το άρθρο 55 του προαναφερόμενου νόμου προβλέπει:

 

«55.-(1) Σε περίπτωση που υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός για κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση ή διαχείριση βακουφίου, ή όταν οι οδηγίες του Δικαστηρίου θεωρούνται απαραίτητες για τη διοίκηση ή διαχείριση βακουφίου, ο Γενικός Εισαγγελέας, το Υψηλό Συμβούλιο ή οποιοδήποτε μέλος αυτού, ή, με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην αναφερόμενη περιουσία, δύναται να αποταθεί στο δικαστήριο για διάταγμα-

(α)   παύσης οποιουδήποτε Μουτεβελλή

(β)   διορισμού νέου Μουτεβελλή

(γ)   παραχώρησης οποιασδήποτε περιουσίας σε Μουτεβελλή

(δ)   οδηγίες για λογαριασμούς και έρευνες

(ε)   δήλωσης ποια αναλογία περιουσίας ή του συμφέροντος  σε αυτή, θα διατεθεί σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο σκοπό του βακουφίου

(στ) εξουσιοδότησης πώλησης ή ανταλλαγής του συνόλου ή οποιουδήποτε μέρους της βακούφικης περιουσίας

(ζ)   διαταγής εγγραφής ή μεταγραφής βακφιέ

(η)   διευθέτησης σχεδίου ή

(θ)   χορήγησης τέτοιας περαιτέρω ή άλλης θεραπείας που η φύση της περίπτωσης δυνατό να απαιτεί.»

 

 

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στον οποίο επιδόθηκε η αίτηση, καταχώρησε ένσταση. Τα εγειρόμενα στην ένσταση προδικαστικά ζητήματα αφορούν στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας, εισηγείται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία και να εξετάσει περαιτέρω την αίτηση επειδή δεν έδωσε τη συγκατάθεσή του για το συγκεκριμένο σκοπό και συνεπώς δεν πληρούται η απαραίτητη εκ του άρθρου 55(1) (ανωτέρω) προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγείται επίσης ότι τα θέματα που αφορούν στην ουσία της αίτησης δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Πρόκειται για δυο ανεξάρτητες μεταξύ τους προδικαστικές ενστάσεις η εξέταση των οποίων θα πρέπει να προηγηθεί εφόσον άπτονται του θέματος της δικαιοδοσίας αυτού του Δικαστηρίου.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι ότι η Naile Halil, γιαγιά της αιτήτριας, ήταν η τελευταία Μουτεβελλή της προαναφερόμενης  βακούφικης περιουσίας. Η Naile Halil απέθανε το 1968 και τη διοίκηση/διαχείριση του βακουφίου ανέλαβε το Υψηλό Συμβούλιο του Εβκάφ το οποίο πλήρωνε διάφορα ποσά στους δικαιούχους μέχρι το 1974. Η αιτήτρια λέγει ότι το Υψηλό Συμβούλιο του Εβκάφ ανέλαβε τη διοίκηση/διαχείριση του βακουφίου χωρίς την άδεια των δικαιούχων και ότι εν πάση περιπτώσει, η ανάληψη της διοίκησης/διαχείρισης ήταν προσωρινή με βάση το άρθρο 49(1)(i) Κεφ. 337 μέχρι το διορισμό Μουτεβελλή, πράγμα που δεν έγινε. Εκτοτε οι δικαιούχοι, μεταξύ αυτών και η ιδία (η αιτήτρια), δεν έλαβαν κανένα ποσό και ουδέποτε ενημερώθηκαν για την τύχη των περιουσιών του βακουφίου. Η συμπεριφορά αυτή, συνιστά εμφανή κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση ή διαχείριση του βακουφίου και για το λόγο αυτό, η αιτήτρια λέγει ότι  νομιμοποιείται στην αίτησή της.

 

Ο περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμος Κεφ. 337 αποτελεί μέρος της νομοθεσίας που προϋπήρχε της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και ίσχυε κατά την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος. Ο εν λόγω νόμος διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 188 του Συντάγματος και του άρθρου 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/60) που καθορίζει το εφαρμοζόμενο από τα κυπριακά δικαστήρια δίκαιο. Ενας από τους βασικούς σκοπούς του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου είναι η διαχείριση και ο έλεγχος της διαχείρισης των Βακουφίων δηλαδή, της περιουσίας η οποία αφιερώνεται για ορισμένο σκοπό. Ο κατονομαζόμενος στο έγγραφο αφιέρωσης Μουτεβελλή έχει τη διαχείριση του Βακουφίου και όταν σταματήσει για κάποιο λόγο είτε όπως ορίζεται στο νόμο είτε όπως ορίζεται στο έγγραφο αφιέρωσης, διορίζεται, ανάλογα με την περίπτωση, νέος Μουτεβελλή, σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 28-30 του Νόμου.

 

Η αιτήτρια, η οποία διαμένει μονίμως στα κατεχόμενα, προτού καταχωρήσει την αίτησή της, ζήτησε τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως ρητά απαιτείται για την περίπτωση από το άρθρο 55(1) του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με αναφορά στον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Αλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο Ν. 139/91 και Τροποποιήσεις (στο εξής «ο νόμος περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών»), αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεσή του με τη δικαιολογία ότι όλη η τουρκοκυπριακή περιουσία, στην οποία περιλαμβάνεται και η περιουσία των βακουφίων που βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, έχει περιέλθει δυνάμει του νόμου περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, στην κατοχή, έλεγχο και διαχείριση του Κηδεμόνα των εν λόγω περιουσιών. Επομένως, και η συγκεκριμένη βακούφικη περιουσία, αντικείμενο της αίτησης, ως εγκαταλειφθείσα από τους ιδιοκτήτες και/ή δικαιούχους της, βρίσκεται στην κατοχή, τον έλεγχο και τη διαχείριση του Κηδεμόνα ο οποίος, ασκεί για το σκοπό αυτό τις εξουσίες που του παρέχει ο νόμος.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας στη γραπτή αγόρευσή του υποβάλλει  ότι ο νόμος περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών δεν έχει σχέση με την αίτηση γιατί με αυτή, ζητείται ο διορισμός Μουτεβελλή, ιδιότητα διαφορετική αλλά και ασυμβίβαστη από εκείνη του Κηδεμόνα αφού ο Κηδεμόνας ούτε είναι ούτε μπορεί να διοριστεί Μουτεβελλή εφόσον δεν είναι μουσουλμάνος, όπως προβλέπεται από το άρθρο 29(3)(ε) του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου Κεφ. 337. Ο κ. Δημητριάδης διαζευκτικά εισηγείται πως και αν ακόμη θεωρηθεί ότι ο Κηδεμόνας ενεργεί ως Μουτεβελλή (πράγμα που η αιτήτρια δεν παραδέχεται), η κατάχρηση εμπιστοσύνης στη διοίκηση ή διαχείριση του βακουφίου είναι εμφανής από το γεγονός ότι οι δικαιούχοι δεν παίρνουν οποιοδήποτε εισόδημα ή πληροφορίες για τη διαχείριση του βακουφίου και έτσι δικαιολογείται η αντικατάσταση του και ο διορισμός της αιτήτριας ως Μουτεβελλή. Συναφής προς τα πιο πάνω είναι και η εισήγηση ότι ο Κηδεμόνας, έστω και αν θεωρηθεί ότι ενεργεί ως Μουτεβελλή, όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 38 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου να διαχειρίζεται τις βακούφικες περιουσίες επιμελώς και με επιχειρηματικό τρόπο και να παρέχει αληθή κατάσταση λογαριασμών, πράγμα που δεν γίνεται αλλά ούτε και ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι γίνεται.

 

Η εισβολή του στρατού της Τουρκίας το 1974 στην Κύπρο και η συνεχιζόμενη κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον κατοχικό στρατό, εκτός από τα πολλά και φοβερά κακά που προκάλεσε, δημιούργησε σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης των βασικών θεσμών της λειτουργίας του κράτους και της υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η βίαιη μετακίνηση ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων από τα σπίτια και τις περιουσίες τους δημιούργησε νέα κατάσταση πραγμάτων η οποία επηρέασε και εξακολουθεί να επηρεάζει μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι ελληνοκύπριοι που ήρθαν από τα κατεχόμενα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές έπρεπε να βρουν τόπους εγκατάστασης και τρόπους επαγγελματικής δραστηριοποίησης. Τα σπίτια που εγκατέλειψαν οι τουρκοκύπριοι ιδιοκτήτες τους στις ελεύθερες περιοχές εξαιτίας της βίαιης μετακίνησής τους από το κατοχικό καθεστώς, χρησιμοποιήθηκαν από το νόμιμο κράτος για τη στέγαση των χιλιάδων προσφύγων που από τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκαν άστεγοι. Τα χωράφια των τουρκοκυπρίων παραχωρήθηκαν στους ελληνοκύπριους για καλλιέργεια κλπ. Οι τουρκοκυπριακές περιουσίες που θεωρήθηκαν ως εγκαταλειφθείσες έπρεπε επίσης να προστατευθούν έτσι ώστε τα ιδιοκτησιακά και άλλα περιουσιακά δικαιώματα των τουρκοκυπρίων να διατηρηθούν, όπως οι αρχές δικαίου επιβάλλουν, περιλαμβανομένης και της αρχής της νομιμότητας των πράξεων της διοίκησης.

 

Όταν λοιπόν οι βασικοί θεσμοί της λειτουργίας του κράτους και η κοινωνία βρέθηκαν στο χείλος της κατάρρευσης, θεσπίστηκε νομοθεσία  με αποκλειστικό έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης για την υποστήλωση των πλέον βασικών λειτουργιών του κράτους.

 

Στην Attorney General of the Republic v. Imbrahim (1964) CLR 195 έγινε λεπτομερής ανάλυση των διεθνώς παραδεκτών αρχών δικαίου που διέπουν το θέμα, σε συνάρτηση προς τις συνθήκες που βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει η Κύπρος εξαιτίας της τουρκικής εισβολής του 1974. Στην Imbrahim (ανωτέρω), κρίθηκε ότι η υπό κρίση νομοθεσία* που θεσπίστηκε με έρεισμα το δίκαιο της ανάγκης δεν ήταν αντίθετη με το Σύνταγμα και αυτό, επαναλήφθηκε πλείστες όσες φορές σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου γεγονός το οποίο υποδηλώνει τη βεβαιότητα του δικαίου καθόσον αφορά στην εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση. Βλ. ενδεικτικά Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 CLR 928, Aloupas v. National Bank (1983) 1(A) CLR 35, Α.Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κα ν. Γενικού Εισαγγελέα κα (2003) 1(Β) 1275.

 

Ο νόμος περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών αποτελεί μέρος της  νομοθεσίας που θεσπίστηκε για τον πιο πάνω σκοπό και στηρίζεται στο δίκαιο της ανάγκης. Στο προοίμιο του νόμου αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο σκοπός του νόμου είναι η προστασία των περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν από τους τουρκοκύπριους που αναγκάστηκαν να μετοικήσουν στην κατεχόμενη από τον τουρκικό στρατό περιοχή καθώς και η νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος της διαχείρισης των εν λόγω περιουσιών. Η συνταγματικότητα βασικών διατάξεων του νόμου περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και κρίθηκε ότι ο νόμος είναι συνταγματικός. Βλ. Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 ΑΑΔ 1077 και Α.Χρ. Σολομωνίδης (ανωτέρω). Η αιτήτρια δεν αμφισβητεί τη συνταγματικότητα του εν λόγου νόμου και συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί ο,τιδήποτε άλλο σχετικά με αυτό το θέμα παρά μόνο να υπογραμμιστούν ο σκοπός και η σημασία του νόμου σε συνάρτηση προς την κατάσταση που δημιούργησε η τουρκική εισβολή και η συνεχιζόμενη κατοχή.

 

Το άρθρο 2 του νόμου περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών ορίζει,

 

« «τουρκοκυπριακή περιουσία» περιλαμβάνει κάθε ιδιοκτησία κινητή ή ακίνητη που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία.»

 

« «Τουρκοκύπριος» σημαίνει Τουρκοκύπριο που δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και περιλαμβάνει εταιρεία ή άλλο νομικό πρόσωπο που ελέγχεται από Τουρκοκύπριο, καθώς και το Εβκάφ.»

 

« «Εκρυθμη κατάσταση» σημαίνει τη συνέπεια της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίησή του δημοσιευομένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της κατάστασης αυτής.»

 

 

 

Το άρθρο 3 του νόμου περί Τ/Κ Περιουσιών προβλέπει,

 

«3. Ο Υπουργός διορίζεται με τον παρόντα Νόμο Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται με τον παρόντα Νόμο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος αυτού.»

 

Το άρθρο 6 του ιδίου νόμου παρέχει στον Κηδεμόνα ευρύ φάσμα εξουσιών και αρμοδιοτήτων που κυρίως αφορούν στη διαχείριση των τουρκοκυπριακών περιουσιών ενόσω διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση.

 

Το άρθρο 17 ορίζει ότι ο εν λόγω νόμος παραμένει σε ισχύ μέχρι το Υπουργικό Συμβούλιο με γνωστοποίηση του που θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, κηρύξει τη λήξη της ισχύος του.

 

Η βακούφικη περιουσία που εδώ ενδιαφέρει, βρίσκεται δυνάμει του νόμου περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών υπό τον έλεγχο, κατοχή και διαχείριση του Κηδεμόνα ο οποίος ασκεί τις καθοριζόμενες από το νόμο αρμοδιότητες, όπως σε κάθε άλλη περίπτωση που αφορά εγκαταλειφθείσα τουρκοκυπριακή περιουσία που εμπίπτει στην έννοια του νόμου περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας στη γραπτή αγόρευσή του διαζευκτικά εισηγείται πως και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι ο Κηδεμόνας λειτουργεί ως Μουτεβελλή της βακούφικης περιουσίας αυτός θα πρέπει να αντικατασταθεί λόγω κακοδιαχείρισης κλπ. Παρενθετικά σημειώνω ότι ο τελευταίος ισχυρισμός περί κακοδιαχείρισης κλπ περιέχεται στην αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας και όχι στην αίτηση. Η αίτηση αναφέρεται μόνο στο Υψηλό Συμβούλιο του Εβκάφ που ενεργούσε ως Μουτεβελλή του βακουφίου από το θάνατο της γιαγιάς της αιτήτριας το 1968 και μετέπειτα, ενδεχομένως το αργότερο μέχρι τα τραγικά γεγονότα του 1974. Είναι γνωστό πως με την αγόρευση του δικηγόρου δεν εισάγονται λόγοι ή θεραπείες που δεν περιλαμβάνονται ή δεν ζητούνται στην αίτηση.

 

Ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών σαφώς δεν είναι Μουτεβελλή και δεν ασκεί αρμοδιότητες ή εξουσίες Μουτεβελλή ούτε με τον περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμο Κεφ. 337 ούτε δυνάμει του νόμου περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Ο Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών ασκεί καθήκοντα και αρμοδιότητες όπως ο νόμος ορίζει αναφορικά με όλες τις τουρκοκυπριακές περιουσίες που βρίσκονται στις ελεύθερες περιοχές και έχουν εγκαταλειφθεί από τους δικαιούχους ή τους ιδιοκτήτες είτε πρόκειται για βακούφικη περιουσία είτε όχι.

 

Εχω τη γνώμη πως ενόσω εξακολουθεί να υφίσταται η έκρυθμη κατάσταση και η ισχύς του νόμου περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών δεν είναι δυνατός ο διορισμός προσώπου το οποίο διαμένει μονίμως στα κατεχόμενα ως Μουτεβελλή βακούφικης περιουσίας η οποία έχει εγκαταλειφθεί και βρίσκεται στις ελεγχόμενες από το νόμιμο κράτος ελεύθερες περιοχές. Ενας τέτοιος διορισμός θα είναι αντίθετος όχι μόνο προς το πνεύμα του νόμου, που καθώς έχει ειπωθεί, θεσπίστηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αλλά και προς το γράμμα του νόμου που ορίζει ότι στις αρμοδιότητες του κηδεμόνα υπάγεται η εντός της έννοιας του νόμου «τουρκοκυπριακή περιουσία» η οποία περιλαμβάνει και τη βακούφικη περιουσία. Σε περίπτωση διορισμού Μουτεβελλή από το Δικαστήριο, ως είναι το αίτημα της αιτήτριας, αυτό θα συνεπαγόταν αναγνώριση δικαιώματος άσκησης αρμοδιοτήτων διοίκησης και διαχείρισης της συγκεκριμένης βακούφικης περιουσίας, που άλλως θα είχε ο Μουτεβελλή με βάση τον περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμο Κεφ. 337, αν δεν μεσολαβούσε στο μεταξύ η θέσπιση και η συνεχιζόμενη εφαρμογή του νόμου περί Κηδεμόνα ο οποίος, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, κατέστησε ανενεργές τις σχετικές πρόνοιες του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου.

 

Ενόψει των πιο πάνω, αποφαίνομαι ότι ο διορισμός Μουτεβελλή της συγκεκριμένης βακούφικης περιουσίας θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις πράξη contra legem εφόσον, δυνάμει του ισχύοντος νόμου, η διαχείριση κλπ της βακούφικης περιουσίας, περιλαμβανομένης και της περιουσίας που εδώ ενδιαφέρει, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Το θέμα αυτό, συνάπτεται του θέματος της άρνησης του Γενικού Εισαγγελέα να δώσει τη συγκατάθεσή του για την έναρξη της διαδικασίας διορισμού νέου Μουτεβελλή κλπ με βάση το άρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου Κεφ. 337. Η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα συνιστά όντως προϋπόθεση για την έναρξη της προβλεπόμενης διαδικασίας και χωρίς αυτή φαίνεται ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να αναλάβει δικαιοδοσία. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό δεν ενέχει οποιαδήποτε νομική ή άλλη σημασία καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη βακούφικη περιουσία για τη διαχείριση της οποίας έχει αποκλειστική αρμοδιότητα ο Κηδεμόνας με βάση  το νόμο περί Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών, που καθώς έχει ειπωθεί, η θέσπιση και εφαρμογή του οποίου κατέστησε εκ των πραγμάτων ανενεργή τη σχετική διάταξη του άρθρου 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου Κεφ. 337 επί της οποίας στηρίζεται  η αίτηση.

 

Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

                                                                                           Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

ΣΦ.

 



* Ο περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμος, 1964 (Νόμος 33/1964)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο