ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 1347

18 Δεκεμβρίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]

1.  DEME-DAIRY LTD,

2.  DEME-PLASTOPACK LTD,

3.  ΧΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

4.  ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείoντες,

ν.

ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 322/2006)

 

Πολιτική Δικονομία ? Συνοπτική απόφαση ? Αγωγή για καταβολή ποσού οφειλόμενου σε τραπεζικό οργανισμό  ? Ισχυρισμός για χρέωση τόκων οι οποίοι είχαν υπολογισθεί παράνομα ? Κατά πόσο είχαν δοθεί τέτοιες λεπτομέρειες υπεράσπισης ώστε να έπρεπε να είχε δοθεί άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης ? Κατά πόσο η απουσία των εναγομένων κατά τη σχετική διαδικασία θα έπρεπε να εμποδίσει το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία των ισχυρισμών τους στην ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την ένστασή τους.

Πολιτική Δικονομία ? Συνοπτική απόφαση ? Ανάγκη για αυστηρή συμμόρφωση με την προβλεπόμενη διαδικασία και αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή.

Στις 8.3.2006, ημέρα κατά την οποία η αίτηση για συνοπτική απόφαση των εναγόντων - εφεσιβλήτων ήταν ορισμένη για ακρόαση, οι εναγόμενοι - εφεσείοντες δεν εμφανίστηκαν. Το Δικαστήριο προχώρησε και εξέδωσε τη συνοπτική απόφαση.

Οι εφεσείοντες στην ένορκη δήλωση η οποία συνόδευε την ένστασή τους στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, υποστήριζαν ότι το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, για το οποίο τελικά εξεδόθη και απόφαση, είναι διογκωμένο και δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική οφειλή τους, επειδή ο συνολικός τόκος ο οποίος χρεώθηκε για την περίοδο κάθε έτους μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, Ν.160(Ι)/99, ήταν πέραν του επιτρεπομένου από την νομοθεσία, τόσο με βάση τις πρόνοιες των ?ρθρων 3 και 6 του Περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/77 όσο και μετά, με βάση τις πρόνοιες των ?ρθρων 3-5 του Ν.160(Ι)/99.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Απόφαση δυνάμει της Δ.18 εκδίδεται μόνο όταν υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με την προβλεπόμενη διαδικασία και αφού το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο εναγόμενος να διαθέτει υπεράσπιση.

2.  Όπου ο εναγόμενος δίδει αρκετές λεπτομέρειες στην ένορκή του δήλωση που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης, πρέπει να του παρέχεται το δικαίωμα να καταχωρήσει υπεράσπιση.

3.  Οι εφεσείοντες είχαν προβάλει ότι είχαν υπεράσπιση, αφού υποστήριζαν ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων ήταν εξογκωμένη, μια και περιείχε χρέωση τόκων οι        οποίοι είχαν υπολογιστεί παράνομα. Ο ισχυρισμός αυτός των εφεσειόντων συνιστούσε υπεράσπιση, αφού αμφισβητούσε μέρος της αξίωσης των εφεσιβλήτων.

4.  Η απουσία των εφεσείοντων κατά τη διαδικασία δεν θα έπρεπε να εμποδίσει το Δικαστήριο να εξετάσει την ουσία των ισχυρισμών τους και κατά πόσο αυτοί αποτελούσαν υπεράσπιση. Περαιτέρω, παρά τη φραστική διατύπωση, το Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει ότι πράγματι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1 πριν προχωρήσει στην έκδοση απόφασης.

Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μεττή κ.?. v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417,

RCK Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074,

Νεάρχου κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818,

Trans Middle East Trading (T.M.E.T) Limited v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239,

Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.?. v. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ.28.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 6394/05), ημερομ. 8.3.2006.

Λ. Α. Ιωαννίδης, για τους Εφεσείοντες.

Κλ. Πολυβίου, για κ.κ. Χρυσαφίνη και Πολυβίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου απαγγέλλεται από τον Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση προσβάλλει απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, ύστερα από αίτηση για συνοπτική απόφαση.

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, λαθασμένα τις αρχές και τη διαδικασία που ρυθμίζεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αφού δεν προχώρησε να εξετάσει πριν την έκδοση της απόφασης αν υπήρχε αυστηρή συμμόρφωση με την προβλεπόμενη διαδικασία και αν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.18.  Με άλλα λόγια, δεν προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο οι εναγόμενοι-εφεσείοντες στερούνταν πράγματι υπεράσπισης και κατά πόσο θα μπορούσε να εκδοθεί απόφαση κατά συνοπτική διαδικασία.

Υποστηρίζουν ακόμα ότι το δικαστήριο δεν έπρεπε να προχωρήσει και να εκδώσει απόφαση χωρίς να δώσει την ευκαιρία στους εφεσείοντες να ακουστούν και δώσουν λόγο για την απουσία τους και για να προβάλουν την υπεράσπισή τους.  Τέλος, υποστηρίζουν ότι δεν φαίνεται ότι το δικαστήριο εξέτασε ή διαπίστωσε κατά πόσο η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση, πληρούσε τις προϋποθέσεις που θέτει ο θ.1 της Δ.18, ούτε και φαίνεται να εξέτασε την ορθότητα και επάρκεια της Κατάστασης Λογαριασμού που αφορούσε το Τεκμήριο Λ.

Στις 10.10.2005 καταχώρηθηκε από τους εφεσίβλητους αίτηση για συνοπτική απόφαση.  Είχε προηγηθεί καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης από δικηγόρο εκ μέρους των εφεσειόντων-εναγομένων.  Οι εφεσείοντες καταχώρησαν ένσταση η οποία συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εναγόμενου 3 κ. Χάρη Δημητρίου, διευθυντή των εναγομένων 1 και 2 εταιρειών και συζύγου της εναγομένης 4.  Οι προσπάθειες που έγιναν προς συμβιβασμό δεν τελεσφόρησαν και στις 9.2.2006, ο τότε συνήγορος των εναγομένων αποσύρθηκε ύστερα από άδεια του δικαστηρίου.  Η υπόθεση ορίστηκε ξανά για ακρόαση, ούτως ώστε οι εναγόμενοι-εφεσείοντες να διορίσουν νέο δικηγόρο. Στις 8.3.2006 η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση.  Kανείς δεν εμφανίστηκε εκ μέρους των εναγομένων.  To δικαστήριο προχώρησε και εξέδωσε απόφαση εναντίον τους συνοπτικά.  Το σχετικό πρακτικό έχει ως ακολούθως:

«Δικαστήριο:  Όπως είπα, η αίτηση είναι ορισμένη για ακρόαση σήμερα.  Παρά το γεγονός ότι έχει καταχωρηθεί ένσταση από το δικηγόρο ο οποίος εκπροσωπούσε προηγουμένως τους εναγομένους, οι εναγόμενοι δεν είναι σήμερα ενώπιον του δικαστηρίου για να προωθήσουν την ένσταση αυτή.  Επομένως,  δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη.  Ενόψει δε του αιτήματος της συνηγόρου των εναγόντων θα προχωρήσω να εξετάσω την αίτηση στην απουσία τους.

Έχοντας μελετήσει την ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση και την έκθεση απαίτησης διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18, θ.1(α) τυπικές και ουσιαστικές και ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων αλληλέγγυα και ξεχωριστά ως η έκθεση απαίτησης πλέον έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.».

Οι εναγόμενοι υποστήριζαν ότι το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, για το οποίο τελικά εξεδόθη και απόφαση, είναι διογκωμένο και δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική οφειλή τους, επειδή ο συνολικός τόκος ο οποίος χρεώθηκε για την περίοδο κάθε έτους μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999, Ν.160(Ι)/99, ήταν πέραν του επιτρεπομένου από τη νομοθεσία, τόσο με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 3 και 6 του περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/77 όσο και μετά, με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 3-5 του Ν.160(Ι)/99.

Απόφαση δυνάμει της Δ.18 εκδίδεται μόνο όταν υπάρχει αυστηρή συμμόρφωση με την προβλεπόμενη διαδικασία και αφού το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο εναγόμενος να διαθέτει υπεράσπιση ή ότι δεν έχει αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανά να του παράσχουν το δικαίωμα σε υπεράσπιση, καταγράφοντας συνάμα την κατάληξή του αυτή (Μεττή κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 417).

Στην υπόθεση RCK Sports v. Persona Advertising Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, το δικαστήριο συνοψίζοντας τις αρχές που διατυπώνονται στο Annual Practice του 1967, σελ. 121,  αναφέρει ότι η εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης ασκείται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι απρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί απλώς για να καθυστερήσει.  Αποτελεί γενική αρχή ότι οσάκις ο εναγόμενος αποδεικνύει ότι διαθέτει καλόπιστη υπεράσπιση πρέπει να του δοθεί άδεια να υπερασπιστεί.  Θα πρέπει να παρέχεται άδεια για υπεράσπιση εκτός αν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση (Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818).

Περίπου τα ίδια  επαναλήφθηκαν και στην υπόθεση Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ., 239, στην οποία τονίστηκε ότι όπου ο εναγόμενος δίδει στην ένορκή του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή εγείρει θέμα σε απάντηση της απαίτησης που θα πρέπει να εκδικαστεί, ή όπου ικανοποιεί το δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του, πρέπει να του παρέχεται το δικαίωμα να καταχωρήσει υπεράσπιση.

Ακόμα στη Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.ά. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28, η οποία αφορούσε αίτηση παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, διαπιστώθηκε ότι ο πρωτόδικος δικαστής διέπραξε νομικό σφάλμα αφού παρέλειψε να αξιολογήσει το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης αναφορικά με την υπεράσπιση των εφεσειόντων στην αγωγή των εφεσιβλήτων.

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο ουσιαστικά δεν υπεισήλθε στη διαφωνία ως προς τα γεγονότα, ενώ παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων συνιστούσαν καλόπιστα υπεράσπιση.

Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι είχαν προβάλει ότι είχαν υπεράσπιση, αφού υποστήριζαν ότι η αξίωση των εφεσιβλήτων ήταν εξογκωμένη, μια και περιείχε χρέωση τόκων οι οποίοι είχαν υπολογιστεί παράνομα.  Ο ισχυρισμός αυτός των εφεσειόντων συνιστούσε υπεράσπιση, αφού αμφισβητούσε μέρος της αξίωσης των εφεσιβλήτων.

Είναι αλήθεια ότι οι εναγόμενοι δεν ήταν παρόντες κατά τη διαδικασία, αλλά η απουσία τους δεν θα έπρεπε να εμποδίσει το δικαστήριο να εξετάσει την ουσία των ισχυρισμών τους.  Θα έπρεπε κυρίως να εξεταστεί κατά πόσο οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων, όπως είχαν προβληθεί στην ένστασή τους, δικαιολογούσαν το συμπέρασμα ότι διέθεταν υπεράσπιση.  Περαιτέρω, παρά τη φραστική διατύπωση, το δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει ότι πράγματι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18, θ.1 και προχώρησε στην έκδοση απόφασης.

Το δικαίωμα των εναγομένων να προβάλουν την υπεράσπισή τους διασφαλίζει τη δίκαιη δίκη.  Διαδικασίες όπως η αίτηση για συνοπτική απόφαση, υπάρχουν με σκοπό την προστασία των διαδίκων από αθεμελίωτες και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Η ανάγκη για γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης δεν θα πρέπει όμως να στερεί από τους εναγόμενους, σε κατάλληλες περιπτώσεις, το δικαίωμα να προβάλουν την υπεράσπισή τους.

Η έφεση γίνεται αποδεκτή.  Η εκδοθείσα απόφαση παραμερίζεται. Παρέχεται η δυνατότητα στους εφεσείοντες-εναγόμενους να καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους μέσα σε τρεις εβδομάδες από σήμερα. Η διαταγή για τα έξοδα της διαδικασίας ημερ. 8.3.2006 επίσης παραμερίζεται. Τα έξοδα της παρούσας έφεσης θα βαρύνουν τους εφεσίβλητους.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον των εφεσιβλήτων.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο