ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1291
17 Δεκεμβρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ,
Εφεσείων - Ενάγων,
ν.
1. ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
2. CLARIDGE INVESTMENTS LTD,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 251/2005)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων και κατάληξη σε εύρημα ότι η οικονομική ζημιά η οποία προκλήθηκε στον ενάγοντα στον τομέα των χρηματιστηριακών συναλλαγών του με τους εναγόμενους, δεν οφείλετο στην παράλειψη των εναγομένων σχετικά με το καθήκον που είχαν έναντι του ενάγοντος ― Το Εφετείο δεν επενέβη ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ο εφεσείων - ενάγων κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων -εναγομένων αξιώνοντας αποζημιώσεις για την οικονομική ζημιά που υπέστη λόγω της ισχυριζόμενης αμέλειας και/ή παράβασης των νομικών καθηκόντων και υποχρεώσεων των τελευταίων σε σχέση με τις συναλλαγές του πρώτου επί κινητών αξιών της εναγομένης 2. Στην έκθεση απαιτήσεώς του ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν παρέλαβε έγκαιρα τους τίτλους των αξιών που αγόρασε, παρόλον ότι πλήρωσε το σχετικό τίμημα, με αποτέλεσμα, λόγω της καθυστέρησης και της μείωσης της αξίας των μετοχών, να υποστεί σοβαρή οικονομική ζημιά.
Ο εναγόμενος 1, με την έκθεση υπερασπίσεώς του αρνείται την αποδιδόμενη σε αυτόν αμέλεια και/ή παράβαση των νομικών καθηκόντων και υποχρεώσεών του και επιρρίπτει οποιαδήποτε τυχόν καθυστέρηση σημειώθηκε, στην πλευρά του εφεσείοντος - ενάγοντος.
Οι εναγόμενοι 2 αρνούνται επίσης ότι ήταν αμελείς και ισχυρίζονται ότι η καθυστέρηση στην έκδοση των τίτλων οφειλόταν στο γεγονός ότι τα έγγραφα που παραδόθηκαν από τον εφεσείοντα - ενάγοντα στο ΧΑΚ ήταν ελλειπή και ως εκ τούτου αυτοί δεν ήταν δυνατό να εγγράψουν τον εφεσείοντα - ενάγοντα ως ιδιοκτήτη μετοχών και δικαιωμάτων και να του εκδώσουν τους αναγκαίους τίτλους ιδιοκτησίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του μάρτυρος ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους των εναγομένων 2, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος - ενάγοντος ως αόριστη και μη κατατοπιστική. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων - ενάγων απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων - εναγομένων 2 για καθυστέρηση διεκπεραίωσης των σχετικών πράξεων σε σχέση με τον σχετικό αριθμό των μετοχών.
Σε σχέση με το ζήτημα της απόδειξης του ύψους των αποζημιώσεων, το Δικαστήριο κατέληξε ότι λόγω ανυπαρξίας μαρτυρίας για απόδειξη των ζημιών και του ύψους τους, μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις θα ήταν δυνατό να επιδικασθούν.
Ο εφεσείων προσβάλλει τα ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο αποδέχθηκε την προφορική μαρτυρία του μάρτυρος που κατέθεσε εκ μέρους των εφεσιβλήτων - εναγομένων 2. Επίσης προσβάλλει τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντος - ενάγοντος καθώς και ουσιαστικά όλα τα άλλα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές της νομολογίας με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι δεν σημειώθηκε οποιοδήποτε σφάλμα που να δικαιολογεί την επέμβασή του για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Παπακόκκινου κ.ά. v. Δήμου Πάφου (Αρ.1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 634.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 6729/00), ημερομ. 29.6.05.
Α. Κορακίδου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Κορφιώτης, για τον Εφεσίβλητο-Εναγόμενο 1.
Στ. Παναγίδης και Ξ. Κουσταή, για τον Εφεσίβλητο - Εναγόμενο 2.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η έφεση προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η αγωγή του εφεσείοντα-ενάγοντα εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων απορρίφθηκε.
Τα γεγονότα που καλύπτουν την απαίτηση του ενάγοντα περιγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση και τα παραθέτουμε αυτούσια:
«Ο ενάγοντας, γνώστης των χρηματιστηριακών πραγμάτων, συνήψε, μέσω του χρηματιστή-μέλους του ΧΑΚ CLR Stock Brokers Ltd (CLR), σειρά χρηματιστηριακών συναλλαγών επί κινητών αξιών της εναγομένης 2. Οι πράξεις αυτές έγιναν μεταξύ 16.8.99 και 1.9.99. Είναι 4 συνολικά πράξεις και καλύπτουν ένα σεβαστό αριθμό μετοχών. Θα αναφέρονται στη συνέχεια ως «οι 4 πράξεις», για σκοπούς ευκολότερης παρακολούθησης της απόφασης. Πέραν των πιο πάνω συναλλαγών, ο ενάγοντας, ως κάτοχος σημαντικού αριθμού δικαιωμάτων αγοράς μετοχών της εναγομένης 2, προτίμησε και αποφάσισε να μετατρέψει τα δικαιώματα αυτά σε μετοχές, ευελπιστώντας ότι έτσι θα αποκομίσει - πωλώντας στη συνέχεια τις μετοχές αντί τα δικαιώματα - περισσότερο κέρδος. Την 15.11.99 εξάσκησε τα δικαιώματα του αυτά. Η δεύτερη αυτή συναλλαγή θα αναφέρεται στη συνέχεια ως «η άσκηση των δικαιωμάτων». Τους τίτλους των μετοχών, τόσο για τις 4 πράξεις, όσο και για την άσκηση των δικαιωμάτων, τους έλαβε ο ενάγοντας μεταξύ 29.11.99 και τέλος Ιανουαρίου 2000. Οι λόγοι της καθυστέρησης στη λήψη των τίτλων τελούν υπό αμφισβήτηση και συνιστούν τον ακρογωνιαίο λίθο στήριξης του όλους οικοδομήματος της απαίτησης του ενάγοντα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η θέση του ενάγοντα αποτυπώνεται στην Έκθεση Απαίτησης του. Ισχυρίζεται ότι, παρά την από μέρους του πληρωμή του σχετικού τιμήματος αγοράς των μετοχών για τις 4 πράξεις και την πληρωμή επίσης του τιμήματος μετατροπής των δικαιωμάτων αγοράς μετοχών και όλων των συναφών δικαιωμάτων, ο ίδιος δεν παρέλαβε έγκαιρα τους τίτλους των αξιών που αγόρασε. Αποτέλεσμα, προσθέτει ο ενάγοντας, της ισχυριζόμενης καθυστέρησης και λόγω της διαφοροποίησης πλέον της αξίας των μετοχών, ήταν να υποστεί σοβαρή οικονομική ζημιά. Τη ζημιά αυτή την αναλύει και διεκδικεί από τους εναγομένους αποζημιώσεις για αποκατάσταση της. Αποδίδει σε αυτούς αμέλεια και/ή παράβαση νομικών καθηκόντων και υποχρεώσεων τους και/ή καθυστέρηση στην ανακοίνωση ουσιώδους πληροφορίας και/ή παροχή σε αυτόν παραπλανητικών στοιχείων και δηλώσεων. Σε κατοπινό στάδιο και κατά την εξέταση της απαίτησης εναντίον του κάθε εναγομένου ξεχωριστά, θα αναφερθώ πιο αναλυτικά στις ισχυριζόμενες λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παράβασης νομικών καθηκόντων.
Ο εναγόμενος 1, μέσα από την Έκθεση Υπεράσπισης του, αρνείται την αποδιδόμενη σε αυτόν αμέλεια και/ή παράβαση των νομικών καθηκόντων και υποχρεώσεων του. Ισχυρίζεται ότι έλαβε όλα τα δυνατά μέτρα για την εκκαθάριση και τελείωση του όγκου των μη εκκαθαρισθέντων συναλλαγών που παρατηρήθηκαν κατά τους τελευταίους μήνες του 1999. Θέτει, περαιτέρω, ότι τα έγγραφα που αφορούσαν τις 4 επίδικες συναλλαγές υποβλήθηκαν ενώπιον του καθυστερημένα και/ή χωρίς να τηρηθούν οι προβλεπόμενες προθεσμίες και διαδικασίες.
Οι εναγόμενοι 2 αρνούνται επίσης ότι ήταν αμελείς με οποιοδήποτε τρόπο. Ισχυρίζονται ότι η καθυστέρηση στην έκδοση των τίτλων για τις 4 πράξεις οφειλόταν στο γεγονός ότι τα έγγραφα που παραδόθηκαν από τον ενάγοντα στο ΧΑΚ ήσαν ελλιπή και ως εκ τούτου, αυτοί (οι εναγόμενοι 2), δεν ήταν δυνατό να εγγράψουν τον ενάγοντα ως ιδιοκτήτη μετοχών και δικαιωμάτων και να εκδώσουν σε αυτόν τους αναγκαίους τίτλους ιδιοκτησίας. Σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων, οι εναγόμενοι αρνούνται ότι διαβεβαίωσαν τον ενάγοντα ότι οι τίτλοι που θα προέκυπταν από την εξάσκηση αυτή θα του παραδίδονταν εντός 3 ημερών. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι οι μετοχές αυτές εκδόθηκαν και απεστάλησαν έγκαιρα σε όλους τους δικαιούχους και ότι, εν πάση περιπτώσει, αυτές δεν ήταν διαπραγματεύσιμες, παρά μόνο μετά τις 10.1.00. Ισχυρίζονται επίσης, ότι ουδέποτε απέκρυψαν οποιαδήποτε ουσιώδη πληροφορία από τους επενδυντές και ιδίως πληροφορία περί αναστολής της διαπραγμάτευσης της μετοχής των.»
Όσον αφορά τις 4 πράξεις, ήταν λοιπόν ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι, λόγω αμέλειας ή παράβασης νομικών καθηκόντων ή υποχρεώσεων των εναγομένων 2, έλαβε καθυστερημένα τους τίτλους των αξιών που αγόρασε, με αποτέλεσμα να μειωθεί εν τω μεταξύ η αξία τους και να υποστεί ανάλογη ζημιά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει ότι κύρια στοιχεία της μαρτυρίας του ενάγοντα ήταν η αοριστία και η ουσιαστική άγνοια για τους λόγους καθυστέρησης έκδοσης των αγορασθέντων τίτλων στο όνομά του. Οι λόγοι της καθυστέρησης, όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, επεξηγούνται μόνο στη μαρτυρία του Παναγιώτη Χαραλάμπους, δικηγόρου, ο οποίος κατέθεσε εκ μέρους των εναγομένων 2. Στη λεπτομερή του μαρτυρία ο μάρτυρας αυτός, που έκαμε άριστη εντύπωση στο Δικαστήριο, επεξηγεί όλα τα γεγονότα τα σχετικά με τις 4 πράξεις, αναφέρεται στον όγκο εργασιών που είχε να γίνει και εξηγεί ότι ήταν αδύνατο να ολοκληρωθούν οι 4 πράξεις με ταχύτητα, αφού οι πωλητές των μετοχών δεν είχαν στην πραγματικότητα τους τίτλους που πωλούσαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του μάρτυρα αυτού, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων-ενάγων απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2 για την καθυστέρηση διεκπεραίωσης των 4 πράξεων.
Όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων, η κατάληξη ήταν πανομοιότυπη. Δεχόμενο τη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα, απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα-ενάγοντα ότι ο μάρτυρας τον είχε διαβεβαιώσει πως οι μετοχές που προέκυπταν από την εξάσκηση των δικαιωμάτων αγοράς θα εκδίδονταν εντός 3 ημερών, κάτι που και ο ίδιος ως γνώστης των χρηματιστηριακών συναλλαγών έπρεπε να γνώριζε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης παρατήρησε ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντα για απόκρυψη από τους εφεσίβλητους-εναγόμενους, μέσω του μάρτυρα στον οποίο αναφερθήκαμε, ουσιαστικής πληροφορίας, δεν τεκμηριωνόταν, αφού δεν δόθηκε σχετική μαρτυρία γεγονότων. Το Δικαστήριο έτσι, κατέληξε ότι ούτε αυτή η απαίτηση εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2 αποδείχθηκε.
Όσον αφορά την αξίωση εναντίον των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου είχε νομικό καθήκον έναντι του εφεσείοντα-ενάγοντα, αλλά παρατήρησε πως το βάρος να αποδείξει ότι το παρέβη, το είχε ο εφεσείων.
Όπως αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής, τα πιο κάτω γεγονότα προέκυψαν και έγιναν ευρήματα του Δικαστηρίου:
«Από το 1996 που άρχισε τη λειτουργία του το ΧΑΚ μέχρι τις αρχές του 1999 ο όγκος εργασίας του ήταν περίπου ο ίδιος και κυμαινόταν γύρω στις 200 πράξεις ημερησίως, οι οποίες κάλυπταν χρηματικό ποσό λιγότερο του ενός εκατομμυρίου. Μετά τους πρώτους 4 μήνες του 1999 ο όγκος άρχισε να αυξάνεται ραγδαία, με αποτέλεσμα να ανέλθει το δεύτερο εξάμηνο του έτους πέραν των 4.000 πράξεων καθημερινά, οι οποίες κάλυπταν χρηματικό ποσό δεκάδων εκατομμυρίων λιρών. Ο απρόβλεπτος αυτός επενδυτικός παροξυσμός προκάλεσε προβλήματα εκκαθάρισης και τελείωσης των συναλλαγών, αφού ήταν αδύνατο να εκδοθούν οι τίτλοι στο όνομα των νέων δικαιούχων εντός των καθορισμένων προθεσμιών. Στην προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος, το ΧΑΚ προσέλαβε επιπρόσθετο προσωπικό και προχώρησε σε έκδοση κατ΄επανάληψη εγκυκλίων προς τα μέλη του για αντιμετώπιση των προβλημάτων, εκδίδοντας ταυτόχρονα σειρά ανακοινώσεων προς κάθε ενδιαφερόμενο. Προχώρησε επίσης σε τακτικές ενημερώσεις του κοινού μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του ΧΑΚ και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των επενδυτών. Ακόμη, προχώρησε σε τροποποιήσεις του νόμου. Επιπρόσθετα, με συνεχείς συσκέψεις με όλους τους ενδιαφερόμενους και με αποστολή υπαλλήλων του στα γραφεία εταιρειών που αντιμετώπιζαν πρόβλημα διεκπεραίωσης των συναλλαγών, προσπάθησε να εξαλείψει το πρόβλημα των καθυστερημένων συναλλαγών. Πέραν των πιο πάνω, επέβαλε χρηματικές ποινές σε μέλη του χρηματιστές, οι οποίοι δεν τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους. Τέλος, ως έσχατο μέτρο, ανέστειλε σε τρεις περιπτώσεις τη λειτουργία του, για να δώσει έτσι χρόνο να διεκπεραιωθούν τα καθυστερημένα έγγραφα για να είναι δυνατή η εκκαθάριση των συναλλαγών. Οι δύο περιπτώσεις αναστολής των εργασιών ήταν ολιγοήμερες. Η τρίτη όμως κάλυπτε περίοδο ενός μηνός (3.9.99 - 4.10.99), περίοδος που ήταν η μέγιστη που μπορούσε το Συμβούλιο του ΧΑΚ να αναστείλει τη λειτουργία του.»
Κατέληξε ο πρωτόδικος Δικαστής ότι δεν καταδείχθηκε μέσα από τη μαρτυρία οποιαδήποτε παράλειψη των εφεσιβλήτων-εναγομένων 1 σχετικά με το καθήκον που είχαν έναντι του εφεσείοντα και της κατ΄ισχυρισμό απώλειάς του και παρατήρησε ότι ήταν ανεδαφική η θέση του ενάγοντα ότι επιβολή προστίμου ή διαγραφή εταιρειών ή αναστολή εργασιών μελών του ΧΑΚ θα συντελούσε στην επίλυση του προβλήματος. Ως εκ τούτου, θεώρησε ότι έπρεπε να απορριφθεί και αυτό το μέρος της αξίωσης του εφεσείοντα.
Παρόλον τούτο, ο ευπαίδευτος Δικαστής προέβη και σε εξέταση του ζητήματος της απόδειξης του ύψους των αποζημιώσεων. Κατέληξε ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα-ενάγοντα χαρακτηρίζετο από ασάφεια, αοριστία και έλλειψη τεκμηρίωσης και παρατήρησε πως, έστω και αν πετύχαινε στην αγωγή του ο εφεσείων, δεν θα υπήρχε η απαραίτητη μαρτυρία για να αποδειχθούν οι ζημιές και το ύψος τους. Θα ήταν, όπως αναφέρει το Δικαστήριο, κατάλληλη περίπτωση παροχής μόνο ονομαστικών αποζημιώσεων. Η αγωγή τελικά απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα-ενάγοντα.
Προσβάλλει ο εφεσείων τα ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος αποδέχθηκε την προφορική μαρτυρία του Παναγιώτη Χαραλάμπους, που κατέθεσε εκ μέρους των εφεσιβλήτων-εναγομένων 2. Επίσης προσβάλλει τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσείοντα-ενάγοντα καθώς και ουσιαστικά όλα τα άλλα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει τις αρχές σε πολυάριθμες αποφάσεις του, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων και γεγονότων. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από την Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (Αρ.1) (1998) 1 Α.Α.Δ. 634, στη σελίδα 648:
«Είναι πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της. Όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων, η προσέγγιση του εφετείου είναι ότι η αξιολόγησή της είναι θέμα του πρωτόδικου δικαστή ο οποίος έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Το εφετείο επεμβαίνει σε θέματα αξιολόγησης της μαρτυρίας μόνο σε εξαιρετικές και ακραίες περιπτώσεις.»
Παρατηρούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πολύ προσεκτική απόφαση του ανέλυσε με λεπτομέρεια και αιτιολόγησε πλήρως τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων, στα οποία κατέληξε. Τίποτε απ΄όσα έχουμε ακούσει εκ μέρους του εφεσείοντα δεν μας έχει ικανοποιήσει ότι ο πρωτόδικος Δικαστής έσφαλλε σε οποιοδήποτε ζήτημα, ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.