ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1239
4 Δεκεμβρίου, 2007
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΦΑΝΟΥΛΛΑ Χ" ΚΥΠΡΗ,
Εφεσείoυσα - Αιτήτρια,
ν.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΙΩΡΓΑΛΛΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΣ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΗ ΩΣ
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΚΥΠΡΗ,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Έφεση Αρ. 14/2005)
Οικογενειακό Δικαστήριο ― Περιουσιακές σχέσεις συζύγων ― Δικαιοδοσία επίλυσης διαφορών ― Αίτηση από τη σύζυγο για ακύρωση δολίων μεταβιβάσεων ακίνητης περιουσίας με βάση το Άρθρο 4 του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ. 62, μέσα στα πλαίσια αίτησης του Οικογενειακού Δικαστηρίου για απόδοση της συνεισφοράς της ιδίας στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της ― Κατά πόσο η διαφορά που προέκυπτε από την αίτηση για ακύρωση των μεταβιβάσεων εναντίον των διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος, κατά την εκκρεμοδικία συζύγου, αποτελούσε περιουσιακή διαφορά για επίλυση της οποίας είχε δικαιοδοσία το Οικογενειακό Δικαστήριο.
Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας ζητώντας την απόδοση της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησής της, εξέδωσε απαγορευτικό διάταγμα, απαγορεύοντας στο σύζυγό της να πωλήσει, διαθέσει ή επιβαρύνει, μεταξύ άλλων, και ένα συγκεκριμένο κτήμα στον Άγιο Αντώνιο στη Λευκωσία.
Ο σύζυγος της εφεσείουσας απεβίωσε κατά την εκκρεμοδικία και η αίτηση τροποποιήθηκε με την αντικατάσταση στον τίτλο του καθ' ου η αίτηση συζύγου από τους διαχειριστές της περιουσίας του.
Στις 30.6.2004 το Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου απόφαση για £300.000 με τόκο και έξοδα.
Ο αποβιώσας, παραβαίνοντας το προσωρινό διάταγμα, πώλησε στη Λευκή Γιασεμίδου τη γυναίκα με την οποία συζούσε, διαμερίσματα που είχαν ανεγερθεί στο επίδικο κτήμα.
Η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση με κλήση μέσα στα πλαίσια της αίτησης του Οικογενειακού Δικαστηρίου και με βάση το Άρθρο 4 του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ.62, ζητούσε διατάγματα ακύρωσης των συμβάσεων με την Λευκή Γιασεμίδου, ως γενόμενες με σκοπό την καταδολίευση της εφεσείουσας.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία, θεωρώντας ότι, αφού οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων είχαν επιλυθεί οριστικά με την απόφαση στις 30.6.2004, δεν υπήρχε πλέον περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων, αφού η διαφορά που προέκυπτε από την αίτηση για ακύρωση της μεταβίβασης, ήταν διαφορά μεταξύ της εφεσείουσας και άλλων προσώπων, δηλαδή των διαχειριστών και της Λευκής Γιασεμίδου. Έκρινε, ως εκ τούτου, ότι δικαιοδοσία είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Ο συνήγορός της εισηγήθηκε ότι με βάση την προαναφερθείσα νομοθετική πρόνοια του Κεφ.62, δικαιοδοσία είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο, αφού αυτό ήταν το Δικαστήριο που είχε εκδικάσει την υπόθεση. Επικαλέστηκε επίσης το Άρθρο 11 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων 1990 - 2000 και το Άρθρο 14Δ του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 - 1999 που προνοεί ότι «σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου». Επίσης έκαμε αναφορά και στο Άρθρο 14Γ του ίδιου Νόμου, όπου προνοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να διατάξει ακύρωση μεταβίβασης, η οποία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του Άρθρου 14Α ή διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού.
Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υπέβαλε ότι η δικαιοδοσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο προσδίδεται από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο 232/91 και από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90, καθώς και από το Άρθρο 111 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να επεκταθεί η δικαιοδοσία σε άλλους τομείς.
Αποφασίστηκε ότι:
Η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας είναι ορθή. Είναι σαφές από τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Κεφ.62, πως σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αίτηση για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης είναι εκείνο που έχει εκδικάσει τη σχετική αγωγή ή άλλη διαδικασία. Δίδεται έτσι δικαιοδοσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο, με βάση τις πρόνοιες «οποιουδήποτε άλλου νόμου», όπως αναφέρεται στο Άρθρο 11 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων 1990 - 2000.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ανδρέου v. Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 897,
Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 224.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 161/01), ημερομ. 4/7/2005.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για την Εφεσείουσα.
Δ. Χατζηνέστωρος και Δ. Ζαβαλλής, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Το ιστορικό και τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στο περίγραμμα αγόρευσης της εφεσείουσας και είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Η εφεσείουσα, σύζυγος του Ανδρέα Χαραλάμπους Χατζηκυπρή, καταχώρησε στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτηση περιουσιακών διαφορών (Αιτ. 161/01), με την οποία ζητούσε να της αποδώσει ο σύζυγός της την αξία της δικής της συνεισφοράς στην αύξηση της περιουσίας του. Ταυτόχρονα, κατόπιν αίτησής της, το Δικαστήριο εξέδωσε και απαγορευτικό διάταγμα, απαγορεύοντας στο σύζυγό της να πωλήσει, διαθέσει ή να επιβαρύνει, μεταξύ άλλων, και ένα κτήμα με αρ. εγγραφής 909 στον Άγιο Αντώνιο στη Λευκωσία.
Κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ο σύζυγός της εφεσείουσας απεβίωσε και η αίτηση τροποποιήθηκε με την αντικατάσταση στον τίτλο του καθ' ου η αίτηση συζύγου από τους διαχειριστές της περιουσίας του.
Στις 30.6.2004, εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση για £300.000 με τόκο και έξοδα.
Ο αποθανών σύζυγος της εφεσείουσας, κατά παράβαση του προσωρινού διατάγματος, πώλησε στη Λευκή Γιασεμίδου, με την οποία συζούσε, διαμερίσματα που είχαν ήδη ανεγερθεί στο επίδικο κτήμα. Ακολούθως, η εφεσείουσα καταχώρησε αίτηση με κλήση μέσα στα πλαίσια της αίτησης του Οικογενειακού Δικαστηρίου 161/01 και με βάση το Κεφ. 62 ζητούσε διατάγματα, με τα οποία να ακυρώνονται και να παραμερίζονται οι συμβάσεις με τη Λευκή Γιασεμίδου, ως γενόμενες με σκοπό την καταδολίευση της εφεσείουσας.
Το Οικογενειακό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία, θεωρώντας ότι, αφού οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων είχαν επιλυθεί οριστικά με την απόφαση στις 30.6.2004, δεν υπήρχε πλέον περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων, αφού η διαφορά που προέκυπτε από την αίτηση για ακύρωση της μεταβίβασης, ήταν διαφορά μεταξύ της εφεσείουσας και άλλων προσώπων, δηλαδή των διαχειριστών και της Λευκής Γιασεμίδου. Έκρινε, ως εκ τούτου, ότι δικαιοδοσία είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο.
Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας ενώπιόν μας ότι, παρόλο ότι έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τις πρόνοιες του άρθρου 4 του περί Δόλιων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου, Κεφ.62, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να τις εξετάσει. Ως εκ τούτου, κάλεσε το Εφετείο να ανατρέψει την πρωτόδικη απόφαση, αφού με βάση τις πρόνοιες αυτού του άρθρου, ήταν η εισήγησή του ότι δικαιοδοσία είχε το Οικογενειακό Δικαστήριο, αφού αυτό ήταν το Δικαστήριο που είχε εκδικάσει την υπόθεση.
Το άρθρο 4 του Κεφ. 62 προνοεί τα ακόλουθα:
«Οποιαδήποτε δωρεά, πώληση, ενέχυρο, υποθήκη ή άλλη μεταβίβαση ή διάθεση οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας που θεωρείται ως δόλια βάσει των διατάξεων του άρθρου 3 του Νόμου αυτού η οποία έγινε πριν από ή μετά την έναρξη αγωγής ή άλλης διαδικασίας στην οποία το δικαίωμα για ανάκτηση του χρέους έχει αποδειχτεί, δύναται να ακυρωθεί με διάταγμα του Δικαστηρίου που εξασφαλίζεται με αίτηση οποιουδήποτε εξ αποφάσεως πιστωτή που γίνεται στην εν λόγω αγωγή ή άλλη διαδικασία, και στο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή ή άλλη διαδικασία έχει ακουστεί ή εκκρεμεί.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσίβλητων υπέβαλε ότι η δικαιοδοσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο προσδίδεται από τον περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο 232/91 και από τον περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμο 23/90, καθώς και από το άρθρο 111 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να επεκταθεί η δικαιοδοσία σε άλλους τομείς.
Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι, παρά τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ. 62, θα έπρεπε να ισχύουν οι πρόνοιες των μεταγενέστερων περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων, καθιστώντας ανενεργές τις πρόνοιες του άρθρου αυτού.
Απαντώντας στην πιο πάνω θέση, ο συνήγορος της εφεσείουσας μας παρέπεμψε στο άρθρο 11 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων 1990 - 2000, που προνοεί τα πιο κάτω:
«11(1) Τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν τη δικαιοδοσία και ασκούν τις εξουσίες που τους ανατίθενται δυνάμει του Άρθρου 111 του Συντάγματος, του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), τα οικογενειακά δικαστήρια έχουν ειδικότερα την εξουσία να επιλαμβάνονται υποθέσεων που αφορούν .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
(Η υπογράμμιση είναι δική μας).
Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε ότι θα έπρεπε να τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 4 του Κεφ. 62, που καθορίζει το Δικαστήριο το οποίο έχει δικαιοδοσία για ακύρωση δόλιων μεταβιβάσεων σε κάθε περίπτωση.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, περαιτέρω, παρέπεμψε με το περίγραμμα αγόρευσής του και στο άρθρο 14Δ του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 - 1999 που προνοεί ότι «σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ' αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου». Επίσης κάμνει αναφορά και στο άρθρο 14Γ του ίδιου Νόμου, όπου προνοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να διατάξει ακύρωση μεταβίβασης, η οποία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 14Α ή διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του Νόμου αυτού.
Παρατηρούμε όμως επί του προκειμένου, πως στην υπόθεση Ανδρέου ν. Ανδρέου Κυριάκου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 897, στη σελ. 904, το Δευτεροβάθμιο Οικογενειακό Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα, σχετικά με τις πρόνοιες των άρθρων 14Α έως 14Δ του Νόμου:
«Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών προκύπτει σαφώς ότι η εξουσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου να διατάξει ακύρωση μεταβίβασης που έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 14Α ή η εξουσία να επιλαμβάνεται αιτήσεων για δόλια διάθεση περιουσίας, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι διευρύνει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για επίλυση περιουσιακών διαφορών που επεκτείνεται και σε αξιώσεις μεταξύ μη συζύγων. Σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου (Ν.232/91) η αξίωση είναι ενοχική και προσωποπαγής όπως έχει ερμηνευθεί στην Ντ. Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Γ. Παπαϊωάννου κ.ά. (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 656».
Επισημαίνουμε όμως πως η βασική θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσείουσας και η εισήγησή του εδράζεται κυρίως στις πρόνοιες του άρθρου 4 του Κεφ.62, τις οποίες ήδη παραθέσαμε.
Κρίνουμε πως η θέση του συνήγορου της εφεσείουσας είναι ορθή. Είναι σαφές από τις πρόνοιες του άρθρου αυτού του Κεφ. 62, πως σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει αίτηση για ακύρωση δόλιας μεταβίβασης είναι εκείνο που έχει εκδικάσει τη σχετική αγωγή ή άλλη διαδικασία. Δίδεται έτσι δικαιοδοσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο, με βάση τις πρόνοιες «οποιουδήποτε άλλου νόμου», όπως αναφέρεται στο άρθρο 11 των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμων 1990 - 2000.
Σε παρόμοια κατάληξη έφτασε και Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέα Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 224, όπου σε διαδικασία για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με το ζήτημα του κατά πόσο τα προαναφερόμενα διατάγματα μπορούσαν να εκδοθούν στα πλαίσια αίτησης για εκτέλεση της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε ότι αίτηση ακύρωσης υποβάλλεται μετά το πέρας της εκκρεμοδικίας. Η αίτηση όμως γίνεται στην ίδια αγωγή στην οποία το δικαίωμα για ανάκτηση του χρέους έχει αποδειχθεί και στο ίδιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου η αγωγή έχει ακουστεί και παρέπεμψε σχετικά στο άρθρο 4 του Κεφ. 62. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το δικαίωμα του συζύγου, στην προκείμενη περίπτωση, είχε αποδειχθεί στην Αίτηση 95/97 της 13.11.97. Η αίτηση εκείνη ήταν αγωγή με την ευρύτερη έννοια της Δ.1 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η περιουσιακή διαφορά των συζύγων έπαψε να είναι σε εκκρεμότητα με την έκδοση της απόφασης του Δευτεροβάθμιου Οικογενειακού Δικαστηρίου στις 6.10.03. Με το διάβημα του συζύγου, της 9.10.03, τέθηκε ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου το ενδεχόμενο ακύρωσης της μεταβίβασης του κτήματος με σκοπό την ανάκτηση του χρέους ή την ικανοποίηση του. Η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν πως το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ως το δικαστήριο που εκδίκασε την Αίτηση 95/97, ήταν το μόνο αρμόδιο να εκδικάσει αίτηση ακύρωσης κατά τις διατάξεις του Κεφ.62 . . . . . . . . . . . . . . . . .
Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού να επιληφθεί της προαναφερόμενης αιτήσεως του συζύγου και να εκδώσει τα προαναφερόμενα διατάγματα. Κατά συνέπεια απορρίπτω τους λόγους στους οποίους βασίζονται τα υπό εξέταση αιτήματα οι οποίοι σχετίζονται με την δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου . . .»
Την πιο πάνω θέση υιοθετούμε ως ορθή.
Κάτω από το φως των πιο πάνω η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσεται όπως η αίτηση παραπεμφθεί ενώπιον του ίδιου Δικαστή του Οικογενειακού Δικαστηρίου για να εκδικάσει την ουσία της.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.