ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1230
30 Νοεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. F.P.P. FISH PROCESSING LTD,
2. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 377/2005)
Πολιτική Δικονομία ? Συνοπτική απόφαση ? Αγωγή με βάση την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων της ενάγουσας τράπεζας προς τους εναγόμενους ? Ένορκη δήλωση εναγομένων η οποία αποκάλυπτε καλή υπεράσπιση ή γεγονότα (χρέωση συνολικού επιτοκίου πέραν του ανώτατου επιτρεπόμενου επιτοκίου του 9% ετησίως κατά παράβαση του περί Τόκου Νόμου του 1997 και επίσης κατανομή πληρωμών των εναγομένων κατά παράβαση των ρητών οδηγιών τους) που να δικαιολογούν άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης ? Εσφαλμένα δεν δόθηκε άδεια για καταχώρηση υπεράσπισης.
Πολιτική Δικονομία ? Συνοπτική απόφαση ? Αίτηση για συνοπτική απόφαση δυνάμει της Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ? Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήλθε από το θεσμοθετημένο πλαίσιο της διαδικασίας της Δ.18 και μετέτρεψε τη διαδικασία σε δίκη επί της ουσίας ? Η απόφαση παραμερίσθηκε, κατ' έφεση.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία η ενάγουσα - εφεσίβλητη εξασφάλισε συνοπτική απόφαση εναντίον των εναγομένων - εφεσειόντων.
Οι εναγόμενοι - εφεσείοντες είχαν εγείρει ένσταση στην αίτηση για συνοπτική απόφαση. Στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ότι αυτοί κατέβαλαν προς την ενάγουσα - εφεσίβλητη σε διάφορα διαστήματα κατά το 2004, ποσό πέραν των Λ.Κ.160.000.- στο οποίο περιλαμβάνονται και ποσά τα οποία παράνομα χρεώθηκαν και εισπράχθηκαν από την εφεσίβλητη και επίσης ότι ο τρόπος υπολογισμού των τόκων, από την εφεσίβλητη, έγινε κατά παράβαση των προνοιών του περί Τόκου Νόμου.
Το ουσιαστικό θέμα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση και δεδομένου ότι η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις τυπικές προϋποθέσεις που τίθενται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι το κατά πόσον οι εφεσείοντες ικανοποίησαν το δικαστήριο ότι είχαν καλή υπεράσπιση ή αποκάλυψαν τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται επαρκή για ?? τους παράσχουν το δικαίωμα να προβάλουν την υπεράσπισή τους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ήσαν γενικοί και χωρίς παράθεση στοιχείων ώστε να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι αποκαλύπτονταν επαρκή γεγονότα για να τύχουν άδειας για καταχώρηση υπεράσπισης, δεν βρίσκει σύμφωνο το Εφετείο.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με το να επιτρέψει την ανταλλαγή συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων μεταξύ των διαδίκων που περιείχαν λεπτομερή και αντικρουόμενη μαρτυρία και μάλιστα να εξετάσει τη μαρτυρία αυτή και να εξαγάγει και συμπεράσματα, ουσιαστικά βγήκε από το πλαίσιο της διαδικασίας της Δ.18 μετατρέποντας τη διαδικασία, κατά κάποιο τρόπο, σε δίκη επί της ουσίας. Αναφορικά όμως και με την ουσία των αντικρουομένων ισχυρισμών οι εφεσείοντες, με τους ισχυρισμούς τους για πληρωμή συγκεκριμένων ποσών έναντι του επίδικου χρέους τους, μερικά από τα οποία (ποσά) η εφεσίβλητη τράπεζα έλαβε αλλά τα πίστωσε σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς των εφεσειόντων, είχαν δώσει επαρκή στοιχεία που θα έπρεπε να είχαν θεωρηθεί, από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι τους παρείχαν το δικαίωμα υπεράσπισης, χωρίς όρους.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσειόντων. Δόθηκε άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρήσουν υπεράσπιση εντός 15 ημερών από σήμερα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Hermes Insurance v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333,
N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 C.L.R. 1912,
Λαζάρου κ.?. v. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 1865/2005), ημερομ. 12.12.2005.
Θ. Ραφτοπούλου για Χρ. Χατζηλοΐζου και Α. Ευαγγέλου, για τους Εφεσείοντες.
Κλ. Πολυβίου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η συνοπτική απόφαση, υπέρ της ενάγουσας-εφεσίβλητης, την οποίαν έδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στις 12.12.05, στα πλαίσια της Αγωγής 1865/05.
Οι εφεσείοντες-εναγόμενοι με δέκα λόγους έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι ο ενόρκως δηλών, στην αίτηση της εφεσίβλητης για συνοπτική απόφαση, ήταν κατάλληλο πρόσωπο για να προβεί στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης. Στα πλαίσια της αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου των εφεσειόντων αυτός ο λόγος έφεσης αποσύρθηκε, κατά την εκτίμησή μας ορθά, εφόσον δεν υπάρχει οτιδήποτε που να δείχνει πως το πρόσωπο που υπέγραψε την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης δεν ήταν κατάλληλο πρόσωπο που μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα.
Με τους λόγους εφέσεως 2-8 προσβάλλεται η ορθότητα των συμπερασμάτων του πρωτοδίκου δικαστηρίου σε σχέση με διάφορα θέματα όπως:
(α) Το ότι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων-εναγομένων ήταν γενικοί και αόριστοι, χωρίς υπόβαθρο και επεξήγηση.
(β) Τη νομική ισχύ της επίδικης συμφωνίας δανείου.
(γ) Τις κατ' ισχυρισμό παρανομίες που διέπραξε η εφεσίβλητη.
(δ) Το ότι η εφεσίβλητη δεν χρέωνε επιτόκιο πέραν του επιτρεπομένου.
(ε) Τις μη επιτρεπτές χρεώσεις που επέβαλλε η εφεσίβλητη, και
(στ) Κάποιες πληρωμές, που ήταν παραδεκτό από την εφεσίβλητη ότι είχαν κάμει οι εφεσείοντες, οι οποίες όμως πιστώθηκαν σε άλλους λογαριασμούς των εφεσειόντων και όχι στους συγκεκριμένους λογαριασμούς που αφορούσε η Αγωγή 1865/05.
Με τον ένατο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα του ευρήματος του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι δεν δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων για ψυχική πίεση που ασκήθηκε στον εγγυητή και με το δέκατο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα του ευρήματος του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός των εφεσειόντων για ύπαρξη ανταπαίτησης τους εναντίον της εφεσίβλητης, ήταν ατεκμηρίωτος.
Η αίτηση για συνοπτική απόφαση καταχωρίστηκε στις 19.5.05 και συνοδευόταν από ένορκη δήλωση της ίδιας ημερομηνίας του κ. Χριστόδουλου Παπαλαμπριανού, υπαλλήλου της εφεσίβλητης. Στην ένορκη δήλωση επισυνάφθηκαν και αρκετά έγγραφα ως τεκμήρια με σκοπό την καλύτερη τεκμηρίωση της αίτησης της εφεσίβλητης. Στις 19.10.05 οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση η οποία υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του κ. Χαράλαμπου Δημητριάδη, της ίδιας ημερομηνίας. Ο κ. Χαράλαμπος Δημητριάδης είναι ο δεύτερος εφεσείων και ένας των διοικητικών συμβούλων και μετόχων της πρώτης εφεσείουσας. Στη συνέχεια με άδεια του δικαστηρίου καταχωρίστηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Χριστόδουλου Παπαλαμπριανού, την 21.11.05, στην οποίαν επίσης επισυνάφθηκαν διάφορα έγγραφα ως τεκμήρια. Τελικά και πάλι με άδεια του δικαστηρίου καταχωρίστηκε συμπληρωματική απαντητική ένορκη δήλωση του κ. Χαράλαμπου Δημητριάδη, στις 30.11.05.
Μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στην ένσταση των εφεσειόντων είναι και οι εξής:
(α) Ότι εγείρονται σοβαρά ζητήματα προς εκδίκαση που αφορούν σε αμφισβητούμενα γεγονότα και πολύπλοκα νομικά θέματα όπως το ζήτημα του τρόπου υπολογισμού των τόκων, δεδομένου ότι οι εφεσείοντες ισχυρίζονται πως έγιναν υπερχρεώσεις τόκων, κατά παράβαση των προνοιών του περί Τόκου Νόμου.
(β) Ότι οι εφεσείοντες κατέβαλαν σε διάφορα διαστήματα, κατά το 2004, στην εφεσίβλητη συνολικό ποσό πέραν των Λ.Κ.160.000.- στο οποίο περιλαμβάνονται και ποσά που παράνομα χρεώθηκαν και εισπράχθηκαν από την εφεσίβλητη.
Στην ένορκη δήλωση του κ. Χαράλαμπου Δημητριάδη ημερ. 19.10.05, που συνοδεύει την ένσταση, αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
1. Ότι οι εφεσείοντες κατέβαλαν το ποσό των $200.000.- κατά ή περί τις αρχές του 2004 και το ποσό των Λ.Κ.5.000.- την εβδομάδα για περίοδο 4 περίπου μηνών κατά ή περί τον Ιούλιο του 2004 και μετά.
2. Ότι ο τρόπος υπολογισμού των τόκων, από την εφεσίβλητη, έγινε κατά παράβαση των προνοιών του περί Τόκου Νόμου.
3. Ότι οι εφεσείοντες κατέβαλαν σε διάφορα διαστήματα κατά το 2004, στην εφεσίβλητη, ποσό πέραν των Λ.Κ.160.000.- στο οποίο περιλαμβάνονται και ποσά τα οποία παράνομα χρεώθηκαν και εισπράχθηκαν από την εφεσίβλητη.
Στην αρχική ένορκη δήλωση του κ. Δημητριάδη γίνεται ειδική αναφορά σε κεφαλαιοποίηση του τόκου δύο φορές το χρόνο και σε υπολογισμό του τόκου στη βάση των 360 ημερών το χρόνο, αντί 365 ημερών, με αποτέλεσμα το συνολικό επιτόκιο που η εφεσίβλητη χρέωνε τους εφεσείοντες να ξεπερνά το ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο του 9% ετησίως που καθόριζε ο περί Τόκου Νόμος του 1997. Επίσης αναφέρεται, στην αρχική ένορκη δήλωση του κ. Δημητριάδη, πως η εφεσίβλητη, κατά παράβαση ρητών οδηγιών των εφεσειόντων, κατένειμε και ή λόγιζε τις πληρωμές που έκαμναν οι εφεσείοντες προς εξόφληση και/ ή έναντι των (πιστωτικών) διευκολύνσεων που τους παρείχοντο, έναντι τόκων, εξόδων, επιβαρύνσεων και άλλων «παράνομων χρεώσεων» που επέβαλλε η εφεσίβλητη. Ως αποτέλεσμα αυτών των «παράνομων χρεώσεων» και λόγω του τρόπου που η εφεσίβλητη υπολόγιζε και κατένειμε τις πληρωμές που έκαναν οι εφεσείοντες, οι πιστωτικές διευκολύνσεις της εφεσίβλητης προς τους εφεσείοντες παρουσίαζαν υπόλοιπα ενώ δεν θα έπρεπε να παρουσιάζουν τέτοια υπόλοιπα και/ή παρουσίαζαν υπόλοιπα μεγαλύτερα απ' αυτά που έπρεπε να παρουσιάζουν.
Στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Χριστόδουλου Παπαλαμπριανού, ημερ. 21.11.05, γίνεται παραδεκτό πως οι εφεσείοντες κατέθεσαν διάφορα ποσά, τα οποία όμως δεν αφορούσαν στην παρούσα υπόθεση αλλά πληρώνονταν ένταντι άλλων πιστωτικών διευκολύνσεων για τις οποίες η εφεσίβλητη τράπεζα καταχώρισε άλλη αγωγή, την υπ' αρ. 1864/05. Εν πάση περιπτώσει, όπως λέει ο κ. Παπαλαμπριανού, τα ποσά εκείνα δεν ήταν αρκετά για να εξοφλήσουν τα οφειλόμενα ποσά στην παρούσα υπόθεση. Στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Παπαλαμπριανού επισυνάπτονται και αποδείξεις πληρωμών των εφεσειόντων, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε, πιστώθηκαν στον λογαριασμό για τον οποίο καταχωρίστηκε η Αγωγή 1864/05. Επισυνάφθηκαν συγκεκριμένα 14 αποδείξεις πληρωμών των εφεσειόντων των £5.000.- η κάθε μία που αφορούν στην περίοδο Μαΐου-Αυγούστου του 2004. Επίσης κατατέθηκε και πιστωτική σημείωση ημερ. 26.1.04 που αφορά τους εφεσείοντες και αναφέρεται σε ποσό Λ.Κ.84.752,94.- Επιπρόσθετα, στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του κ. Παπαλαμπριανού, επισυνάφθηκε και τηλεομοιότυπο ημερ. 22.1.04 από τον κ. Δημητριάδη προς την Τράπεζα Κύπρου Λτδ για μεταφορά ποσού δολαρίων Αμερικής και Κυπριακών λιρών σε συγκεκριμένο λογαριασμό.
Η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής, στην εμπεριστατωμένη απόφαση της, αφού αναφέρθηκε στην αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει και την ένσταση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, έκαμε αναφορά στη νομική πτυχή της υπόθεσης και εφαρμογή των νομικών αρχών στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Δεν θα ασχοληθούμε με το ζήτημα της καταλληλότητας του κ. Παπαλαμπριανού ως του προσώπου που ορκίστηκε τις προαναφερόμενες ένορκες δηλώσεις προς υποστήριξη της αίτησης για συνοπτική απόφαση, εφόσον αυτό το θέμα εγκαταλείφθηκε από τους εφεσείοντες.
Το ουσιαστικό θέμα που εγείρεται στην παρούσα υπόθεση και δεδομένου ότι η εφεσίβλητη ικανοποίησε τις τυπικές προϋποθέσεις που τίθενται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, είναι το κατά πόσον οι εφεσείοντες ικανοποίησαν το δικαστήριο ότι είχαν καλή υπεράσπιση ή αποκάλυψαν τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται επαρκή για να τους παράσχουν το δικαίωμα να προβάλουν την υπεράσπισή τους.
Όπως τέθηκε το ζήτημα στην υπόθεση Hermes Insurance v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333 ο εναγόμενος θα πρέπει να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή επί της ουσίας ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανοποιητικά για να του δοθεί το δικαίωμα της υπεράσπισης. Το δικαίωμα της υπεράσπισης, χωρίς όρους, παρέχεται όταν ο εναγόμενος καταδείξει την ύπαρξη δικασίμου θέματος και θεωρείται ότι κατέδειξε τέτοιο θέμα εάν παράσχει λεπτομέρειες, σε λογική έκταση, για το δικάσιμο θέμα που ισχυρίζεται ότι έχει (Δέστε: N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 C.L.R. 1912).
Το πρωτόδικο δικαστήριο, μετά από ενδελεχή εξέταση των θεμάτων που εγείρονταν, κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι εφεσείοντες απέτυχαν να προσφέρουν ικανοποιητικές λεπτομέρειες ώστε να ικανοποιήσουν το δικαστήριο ότι αποκάλυψαν τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να τους δοθεί το δικαίωμα της υπεράσπισης. Θεώρησε, το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι στην αρχική ένορκη δήλωση του κ. Δημητριάδη γινόταν μια γενική και αόριστη αναφορά σε ύπαρξη πολλών εγειρομένων νομικών σημείων. Όμως έκρινε πως με την απλή παράθεση ζητημάτων προς εξέταση, χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο και χωρίς καμιά απολύτως επεξήγηση, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση της Δ.18, όπως ερμηνεύθηκε από τη νομολογία, για παροχή λεπτομερειών που τεκμηριώνουν ισχυρισμούς για ύπαρξη υπεράσπισης. Γενικοί και χωρίς παράθεση στοιχείων ισχυρισμοί, από πλευράς των εναγομένων, στερούν απ' αυτούς το δικαίωμα να τύχουν αδείας από το δικαστήριο για να καταχωρίσουν υπεράσπιση, τόνισε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Δεν συμφωνούμε με τα προαναφερόμενα συμπεράσματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου. Κρίνουμε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες αποκάλυψαν γεγονότα που θα έπρεπε να θεωρηθούν επαρκή για να τους δοθεί το δικαίωμα να προβάλουν την υπεράσπιση τους, χωρίς όρους. Καταλήξαμε σ' αυτό το συμπέρασμα αφού λάβαμε υπόψη ιδιαίτερα τα εξής σημεία:
(α) Έγινε ισχυρισμός από τους εφεσείοντες για παράνομες χρεώσεις τόκων, πέραν του επιτρεπομένου ορίου του επιτοκίου του 9% ετησίως και δόθηκαν και λεπτομέρεις αναφορικά με το πώς η εφεσίβλητη, κατ' ισχυρισμό, υπολόγιζε τον τόκο ώστε να γίνεται υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου του 9%. Η απάντηση του πρωτοδίκου δικαστηρίου σ' αυτό το θέμα ήταν ότι με τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999 (Ν. 160(Ι)/99) καταργήθηκε ο περί Τόκου Νόμος 2/77, ο οποίος καθόριζε ως ανώτατο επιτρεπόμενο επιτόκιο το 9% ετησίως. Όμως ο Ν. 160(Ι)/99 τέθηκε σε ισχύ την 1.1.2001 ενώ οι επίδικες συμφωνίες, στην παρούσα υπόθεση, υπογράφηκαν το 1997, το 1998 και ακόμα και προγενέστερα. Επομένως ο ισχυρισμός των εφεσειόντων για χρέωση επιτοκίου πέραν του επιτρεπομένου, δεν θα έπρεπε να είχε απορριφθεί, συνοπτικά, ως αβάσιμος, αλλά ούτε και θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μη επαρκώς λεπτομερής.
(β) Αναφορικά με τα ποσά που κατ' ισχυρισμό κατέβαλαν οι εφεσείοντες σε διάφορα διαστήματα κατά το 2004 το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρεται στην απαντητική ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης με την οποίαν, κατά την κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου, δίδονται ικανοποιητικές απαντήσεις. Οι απαντήσεις της εφεσίβλητης είναι ότι όλες οι καταθέσεις των εφεσειόντων που έγιναν το 2004 αφορούσαν σε άλλη πιστωτική διευκόλυνση και όχι στην επίδικη πιστωτική διευκόλυνση, για την οποία καμιά κατάθεση έγινε. Προχωρεί μάλιστα το πρωτόδικο δικαστήριο και σημειώνει ότι οι απαντητικοί αυτοί ισχυρισμοί της εφεσίβλητης δεν έτυχαν κατ' ουσία οποιασδήποτε απάντησης από τους εφεσείοντες. Και το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου είναι ότι με τους γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς που προέβαλαν οι εφεσείοντες αναφορικά με καταβολή κάποιων ποσών στην εφεσίβλητη δεν έχουν αποσείσει το βάρος που είχαν για παράθεση, με επάρκεια και ικανοποιητική λεπτομέρεια, τέτοιων γεγονότων από τα οποία να δικαιολογείται η ύπαρξη καλής υπεράσπισης. Στα όσα, με σαφήνεια και πολλή λεπτομέρεια, αναφέρονται στην απαντητική ένορκη δήλωση της εφεσίβλητης, τίποτε το συγκεκριμένο δεν έχουν αντιτάξει οι εφεσείοντες. Θεωρούμε αυτές τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ως λανθασμένα. Κατ' αρχήν το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε επιτρέψει την ανταλλαγή συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων που περιείχαν λεπτομερή και αντικρουόμενη μαρτυρία και μάλιστα να εξετάσει τη μαρτυρία αυτή και να εξαγάγει και συμπεράσματα. Με αυτή την αντιμετώπιση του θέματος, το πρωτόδικο δικαστήριο, ουσιαστικά βγήκε από το θεσμοθετημένο πλαίσιο της διαδικασίας της Δ.18 μετατρέποντας τη διαδικασία, κατά κάποιο τρόπο, σε δίκη επί της ουσίας (Δέστε: Λαζάρου κ.ά. ν. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ. 817). Αναφορικά όμως και με την ουσία των αντικρουομένων ισχυρισμών θεωρούμε ότι οι εφεσείοντες, με τους ισχυρισμούς τους για πληρωμή συγκεκριμένων ποσών έναντι του επίδικου χρέους τους, μερικά από τα οποία (ποσά) η εφεσίβλητη τράπεζα έλαβε αλλά τα πίστωσε σε άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς των εφεσειόντων, είχαν δώσει επαρκή στοιχεία που θα έπρεπε να είχαν θεωρηθεί, από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι τους παρείχαν το δικαίωμα υπεράσπισης, χωρίς όρους.
Δεν ενδείκνυται, σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση, να γίνεται στάθμιση αντικρουομένων ισχυρισμών των δύο πλευρών και να καταλήγει το δικαστήριο σε συμπεράσματα ότι η μια πλευρά προέβαλε πιο πειστικούς και πιο αξιόπιστους ισχυρισμούς από την άλλη. Αλλά και μόνον αυτή η διαδικασία, της εξέτασης των αντικρουομένων ισχυρισμών, δείχνει πως οι εφεσείοντες είχαν προβάλει τέτοια στοιχεία που ήταν αρκετά για να τους δοθεί το δικαίωμα της υπεράσπισης ώστε, στα πλαίσια της κανονικής ακροαματικής διαδικασίας, να προσφερθεί μαρτυρία και το δικαστήριο να προβεί στην αξιολόγησή της και στην εξαγωγή των διαπιστώσεών του.
Υπό τις περιστάσεις δε θεωρούμε σκόπιμο να επεκταθούμε σε άλλα θέματα όπως την ύπαρξη ανταπαίτησης εκ μέρους των εφεσειόντων και την κατ' ισχυρισμό ψυχική πίεση εις βάρος των εγγυητών.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Δίδεται άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρίσουν την υπεράσπιση και την τυχόν ανταπαίτησή τους εντός 15 ημερών από σήμερα. Έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και στην έφεση, επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ' έφεση υπέρ των εφεσειόντων. Δίδεται άδεια στους εφεσείοντες να καταχωρήσουν υπεράσπιση εντός 15 ημερών από σήμερα.