ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2007) 1 ΑΑΔ 1192
20 Νοεμβρίου, 2007
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσείων - Εναγόμενος,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου - Ενάγοντος.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12011)
Αμέλεια ? Τροχαίο ατύχημα ? Απόδοση αποκλειστικής ευθύνης σε οδηγό αυτοκινήτου το οποίο συγκρούστηκε στο οπίσθιο μέρος άλλου αυτοκινήτου κοντά σε τέρμα λωρίδας επιτάχυνσης υπεραστικού δρόμου ? Κατ' έφεση, η ευθύνη επιμερίστηκε εξ ίσου μεταξύ των δύο οδηγών.
Αποζημιώσεις — Γενικές αποζημιώσεις — Σωματικές βλάβες — Άντρας ηλικίας 41 ετών (κατά το χρόνο που έδιδε μαρτυρία) είχε υποστεί θλαστικά τραύματα τριχωτού της κεφαλής στη μετωπιαία χώρα, συντριπτικό κάταγμα και εξάρθρημα του ώμου και κάταγμα του πέρατος της δεξιάς κερκίδας — Υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για συρραφή των θλαστικών τραυμάτων, ανοικτή ανάταξη του εξαρθρήματος και του κατάγματος του αριστερού ώμου και ακινητοποίηση σε γύψινο επίδεσμο του κατάγματος της δεξιάς πηχεοκαρπικής — Μόνιμα κατάλοιπα: πολλαπλές ουλές από τα θλαστικά τραύματα και τη χειρουργική επέμβαση και απώλεια χρήσης αριστερού άνω άκρου για ανύψωση αντικειμένων — Απώλεια δυνατότητας άσκησης της εργασίας του ως σκυβαλοσυλλέκτης του Δήμου — Μείωση ικανότητας απολαύσεων της ζωής — Επιδικασθείσες γενικές αποζημιώσεις £30.000 επί πλήρους ευθύνης — Επικυρώθηκαν κατ' έφεση (μειωμένες στη βάση του ποσοστού της δικής του ευθύνης).
Αποζημιώσεις ? Πολλαπλασιαστής ? Η επιλογή του είναι κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ? Παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη ? Το Εφετείο δεν επενέβη στην επιλογή πολλαπλασιαστή 12 στην περίπτωση αντρός ηλικίας 41 ετών ο οποίος τραυματίστηκε σοβαρά σε τροχαίο ατύχημα και απώλεσε το ετήσιο φιλοδώρημά του ως σκυβαλοσυλλέκτης του Δήμου.
Το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου - ενάγοντος, σκυβαλοσυλλέκτη, ηλικίας 41 ετών (κατά τον χρόνο που αυτός έδιδε μαρτυρία), δέκτηκε κτύπημα από πίσω από το αυτοκίνητο του εφεσείοντος - εναγομένου στην αριστερή λωρίδα του υπεραστικού δρόμου Λεμεσού - Λευκωσίας με κατεύθυνση τη Λευκωσία. Η σύγκρουση συνέβηκε τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 31.1.1997, περί τα 50μ. περίπου από το τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης παρά τον κυκλοφοριακό κόμβο Αγίας Βαρβάρας.
Συνεπεία του δυστυχήματος ο εφεσίβλητος είχε υποστεί θλαστικά τραύματα τριχωτού κεφαλής στη μετωπιαία χώρα, συντριπτικό κάταγμα και εξάρθρημα αριστερού ώμου και κάταγμα του πέρατος της δεξιάς κερκίδας. Φέρει πολλαπλές ουλές στη μύτη και στη μετωπιαία περιοχή του προσώπου από τα θλαστικά τραύματα, χειρουργική ουλή 15 εκ. στην πρόσθια επιφάνεια του αριστερού ώμου και δύο ουλές ενός εκ. στην πλάγια επιφάνεια. Η ανατομική κατάσταση στην οποία ο εφεσείων περιήλθε, λόγω του κατάγματος του αυχένα του βραχιονίου το οποίο επουλώθηκε με ελαφρά γωνίωση και μετατόπιση ενώ το μείζον βραχιόνιο κύρτωμα έχει αποσπασθεί και βρίσκεται ενδοαρθρικά, είναι μόνιμη και προκαλεί περιορισμό των κινήσεων του αριστερού ώμου και άλγος. Σαν αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το αριστερό άνω άκρο για ανύψωση αντικειμένων. Λόγω των κακώσεων που υπέστη υπέφερε μεγάλου βαθμού πόνο και ταλαιπωρία κατά το στάδιο της ανάρρωσής του που διήρκεσε ένα ακριβώς χρόνο, κατά τον οποίο ήταν με άδεια ασθενείας. Είναι ικανός για ελαφράς φύσεως εργασία την οποία μπορεί να κάνει υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Ο εφεσίβλητος είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά ηλικίας 18, 17 και 12 ετών. Μέχρι το δυστύχημα εργαζόταν ως σκυβαλοσυλλέκτης στο Δήμο Λευκωσίας. Είχε αρκετό χρόνο να ασχολείται και με τη γεωργία στο χωριό του Λυθροδόντα, να περπατά στο ύπαιθρο με το αυτιστικό παιδί του ενώ επίσης του άρεσε η ποδηλασία και το κολύμπι. Δεν είχε μετά το δυστύχημα τη δυνατότητα να εκτελεί τα προηγούμενα καθήκοντά του στο Δήμο και του ανατέθηκαν καθήκοντα καθαρισμού των γραφείων και εκτέλεσης διάφορων θελημάτων του προϊσταμένου του. Αδυνατεί επίσης να ασχοληθεί με τη γεωργία και αναγκάστηκε να μειώσει και τους περιπάτους του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα αποκλειστικά υπεύθυνο για την πρόκληση του δυστυχήματος και επιδίκασε στον εφεσίβλητο το ποσό των £30.000 ως γενικές αποζημιώσεις με τόκο 8% ετησίως από τις 31.1.1997 μέχρι εξοφλήσεως. Επίσης του επιδίκασε ειδικές αποζημιώσεις (α) £4.400 για απώλεια ???????????? απ?λαβών με τόκο 4% ετησίως από την 30.7.1997 μέχρι την 31.1.1998 και ακολούθως 8% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως, (β) £4.900 για απώλεια φιλοδωρήματος με τόκο 4% ετησίως από 30.1.1997 μέχρι 31.3.2004 και ακολούθως 8% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως, και, (γ) £8.400 για μελλοντική απώλεια φιλοδωρήματος χωρίς τόκο.
Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά (α) με το θέμα της ευθύνης, (β) το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, και (γ) τον πολλαπλασιαστή που εφαρμόστηκε για τον καθορισμό του ποσού της μελλοντικής απώλειας φιλοδωρήματος του εφεσείοντος.
Σε σχέση με το θέμα της ευθύνης η συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στο εύρημα ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα υπείχε ο εφεσίβλητος ή, τουλάχιστον, ότι ο εφεσίβλητος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην πρόκληση του δυστυχήματος καθότι, χωρίς να ελέγξει, όπως έπρεπε, τον κύριο δρόμο Λεμεσού - Λευκωσίας εισήλθε στην αριστερή του λωρίδα κυκλοφορίας, όπου οδηγούσε ο εφεσείων, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να προσκρούσει στο αυτοκίνητο του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης σε σχέση με το θέμα της ευθύνης ευσταθεί. Ο εφεσείων υπήρξε αμελής υπό την έννοια ότι, ενώ είχε εισέλθει προηγουμένως από τη λωρίδα επιτάχυνσης στον κύριο δρόμο, δεν πρόσεξε, ως όφειλε, ότι στη λωρίδα επιτάχυνσης οδηγείτο, με αναμμένα τα φώτα, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου με κατεύθυνση το τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σ' αυτό μέσα σε δευτερόλεπτα από την είσοδο του στον κύριο δρόμο. Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, υπήρξε αμελής υπό την έννοια ότι, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του στη λωρίδα επιτάχυνσης, κατευθυνόμενος προς το τέρμα της, δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος το οποίο οδηγείτο, με αναμμένα τα φώτα, στον κύριο δρόμο με αποτέλεσμα, με την είσοδό του από τη λωρίδα επιτάχυνσης στον κύριο δρόμο, να βρεθεί απότομα μπροστά του με αποτέλεσμα, και πάλι, το αυτοκίνητο του εφεσείοντος να προσκρούσει στο δικό του. Η ευθύνη επιμερίζεται εξ ίσου μεταξύ εφεσείοντος και εφεσίβλητου.
2. Ο πολλαπλασιαστής των δώδεκα χρόνων που χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν μέσα στα ορθά πλαίσια και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η επέμβασή του Εφετείου προς ανατροπή του.
3. Το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων και των αναλογούντων τόκων μειώνεται στο συνολικό ποσό των £23.850, πλέον οι αναλογούντες τόκοι, πλέον έξοδα στην ανάλογη κλίμακα.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς με το ήμισυ των εξόδων της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αριστοδήμου v. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980,
Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 10019/97), ημερομ. 31.3.2004.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Μηχανικός, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 31.1.1997, στον κύριο δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας, μεταξύ του 67ου και 68ου χιλιομέτρου, συνέβηκε τροχαίο δυστύχημα με εμπλεκόμενα αυτοκίνητα το υπ' αρ. BBJ572, που οδηγείτο από τον εφεσίβλητο (ενάγοντα), και το υπ' αρ. ΕΑΑ703, που οδηγείτο από τον εφεσείοντα (εναγόμενο). Συνεπεία του δυστυχήματος ο εφεσίβλητος τραυματίσθηκε σοβαρά ενώ, ταυτόχρονα, υπέστη και υλικές ζημιές. Ως εκ τούτου, αποδίδοντας το δυστύχημα σε αμέλεια του εφεσείοντος, ήγειρε εναντίον του την υπ΄ αρ. 10019/97 αγωγή ενώπιον του Ε.Δ. Λευκωσίας, αξιώνοντας γενικές και ειδικές αποζημιώσεις.
Αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβηκε το δυστύχημα, έδωσαν μαρτυρία κατά την ακρόαση, για μεν τον εφεσίβλητο ο ίδιος, ο Αστυφύλακας Στ. Χριστοδούλου, ο Λοχίας Η. Λοϊζίδης και ο Χρ. Κουνιαήδης, Πολιτικός Μηχανικός στον Κλάδο Κυκλοφοριακών Μελετών του Τμήματος Δημοσίων Έργων, για δε τον εφεσείοντα ο ίδιος μόνο.
Περιγράφοντας τις συνθήκες του δυστυχήματος, ο εφεσίβλητος ανέφερε ότι περί τις 3.50π.μ. της 31.1.1997 ξεκίνησε από το Λυθροδόντα με το αυτοκίνητό του BBJ572 για να πάει στη Λευκωσία. Η διαδρομή δεν ήταν φωτισμένη. Είχε αναμμένα τα φώτα του αυτοκινήτου του. Όταν έφθασε στον κυκλοφοριακό κόμβο της Αγίας Βαρβάρας κατευθύνθηκε προς τη Λευκωσία, ακολουθώντας την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας, μέχρι που έφτασε στη διακεκομμένη γραμμή που σηματοδοτεί τη λωρίδα επιτάχυνσης που οδηγεί στον κύριο δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας. Στο σημείο εκείνο, αφού έλεγξε τον κύριο δρόμο και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα, ούτε μπροστά, ούτε δεξιά, ούτε πίσω, έθεσε σε λειτουργία το φωτεινό σηματοδότη, με ένδειξη ότι θα πήγαινε προς τα δεξιά, και άρχισε να κατευθύνεται σιγά σιγά προς τον κύριο δρόμο με ταχύτητα 80χαω. Οι δεξιοί τροχοί του αυτοκινήτου του πατούσαν τη διακεκομμένη γραμμή για απόσταση 170 περίπου μέτρων. Αφού πέρασε το τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης, και οδηγούσε στην αριστερή λωρίδα του κύριου δρόμου, είδε από το καθρεφτάκι ένα φως πίσω του. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, σε απόσταση 50 περίπου μέτρων από το τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης, δέχτηκε κτύπημα από πίσω και ένιωσε το αυτοκίνητό του να πετά. Ενώ οδηγούσε στη λωρίδα επιτάχυνσης δεν αντιλήφθηκε να τον ακολουθεί οποιοδήποτε όχημα. Γνώριζε ότι μέχρι να εισέλθει στον κύριο δρόμο έπρεπε να δίνει προτεραιότητα στα οχήματα που βρίσκονταν στον κύριο δρόμο. Δεν είδε, όμως, το αυτοκίνητο του εφεσείοντα να κινείται στον κύριο δρόμο.
Ο Αστυφύλακας Στ. Χριστοδούλου κατέθεσε ότι ήταν ο εξεταστής του δυστυχήματος. Το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων στην αριστερή λωρίδα του κύριου δρόμου απείχε περί τα 42 μέτρα από το σημείο που τελειώνει η λωρίδα επιτάχυνσης. Έλεγξε το ηλεκτρικό σύστημα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου και διαπίστωσε ότι αυτό λειτουργούσε κανονικά. Ο διακόπτης του αυτοκινήτου ήταν σε στάση που έδειχνε ότι τα φώτα πορείας ήταν σε λειτουργία κατά την ώρα της σύγκρουσης.
Ο Λοχίας Η. Λοϊζίδης επιβεβαίωσε τα όσα ανέφερε ο Αστυφύλακας Στ. Χριστοδούλου αναφορικά με την καλή ηλεκτρολογική κατάσταση του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, έχοντάς το εξετάσει την επομένη του δυστυχήματος.
Ο Χρ. Κουνιαήδης έδειξε το σχεδιασμό που υπήρχε στον κόμβο Αγίας Βαρβάρας προς Λευκωσία, καταθέτοντας αριθμό σχεδίων. Αναφερόμενος στη σημασία των λωρίδων επιτάχυνσης, εξήγησε ότι αυτές είναι δευτερευούσης σημασίας λωρίδες που αποβλέπουν στην ασφαλή είσοδο ενός ρεύματος κυκλοφορίας σε κύριο δρόμο προς την ίδια κατεύθυνση.
Στη δική του μαρτυρία ο εφεσείων ανέφερε ότι, ενώ κατευθυνόταν με το αυτοκίνητο του ΕΑΑ703 από τη Λάρνακα προς τη Λευκωσία, οδηγώντας στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του κύριου δρόμου, και έχοντας τα φώτα του αυτοκινήτου του αναμμένα, σε κάποιο σημείο της διαδρομής, είδε, σε απόσταση 10 περίπου μέτρων, το νίκελ προφυλακτήρα αυτοκινήτου, οπότε και αντιλήφθηκε, για πρώτη φορά, ότι μπροστά του εκινείτο αυτοκίνητο. Ενώ πήγαινε με ταχύτητα 100χαω, ξεπάτησε το πετρέλαιο, προτού όμως προλάβει να αντιδράσει και με άλλο τρόπο, κτύπησε το προπορευόμενο αυτοκίνητο από πίσω. Δεν είδε φώτα στο προπορευόμενο αυτοκίνητο, εξού και δεν το αντιλήφθηκε από πιο πριν. Αφού σταμάτησε, κάλεσε τηλεφωνικώς ασθενοφόρο, και όντας και ο ίδιος νοσηλευτικός λειτουργός, πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες στον εφεσίβλητο που ήταν τραυματισμένος. Παρέμεινε στη σκηνή μέχρι που ήλθε η Αστυνομία. Σε υποβολή ότι το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου είχε φώτα και μπροστά και πίσω, απάντησε "δεν ξέρω.".
Εξετάζοντας το θέμα της ευθύνης για το δυστύχημα, το Δικαστήριο, αφού πρώτα δέχθηκε ότι, κατά τον αμέσως πριν τη σύγκρουση χρόνο, τα φώτα του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου, μπροστά και πίσω, ήσαν αναμμένα, έκρινε ότι, επί του συνόλου της ενώπιον του μαρτυρίας, ο εφεσείων υπείχε πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα. Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση έχει ως εξής:
"Υπεβλήθη στον ενάγοντα κατά την αντεξέταση και πάλι ότι φτάνοντας στο τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης εισήλθε ξαφνικά στον κύριο δρόμο αποκόπτοντας την πορεία του εναγόμενου. Όπως γίνεται αντιληπτό η πιο πάνω θέση βρίσκει έρεισμα στο γεγονός ότι η σύγκρουση συνέβηκε μόλις περί τα 50μ. περίπου από το τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης μέσα στον κύριο δρόμο. Όμως, η πιο πάνω θέση παρέμεινε μέχρι την υποβολή της συνηγόρου και δεν υποστηρίχθηκε από μαρτυρία είτε του εναγόμενου είτε των δύο συνεπιβατών του. Οι τελευταίοι δεν κλήθηκαν καθόλου ως μάρτυρες και μάλλον φαίνεται να έχουν κινήσει και αυτοί αγωγές εναντίον του εναγόμενου για το ίδιο δυστύχημα. Το μόνο που ανάφερε ο εναγόμενος στη μαρτυρία του ήταν ότι αντιλήφθηκε πρώτη φορά το αυτοκίνητο του ενάγοντα όταν αυτό ήταν περί τα 10μ. μπροστά του και την επόμενη στιγμή συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του. Δεν ανέφερε οτιδήποτε για ξαφνική είσοδο του εν λόγω αυτοκινήτου στην πορεία του. Η μαρτυρία αυτή από μόνη της οδηγεί σε συμπέρασμα για εκ πρώτης όψεως αμέλεια του οδηγού που ακολουθούσε, δηλαδή του εναγόμενου. Άλλωστε πώς ήταν δυνατό έστω και με χαμηλά φώτα ο εναγόμενος να μη δει το αυτοκίνητο του ενάγοντα έστω και αν υποθέσουμε ότι αυτό δεν είχε καθόλου φώτα, και να το δει μόνο αφού απείχε απ' αυτό μόνο 10 μέτρα.
Αυτό που προκύπτει από την όλη μαρτυρία σχετικά με το θέμα που εξετάζεται εδώ είναι ότι ο εναγόμενος για άγνωστο λόγο δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα το φωτισμένο αυτοκίνητο του ενάγοντα το οποίο μάλιστα με βάση τη δική του εκδοχή, του εναγόμενου, πρέπει να το ακολουθούσε από αρκετή απόσταση. Υπενθυμίζεται ότι ο εναγόμενος ανάφερε στη μαρτυρία του ότι προερχόμενος από τη Λάρνακα οδηγούσε συνέχεια μέχρι που εισήλθε στον κύριο δρόμο προς Λευκωσία, στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας. Σύμφωνα δε με το σχεδιάγραμμα των δρόμων στην περιοχή, τεκμήριο 6, η λωρίδα αυτή οδηγεί τη λωρίδα επιτάχυνσης στην οποία οδηγούσε και ο ενάγοντας κατά τον ουσιώδη χρόνο. Επομένως, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι ο εναγόμενος από κάποιο σημείο της διαδρομής βρέθηκε να ακολουθεί τον ενάγοντα και να βρίσκεται πίσω του στην ίδια λωρίδα επιτάχυνσης. Την πορεία αυτή ακολούθησαν τα δύο αυτοκίνητα και εισήλθαν στον κύριο δρόμο όπου συνέβηκε και η σύγκρουση. Συνέβηκε εξαιτίας του ότι ο εναγόμενος δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο του ενάγοντα και συγκρούστηκε στο πίσω μέρος του όταν η ταχύτητα του αυτοκινήτου του ήταν κατά 20 Χ.Α.Ω. πιο μεγάλη από αυτή του προπορευόμενου αυτοκινήτου. Υπό το φως των πιο πάνω περιστάσεων καταλήγω ότι ο εναγόμενος ευθύνεται εξ ολοκλήρου για το δυστύχημα και δεν τίθεται θέμα συντρέχουσας ευθύνης του ενάγοντα έστω και αν δεν τον είχε δει ή αντιληφθεί ότι τον ακολουθούσε πριν από τη σύγκρουση."
Συνεπεία του δυστυχήματος ο εφεσίβλητος τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Μετά από κλινικό και ακτινολογικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι έφερε θλαστικά τραύματα τριχωτού κεφαλής στη μετωπιαία χώρα, συντριπτικό κάταγμα και εξάρθρημα αριστερού ώμου και κάταγμα του πέρατος της δεξιάς κερκίδας. Οδηγήθηκε στο χειρουργείο του ορθοπεδικού τμήματος όπου του έγινε συρραφή των θλαστικών τραυμάτων, ανοικτή ανάταξη του εξαρθρήματος και του κατάγματος του αριστερού ώμου και ακινητοποίηση σε γύψινο επίδεσμο του κατάγματος της δεξιάς πηχεοκαρπικής. Ο εφεσίβλητος εξήλθε από το νοσοκομείο στις 10.2.1997 και παρακολουθείτο ως εξωτερικός ασθενής. Στις 4.3.1997 αφαιρέθηκε ο γύψινος επίδεσμος και στις 12.3.1997 αφαιρέθηκαν και οι βελόνες από τον αριστερό ώμο. Κατά το χρόνο αυτό διαπιστώθηκε πώρωση των καταγμάτων και άρχισε φυσιοθεραπεία. Μετέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας για το σκοπό αυτό 27 συνολικά φορές. Μετέβη άλλες έξι φορές κατά το τέλος του 2001 αρχές 2002. Η κατάσταση του εφεσίβλητου, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί και είναι μόνιμη, περιγράφεται σε ιατρικό πιστοποιητικό που κατατέθηκε εκ συμφώνου. Ο εφεσίβλητος φέρει πολλαπλές ουλές στη μύτη και στη μετωπιαία περιοχή του προσώπου από τα θλαστικά τραύματα, χειρουργική ουλή 15 εκ. στην πρόσθια επιφάνεια του αριστερού ώμου και δύο ουλές ενός εκ. στην πλάγια επιφάνεια. Ακτινολογική εξέταση έδειξε ότι το κάταγμα στο δεξιό καρπό επουλώθηκε και οι κινήσεις του είναι πλήρεις. Όσον αφορά τον αριστερό ώμο η ίδια εξέταση έδειξε ότι το κάταγμα του αυχένα του βραχιονίου επουλώθηκε με ελαφρά γωνίωση και μετατόπιση ενώ το μείζον βραχιόνιο κύρτωμα έχει αποσπασθεί και βρίσκεται ενδοαρθρικά. Η πιο πάνω νέα ανατομική κατάσταση είναι μόνιμη και προκαλεί περιορισμό των κινήσεων του αριστερού ώμου και άλγος. Σαν αποτέλεσμα ο εφεσίβλητος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το αριστερό άνω άκρο για ανύψωση αντικειμένων. Λόγω των κακώσεων που υπέστη υπέφερε μεγάλου βαθμού πόνο και ταλαιπωρία κατά το στάδιο της ανάρρωσής του που διήρκεσε ένα ακριβώς χρόνο, κατά τον οποίο ήταν με άδεια ασθενείας. Είναι ικανός για ελαφράς φύσεως εργασία την οποία μπορεί να κάνει υπό συνθήκες πλήρους απασχόλησης.
Ο εφεσίβλητος είναι ηλικίας 41 χρονών (αυτό όταν έδινε μαρτυρία στις 11.11.2002), είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά ηλικίας 18, 17 και 12 χρόνων. Μέχρι το δυστύχημα ήταν απόλυτα υγιής και από το 1983 εργαζόταν ως σκυβαλλοσυλλέκτης με σκυβαλλοφόρο όχημα στο Δήμο Λευκωσίας. Άρχιζε εργασία γύρω στις 4.30 και τέλειωνε γύρω στις 8.30 το πρωί. Ο μικρός χρόνος απασχόλησής του στο Δήμο του άφηνε αρκετό χρόνο για να ασχολείται και με τη γεωργία στο χωριό του Λυθροδόντα. Δεν έκανε όλες τις εργασίες αυτός διότι δεν είχε γεωργικό ελκυστήρα και έτσι πλήρωνε για το όργωμα και το ψέκασμα του περιβολιού του. Κατά τον ελεύθερο του χρόνο συνήθιζε να περπατά στο ύπαιθρο παίρνοντας μαζί και το αυτιστικό παιδί του ενώ επίσης του άρεσε η ποδηλασία και το κολύμπι. Μετά το δυστύχημα, και αφού πήγε πίσω στην εργασία του στο Δήμο Λευκωσίας, του ανατέθηκαν καθήκοντα που συνεπάγονται πιο ελαφριά δουλειά. Αποσύρθηκε από τα καθήκοντά του ως σκυβαλοσυλλέκτης εφόσον η εργασία αυτή απαιτεί την ανύψωση κάδων με σκύβαλα, κάτι που δεν μπορεί πλέον να κάνει. Ασχολείται με τον καθαρισμό των γραφείων και κάμνει διάφορα θελήματα που του αναθέτει κυρίως ο προϊστάμενός του. Μετά το δυστύχημα δεν μπορεί πλέον να ασχοληθεί με τη γεωργία. Κουράζεται το χέρι του όταν περπατά και έτσι έχει μειώσει και τους περιπάτους.
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο το ποσό των £30.000 ως γενικές αποζημιώσεις με τόκο 8% ετησίως από τις 30.1.1997 μέχρι εξοφλήσεως.
Ερχόμενο στις ειδικές αποζημιώσεις, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στον εφεσίβλητο, (α) £4.400 για απώλεια μισθολογικών απολαβών με τόκο 4% ετησίως από την 30.7.1997 μέχρι την 31.1.1998 και ακολούθως 8% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως, (β) £4.900 για απώλεια φιλοδωρήματος με τόκο 4% ετησίως από 30.1.1997 μέχρι 31.3.2004 και ακολούθως 8% ετησίως μέχρι εξοφλήσεως, και, (γ) £8.400 για μελλοντική απώλεια φιλοδωρήματος χωρίς τόκο.
Με την ενώπιόν μας έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αναφορικά (α) με το θέμα της ευθύνης, (β) το ύψος των γενικών αποζημιώσεων, και (γ) τον πολλαπλασιαστή που εφαρμόστηκε για τον καθορισμό του ποσού της μελλοντικής απώλειας φιλοδωρήματος του εφεσίβλητου.
Το θέμα της ευθύνης.
Αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, η δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι, με βάση το σύνολο της προσαχθείσης μαρτυρίας, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα υπείχε ο εφεσείων. Αντίθετα, υποστήριξε, στη βάση της προσαχθείσης μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει στο εύρημα ότι την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα υπείχε ο εφεσίβλητος ή, τουλάχιστον, ότι ο εφεσίβλητος συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην πρόκληση του δυστυχήματος καθότι, χωρίς να ελέγξει, όπως έπρεπε, τον κύριο δρόμο Λεμεσού-Λευκωσίας εισήλθε στην αριστερή του λωρίδα κυκλοφορίας, όπου οδηγούσε ο εφεσείων, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να προσκρούσει στο αυτοκίνητό του.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί. Εν πρώτοις, παρατηρούμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων, από κάποιο σημείο της διαδρομής, βρέθηκε να ακολουθεί τον εφεσίβλητο "και να βρίσκεται πίσω του στην ίδια λωρίδα επιτάχυνσης", και ότι "Την πορεία αυτή ακολούθησαν τα δύο αυτοκίνητα και εισήλθαν στον κύριο δρόμο όπου συνέβηκε και η σύγκρουση", δεν είναι ορθό. Δεν ήταν η δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου ότι ο εφεσείων τον ακολουθούσε εντός της λωρίδας επιτάχυνσης. Στη δε μαρτυρία του κατέθεσε ότι ουδέποτε είδε τον εφεσείοντα να τον ακολουθεί ενώ ήλεγχε το δρόμο πίσω του. Το ίδιο ισχύει και για τη μαρτυρία του εφεσείοντος. Ουδέποτε είπε ο εφεσείων ότι ακολουθούσε τον εφεσίβλητο στη λωρίδα επιτάχυνσης. Η μαρτυρία του ότι μέχρι που εισήλθε στον κύριο δρόμο εκινείτο, ερχόμενος από Λάρνακα, στη λωρίδα επιτάχυνσης, δεν σημαίνει ότι ακολουθούσε τον εφεσίβλητο στη λωρίδα επιτάχυνσης και δη μέχρις ότου εισήλθαν και οι δύο στον κύριο δρόμο όπου και συγκρούστηκαν. Περαιτέρω, το ότι ο εφεσείων δεν ανέφερε στη μαρτυρία του οτιδήποτε για "ξαφνική είσοδο" του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου στην πορεία του, δεν μπορούσε να έχει καταλυτική σημασία. Ο ίδιος ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι εγκατέλειψε τη λωρίδα επιτάχυνσης όταν έφθασε στο τέρμα της και ότι, αφότου εγκατέλειψε το τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης και εισήλθε στην αριστερή λωρίδα του κύριου δρόμου, κάλυψε πενήντα μέτρα μέσα στη λωρίδα αυτή και, σε κλάσματα δευτερολέπτου, είδε τη λάμψη των φώτων του αυτοκινήτου του εφεσίβλητου και, αμέσως, ένιωσε το κτύπημα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του. Ο εφεσίβλητος δεν έδωσε καμιά εξήγηση γιατί δεν είδε τα φώτα του αυτοκινήτου του εφεσείοντος παρά μόνο μόλις εισήλθε στην αριστερή λωρίδα του κύριου δρόμου. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι το δυστύχημα οφείλεται στην αμέλεια τόσο του εφεσείοντος όσο και του εφεσίβλητου, αμέλεια την οποία θεωρούμε δίκαιο να κατανείμουμε μεταξύ τους εξίσου. Ο εφεσείων υπήρξε αμελής υπό την έννοια ότι, ενώ είχε εισέλθει προηγουμένως από τη λωρίδα επιτάχυνσης στον κύριο δρόμο, δεν πρόσεξε, ως όφειλε, ότι στη λωρίδα επιτάχυνσης οδηγείτο, με αναμμένα τα φώτα, το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου με κατεύθυνση το τέρμα της λωρίδας επιτάχυνσης, με αποτέλεσμα να προσκρούσει σ΄ αυτό μέσα σε δευτερόλεπτα από την είσοδο του στον κύριο δρόμο. Ο εφεσίβλητος, από την άλλη, υπήρξε αμελής υπό την έννοια ότι, ενώ οδηγούσε το αυτοκίνητό του στη λωρίδα επιτάχυνσης, κατευθυνόμενος προς το τέρμα της, δεν πρόσεξε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος το οποίο οδηγείτο, με αναμμένα τα φώτα, στον κύριο δρόμο, με αποτέλεσμα, με την είσοδό του από τη λωρίδα επιτάχυνσης στον κύριο δρόμο, να βρεθεί απότομα μπροστά του με αποτέλεσμα, και πάλι, το αυτοκίνητο του εφεσείοντος να προσκρούσει στο δικό του.
Οι γενικές αποζημιώσεις.
Όσον αφορά το ποσό των £30.000 που επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο ως γενικές αποζημιώσεις, η δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι αυτό είναι έκδηλα υπερβολικό ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας με σκοπό τη μείωσή του.
Είναι γνωστή η αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να διαφοροποιήσει το ποσό των γενικών αποζημιώσεων, όπως αυτό υπολογίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε κατά τον υπολογισμό εσφαλμένη νομική αρχή ή έλαβε υπόψη άσχετο παράγοντα ή παρέλειψε να λάβει υπόψη σχετικό παράγοντα ή εάν κρίνει ότι το ποσό που επιδικάστηκε είναι έκδηλα υπερβολικό ή, ανάλογα, ανεπαρκές, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι η εκτίμησή του ως προς το ποσό των αποζημιώσεων ήταν εντελώς εσφαλμένη.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στη σοβαρότητα των τραυμάτων, στις επεμβάσεις και στη θεραπεία, αλλά και στα μόνιμα κατάλοιπα που άφησε στον εφεσίβλητο ο τραυματισμός του. Αναφερθήκαμε, επίσης, στην ηλικία, το επάγγελμα και τις άλλες ασχολίες του, επικερδείς ή μη. Λαμβάνοντας υπόψη και τη νεότερη νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι αποζημιώσεις για σωματική αναπηρία, φυσικό και ψυχικό πόνο πρέπει να αυξάνονται εξελικτικά, ως αντανάκλαση της ιδιαίτερης σημασίας που αποδίδεται στον ανθρώπινο πόνο, όπως και στην αγωνία της αναπηρίας, λαμβανομένης πάντοτε υπόψη και της μείωσης, με την πάροδο του χρόνου, της αξίας του χρήματος, θεωρούμε ότι το ποσό των £30.000 που επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολικό ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Ο πολλαπλασιαστής.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δόθηκε μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε ότι, στο τριμελές συνεργείο που συμμετείχε ο εφεσίβλητος ως σκυβαλοσυλλέκτης, διδόταν από τους κατοίκους της περιοχής όπου εργαζόταν το συνεργείο φιλοδώρημα Χριστουγέννων από το οποίο ποσό περί τις £700 αναλογούσε κάθε χρόνο στον εφεσίβλητο. Το ποσό αυτό ο εφεσίβλητος το απώλεσε μετά τον τραυματισμό του εφόσον, σύμφωνα με τη μαρτυρία, αυτός κατέστη ανίκανος να ασκεί πλέον τα καθήκοντα του σκυβαλοσυλλέκτη, τα οποία, καθήκοντα, θα μπορούσε, σύμφωνα με τη μαρτυρία, να ασκεί μέχρι το 63ο έτος της ηλικίας του, ήτοι μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Με αυτά τα δεδομένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε τα δώδεκα χρόνια ως πολλαπλασιαστή για τον υπολογισμό της μελλοντικής απώλειας φιλοδωρήματος του εφεσίβλητου ως σκυβαλοσυλλέκτη.
Η δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι ο πολλαπλασιαστής που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν ο κατάλληλος. Έπρεπε, κατά την εισήγησή της, να χρησιμοποιηθεί χαμηλότερος πολλαπλασιαστής. Συναφώς μας παρέπεμψε στην Αριστοδήμου ν. Πέτρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 980, όπου για ενάγοντα ηλικίας 31 ετών υιοθετήθηκαν τα οκτώ χρόνια ως πολλαπλασιαστής.
Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Μαζί με το επιθυμητό της κατά το δυνατόν ομοιομορφίας έχει κατ' επανάληψη τονιστεί ότι δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες που να μπορούν να οδηγήσουν σε ομοιόμορφη απάντηση ως προς την επιλογή του πολλαπλασιαστή σε κάθε υπόθεση. Αναγνωρίζεται ελαστικότητα σε σχέση με το θέμα και τονίζεται πως η εκλογή του πολλαπλασιαστή είναι κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλ. Fysco v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014). Ο σκοπός είναι πάντοτε η κατάληξη σε κάποιο αποτέλεσμα που θεωρείται εύλογο υπό τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Θεωρούμε ότι, στην περίπτωση του εφεσίβλητου, ο πολλαπλασιαστής των δώδεκα χρόνων που χρησιμοποιήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν μέσα στα ορθά πλαίσια και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Ενόψει της απόφασής μας αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, το συνολικό ποσό των £47.700, πλέον οι αναλογούντες τόκοι, που επιδικάστηκε στον εφεσίβλητο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μειώνεται στο συνολικό ποσό των £23.850, πλέον οι αναλογούντες τόκοι, πλέον έξοδα στην ανάλογη κλίμακα. Επιδικάζεται υπέρ του εφεσείοντος το ήμισυ των εξόδων της έφεσης.
Η�έφεση επιτρέπεται μερικώς με το ήμισυ των εξόδων της έφεσης υπέρ του εφεσείοντος.