ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 1165

31 Οκτωβρίου, 2007

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΑΚΗΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΦΑΚΟΝΤΗΣ,

Εφεσείων - Εναγόμενος,

ν.

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΛΤΔ.,

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 98/2005)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ? Δικαίωμα εκδίκασης αγωγής εντός ευλόγου χρόνου ? Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Άρθρο 6.1 ? Κατά πόσο σημειώθηκε παραβίαση του προαναφερθέντος δικαιώματος του εναγόμενου στην παρούσα υπόθεση.

Ευρήματα Δικαστηρίου ? Αξιοπιστία μαρτύρων ? Έφεση στρεφόμενη εναντίον των ευρημάτων αξιοπιστίας και των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε υπόθεση κατά την οποία ο εναγόμενος ήγειρε ανταπαίτηση εναντίον της ενάγουσας τράπεζας αξιώνοντας συγκεκριμένα ποσά και αποζημιώσεις για ισχυριζόμενη αθέτηση σύμβασης για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων ? Άρνηση του Εφετείου να επέμβει.

Τόκος ? Χρέωση τραπεζικού λογαριασμού με ανατοκισμό και άλλα διοικητικά έξοδα ? Αφαιρέθηκαν από την αξίωση της ενάγουσας τράπεζας κατ' εφαρμογήν των αρχών της απόφασης στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου και ?λλων v. Coudounaris Food Products Ltd και ?λλων (1995) 1 Α.Α.Δ.641.

Στις 22/11/2001 το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση κοινή συναινέσει υπέρ της εφεσίβλητης - ενάγουσας και εναντίον του εφεσείοντος - εναγόμενου για ποσό £7,888 με τόκο 9% επί ποσού £5,900 από 31/1/1993 και διάταγμα εκποίησης δύο υποθηκών και ανάλογα δικηγορικά έξοδα. Η αρχική αξίωση της εφεσίβλητης - ενάγουσας εναντίον του εφεσείοντος - εναγόμενου ήταν £ 11,736 με τόκο 9% από 1/2/1993 μέχρις εξοφλήσεως και διάταγμα εκποίησης των δύο υποθηκών. Η μείωση της αξίωσης της εφεσίβλητης - ενάγουσας οφειλόταν στην παραδοχή πως οι λογαριασμοί του εφεσείοντος - εναγόμενου είχαν χρεωθεί με ανατοκισμό και άλλα ποσά που χαρακτηρίζονταν ως ?????????? έξοδα. Παρέμεινε προς εκδίκαση η ανταπαίτηση του εφεσείοντος - εναγόμενου για ποσό ύψους £ 19,621, $ 2,850 και αποζημιώσεις για αθέτηση της υπογραφείσας τον Σεπτέμβριο 1979 σύμβασης (για παραχώρηση τραπεζικών διευκολύνσεων από την εφεσίβλητη - ενάγουσα προς τον εφεσείοντα - εναγόμενο) και ακύρωση των υποθηκών.

Η διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διεξήχθη με μεγάλη καθυστέρηση. Η διαφορά ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο του εφεσείοντος - εναγόμενου ήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου από την εφεσίβλητη - ενάγουσα στις 24/2/1993.

Κατά τη συζήτηση της ανταπαίτησης του εφεσείοντος - εναγόμενου, η οποία και είχε παραμείνει ως το μόνο επίδικο θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέθεσε ο ίδιος ως μάρτυρας και ένας λογιστής του και για την εφεσίβλητη τράπεζα δύο υπάλληλοί της οι οποίοι είχαν άμεση εμπλοκή και γνώριζαν προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης, δηλαδή την κίνηση των λογαριασμών του εφεσείοντος. Κατετέθησαν επίσης αρκετά έγγραφα.

Το Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα - εναγόμενο σε αντίθεση με τους μάρτυρες της εφεσίβλητης - ενάγουσας, των οποίων η μαρτυρία στηρίχθηκε στα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Διαπιστώθηκε πως η διακίνηση του λογαριασμού του εφεσείοντος - εναγόμενου και οι χρεοπιστώσεις γίνονταν σε πλήρη συμμόρφωση με τις υπογραφείσες, μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες.

Ο εφεσείων - εναγόμενος εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας ως πρώτο λόγο τη μη διεξαγωγή δίκαιης δίκης κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του αντίστοιχου Άρθρου 6.1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Οι δικηγόροι του εφεσείοντος - εναγόμενου προτείνουν ως θεραπεία, για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, την έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσείοντος στην ανταπαίτησή του. Με άλλο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ευρήματα που ακολούθησαν.

Αποφασίστηκε ότι:

1) Η μεγαλύτερη ευθύνη για την καθυστέρηση βαρύνει τον εφεσείοντα - εναγόμενο με τα συχνά αιτήματά του για αναβολή, την αλλαγή δικηγόρου και για τροποποίηση της ανταπαίτησής του.

2) Δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Εφετείου οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την επέμβασή του επί των θεμάτων αξιοπιστίας των μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και των ευρημάτων στα οποία αυτό κατέληξε.

Η έφεση απορρίφθηκε με £1,200 έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Τράπεζα Κύπρου ?.?. v. Coudounaris Food Products Ltd ?.?. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 581/93), ημερομ. 17.2.2005.

Χρ. Ιωσηφίδης με Μ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο.

Α. Κακογιάννης, για την Εφεσίβλητη - Ενάγουσα.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Η ενάγουσα πρωτοδίκως, εφεσίβλητη εδώ, είναι εγγεγραμμένη τράπεζα που διεξάγει συναφείς τραπεζιτικές εργασίες, διατηρεί δε υποκατάστημα στην Πάφο, στην επαρχία όπου κατοικεί ο εναγόμενος-εφεσείων.

Το Σεπτέμβριο 1979, υπεγράφη μεταξύ των διαδίκων  συμφωνία στη βάση της οποίας  η εφεσίβλητη παρείχε πιστωτικές διευκολύνσεις στον εφεσείοντα. Οι διευκολύνσεις γινόντουσαν με το άνοιγμα τρεχούμενου λογαριασμού, δάνεια ή πιστώσεις με τόκο 9% επί του οφειλόμενου υπολοίπου, επιτοκίου που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Με την υπογραφή  της πιο πάνω συμφωνίας συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και άλλη γραπτή σύμβαση με την οποία ο εφεσείων υποθήκευσε ακίνητη ιδιοκτησία, που περιγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας 5816 (υποθήκη αριθμός Y. 799/79).   Στις 14 Μαΐου, 1984, υπεγράφη και δεύτερη υποθήκη που αφορούσε άλλο κτήμα του εφεσείοντος  για την ασφάλεια των οφειλομένων έως τότε ποσών στην εφεσίβλητη, μέχρι ποσού 15 χιλιάδων λιρών πλέον τόκοι. (Υποθήκη Y.710/84.)

Επήλθε ρήξη στις σχέσεις του εφεσείοντος με την εφεσίβλητη αναφορικά με την κίνηση και το υπόλοιπο των λογαριασμών του, με αποτέλεσμα η εφεσίβλητη να καταχωρήσει στις 24.2.1993 αγωγή στην οποία αξίωνε ποσό £11,736 λιρών, με τόκο 9% από 1.2.1993 μέχρι εξοφλήσεως  και διάταγμα εκποίησης των δύο υποθηκών, για να πωληθούν τα ακίνητα σε δημόσιο πλειστηριασμό προς  ικανοποίηση της απαίτησης της εφεσίβλητης. Ο εφεσείων με την υπεράσπιση του απέρριψε την πιο πάνω απαίτηση, προβάλλοντας μάλιστα ανταπαίτηση για ποσό ύψους £19,621.- λιρών, $2,850 δολάρια και αποζημιώσεις για αθέτηση  της υπογραφείσας σύμβασης και ακύρωση των υποθηκών. Στις 17 Οκτωβρίου, 2000,  το Δικαστήριο αποδέχθηκε αίτημα του εφεσείοντος ώστε η έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης του να τροποποιηθεί, προφανώς για να διατυπώνονται καλύτερα οι θέσεις του. 

Στις 22 Νοεμβρίου, 2001,  κοινή συναινέσει εκδόθηκε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντος για ποσό £7,888 λίρες με τόκο 9% επί ποσού £5,900, από 31 Ιανουαρίου, 1993, και διάταγμα εκποίησης των δύο υποθηκών και  ανάλογα δικηγορικά έξοδα. Παρέμεινε προς εκδίκαση η ανταπαίτηση του εφεσείοντος, μέχρι δε την εκδίκαση της ανεστάλη η εκποίηση των υποθηκών.  Δηλώθηκε, και καταγράφηκε στο πρακτικό, πως με την πιο πάνω διευθέτηση η απαίτηση της εφεσίβλητης ικανοποιήθηκε πλήρως και ότι δεν αποτελούσε πλέον επίδικο θέμα. Η μείωση της αξίωσης της εφεσίβλητης οφειλόταν στην παραδοχή πως οι λογαριασμοί του εφεσείοντος είχαν χρεωθεί με ανατοκισμό και άλλα ποσά που χαρακτηρίζονταν ως διοικητικά έξοδα.  Προφανώς η εφεσίβλητη δέχθηκε την αφαίρεση των σχετικών ποσών συμμορφούμενη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Τράπεζα Κύπρου και Άλλων ν. Coudounaris Food Products Ltd και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641.)

Η υπόθεση προχώρησε στη συζήτηση της ανταπαίτησης του εφεσείοντος.  Κατέθεσε ο ίδιος ως μάρτυρας και ένας λογιστής του και για την εφεσίβλητη τράπεζα δύο υπάλληλοι της οι οποίοι είχαν άμεση εμπλοκή και γνώριζαν προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης, την κίνηση δηλαδή των λογαριασμών του εφεσείοντος.  Κατατέθηκαν επίσης αρκετά έγγραφα.

Η δίκη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η διαδικασία της οποίας καταγράφεται στο πρακτικό που είναι ενώπιον μας, διεξήχθη με μεγάλη καθυστέρηση.  Ο εφεσείων, ένας εμπορευόμενος, για να προωθεί τις εργασίες του ζήτησε οικονομικές διευκολύνσεις από την εφεσίβλητη.  Οι διευκολύνσεις που παρείχε η εφεσίβλητη στον εφεσείοντα άρχισαν, όπως είπαμε πιο πριν, το Σεπτέμβριο 1979.   Η διαφορά ως προς το χρεωστικό υπόλοιπο του εφεσείοντα ήχθη ενώπιον του δικαστηρίου από την εφεσίβλητη στις 24 Φεβρουαρίου 1993.  Ο εφεσείων δέχθηκε στη μαρτυρία του πως η εφεσίβλητη του απέστελλε εβδομαδιαίως, γραπτές πληροφορίες για τη διακίνηση του λογαριασμού του.  Μόνο όταν προέκυψε η απαίτηση της εφεσίβλητης ο εφεσείων άρχισε να  διαμαρτύρεται για τις χρεώσεις που θεωρούσε έξω από τις υπογραφείσες συμβάσεις. Εκτός από τις λεπτομέρειες, αναφορικά με τις χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό του, ο εφεσείων ήγειρε και ένα άλλο ζήτημα αναφορικά με την εισαγωγή από τον ίδιο το Μάιο του 1983 δύο αυτοκινήτων, για τα οποία πλήρωσε £685.- στην εφεσίβλητη ως προκαταβολή για να χρηματοδοτήσει η τελευταία την εισαγωγή τους με ποσό £3,414.-.  Παραπονείται λοιπόν πως όταν έφθασαν στην Κύπρο τα αυτοκίνητα δεν ειδοποιήθηκε από την εφεσίβλητη για να τα εκτελωνίσει.  Η εφεσίβλητη είχε, ως εκ τούτου, τοποθετήσει τα αυτοκίνητα σε αποθήκη αποταμίευσης.  Επί του ειδικού αυτού ζητήματος η απάντηση της εφεσίβλητης ήταν πως, όταν τα εμπορεύματα παραδίδονται στο λιμάνι ειδοποιείται ο εισαγωγέας τους, ως ο αρμόδιος για την παραλαβή τους, κάτι βεβαίως που είναι ορθό. Εν πάση περιπτώσει υπάλληλος της εφεσίβλητης κατέθεσε πως ειδοποίησε ο ίδιος προσωπικά τον εφεσείοντα  ο οποίος όμως, λόγω ελλείψεως οικονομικών πόρων, δεν μπορούσε να παραλάβει τα αυτοκίνητα.  Η εφεσίβλητη δεν του εξέδωκε διατακτικό παραλαβής γιατί δεν εξοφλούσε τις υποχρεώσεις του προς αυτή. 

Όπως είπαμε πιο πριν με την έγγραφη και προφορική μαρτυρία που προσκομίστηκε, αφήνοντας  κατά μέρος το θέμα της αξιοπιστίας, το Δικαστήριο αναμενόταν  να μεταβληθεί σε λογιστή, να ανιχνεύσει δηλαδή τη διακίνηση του λογαριασμού του εφεσείοντος από το 1977 στη βάση της υπογραφείσας συμφωνίας.  Πολύ ορθά το Δικαστήριο εντόπισε τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς του εφεσείοντος, όπως διατυπώθηκαν στην ανταπαίτηση του,  των οποίων όμως η αποδοχή βασιζόταν εξ ολοκλήρου στην αξιοπιστία του.  Το Δικαστήριο έκρινε όμως αναξιόπιστο τον εφεσείοντα, σε αντίθεση με τους μάρτυρες της εφεσίβλητης, των οποίων η μαρτυρία στηρίχθηκε στα έγγραφα που είχε ενώπιον του το δικαστήριο.  Διαπιστώθηκε πως η διακίνηση του λογαριασμού του εφεσείοντος και οι χρεοπιστώσεις γινόντουσαν σε πλήρη συμμόρφωση με τις συμφωνίες που υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων.  Προφανώς οι διαφωνίες του εφεσείοντος προέκυψαν από το γεγονός πως η εφεσίβλητη, στη βάση της γραπτής συμφωνίας, χρησιμοποιούσε όλους τους λογαριασμούς του εφεσείοντος ως ένα, προβαίνοντας αναλόγως στις εκάστοτε χρεοπιστώσεις.  Ο όρος 8 του Τεκμηρίου 1 της σύμβασης ημερομηνίας 3 Σεπτεμβρίου, 1979, συνήθης σε παρόμοια έγγραφα  τραπεζών, προβλέπει:

«. καθ΄ οιανδήποτε στιγμή και άνευ προειδοποίησης να ενώνει ή συνενώνει όλους ή οιουσδήποτε λογαριασμούς του εναγομένου μετά των προς την τράπεζα υποχρεώσεων του και συμψηφίζει και μεταφέρει οιονδήποτε ποσό ή ποσά τα οποία ήθελον ευρεθεί εις πίστη του εις οιονδήποτε λογαριασμό ή λογαριασμούς προς εξόφλησιν μέρους ή όλου των υποχρεώσεων του.»

Δεν παρουσιάστηκε ενώπιον μας κανένας λόγος που να μας οδηγεί σε διαφωνία με την κρίση του Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ευρήματα που ακολούθησαν, η οποία και υποστηριζόταν από τα κατατεθέντα έγγραφα. 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται πως δεν έτυχε δίκαιης δίκης γιατί αυτή δεν περατώθηκε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να παραβιαστούν οι ρητές διατάξεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος μας και του αντίστοιχου άρθρο 6.1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ηγέρθη το ίδιο θέμα, καταγράφει με λεπτομέρεια μέσα σε τρεις σελίδες της απόφασης, την πορεία της υπόθεσης.  Καταλήγει δε με τη διαπίστωση πως γι' αυτή την καθυστέρηση ευθυνόταν περισσότερο ο εφεσείων με τα συχνά αιτήματα του για αναβολή, την αλλαγή τρεις φορές δικηγόρου, τη μακρόχρονη ασθένεια ενός εξ αυτών και το δικό του τελευταίο αίτημα για τροποποίηση της ανταπαίτησης του.  Το Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην ευθύνη της εφεσίβλητης, που χαρακτήρισε μικρότερη, γιατί και αυτή ζήτησε μερικές φορές αναβολή,  καθώς και στο ίδιο το δικαστήριο που ενίοτε δεν μπορούσε να προχωρήσει με την ακρόαση της υπόθεσης λόγω ελλείψεως χρόνου. 

Έχουμε τη γνώμη πως πράγματι υπήρξε  καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσης, μολονότι  οι πιο πάνω επισημάνσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τον καταμερισμό της ευθύνης για την καθυστέρηση αυτή είναι ορθές.  Είναι ενώπιον των δικαστηρίων της χώρας μας που εκδικάζονται οι υποθέσεις και γι' αυτό πιστεύουμε πως ο δικαστής έχει την αποκλειστική ευθύνη να τις χειρίζεται  με τέτοιο τρόπο ώστε να τηρούνται οι ρητές διατάξεις του Άρθρου 30 του Συντάγματος μας και του άρθρου 6.1, της Σύμβασης.  Δεν παρουσιάζεται όμως, ως εκ του συνόλου του χειρισμού της υπόθεσης, οποιοσδήποτε επηρεασμός της δίκαιης δίκης.

Οι δικηγόροι του εφεσείοντος προτείνουν ως θεραπεία, για την καθυστέρηση που παρατηρήθηκε, την έκδοση απόφασης υπέρ του εφεσείοντος  στην ανταταπαίτηση του.  Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν θα αποτελούσε θεραπεία αλλά αδικία, εφόσον κρίθηκε πως δεν δικαιούται στην αξίωση που πρόβαλε στην ανταπαίτηση του.  Να υπενθυμίσουμε επίσης πως ο ίδιος είχε ήδη δεχθεί εκ συμφώνου απόφαση εναντίον του στην αξίωση της εφεσίβλητης, με διάταγμα μάλιστα εκποίησης των υποθηκών.  Δεν καταχώρησε εκείνος αγωγή όταν, βάσει των ισχυρισμών του, η εφεσίβλητη παραβίασε την μεταξύ τους συμφωνία και απαιτούσε από αυτόν το υπόλοιπο της οφειλής του.  Είναι η εφεσίβλητη που κίνησε τη δικαστική διαδικασία ο δε εφεσείων καταχώρησε ανταπαίτηση η οποία και  παρέμεινε ως το μόνο επίδικο θέμα.

Ενόψει των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται με £1,200.- έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με £1,200 έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο