ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 1117
2 Οκτωβρίου, 2007
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 30.2 ΚΑΙ 30.3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6.1 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 9(1), 9(2) ΚΑΙ 9(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 6, ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 51 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΕΠΙΒΑΡΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 25.5.2007,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ.
(Αίτηση Αρ. 61/2007)
Προνομιακά εντάλματα ? Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται η προσωρινή διαταγή επιβάρυνσης του Εφόρου Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών ? Άρνηση άδειας, υπήρχε δυνατότητα άσκησης εναλλακτικού ένδικου μέσου και δεν στοιχειοθετήθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε το Δικαστήριο να επέμβει σ' αυτό το ζήτημα με το ένδικο μέσο που χρησιμοποιήθηκε.
Δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το Άρθρο 51 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85, ο Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών (ο Έφορος), εξέδωσε στις 25.5.2007 προσωρινή διαταγή επιβάρυνσης του χρηματικού ποσού των £115.000 το οποίο ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του αιτητή στην Alpha Bank Ltd.
Ο αιτητής ζητεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση της προαναφερόμενης διαταγής του Εφόρου. Υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι (α) η απόφαση του Εφόρου λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας, (β) δεν τηρήθηκε η διαδικασία του Άρθρου 51 του Νόμου 22/85, (γ) παραβιάσθηκαν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, και (δ) το Άρθρο 51 του Νόμου 22/85 παραβιάζει τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή όπως αυτά διασφαλίζονται από τα Άρθρα 30.2 και 30.3 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
Ο αιτητής έχει στη διάθεσή του το εναλλακτικό ένδικο μέσο του Άρθρου 56 του Νόμου που είναι η προσφυγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η άρνηση του Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού να εξετάσει ιεραρχική προσφυγή που είχε υποβάλει ο αιτητής προηγουμένως, δεν ισοδυναμεί με εξαιρετική περίσταση ώστε, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, να πρέπει να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41,
R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257.
Αίτηση.
Σ. Φασουλιώτης, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Με την αίτηση του ο αιτητής ζητά την άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με την οποία θα ζητηθεί η ακύρωση της προσωρινής διαταγής επιβάρυνσης που εξέδωσε ο Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών.
Σύμφωνα με τα γεγονότα που αναφέρονται στην αίτηση, μεταξύ του αιτητή και της ΣΠΕ Πολεμιδίων, εκκρεμεί διαφορά η οποία φαίνεται να παραπέμφθηκε σε διαιτησία δυνάμει του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου 22/85.
Την 1/6/2007 ο αιτητής σε επίσκεψη του στην Alpha Bank, πληροφορήθηκε ότι ο Έφορος στις 25/5/2007 εξέδωσε προσωρινή διαταγή επιβάρυνσης του χρηματικού ποσού των £115.000 το οποίο ήταν κατατεθειμένο σε τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του αιτητή. Ο δικηγόρος του απευθύνθηκε αμέσως στον Έφορο και με επιστολή του ζήτησε αντίγραφο της προσωρινής διαταγής επιβάρυνσης και οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο. Ο Έφορος απέστειλε στο δικηγόρο του αιτητή αντίγραφο της αίτησης της ΣΠΕ Πολεμιδίων με την οποία πληροφορούσε τον Έφορο ότι αποφασίστηκε η παραπομπή της διαφοράς με τον αιτητή σε διαιτησία και ζητούσε από τον Έφορο όπως εκδώσει προσωρινό διάταγμα επιβάρυνσης των χρημάτων που είχε κατατεθειμένα ο αιτητής στην Alpha Bank.
Πράγματι ο Έφορος, δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 51 του Νόμου 22/85, εξέδωσε διάταγμα προσωρινής επιβάρυνσης, αφού φαίνεται να πείστηκε ότι ο αιτητής επρόκειτο να διαθέσει το ποσό που ο αιτητής είχε κατατεθειμένο στην Alpha Bank. Την ίδια μέρα ενημέρωσε σχετικά την Alpha Bank Ltd..
Ο αιτητής θεωρεί ότι η απόφαση του Εφόρου:- (α) λήφθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας, εφόσον δεν είχε τεθεί ενώπιον του οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να πειστεί ότι ο αιτητής επρόκειτο να διαθέσει το συγκεκριμένο μέρος της περιουσίας του πριν την επίλυση της διαφοράς με διαιτησία, (β) το άρθρο 51 με βάση το οποίο ενεργούσε ο Έφορος προβλέπει ότι θα έπρεπε πρώτα να ζητήσει από τον αιτητή να δώσει επαρκή ασφάλεια στον Έφορο προτού εκδώσει την προσωρινή διαταγή επιβάρυνσης, (γ) η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρχών και κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης εκ μέρους του Εφόρου, εφόσον προτού ληφθεί η απόφαση δεν δόθηκε η δυνατότητα στον αιτητή να συμμετάσχει στη διαδικασία και να ενστεί είτε στην έκδοση του διατάγματος είτε στην διατήρηση του σε ισχύ, (δ) το άρθρο 51 του Νόμου 22/85 παραβιάζει τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα του αιτητή, όπως αυτά διασφαλίζονται από τα Άρθρα 30.2 και 30.3 του Συντάγματος, και (ε) ο Έφορος δεν διέταξε την ΣΠΕ Πολεμιδίων να καταχωρήσει εγγύηση, σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι η εν λόγω προσωρινή διαταγή επιβάρυνσης δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί.
Σύμφωνα με τη νομολογία, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, χορηγείται μόνο αν καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως ότι υπάρχει επί της ουσίας συζητήσιμη υπόθεση. Στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο πειστεί ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, η άδεια του Δικαστηρίου χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αιτητής επιθυμεί να ελέγξει πράξη του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών η οποία εξεδόθη δυνάμει του άρθρου 51 του Νόμου 22/85. Όμως το άρθρο 56(1) του ίδιου Νόμου, προβλέπει ότι πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου, δύναται μέσα σε 15 μέρες από της κοινοποιήσεως της απόφασης στον ίδιο, να αποταθεί με γραπτή αίτηση στον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας και να προσβάλει την απόφαση. Σύμφωνα με το άρθρο 56(5) πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από την απόφαση του Υπουργού, δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο, το οποίο ορίζεται στο ερμηνευτικό άρθρο 2 ότι είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο της επαρχίας στην οποία βρίσκεται η εγγεγραμμένη διεύθυνση της Συνεργατικής Εταιρείας με την οποία σχετίζεται η διαφορά.
Σύμφωνα με τη νομολογία, όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παραχωρεί άδεια. (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον αιτητή μετά από ερώτηση του Δικαστηρίου κατά πόσον υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα, αναφέρθηκε στο άρθρο 56 του Νόμου για να συμπληρώσει ότι υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού και η απάντηση του, η οποία δόθηκε με επιστολή ημερ. 21.9.07, ήταν ότι «... σύμφωνα με Γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα».
Χωρίς να σχολιάζω την παράλειψη του αιτητή να αποκαλύψει στην αρχική του αίτηση το πιο πάνω γεγονός, το οποίο αναμφίβολα είναι ουσιώδες, θεωρώ ότι ο ίδιος ο Νόμος ορίζει ότι το επόμενο διάβημα που έχει στη διάθεσή του ο αιτητής είναι η προσφυγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Δεν θεωρώ την άρνηση του αρμοδίου Υπουργού να εξετάσει την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή ότι ισοδυναμεί με τέτοια εξαιρετική περίσταση ώστε, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, να πρέπει να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια.
Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.