ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 742

20 Ιουνίου, 2007

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

GARY WAYNE WHITE,

Εφεσείων,

v.

1. ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΑΘΛΗΤΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΚΙΤΙΟΝ (ΑΕΚ) ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ

    ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΗΛΙΑ ΠΙΤΣΙΛΛΙΔΗ,

2. ΣΤΑΥΡΟΥ ΞΕΝΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 49/2006)

 

Συμβάσεις ? Παρανομία ? Άρνηση παροχής θεραπείας για αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από άκυρες, λόγω παρανομίας, συμφωνίες ? Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 ? Στοχεύει στην αποτροπή τέλεσης πράξεων οι οποίες συγκρούονται με τη δημόσια τάξη ή πλήττουν το δημόσιο συμφέρον ? Συμβάσεις για εργοδότηση αλλοδαπού στην Κύπρο, ο οποίος δεν είχε άδεια εργοδότησης ? Απόρριψη αξιώσεων στηριζομένων επί των συμβάσεων για συμφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή ως αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας.

Ο εφεσείων ήταν αλλοδαπός και εργοδοτείτο ως προπονητής καλαθοσφαιρικών ομάδων των εφεσιβλήτων. Κίνησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με την οποία αξίωσε:

(α)       ΛΚ13.300 δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 1/9/2001 ως συμφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή για προσφερθείσες προς τους εφεσίβλητους υπηρεσίες και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή ως αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας.

(β)   ΛΚ36.900 δυνάμει του όρου 3 της συμφωνίας ημερ. 1/9/2001 ως αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό.

(γ)   ΛΚ11.100 δυνάμει προφορικής συμφωνίας ως συμφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή για προσφερθείσες υπηρεσίες και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή ως αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας.

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν την απαίτηση και, μεταξύ άλλων, πρόβαλαν ως υπεράσπιση ότι οι συμφωνίες από τις οποίες εκπηγάζουν οι αξιώσεις είναι παράνομες επειδή ο εφεσείων δεν είχε άδεια εργασίας κατά τον ουσιώδη χρόνο και συνεπώς δεν μπορούσαν να παραχθούν έννομες συνέπειες από την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών. Το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είχε άδεια εργασίας κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποτέλεσε κοινό έδαφος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες των διαδίκων επί των οποίων στηρίχθηκε η αξίωση είναι όντως παράνομες και εξ υπαρχής άκυρες επειδή ο εφεσείων δεν είχε άδεια εργασίας και ότι δεν μπορούσε να θεμελιωθεί οποιαδήποτε αξίωση απορρέουσα από άκυρες, λόγω παρανομίας, συμφωνίες. Ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε πως σε περίπτωση που το προαναφερόμενο συμπέρασμα περί παρανομίας της σύμβασης κλπ. κρινόταν κατ' έφεση ως λανθασμένο, η αξίωση του ποσού των £11.100, ως η παράγραφος (γ) του αιτητικού, θα πρέπει να επιτύχει. Ανάλογη ήταν και η κατάληξη αναφορικά με την αξίωση ως η παράγραφος (Α(α)) του αιτητικού, για μικρότερο όμως ποσό ήτοι £703 ύστερα από σχετική μείωση της απαίτησης από τον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν (α) στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, (β) στην αποδοχή μαρτυρίας και (γ) στην διαπίστωση κωλύματος χορήγησης θεραπειών ως η αξίωση λόγω παρανομίας των συμφωνιών εργοδότησής του από τους εφεσίβλητους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε τον λόγο έφεσης υπό το (γ) ανωτέρω, η δε κατάληξή του σε σχέση με αυτόν τον λόγο έφεσης επισφράγισε και το αποτέλεσμα της έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς άδεια είναι πράξη άμεσα πλήττουσα το καλώς νοούμενο δημόσιο συμφέρον όπως εκπηγάζει από τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί, είναι ορθή. Η χορήγηση άδειας εργασίας προς αλλοδαπό που προτίθεται να εργαστεί στην Κύπρο συνιστά μέτρο της διοίκησης αναγόμενο στην δημόσια τάξη του κράτους. Η εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια συνιστά σοβαρό ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται αυστηρά.

2.  Το Άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 στοχεύει στην αποτροπή τέλεσης πράξεων οι οποίες συγκρούονται με τη δημόσια τάξη ή όταν πρόκειται να πληγεί το δημόσιο συμφέρον σε περίπτωση που επιτραπεί η εφαρμογή σύμβασης η οποία αντιστρατεύεται τη δημόσια τάξη κλπ. Η σύμβαση η οποία στοχεύει στη διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του νόμου ενώ σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο δεν εφαρμόζει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το Νόμο.

Η έφεση απορρίφθηκε με £1.200 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 571/03), ημερομ. 30.12.05.

Μιχ. Καμπέρης, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Ζαχαρίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  Το Σεπτέμβριο 2001 οι διάδικοι, δυνάμει γραπτής και προφορικής συμφωνίας, συμφώνησαν μεταξύ τους όπως ο εφεσείων αναλάβει έναντι καθορισμένης αμοιβής την προπόνηση των καλαθοσφαιρικών ομάδων των εφεσιβλήτων. Ο εφεσείων, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν αλλοδαπός, δεν είχε δικαίωμα εργασίας στην Κύπρο εκτός κατόπιν αδείας του Λειτουργού Μετανάστευσης. Προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια εργασίας για να εργοδοτηθεί στους εφεσίβλητους, με βάση τις προαναφερόμενες συμφωνίες, υπέβαλε σχετική αίτηση στις 3.1.2002 η οποία, κατόπιν εξέτασης, απορρίφθηκε στις 23.1.2002. Η απορριπτική απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης αναθεωρήθηκε και ο τελευταίος, με επιστολή του ημερ. 8.4.2002, κάλεσε τον εφεσείοντα να υποβάλει αίτηση με το έντυπο Μ61 στο Τμήμα Αλλοδαπών της Αστυνομίας Λάρνακας. Ο εφεσείων δεν υπέβαλε την προαναφερόμενη αίτηση, ωστόσο, στις 4.2.2002 υπέβαλε αίτηση για πολιτογράφηση και στις 17.7.2003 εξασφάλισε άδεια εργασίας ως καθηγητής σε ιδιωτικό σχολείο μέχρι 30.7.2005. Στις 10.6.2004 ο εφεσείων απέκτησε κυπριακή υπηκοότητα.

Αποτέλεσε κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων δυνάμει της προαναφερόμενης συμφωνίας, εργάστηκε στους εφεσίβλητους ως προπονητής καλαθόσφαιρας από 1.9.2001 μέχρι 1.9.2002. Μεταξύ των διαδίκων προέκυψαν οικονομικές διαφορές. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι, χωρίς νόμιμη αιτία, τερμάτισαν τη μεταξύ τους συμφωνία πριν από τη λήξη της (30.8.2004) και ότι παρέλειψαν να του καταβάλουν ΛΚ11.100, ποσό το οποίο  αναγνώρισαν ότι του οφείλουν με επιστολή του τότε διευθυντή τους ημερομηνίας 31.10.2001.

Ο εφεσείων για να εξασφαλίσει το λαβείν του κίνησε αγωγή εναντίον των εφεσιβλήτων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με την οποία αξίωσε, 

(Α) ΛΚ13.300 δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερ. 1.9.2001 ως συμφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή και/ή οικονομικά ωφελήματα και/ή παροχές και/ή δικαιώματα για προσφερθείσες υπηρεσίες στους εφεσίβλητους και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ως αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας.

(Β) ΛΚ36.900 δυνάμει του όρου 3 της συμφωνίας ημερ. 1.9.2001 ως αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή άλλως ως ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο.

(Γ)  ΛΚ11.100 δυνάμει προφορικής συμφωνίας ως συμφωνημένη και/ή εύλογη αμοιβή για προσφερθείσες υπηρεσίες στους εναγομένους και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό και/ή ως αποζημιώσεις λόγω διάρρηξης συμφωνίας.

Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν την απαίτηση και μεταξύ άλλων, πρόβαλαν ως υπεράσπιση ότι οι συμφωνίες από τις οποίες εκπηγάζουν οι αξιώσεις είναι παράνομες επειδή ο εφεσείων δεν είχε άδεια εργασίας κατά τον ουσιώδη χρόνο και συνεπώς δεν μπορούσαν να παραχθούν έννομες συνέπειες από την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών. Το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν είχε άδεια εργασίας κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποτέλεσε κοινό έδαφος.

Το άρθρο 14Β(1)* του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί, καθιστά ποινικό αδίκημα την εργοδότηση αλλοδαπού στην Κύπρο χωρίς άδεια κλπ.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στο νόμο και τη νομολογία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες των διαδίκων πάνω στις οποίες στηρίχτηκε η αξίωση είναι όντως παράνομες και εξ υπαρχής άκυρες επειδή ο εφεσείων δεν είχε  άδεια εργασίας και ενόψει τούτου δεν μπορούσε να θεμελιωθεί οποιαδήποτε αξίωση απορρέουσα από άκυρες, λόγω παρανομίας, συμφωνίες. Ωστόσο, το πρωτόδικο δικαστήριο, θεώρησε πως σε περίπτωση που το προαναφερόμενο συμπέρασμα περί παρανομίας της σύμβασης κλπ. κρινόταν κατ΄ έφεση ως λανθασμένο, η αξίωση του ποσού των £11.100, ως η παράγραφος (Γ) του αιτητικού, θα πρέπει να επιτύχει. Ανάλογη ήταν και η κατάληξη αναφορικά με την αξίωση ως η παράγραφος (Α(α)) του αιτητικού, για μικρότερο όμως ποσό ήτοι £703 ύστερα από σχετική μείωση της απαίτησης από τον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων, αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και ζητά τον παραμερισμό της. Πρόβαλε τρεις λόγους έφεσης από τους οποίους οι δύο, αναφέρονται στην αξιολόγηση και αποδοχή μαρτυρίας ο δε τρίτος στη διαπίστωση κωλύματος  χορήγησης θεραπειών ως η αξίωση λόγω παρανομίας των συμφωνιών εργοδότησης του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους. Η θέση του εφεσείοντα, καθόσον αφορά το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα και διαπιστώσεις λόγω πλημμελούς αξιολόγησης της μαρτυρίας. Λέγει συναφώς, ότι εσφαλμένα το δικαστήριο θεώρησε ότι δεν πρόσφερε μαρτυρία για το ποσό των £36.000 ως η παρ. (Β) του αιτητικού της αγωγής και εσφαλμένα επίσης παραγνώρισε το γεγονός ότι οι εφεσίβλητοι, μέσω της μαρτυρίας του τέως προέδρου τους κ. Στ. Ξενή, παραδέχθηκαν τις αξιώσεις του.

Η εξέταση του τρίτου λόγου έφεσης νομίζουμε πως θα πρέπει να προηγηθεί εφόσον η απάντηση θα αποτελέσει το πρόκριμα εξέτασης των άλλων δύο λόγων έφεσης. Ο τρίτος λοιπόν λόγος έφεσης, αφορά στη διαπίστωση ότι οι συμφωνίες εργοδότησης ήταν εξ υπαρχής άκυρες λόγω παρανομίας και συνεπώς δεν ήταν εφικτή η παροχή θεραπειών για αξιώσεις οι οποίες απορρέουν από παράνομες συμφωνίες.

Το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 καθιστά άκυρη κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή η αντιπαροχή είναι παράνομη. Σύμφωνα με τη διάταξη, παράνομη είναι κάθε συμφωνία της οποίας είτε ο σκοπός είτε η αντιπαροχή απαγορεύεται από το νόμο ή είναι τέτοιας φύσης ώστε να καταστρατηγεί τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου. Στην Glamor Development v. Christodoulou (1984) 1 C.L.R. 444 η συμφωνία αφορούσε παροχή υπηρεσιών από δημόσιο υπάλληλο προς ιδιώτη κατά παράβαση του άρθρου 64 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967. Αποφασίστηκε ότι κάθε συμφωνία η οποία συνομολογείται κατά παράβαση του νόμου είναι παράνομη και άκυρη, ανεξάρτητα από την έκταση της συμμετοχής εκάτερου των συμβαλλομένων στην επίτευξή της. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η εφαρμογή της σύμβασης είναι αντίθετη με τη δημόσια τάξη που καθορίζει ότι ένας πολίτης δεν μπορεί να πράττει ο,τιδήποτε που τείνει να παραβλάψει το κοινό ή που συγκρούεται με το δημόσιο συμφέρον. Η συμφωνία κρίθηκε παράνομη και άκυρη εξ υπαρχής ως αντίθετη προς τις πρόνοιες του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.

Η πρωτόδικος δικαστής, προκειμένου να προσδιορίσει τις έννομες συνέπειες που ενδεχομένως προέκυπταν από την εργοδότηση του εφεσείοντα στην Κύπρο από τους εφεσίβλητους χωρίς ο εφεσείων να είχε την απαιτούμενη από το νόμο άδεια εργασίας, ορθά αναζήτησε το σκοπό του νομοθέτη. Καθώς αναφέρεται στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, «Η φιλοσοφία που στηρίζει τη δομή και το περιεχόμενο του Κεφ. 105 είναι η προστασία του δημοσίου συμφέροντος από εισροή αλλοδαπών και εργοδότησή τους χωρίς άδεια (και έλεγχο) των αρμοδίων αρχών. Η υποχρέωση αυτή αγγίζει και τους δύο φορείς εργασίας (εργοδότη και εργοδοτούμενο) γιατί η ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας και των πολιτών της είναι απόλυτη. Η εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς άδεια είναι πράξη άμεσα πλήττουσα το καλώς νοούμενο δημόσιο συμφέρον όπως εκπηγάζει από τις πρόνοιες του Κεφ. 105.»

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Η χορήγηση άδειας εργασίας προς αλλοδαπό που προτίθεται να εργαστεί στην Κύπρο συνιστά μέτρο της διοίκησης, αναγόμενο στη δημόσια τάξη του κράτους η οποία σχετίζεται με οικονομικές, εργασιακές, κοινωνικές, ενδεχομένως δημογραφικές καθώς άλλες παραμέτρους. Η εργοδότηση αλλοδαπού χωρίς την απαιτούμενη από το νόμο άδεια κλπ. συνιστά σοβαρό ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με αυστηρή ποινή προστίμου ή με φυλάκιση τριών χρόνων κατ' ανώτατο όριο ή και με τις δύο αυτές ποινές. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το θέμα της εφαρμογής των συμφωνιών των διαδίκων κάτω από αυτό το πρίσμα και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εργοδότηση του εφεσείοντα από τους εφεσίβλητους χωρίς ο πρώτος να είχε άδεια εργασίας ισχύουσα κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνιστούσε πράξη η οποία συγκρουόταν με το δημόσιο συμφέρον και την πολιτική του κράτους και οπωσδήποτε, καταστρατηγούσε διατάξεις της  νομοθεσίας η οποία διέπει το θέμα.

Το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, περιορίζεται στους σκοπούς της πράξης και όχι στους λόγους ή στα κίνητρα που την υπαγόρευσαν. Η εν λόγω διάταξη, στοχεύει στην αποτροπή τέλεσης πράξεων οι οποίες συγκρούονται με τη δημόσια τάξη ή όταν πρόκειται να πληγεί το δημόσιο συμφέρον σε περίπτωση που επιτραπεί η εφαρμογή σύμβασης η οποία αντιστρατεύεται τη δημόσια τάξη κλπ. Η σύμβαση η οποία έχει ως σκοπό τη διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 23 του νόμου ενώ σε κάθε περίπτωση, το δικαστήριο δεν εφαρμόζει σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το νόμο.

Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ότι παρέλκει η εξέταση των άλλων δύο λόγων έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται με £1200 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ.

Η έφεση απορρίπτεται με £1.200 έξοδα συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α..


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο