ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 718
14 Ιουνίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ,
ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΤΖΗΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
ν.
ΦΡΟΣΩΣ ΑΝΔΡΕΑ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Εφεσίβλητης - Καθ'ης η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 108/2005)
Ακίνητη ιδιοκτησία — Απόρριψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο έφεσης-αίτησης η οποία είχε υποβληθεί εναντίον απόφασης του Διευθυντή Κτηματολογίου αναφορικά με καθορισμό δικαιώματος διόδου — Αποφασίστηκε κατ' έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε εντός των ορθών πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού της έφεσης-αίτησης της εφεσείουσας με την οποία ζητούσε την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Κτηματολογίου με την οποία καθορίστηκε η κατεύθυνση εγγεγραμμένου δικαιώματος διάβασης το οποίο, κατ' ισχυρισμόν, ασκούσε η ίδια και/ή οι αντιπρόσωποί της για πολλά χρόνια μέσω του γειτονικού κτήματος. Οι λόγοι έφεσης αφορούν δύο ενδιάμεσες αποφάσεις του Δικαστηρίου με τις οποίες απορρίφθηκαν δύο αιτήσεις της εφεσείουσας για θεραπεία παρατυπίας. Αφορούν επίσης τα ευρήματα και/ή συμπεράσματα του Δικαστηρίου. Προβάλλονται επίσης ισχυρισμοί για πλάνη αναφορικά με το νόμο και τη νομολογία που αφορούσε τα επίδικα θέματα και για έλλειψη αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθές αφού λήφθηκαν μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
2. Δεν έχει τεκμηριωθεί η ύπαρξη καλού λόγου που να δικαιολογεί την επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με βάση τη μαρτυρία που είχε αποδεχθεί ως αληθή, η αίτηση-έφεση της εφεσείουσας θα έπρεπε να απορριφθεί και στην ουσία της είναι απόλυτα ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Έφεση/Αίτ. Αρ. 692/01), ημερομ. 28.1.05.
Α. Τόκας για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Φ. Αποστολίδης, για την Eφεσίβλητη-Καθ' ής η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 28/1/05 στην έφεση/αίτηση αρ. 692/01, με την οποία ζητούσε όπως ακυρωθεί η απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου ημερ. 26/11/01 με την οποία καθορίστηκε η κατεύθυνση εγγεγραμμένου δικαιώματος διάβασης προς όφελος του ακινήτου με αρ. εγγραφής 2335 του Φ/Σχ. 58/47 στο Ακρωτήρι, Λεμεσού.
Ήταν πρωτόδικα ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η ίδια και/ή οι αντιπρόσωποι της ασκούσαν δικαίωμα διόδου και/ή διάβασης η οποία αναφερόταν στον τίτλο ιδιοκτησίας της, όπως και στον προηγούμενο τίτλο ιδιοκτησίας του πατέρα της, για πολλά χρόνια μέσω του γειτονικού τεμαχίου 307 (το δουλεύον κτήμα) και σε κάποιο στάδιο ζήτησε από το Διευθυντή του Κτηματολογίου όπως καθορίσει τούτο σε ευθεία κατά μήκος της βόρειας πλευράς της υφιστάμενης στο εν λόγω κτήμα οικίας. Το δικαίωμα αυτό ασκείτο σε πλάτος πέραν των 4 μέτρων παρέχοντας έτσι ικανοποιητική προσπέλαση τόσο σε πεζούς όσο και τροχοφόρα. Η θέση που καθόρισε ο Διευθυντής, με την απόφαση του ημερ. 26/11/01, είναι διαφορετική απ' εκείνη που χρησιμοποιούσε η ίδια (η εφεσείουσα), αφού καθόρισε τη δίοδο κατά μήκος του ανατολικού συνόρου του τεμ. 307 σχηματίζοντας σε κάποιο σημείο κάθετη γωνία προς την ανατολική κατεύθυνση. Επίσης καθόρισε τη δίοδο με πλάτος 1.80 μέτρα και στο σημείο της γωνιάς 1.20 μέτρα καθιστώντας έτσι την προσπέλαση στο δικό της κτήμα, που σκοπεύει να αναπτύξει, αδύνατη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε και τις δύο πλευρές (συνολικά 5 μάρτυρες) κατάληξε να απορρίψει την αίτηση τόσο για προδικαστικούς λόγους που είχε εγείρει η εφεσίβλητη στην ένσταση, όσο και στην ουσία της.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση της παρούσας έφεσης η οποία βασίζεται στους πιο κάτω λόγους:
(α) Ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε δύο αιτήσεις της εφεσείουσας με ενδιάμεσες αποφάσεις του για θεραπεία της παρατυπίας λόγω μη συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς 5 και 6 των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμών του 1956 με συνέπεια την απόρριψη της αίτησης/έφεσης.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέθεσε (προφανώς εννοείται «υπέπεσε») σε πλάνη αναφορικά με το νόμο και τη νομολογία που αφορούσε τα επίδικα θέματα.
(γ) Τα ευρήματα και/ή συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι αδικαιολόγητα και/ή εσφαλμένα και/ή δε συμφωνούν με την προσαχθείσα μαρτυρία.
(δ) Η προσαχθείσα μαρτυρία δε δικαιολογούσε τα ευρήματα του δικαστηρίου αλλά αντίθετα δικαιολογούσε απόφαση υπέρ της εφεσείουσας.
(ε) Η εκκαλούμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και/ή επαρκώς αιτιολογημένη.
Αναφορικά με τον (α) λόγο έφεσης το ουσιαστικό μέρος των δυο ενδιαμέσων αποφάσεων του δικαστηρίου ημερ. 19/1/04 και 4/6/04 έχει ως ακολούθως:
Ενδιάμεση απόφαση 19/1/04 στην αίτηση ημερ. 18/11/03 για τροποποίηση
«Η αιτήτρια στην ουσία έδειξε πλήρη αδιαφορία στις προειδοποιήσεις της καθ' ης η αίτηση για το παράτυπο της αίτησης της. Κανένα διάβημα δεν έκαμε παρά μόνο όταν αντιλήφθηκε το αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε και τρία σχεδόν χρόνια μετά την καταχώρηση της έφεσης αίτησης. Οι λόγοι τους οποίους αναφέρει δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτοί κάτω από το πλαίσιο της Δ.25 και για το λόγο αυτό η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.»
Παρά την πιο πάνω απόφαση του το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε την υπόθεση με βάση και την Δ.64 έστω και αν αυτή δεν ήταν στη νομική βάση της αίτησης, αφού γινόταν αναφορά σ' αυτή στη σχετική ένορκη δήλωση. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ως εξής:
«Με βάση τους λόγους που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση τους οποίους έχω αναφέρει πιο πάνω, κρίνω ότι οι λόγοι που επικαλείται η Αιτήτρια δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ούτε κάτω από τις διατάξεις της Δ.64.
Περαιτέρω, έχοντας υπόψη το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η διαδικασία, αυτό των τελικών αγορεύσεων, και του δικαιώματος της Καθ' ης η Αίτηση που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος για διάγνωση των αστικών δικαιωμάτων της μέσα σε εύλογο χρόνο, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Καθ' ης η Αίτηση τα οποία να υπολογιστούν στο τέλος της Διαδικασίας.»
Ενδιάμεση απόφαση ημερ. 4/6/04 στην αίτηση ημερ. 21/1/04
Ήταν αίτηση για θεραπεία της παρατυπίας στηριζόμενη τώρα στη Δ.64 αντί στην Δ.25 που στηρίχθηκε η προηγούμενη αίτηση. Κατά τα υπόλοιπα η νέα αυτή αίτηση ήταν η ίδια με την πρώτη. Απλώς τώρα η ένορκη δήλωση έγινε από τη Δήμητρα Κάλλη, δικηγόρο στο γραφείο των δικηγόρων της εφεσείουσας, ενώ η προηγούμενη από πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της εφεσείουσας. Παρόλο που το δικαστήριο θεώρησε τη νέα αίτηση ως κατάχρηση της διαδικασίας αφού με την απόφαση του ημερ. 19/1/04 κάλυψε και το θέμα της Δ.64 (κάτι που ήταν αρκετό για την απόρριψη της), εξέτασε την αίτηση και την απέρριψε για το λόγο ότι καταχωρήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση παρά το ότι η εφεσείουσα είχε προειδοποιηθεί έγκαιρα για το παράτυπο της αίτησης της. Το δικαστήριο δικαιολόγησε την απόρριψη της αίτησης ως ακολούθως:
«Το ερώτημα είναι αν ο χρόνος στον οποίο υποβάλλεται το αίτημα δικαιολογεί την άσκηση, εκ μέρους του Δικαστηρίου, της διακριτικής του εξουσίας προς όφελος της αιτήτριας.
Στα γεγονότα της παρούσας αίτησης η καθ' ης η αίτηση από το στάδιο καταχώρισης της δικής της ένστασης είχε προβάλει το παράτυπο της διαδικασίας. Η αιτήτρια παρά την θέση αυτή αδιαφόρησε και επέλεξε να συνεχίσει την διαδικασία, επέλεξε να ακουστούν οι μάρτυρες τόσο οι δικοί της όσο και οι μάρτυρες της καθ' ης η αίτηση και τότε υπέβαλε το αίτημα για διόρθωση όταν αντελήφθηκε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγήθηκε και 3 1/2 χρόνια μετά την καταχώριση της αίτησης έφεσης.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου ότι η παρούσα αίτηση αποτελεί στην ουσία κατάχρηση της διαδικασίας και θα πρέπει γι' αυτό τον λόγο να απορριφθεί είναι η κατάληξη μου ότι και οι λόγοι τους οποίους η αιτήτρια αναφέρει σαν αιτιολογία για την καταχώριση της αίτησης της αλλά και το πλαίσιο των περιστατικών δεν δικαιολογούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και για τον λόγο αυτό και η δεύτερη αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της καθ' ης και εναντίον της αιτήτριας όπως θα υπολογιστούν στο τέλος της διαδικασίας.»
Εξετάσαμε με προσοχή τις πιο πάνω ενδιάμεσες αποφάσεις και κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε ορθά την διακριτική του ευχέρεια. Η διαπίστωση ότι η αίτηση στην κάθε περίπτωση είχε υποβληθεί πολύ καθυστερημένα, είναι ορθή. Παρά το ότι από την καταχώρηση της ένστασης (15/3/02) είχε προβληθεί ο ισχυρισμός από την εφεσίβλητη ότι υπήρχε πρόβλημα με την αίτηση/έφεση, η πλευρά της εφεσείουσας επέμεινε στη δική της γραμμή. Με αυτά τα γεγονότα κρίνουμε ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθές αφού λήφθηκαν μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας.
Ενόψει της πιο πάνω απόφασης μας, το ερώτημα που τίθεται είναι αν και η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η αίτηση/έφεση η οποία ήταν παράτυπη θα έπρεπε να απορριφθεί χωρίς να εξεταστεί στην ουσία της, είναι ορθή. Στην όλη υπόθεση έχουμε προσέξει το εξής παράδοξο: Η αρχική αίτηση/έφεση (της οποίας σε καθυστερημένο στάδιο ζητήθηκε η τροποποίηση από την εφεσείουσα) είχε καταχωρηθεί στις 19/12/01. Με την ένσταση που καταχωρήθηκε στις 15/3/02 ηγέρθηκαν προδικαστικές ενστάσεις ότι η αίτηση/έφεση ήταν παράτυπη για το λόγο ότι δεν έγινε σύμφωνα με τους κανονισμούς 5, 6, 7 και 9 των προαναφερθέντων κανονισμών του 1956. Δε ζητήθηκε όμως από τους εφεσίβλητους να εκδικαστούν οι εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις πριν την ακρόαση της υπόθεσης. Ούτε και έγινε αίτηση για παραμερισμό της αίτησης/έφεσης ως άκυρης λόγω παρατυπίας. Αντίθετα άρχισε η δίκη στη βάση της παράτυπης αίτησης, στις 22/9/03, ολοκληρώθηκε η μαρτυρία στις 17/11/03 και ορίστηκε για αγορεύσεις η υπόθεση στις 25/11/03. Στις 18/11/03 καταχωρήθηκε η προαναφερθείσα αίτηση για τροποποίηση και στις 21/1/04, μετά που απορρίφθηκε η πρώτη, καταχωρήθηκε η αίτηση για θεραπεία της παρατυπίας η οποία επίσης απορρίφθηκε.
Είμαστε της άποψης ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο άφησε την υπόθεση να προχωρήσει σε ακρόαση με βάση την παράτυπη αίτηση και εισάχθηκε η όλη μαρτυρία, τότε η παρατυπία έπαψε να είναι τέτοιας ουσιαστικής μορφής που να οδηγούσε από μόνη της στην απόρριψη της αίτηση/έφεσης. Επομένως το μέρος αυτό της πρωτόδικης απόφασης είναι εσφαλμένο. Όμως δεν επηρεάζει την όλη υπόθεση αφού το πρωτόδικο δικαστήριο, προχώρησε και εξέτασε την αίτηση/έφεση και στην ουσία της.
Έχουμε εξετάσει και το μέρος της πρωτόδικης απόφασης για το οποίο επίσης παραπονείται η εφεσείουσα με τους (β) - (ε) λόγους έφεσης. Οι λόγοι αυτοί, εκτός από τον (δ), αφορούν θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολογώντας την ενώπιον του μαρτυρία, αποδέχθηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία της εφεσίβλητης και του κτηματολογικού λειτουργού Ανδρέα Κωνσταντίνου (ο οποίος είχε προβεί σε επιτόπια έρευνα) και απέρριψε τη μαρτυρία της εφεσείουσας και των μαρτύρων της. Είναι σαφώς νομολογημένο ότι το δικαστήριο τούτο δεν επεμβαίνει συνήθως σε θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων αφού τούτο εμπίπτει κατά κύριο λόγο στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. (Βλ. μεταξύ άλλων Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd. ν. Κώστα Νικολαΐδη (2006) 1 Α.Α.Δ. 1057).
Το πρωτόδικο δικαστήριο ενεργώντας στη βάση της μαρτυρίας που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη κατάληξε, μεταξύ άλλων, ως ακολούθως:
«Στη μαρτυρία του ο Ανδρέας Κωνσταντίνου ανέφερε ότι η αιτήτρια εξασφάλισε δικαίωμα διάβασης από το τεμάχιο 309 και η δίοδος στο σημείο εκείνο που αφορά το πλάτος των 1.20 έχει διαπλατυνθεί. Το γεγονός αυτό φαίνεται σημειωμένο στο Τεκμήριο 1 και καταρρίπτει τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι εμποδίζεται στην αξιοποίηση και ανάπτυξη του κτήματος της.»
Εξετάζοντας την ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία, καταλήγουμε ότι δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι υπάρχει καλός λόγος για να επέμβουμε στα σχετικά ευρήματά του. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι με βάση τη μαρτυρία που είχε αποδεχθεί ως αληθή, η αίτηση/έφεση της εφεσείουσας θα έπρεπε να απορριφθεί και στην ουσία της, είναι απόλυτα ορθή.
Ενόψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.