ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 359
20 Μαρτίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. POP LIFE ELECTRIC SHOPS LTD.,
2. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΙΤΤΑΣ,
3. ΑΥΓΗ ΠΙΤΤΑ,
Εφεσείοντες - Εναγόμενοι,
v.
1. ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ,
2. ΣΤΕΛΛΑΣ ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων - Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12201)
Συμβάσεις ― Χρόνος εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων ― Μετατόπιση χρόνου εκπλήρωσης συμφωνίας η οποία και πάλι δεν ολοκληρώθηκε κατά τη νέα ημερομηνία ― Κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, σημειώθηκε παραβίαση ουσιώδους όρου της συμφωνίας σε σχέση με το χρόνο εκπλήρωσής της, από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη ― Τρόποι με τους οποίους ο μετατεθείς χρόνος εκπλήρωσης συμφωνίας καθίσταται και πάλιν ουσιώδης όρος αυτής.
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 12/5/1999 η εφεσείουσα-εναγόμενη εταιρεία εκχώρησε στους εφεσίβλητους-ενάγοντες τα δικαιώματα που είχε με άλλη εταιρεία για την αγορά ενός καταστήματος με υπόγειο, σε κεντρικό εμπορικό κέντρο στη Λευκωσία. Οι εφεσείοντες αρ. 2 και 3 μέτοχοι και διευθυντές της εφεσείουσας εταιρείας εγγυήθηκαν την πιστή τήρηση από αυτή των όρων της συμφωνίας. Η συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε, η εφεσείουσα εταιρεία πώλησε το κατάστημα σε τρίτο πρόσωπο και οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή για επιστροφή της προκαταβολής των Θ20.000 που κατέβαλαν στην εφεσείουσα εταιρεία και για αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας.
Κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας το κατάστημα κατείχετο και χρησιμοποιείτο από την εφεσείουσα εταιρεία. Ένεκα τούτου η ολοκλήρωση της επίδικης συμφωνίας από τα συμβαλλόμενα μέρη τέθηκε στη βάση της καταβολής ολόκληρου του υπόλοιπου του τιμήματος πώλησης συγχρόνως με την παράδοση της κατοχής του καταστήματος. Ο όρος 3Β, ουσιώδης όρος της συμφωνίας, όπως χαρακτηρίζεται, προέβλεπε τα εξής:
"Το υπόλοιπο ποσό εκ Θ370.000.- (τριακοσίων εβδομήντα χιλιάδων λιρών) θα καταβληθεί μέχρι την 30/8/1999, ότε συγχρόνως θα γίνει και παράδοση του καταστήματος από τους πωλητές οι οποίοι το κατέχουν και το καρπούνται."
Η αντιδικία των διαδίκων εστιάζεται γύρω από τον πιο πάνω όρο της συμφωνίας και κατά πόσο παραβιάστηκε, υπό τις περιστάσεις, από ένα από τα μέρη.
Οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν τη θέση ότι κατόπιν παράκλησης του εφεσείοντα αρ. 2 η ημερομηνία πληρωμής του υπολοίπου και παράδοσης του καταστήματος μετατέθηκε στις 15/9/1999, ούτως ώστε να ευκολυνθεί ο τελευταίος να πωλήσει περισσότερα εμπορεύματα που ευρίσκοντο στο επίδικο κατάστημα. Το κατάστημα δεν τους παραδόθηκε στις 15/9/1999 αλλά ούτε και μεταγενέστερα. Αυτοί ήταν πάντα έτοιμοι να πληρώσουν το υπόλοιπο του τιμήματος.
Αντίθετα, ο εφεσείων αρ. 2 ισχυρίστηκε στη μαρτυρία του ότι οι εφεσίβλητοι αρνούντο να πληρώσουν το υπόλοιπο του τιμήματος και γι' αυτό στις 11/10/99 τους απέστειλε, με τον δικηγόρο του, επιστολή με την οποία τους καλούσε να πληρώσουν το τίμημα, άλλως θα ακύρωναν τη συμφωνία. Με μεταγενέστερη δε επιστολή, ημερομηνίας 12/11/1999, τερμάτισε την ισχύ της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και κατέληξε πως η μη εκπλήρωση της συμφωνίας κατά την μετατοπισθείσα ημερομηνία από πλευράς του εφεσείοντα 2, άφηνε πλέον την εκπλήρωση της συμφωνίας σε αόριστο χρόνο, ο οποίος θα προσδιορίζετο πλέον είτε με κοινή απόφαση των μερών είτε το ένα εκ των μερών να ειδοποιήσει το άλλο δίδοντας του εύλογο χρόνο και καθιστώντας έτσι ουσιώδη εκ νέου το χρόνο υλοποίησης της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστολή, ημερ. 11/10/1999, δεν επέφερε το αποτέλεσμα που προσδοκούσε αφού κάλεσε ουσιαστικά τους εφεσίβλητους να ορίσουν εκείνοι το χρόνο εκπλήρωσης της συμφωνίας. Και έτσι η επόμενη επιστολή, ημερ. 12/11/1999, προκάλεσε παραβίαση της συμφωνίας εκ μέρους πλέον των εφεσειόντων αφού λανθασμένα τερμάτισαν τη συμφωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι εδικαιούντο στην επιστροφή του ποσού της προκαταβολής των Θ20.000, το οποίο και τους επεδίκασε όπως επίσης και ένα ποσό Θ1.188 που αποτελούσε έξοδα στα οποία υπεβλήθησαν οι εφεσίβλητοι σε σχέση με τη διακόσμηση και τη λειτουργικότητα του καταστήματος για το σκοπό που είχε αγοραστεί.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης περιστρέφονται γύρω από τον όρο 3Β της συμφωνίας και επίσης γύρω από τη διαπίστωση του Δικαστηρίου για παράταση του χρόνου υλοποίησης της συμφωνίας κατόπιν κοινής συναίνεσης των διαδίκων. Περαιτέρω οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι στα δικόγραφα των εφεσιβλήτων δεν περιλαμβάνεται ισχυρισμός για αλλαγή του χρόνου παράδοσης του καταστήματος και πληρωμής του υπολοίπου του τιμήματος ως προέβλεπε ο όρος 3Β της συμφωνίας. Ούτε επίσης τέτοιο συμπέρασμα μπορούσε να εξαχθεί από τη μαρτυρία.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι έφεσης που προέβαλαν οι εφεσείοντες δεν ευσταθούσαν και ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογα και συμφωνούσαν τόσο με την ενώπιόν του μαρτυρία όσο και με την κοινή λογική.
Η έφεση απορρίφθηκε με £1.200 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ. Αρ. 3789/00), ημερ. 5.10.04.
Ρ. Σχίζας, για τους Εφεσείοντες-Εναγομένους.
Γ. Τεουλίδης, για τους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα-εναγομένη εταιρεία με γραπτή συμφωνία, ημερομηνίας 12.5.1999, εκχώρησε στους εφεσίβλητους τα δικαιώματα της που προέκυπταν από συμφωνία ημερομηνίας 15.5.1991 που συνήψε με την εταιρεία Ant. Triantafillides Estates Limited για την αγορά ενός καταστήματος με υπόγειο που βρίσκεται στο εμπορικό κέντρο, γνωστό ως "The Capital Center" στη Λευκωσία. Οι εφεσείοντες αρ. 2 και 3 μέτοχοι και διευθυντές της εφεσείουσας εταιρείας εγγυήθηκαν την πιστή τήρηση από αυτή των όρων της συμφωνίας.
Τελικά η πιο πάνω συμφωνία δεν ολοκληρώθηκε. Αντίθετα τερματίστηκε οριστικά και η εφεσείουσα εταιρεία πώλησε το επίδικο κατάστημα σε τρίτο πρόσωπο. Την ίδια ακριβώς ημερομηνία που πραγματοποιήθηκε η πιο πάνω πώληση, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες καταχώρησαν αγωγή με την οποία ζητούσαν την επιστροφή της προκαταβολής των £20.000 που κατέβαλαν στην εφεσείουσα εταιρεία ως επίσης και γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας. Με την Έκθεση Απαίτησης οι εφεσείοντες προσδιόρισαν τις γενικές αποζημιώσεις σε έξοδα ή δαπάνη που υπέστησαν για διαφημιστικούς και διακοσμητικούς σκοπούς επί την προόψει εγκατάστασης της επιχείρησης τους στο επίδικο κατάστημα.
Κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας το κατάστημα κατείχετο από την εφεσείουσα εταιρεία και χρησιμοποιείτο για την πώληση μικροσυσκευών και άλλων συναφών ηλεκτρολογικών προϊόντων. Ένεκα τούτου η ολοκλήρωση της επίδικης συμφωνίας από τα συμβαλλόμενα μέρη τέθηκε στη βάση της καταβολής ολόκληρου του υπόλοιπου του τιμήματος πώλησης συγχρόνως με την παράδοση της κατοχής του καταστήματος. Ο όρος 3Β, ουσιώδης όρος της συμφωνίας, όπως χαρακτηρίζεται προέβλεπε τα εξής:-
«Το υπόλοιπο ποσό εκ Λ.Κ.370.000,- (τριακοσίων εβδομήντα χιλιάδων λιρών) θα καταβληθεί μέχρι την 30/8/1999, ότε συγχρόνως θα γίνει και παράδοση του καταστήματος από τους πωλητές οι οποίοι το κατέχουν και το καρπούνται.»
Η αντιδικία των διαδίκων εστιάζεται γύρω από τον πιο πάνω όρο της συμφωνίας και κατά πόσο παραβιάστηκε, υπό τις περιστάσεις, από ένα από τα μέρη. Οι θέσεις των μερών συνοψίζονται στους σχετικούς ισχυρισμούς που περιέλαβαν στα δικόγραφα τους, ισχυρισμούς που υποστήριξαν με μαρτυρία που προσέφεραν κατά την ακροαματική διαδικασία.
Ήταν η θέση των εφεσιβλήτων ότι κατόπιν παράκλησης του εφεσείοντα αρ. 2, διευθυντού της εφεσείουσας εταιρείας, συμφωνήθηκε ότι η ημέρα πληρωμής του υπολοίπου και παράδοσης του καταστήματος μετατεθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία στις 15.9.1999, ούτως ώστε να ευκολυνθεί ο τελευταίος να πωλήσει περισσότερα εμπορεύματα που ευρίσκοντο στο επίδικο κατάστημα.
Όπως αναφέρθηκε από τους εφεσίβλητους ο εφεσείοντας 2 τους ανέφερε ότι θα πραγματοποιούσε ταξίδι στην Κίνα και όταν επέστρεφε θα τους παρέδιδε την κατοχή του καταστήματος. Το κατάστημα, εν πάση περιπτώσει, δεν τους παραδόθηκε στις 15.9.1999 αλλά ούτε και μεταγενέστερα παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες τους. Οι εφεσίβλητοι, όπως ήταν οι θέσεις τους, ήταν πάντοτε έτοιμοι να πληρώσουν το υπόλοιπο του τιμήματος. Προς τούτο εκάλεσαν και μάρτυρες, τραπεζικούς υπαλλήλους, οι οποίοι έδωσαν μαρτυρία για την παραχώρηση χρηματοδότησης των εφεσιβλήτων για την αγορά του επίδικου καταστήματος.
Αντίθετη ήταν η θέση των εφεσειόντων. Ο εφεσείων αρ. 2 που έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αρνήθηκε οποιαδήποτε μεταγενέστερη προφορική μαρτυρία με την οποία τροποποιείτο ο όρος 3Β της επίδικης συμφωνίας. Ισχυρίζετο ο εφεσείων ότι οι εφεσίβλητοι αρνούντο να πληρώσουν το υπόλοιπο του τιμήματος και γι' αυτό στις 11.10.1999 τους απέστειλε, με τον δικηγόρο του, επιστολή με την οποία τους καλούσε να πληρώσουν το τίμημα, άλλως θα ακύρωναν τη συμφωνία. Με μεταγενέστερη δε επιστολή, ημερομηνίας 12.11.1999, τερμάτισε την ισχύ της συμφωνίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε με σχολαστικότητα τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του και αφού την αξιολόγησε, κατέληξε στα ευρήματα του. Δέχθηκε ως ορθή και αληθινή τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ότι οι τελευταίοι δέχθηκαν να μετατοπίσουν την ημερομηνία εκπλήρωσης της συμφωνίας της 30.8.1999 σε μεταγενέστερο χρόνο ο οποίος εξαρτάτο από γεγονότα για τα οποία δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία, ήτοι την επιστροφή του εφεσείοντα 2 από επαγγελματικό ταξίδι στο εξωτερικό. Έτσι παρέμεινε πλέον η εκπλήρωση της συμφωνίας σε αόριστο χρόνο, ο οποίος θα προσδιορίζετο πλέον είτε με κοινή απόφαση των μερών είτε το ένα εκ των μερών να ειδοποιήσει το άλλο δίδοντας του εύλογο χρόνο και καθιστώντας έτσι ουσιώδη εκ νέου το χρόνο υλοποίησης. Οι εφεσείοντες πράγματι απέστειλαν την επιστολή, ημερ. 11.10.1999, δια του δικηγόρου τους, με την οποία καλούσαν τους εφεσίβλητους να επικοινωνήσουν με το γραφείο του δικηγόρου σε καθορισμένο χρόνο (μεταξύ 25ης και 30ης Οκτωβρίου 1999) για να καθορίσουν την ημέρα που επιθυμούσαν (νοείται οι εφεσίβλητοι) να γίνει η παράδοση και μεταβίβαση του καταστήματος και συγχρόνως η πληρωμή του υπολοίπου του τιμήματος. Επειδή δε οι εφεσίβλητοι δεν ανταποκρίθηκαν, οι εφεσείοντες με νέα επιστολή του δικηγόρου τους, ημερ. 12.11.1999, ακύρωσαν τη συμφωνία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιστολή, ημερ. 11.10.1999, δεν επέφερε το αποτέλεσμα που προσδοκούσε αφού καλούσε ουσιαστικά τους εφεσίβλητους να ορίσουν εκείνοι το χρόνο εκπλήρωσης της συμφωνίας. Και έτσι η επόμενη επιστολή, ημερ. 12.11.1999, προκάλεσε παραβίαση της συμφωνίας εκ μέρους πλέον των εφεσειόντων αφού λανθασμένα τερμάτισαν τη συμφωνία.
Αναφέρει τα εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο με τα οποία και συμφωνούμε:-
«Είναι, πλέον, στην πιο πάνω επιστολογραφία που στήριξε η εναγόμενη εταιρεία τη θέση της ότι οι ενάγοντες παραβίασαν τη μεταξύ τους συμφωνία. Ότι μετά την παράλειψη τους να συμμορφωθούν προς την επιστολή ημερομηνίας 11.10.1999 προκάλεσαν την παραβίαση του όρου 3Β ο οποίος, αποτελεί κοινό τόπο, ότι ήταν ουσιώδης όρος της συμφωνίας, γεγονός που της επέτρεψε να προβεί νόμιμα στον τερματισμό της με την επιστολή που ακολούθησε στις 12.11.1999.
Η πιο πάνω θέση είναι λανθασμένη. Σε περίπτωση όπως είναι η παρούσα όπου μετά την 30.8.1999 δεν επροβλέπετο πλέον συγκεκριμένος χρόνος εκπλήρωσης της συμφωνίας και ειδικότερα του όρου 3Β, ανωτέρω, οποιοσδήποτε των συμβαλλομένων μερών μπορούσε δίδοντας εύλογη ειδοποίηση στο άλλο μέρος να καθορίσει νέο χρόνο για την εκπλήρωση του. Έγινε ήδη αναφορά στην ευχέρεια αυτή και προηγουμένως. Δεν το επιτύγχανε, όμως, αυτό η επιστολή του δικηγόρου ημερομηνίας 11.10.1999. Αλλά αντ' αυτού καλούσε τους ενάγοντες να ορίσουν εκείνοι το χρόνο για εκπλήρωση της συμφωνίας. Η μη ανταπόκριση των εναγόντων στο πιο πάνω κάλεσμα του δικηγόρου της εναγόμενης δεν συνιστά παραβίαση της συμφωνίας. Εν ολίγοις οι προαναφερθείσες επιστολές δεν έφεραν το αποτέλεσμα που θα επιθυμούσε η εναγόμενη εταιρεία και έτσι ο χρόνος εκπλήρωσης της συμφωνίας εξακολουθούσε να παραμένει ανοικτός.
Όμως, η τελευταία επιστολή του δικηγόρου ημερομηνίας 12.11.1999, ακριβώς λόγω της αναποτελεσματικότητας της αναφορικά με το θέμα που εξετάζεται πιο πάνω, προκάλεσε την παραβίαση της συμφωνίας από μέρους της εναγόμενης εταιρείας. Αφού, όπως διαπιστώνεται πιο πάνω, ήταν λανθασμένα που προέβη στον τερματισμό της (βλ. Παφίτης ν. Challenge Advertising Agency Ltd., ανωτέρω).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση των εφεσειόντων ότι, σύμφωνα με τον όρο 7 της συμφωνίας εδικαιούντο να κατακρατήσουν το ποσό της προκαταβολής που κατέβαλαν οι εφεσίβλητοι, ανερχόμενο στις £20.000,-. Προϋπόθεση του όρου 7 ήταν η άρνηση των εφεσιβλήτων μέχρι 30.8.1999 να εξοφλήσουν το υπόλοιπο του τιμήματος της πώλησης. Και εφ' όσον η πιο πάνω ημερομηνία με κοινή συναίνεση μετετράπη σε αόριστο χρόνο, οι εφεσίβλητοι δεν έφεραν καμιά ευθύνη, ούτε και υπαιτιότητα, για τη μη τήρηση του όρου 7. Κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι εδικαιούντο στην επιστροφή του ποσού της προκαταβολής των £20.000. Το πρωτόδικο Δικαστήριο τελικά επιδίκασε υπέρ των εφεσιβλήτων το ποσό της προκαταβολής των £20.000 και ένα ποσό £1.188 που αποτελούσαν έξοδα στα οποία υπεβλήθησαν οι εφεσίβλητοι αναφορικά με διακοσμητικές και λειτουργικές κατασκευές του καταστήματος ώστε αυτό να λειτουργήσει για το σκοπό που είχε αγοραστεί.
Με πέντε λόγους έφεσης οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη.
Και οι πέντε λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους. Περιστρέφονται γύρω από τον όρο 3Β της συμφωνίας (βλέπε πιο πάνω) και περαιτέρω ισχυρίζονται εμμέσως ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε και δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων για παράταση του χρόνου υλοποίησης της συμφωνίας κατόπιν κοινής συναίνεσης των διαδίκων. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι στα δικόγραφα των εφεσιβλήτων δεν περιλαμβάνεται ισχυρισμός για αλλαγή του χρόνου παράδοσης του καταστήματος και πληρωμής του υπολοίπου του τιμήματος ως προέβλεπε ο όρος 3Β της συμφωνίας. Ούτε επίσης τέτοιο συμπέρασμα μπορούσε να εξαχθεί από τη μαρτυρία.
Σπεύδουμε συνοπτικά να πούμε ότι ουδείς από τους λόγους έφεσης ευσταθεί.
Κατ' αρχήν είναι γνωστές οι αρχές της νομολογίας που διέπουν τα θέματα της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχει πολλάκις λεχθεί ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν εσφαλμένα.
Στην παρούσα υπόθεση ο πρωτόδικος Δικαστής ασχολείται σε έκταση με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Έχει εξετάσει λεπτομερώς τη μαρτυρία τους την οποία αναφέρει στην απόφαση του και κατέληξε, αξιολογώντας την, να δεχθεί ως ορθή την εκδοχή των εφεσιβλήτων. Αναφέρει δε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:-
«Πριν όμως προχωρήσω να εξετάσω ποιες ήσαν οι περιστάσεις αυτές και ποια ήταν η επίδραση τους, να αναφέρω ότι κατά την άποψη μου η εκδοχή του κ. Ονησιφόρου αναφορικά με την αναβολή της ημερομηνίας εκπλήρωσης ήτοι από την 30.8.1999, είναι και η μόνη αληθινή. Και αυτή είναι ότι ο κ. Πίττας του είχε ζητήσει να κρατήσει η εναγόμενη εταιρεία για ακόμα λίγο χρόνο το κατάστημα ώστε να μπορέσει να πωλήσει όσο το δυνατό περισσότερα εμπορεύματα από το απόθεμα που υπήρχε σ' αυτό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε η κα Χ'Σάββα οι πωλήσεις που πραγματοποίησε η εταιρεία κατά τους μήνες Σεπτέμβριο, Οκτώβριο και Νοέμβριο δεν πείθουν ότι ήταν όντως μικρή η ποσότητα εμπορευμάτων που είχε απομείνει στο κατάστημα περί το τέλος Αυγούστου 1999.»
Έχουμε καταλήξει ότι τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι παράλογα ή εσφαλμένα και ούτε έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Ο ισχυρισμός επίσης των εφεσειόντων ότι το θέμα της παράτασης του χρόνου παράδοσης του καταστήματος δεν ήταν δικογραφημένος, είναι ανεδαφικός. Αντίθετα, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 17 της έκθεσης απαίτησης είναι σαφής τέτοιος ισχυρισμός. Η παράγραφος 17 έχει ως ακολούθως:-
«17) Κατά ή περί το τέλος Αυγούστου 1999 ο διευθυντής της εναγομένης 1 ήτοι ο εναγόμενος 2 Χρίστος Πίττας εζήτησε από τον ενάγοντα 1 παράταση χρόνου καθ' όσον αφορά την παράδοση του καταστήματος μέχρι 15.9.1999 καθ' ότι θα απουσίαζε στην Κίνα και δεν είχε ακόμη μεταφέρει τα εμπορεύματα της η εναγομένη 1 από το κατάστημα και επίσης για να μπορέσει να πωλήσει όσον το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα μπορούσε.»
Δεν είναι ορθός ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν καθορίστηκε νέος χρόνος εκπλήρωσης της συμφωνίας και ότι η επιστολή των εφεσειόντων της 11.10.1999 δεν επέφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσαν αφού άφηνε τον ορισμό ημερομηνίας υλοποίησης της συμφωνίας στους εφεσίβλητους. Τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εύλογα και συνάδουν τόσο με την ενώπιον του παρουσιασθείσα μαρτυρία όσο και με την κοινή λογική. Η επιστολή των εφεσειόντων της 11.10.1999 δεν μπορούσε να επιφέρει τα αποτελέσματα που οι εφεσείοντες ισχυρίζονται σήμερα ότι επιδίωκαν. Αντί καθορισμού τακτής ημερομηνίας για εκπλήρωση της συμφωνίας, καλούσαν τους εφεσίβλητους να καθορίσουν εκείνοι την ημερομηνία. Κατά συνέπεια και το περαιτέρω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιστολή τερματισμού της 12.11.1999 προκάλεσε κατ' ουσία παράβαση της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσειόντων είναι ορθό.
Ορθό επίσης είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με τον παράνομο τερματισμό της συμφωνίας εκ μέρους των εφεσειόντων έχουν την υποχρέωση επιστροφής του ποσού της προκαταβολής στους εφεσίβλητους.
Κατά συνέπεια έχουμε καταλήξει ότι η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με £1.200 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Η έφεση απορρίπτεται με £1.200 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ των εφεσιβλήτων.