ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 338
20 Μαρτίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
(ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗ), ΚΕΦ. 10,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ
HIGH COURT OF JUSTICE
QUEEN'S BENCH DIVISION ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/11/2003,
ΚΑΙ
ADVENT CAPITAL PLC,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
ν.
1. GN ELLINAS IMPORTS - EXPORTS LIMITED,
2. STANDARD TRADING LIMITED,
Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 260/2005)
Αποφάσεις και διατάγματα ― Αλλοδαπή δικαστική απόφαση ― Αίτηση στην Κύπρο για εγγραφή και/ή αναγνώριση και/ή εκτέλεση Αγγλικής δικαστικής απόφασης για παροχή αντιαγωγικού διατάγματος (anti-suit injunction), στηριζόμενη στον περί Αμοιβαίας Εκτέλεσης Ορισμένων Αποφάσεων Δικαστηρίων των Χωρών της Κοινοπολιτείας Νόμο, Κεφ. 10, όπως τροποποιήθηκε ― Κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου, Κεφ. 10 στην παρούσα υπόθεση ― Κατά πόσο η συμμετοχή των καθ' ων η αίτηση στη διαδικασία του Αγγλικού Δικαστηρίου ήταν, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, εθελούσια ώστε να αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου ― Κατά πόσο η ύπαρξη ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Αγγλικού Δικαστηρίου μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το εύρημα του Κυπριακού Δικαστηρίου ότι το Αγγλικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να προβεί στην έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης.
Οι εφεσίβλητοι είναι Κυπριακές εταιρείες οι οποίες απώλεσαν τα εμπορεύματά τους κατά τη βύθιση του πλοίου "Lynn" στα ανοικτά της Κύπρου στις 7/9/2001. Οι εφεσείοντες, αγγλική εταιρεία, είναι οι αντασφαλιστές των απωλεσθέντων εμπορευμάτων. Τα δύο ασφαλιστικά συμβόλαια που κάλυπταν τα εμπορεύματα περιείχαν αποκλειστική ρήτρα δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αξιώνοντας εναντίον των εφεσειόντων την αξία των εμπορευμάτων που απωλέσθηκαν.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης, στις πιο πάνω αγωγές, υπό όρους και αιτήσεις για παραμερισμό του διατάγματος για επίδοση των Ειδοποιήσεων των Κλητηρίων στο εξωτερικό. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε τις δύο αιτήσεις. Στις 12/9/2003 οι εφεσείοντες καταχώρησαν σε Αγγλικό Δικαστήριο δια κλήσεως αίτηση και ζήτησαν αντιαγωγικό διάταγμα (anti-suit injunction) το οποίο και τους δόθηκε με δικαστική απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου στις 28/11/2003. Πριν την έκδοση, όμως, της πιο πάνω Αγγλικής απόφασης, οι εφεσείοντες, στις 19/11/2003, καταχώρησαν, στα πλαίσια της αγωγής που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση για αναστολή της διαδικασίας (stay of proceedings) ένεκα έλλειψης δικαιοδοσίας για εκδίκαση της επειδή, όπως ισχυρίζοντο, η διαφορά που προέκυπτε από το συμβόλαιο ναυτασφάλισης ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του, ημερ. 25/5/2004, απέρριψε το αίτημα για αναστολή της διαδικασίας θεωρώντας ότι οι εφεσείοντες με τις ενέργειές τους είχαν αποποιηθεί του δικαιώματος τους να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία με αποτέλεσμα να θεωρηθούν ότι έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Εναντίον της απόφασης αυτής οι εφεσείοντες, στις 8/6/2004, καταχώρησαν την έφεση 12050. Η έφεση αυτή έχει περατωθεί και εκδόθηκε απορριπτική απόφαση. Επικυρώθηκε έτσι η πρωτόδικη πιο πάνω απόφαση.
Στις 7/4/2004 οι εφεσείοντες καταχώρησαν αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ζητώντας άδεια του Δικαστηρίου για εγγραφή και/ή αναγνώριση και/ή εκτέλεση του προαναφερθέντος αντιαγωγικού διατάγματος. Η αίτηση είχε ως βάση τον περί Αμοιβαίας Εκτέλεσης Ορισμένων Αποφάσεων Δικαστηρίων των Χωρών της Κοινοπολιτείας Νόμο, Κεφ. 10, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 130(Ι)/2000 και τους σχετικούς Κανονισμούς. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων ότι αυτοί εμφανίστηκαν ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου μόνο για να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του να δώσει την θεραπεία που αξίωναν οι εφεσείοντες. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν ικανοποιήθηκε η προϋπόθεση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκ μέρους του Αγγλικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το Άρθρο 6(1)(ii) του Κεφ. 10, και έτσι η σχετική απόφαση δεν μπορούσε να εγγραφεί.
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση με στόχο την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Οι λόγοι έφεσης αναφέρονται (α) στην διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Αγγλικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το αντιαγωγικό διάταγμα και (β) στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι δεν απεδέχθησαν τη δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου και έτσι το τελευταίο δεν είχε δικαιοδοσία να το εκδώσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 6(2)(α) του Κεφ. 10.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμμετοχή των εφεσιβλήτων στη διαδικασία στην Αγγλία δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να θεωρηθεί εθελούσια ώστε να αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου, είναι ορθή.
2. Η εισήγηση των εφεσειόντων για το ρόλο που έπρεπε να διαδραματίσει η ύπαρξη της ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων στα ασφαλιστικά συμβόλαια, σε σχέση με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Αγγλικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το αντιαγωγικό δικαίωμα, δεν ευσταθεί. Όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, «το όλο θέμα ρυθμίζεται από το Κεφ. 10 με αναφορά στην απόφαση της οποίας επιζητείται η εγγραφή και στην διαδικασία που ακολουθήθηκε για την εξασφάλισή της, με έμφαση πάντοτε στην αποδοχή ή όχι της δικαιοδοσίας με εθελοντική εμφάνιση στη διαδικασία».
3. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 6(2)(α)(i) και 6(2)(α)(ii) του Κεφ. 10, είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με £2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κοιν. και/ή Συνδ. Ασφ. P. D. Upton a.o. v. G. N. Ellinas Imp-Exp. Ltd (2005) 1(Β) Α.Α.Δ.1327,
Maxana Oil Ltd v. Poltava Petroleum Company (2002) 1(B) ∞.∞.¢.834.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθ. Αρ. 3/04), ημερ. 30.5.05.
Μ. Μηλιώτου, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Στ. Βασιλείου, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες, αγγλική εταιρεία, είναι οι αντασφαλιστές εμπορευμάτων τα οποία απωλέσθησαν κατά τη βύθιση του πλοίου "Lynn" στα ανοικτά της Κύπρου στις 7.9.2001. Τα εμπορεύματα που απωλέσθησαν ανήκαν στους δύο εφεσίβλητους. Τα δύο ασφαλιστικά συμβόλαια που κάλυπταν τα εμπορεύματα περιείχαν αποκλειστική ρήτρα δικαιοδοσίας των Αγγλικών Δικαστηρίων. Παρά την ύπαρξη της πιο πάνω ρήτρας οι εφεσίβλητοι, που είναι Κυπριακές εταιρείες, στις 30.5.2002 καταχώρησαν αγωγές στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με τις οποίες αξίωναν εναντίον των εφεσειόντων ποσά ίσα με την αξία των εμπορευμάτων που απωλέσθησαν κατά το ναυάγιο του πλοίου "Lynn".
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης, στις πιο πάνω αγωγές, υπό όρους και αιτήσεις για παραμερισμό του διατάγματος για επίδοση των Ειδοποιήσεων των Κλητηρίων στο εξωτερικό. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε τις δύο αιτήσεις. Στις 12.9.2003 οι εφεσείοντες καταχώρησαν σε Αγγλικό Δικαστήριο δια κλήσεως αίτηση και ζήτησαν αντιαγωγικό διάταγμα (anti-suit injunction) το οποίο και τους δόθηκε με δικαστική απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου στις 28.11.2003. Πριν την έκδοση, όμως, της πιο πάνω Αγγλικής απόφασης, οι εφεσείοντες, στις 19.11.2003, καταχώρησαν, στα πλαίσια της αγωγής που καταχώρησαν οι εφεσίβλητοι στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αίτηση για αναστολή της διαδικασίας (stay of proceedings) ένεκα έλλειψης δικαιοδοσίας για εκδίκαση της επειδή, ως ισχυρίζοντο, η διαφορά που προέκυπτε από το συμβόλαιο ναυτασφάλισης ενέπιπτε στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με απόφαση του, ημερ. 25.5.2004, απέρριψε το αίτημα για αναστολή της διαδικασίας θεωρώντας ότι οι εφεσείοντες με τις ενέργειες τους είχαν αποποιηθεί του δικαιώματος τους να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία με αποτέλεσμα να θεωρηθούν ότι έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων. Εναντίον της απόφασης αυτής οι εφεσείοντες, στις 8.6.2004, καταχώρησαν την έφεση 12050. Η έφεση αυτή έχει περατωθεί και εκδόθηκε απορριπτική απόφαση. Επικυρώθηκε έτσι η πρωτόδικη πιο πάνω απόφαση. (Βλέπε: Κοιν. και/ή Συνδ. Ασφ. P.D. Upton a.o. ν. G. N. Ellinas Imp.-Exp. Ltd. (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1327).
Στις 7.4.2004 οι εφεσείοντες με αίτηση τους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ζήτησαν «άδεια του Δικαστηρίου για εγγραφή και/ή αναγνώριση και/ή εκτέλεση του Διατάγματος (Penal Notice) του High Court of Justice, Queen's Bench Division του Ηνωμένου Βασιλείου, ημερ. 28.11.2003», δηλαδή το πιο πάνω αναφερθέν «Αντιαγωγικό Διάταγμα».
Η πιο πάνω αίτηση των εφεσειόντων είχε ως βάση τον περί Αμοιβαίας Εκτέλεσης Ορισμένων Αποφάσεων Δικαστηρίων των Χωρών της Κοινοπολιτείας Νόμο, Κεφ. 10, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 130(Ι)/2000 και τους σχετικούς Κανονισμούς. Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Τόσο η αίτηση όσο και η ένσταση συνοδεύθηκαν από ενόρκους δηλώσεις στις οποίες επισυνάφθηκαν και διάφορα έγγραφα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εμπεριστατωμένη απόφαση του κατέληξε ότι δεν ικανοποιήθηκε η προϋπόθεση ύπαρξης δικαιοδοσίας εκ μέρους του Αγγλικού Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(ii) του Κεφ. 10, και έτσι η σχετική απόφαση δεν μπορούσε να εγγραφεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά την πιο πάνω κατάληξη του, εξέτασε και τους άλλους λόγους ένστασης με το εξής σκεπτικό:-
«Ενόψει της δεχτότητας των λόγων ένστασης 6-10 οι οποίοι σχετίζονται με τη δικαιοδοσία, αυτό θα έπρεπε να ήταν και το τέλος της αίτησης. Όμως από αβρότητα προς τους δύο ευπαίδευτους δικηγόρους, οι οποίοι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να βοηθήσουν το Δικαστήριο αλλά και επειδή σε περίπτωση έφεσης μπορεί να βρεθεί ότι λανθάνομαι στην κατάληξη μου, θα προχωρήσω για να εξετάσω διεξοδικά τους υπόλοιπους λόγους ένστασης ώστε να απαντήσω προκαταρκτικά στις εισηγήσεις και επιχειρήματα των συνηγόρων και ταυτόχρονα για να καταγράψω τη θέση του Δικαστηρίου για τα υπόλοιπα θέματα.»
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση επιδιώκοντας την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.
Επικαλούνται έξι λόγους για την επιτυχία της έφεσης τους. Οι τρεις πρώτοι λόγοι και ο τελευταίος, αναφέρονται στο λόγο της απόρριψης της αίτησης τους, δηλαδή την έλλειψη δικαιοδοσίας του Αγγλικού Δικαστηρίου να εκδώσει το Αντιαγωγικό Διάταγμα. Οι άλλοι δύο λόγοι (λόγοι 4-5) αναφέρονται στις καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τους υπόλοιπους λόγους της ένστασης των εφεσιβλήτων-καθ'ων η αίτηση. Η εξέταση των λόγων αυτών έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο εν παρόδω και κατά πλεονασμό και δεν αποτελούν τον αποφασιστικό λόγο (ratio) της απορριπτικής απόφασης.
Οι τρεις πρώτοι λόγοι έφεσης και ο τελευταίος είναι συναφείς μεταξύ τους και θα τους εξετάσουμε ομαδικά.
Ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή πεπλανημένα αποφάσισε ότι το Αγγλικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το Αντιαγωγικό Διάταγμα και ότι εσφαλμένα επίσης προέβη σε εύρημα ότι οι εφεσίβλητοι δεν απεδέχθησαν τη δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου και έτσι το τελευταίο δεν είχε δικαιοδοσία να το εκδώσει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(2)(α) του Κεφ. 10. (Λόγοι έφεσης 1 και 3). Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε ως ορθή τη μαρτυρία της Αγγλίδας δικηγόρου των εφεσιβλήτων που περιέχεται στις ενόρκους δηλώσεις και έτσι εσφαλμένα επίσης απέρριψε τη μαρτυρία του Άγγλου δικηγόρου τους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία που περιέχεται στην ένορκη δήλωση της Αγγλίδας δικηγόρου των εφεσιβλήτων αναφέροντας και τα εξής:-
«Όμως οι δύο πλευρές διαφωνούν στο κατά πόσο οι καθ' ων η αίτηση εναγόμενοι 1 και 2 είχαν ή όχι αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου. Η πλευρά των καθ'ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου εμφανίστηκαν μόνο για να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής στηρίζονται σε ένορκη δήλωση της Αγγλίδας δικηγόρου τους, Christine Troy-Davies, η οποία τους υπεράσπισε, η οποία αναφέρει ότι με το έντυπο απαίτησης που εξέδωσαν οι αιτητές εναντίον των καθ' ων η αίτηση στο Αγγλικό Δικαστήριο, αιτούνταν μόνο την έκδοση διηνεκούς αντιαγωγικού διατάγματος, με το οποίο οι καθ'ων η αίτηση θα εμποδίζονταν να συνεχίσουν τη διαδικασία στις δύο αγωγές που είχαν ξεκινήσει ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων. Η δικηγόρος αναφέρει ότι με οδηγίες των καθ'ων η αίτηση καταχώρισε έντυπο «Αναγνώρισης Επίδοσης», συμπληρωμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να αμφισβητείται η δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου να επιληφθεί της διαφοράς. Το σχετικό έντυπο, που βρίσκεται σε φωτοτυπημένη μορφή ως τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου, επιβεβαιώνει ότι είχε συμπληρωθεί το «Μέρος Β» το οποίο αφορά στις περιπτώσεις αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Το Αγγλικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα των αιτητών και απέρριψε την ένσταση των καθ'ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να εκδοθεί το αιτούμενο διηνεκές αντιαγωγικό διάταγμα.»
Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο με περισσή προσοχή και επιμέλεια δίδει τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων.
Καταγράφουμε από την πρωτόδικη απόφαση μεγάλο μέρος της αιτιολογίας που δίδει στο εξεταζόμενο θέμα, το οποίο και υιοθετούμε ως μέρος αυτής της απόφασης μας:-
«Έχω μελετήσει το θέμα και έχω πεισθεί από το ενώπιον μου υλικό και ιδιαίτερα από το Έντυπο «Παραδοχής Επίδοσης» που καταχωρίστηκε στο Queen's Bench Division του High Court of Justice, ότι πρωταρχική πρόθεση των καθ'ων η αίτηση στη διαδικασία της «Απαίτησης» για έκδοση διηνεκούς αντιαγωγικού διατάγματος, ήταν να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του Αγγλικού Δικαστηρίου για σκοπούς της συγκεκριμένης θεραπείας που ήταν και η μοναδική που ζητείτο. Εξάλλου αυτό δηλώνεται ρητά και στο «Μέρος Β» του Εντύπου. Οποιοδήποτε άλλο στοιχείο δεν είναι αρκετό για να αναιρέσει την πιο πάνω ρητή και σαφή εκδήλωση πρόθεσης αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας από πλευράς των καθ' ων η αίτηση. Δεν έχω πεισθεί ότι η «Σημαντική Σημείωση» στο τέλος της «Προσθήκης» στην Ειδοποίηση Αίτησης έχει της επιπτώσεις που εισηγείται ο Άγγλος δικηγόρος των αιτητών.
Δέχομαι ως ορθή τη θέση της δικηγόρου των καθ'ων η αίτηση Christine Troy-Davies ότι η συγκεκριμένη «Σημαντική Σημείωση» σκοπό είχε να πληροφορήσει το Δικαστήριο ότι η μαρτυρία που προσκομίστηκε για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας θα ήταν, σε περίπτωση απόρριψης της ένστασης για τη δικαιοδοσία, και η μαρτυρία των πελατών της σε ό,τι αφορά την εκδίκαση του αντιαγωγικού δικαιώματος. Έχοντας υπόψη τη φύση του Διατάγματος που ζητείτο, η «Σημείωση» φαίνεται απόλυτα λογική, εφόσον σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν δεχόταν την ένσταση για τη δικαιοδοσία, δε φαίνεται να υπήρχε οτιδήποτε άλλο, πλην της νομικής πτυχής, που θα μπορούσε να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό όμως με κανένα τρόπο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως εθελοντική αποδοχή της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Πέραν τούτου η Αγγλίδα δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευση της αναφέρει στο τέλος της παραγράφου 2 τα εξής:-
«.the Defendants had "proceeded on the basis that the hearing of 28.11.03 will be the final hearing of the Claimant's claim for an anti-suit injunction, subject to the obvious reservation that the Defendants appear not to oppose that claim as such, but to dispute the jurisdiction of this Court to grant the relief claimed.»
Και σε ελεύθερη μετάφραση:
«... Οι εναγόμενοι «είχαν προχωρήσει στη βάση πως η ακρόαση 28.11.03 θα είναι η τελική ακρόαση της απαίτησης των Απαιτητών για «αντιαγωγικό» διάταγμα, υπό την επιφύλαξη της προφανούς επιφύλαξης ότι οι Εναγόμενοι εμφανίζονται όχι για να αντικρούσουν την αξίωση σαν τέτοια, αλλά να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου αυτού να δώσει τη θεραπεία που αξιώνεται.
Η πιο πάνω ρητή δήλωση της δικηγόρου C. Troy-Davies που έγινε εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την πρόθεση των πελατών της. Γίνεται επίσης δεχτή η θέση της συγκεκριμένης δικηγόρου σε ό,τι αφορά τη διαδικασία για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας μετά από καταχώριση «Αναγνώρισης της Επίδοσης» σύμφωνα με τον Κανονισμό 11 των Αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν όταν εκδικάστηκε η Απαίτηση των αιτητών στο Αγγλικό Δικαστήριο, χωρίς ο εναγόμενος να χάνει, εξαιτίας της καταχώρισης της «Αναγνώρισης Επίδοσης», οποιοδήποτε δικαίωμα που πιθανόν να είχε για να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου.
Από όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου για τη διαδικασία ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου για την έκδοση του αντιαγωγικού διατάγματος, φαίνεται καθαρά ότι πρόθεση των καθ'ων η αίτηση δεν ήταν άλλη από του να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία.»
Είναι η εισήγηση των εφεσειόντων ότι, ενόψει της ύπαρξης δεσμευτικής ρήτρας αποκλειστικής δικαιοδοσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ότι το Αγγλικό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία.
Δεν συμμεριζόμαστε την πιο πάνω θέση. Η ρήτρα δικαιοδοσίας σίγουρα είναι αναπόσπαστο μέρος των γεγονότων. Η ύπαρξη της δεν αμφισβητήθηκε. Ένα όμως χρόνο πριν είχαν ληφθεί από τους εφεσίβλητους δικαστικά διαβήματα με την κατάθεση των αγωγών στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας υπ' αρ. 5974/2002 και 5975/2002. Κατά συνέπεια οι επιπτώσεις και η σημασία της ρήτρας δικαιοδοσίας να έχουν ληφθεί υπόψη στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας των πιο πάνω αγωγών. Όπως αναφέρει ορθά και το πρωτόδικο Δικαστήριο, «το όλο θέμα ρυθμίζεται από το Κεφ. 10 με αναφορά στην απόφαση της οποίας επιζητείται η εγγραφή και στην διαδικασία που ακολουθήθηκε για την εξασφάλιση της, με έμφαση πάντοτε στην αποδοχή ή όχι της δικαιοδοσίας με εθελοντική εμφάνιση στη διαδικασία».
Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:-
«Ενόψει της δικαστικής διαδικασίας στην Κύπρο δεν μπορώ να θεωρήσω ότι οι καθ'ων η αίτηση έχουν συμφωνήσει να δεχθούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 6(2)(α)(iii) του περί Αμοιβαίας Εκτέλεσης Ορισμένων Αποφάσεων των Δικαστηρίων των Χωρών της Κοινοπολιτείας Νόμου, Κεφ. 10, όπως τροποποιήθηκε. Δεν μπορώ να δεχθώ τη θέση της συνηγόρου των αιτητών ότι η ύπαρξη της ρήτρας δικαιοδοσίας είναι αρκετή για να εξουδετερώσει τη σημασία όλων των άλλων παραγόντων στους οποίους έκαμα αναφορά και ιδιαίτερα της υπαγωγής των αιτητών στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων.»
Έχουμε καταλήξει και εμείς, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η συμμετοχή των εφεσιβλήτων στη διαδικασία στην Αγγλία δεν μπορεί, υπό τις περιστάσεις, να θεωρηθεί εθελούσια ώστε να αποτελεί δεδικασμένο σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου.
Οι εφεσείοντες βάσισαν την επιχειρηματολογία τους στην Κυπριακή αυθεντία Maxana Oil Ltd. ν. Poltava Petroleum Company (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 834. Στην απόφαση αυτή γίνεται ευρεία επισκόπηση τόσο της Κυπριακής όσο και της Αγγλικής νομολογίας. Τα γεγονότα όμως αυτής της αυθεντίας διαφέρουν από τα γεγονότα της παρούσας έφεσης. Η Maxana εμφανίστηκε στο Αγγλικό Δικαστήριο με σκοπό να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία. Έγινε όμως σαφές ότι, εάν δεν καταχωρούσε μέσα σε 28 μέρες αίτηση αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας θα τεκμαίρετο ότι αποδεχόταν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η Maxana απέτυχε να συμμορφωθεί γι' αυτό και επομένως αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία και έτσι εκδόθηκε απόφαση εναντίον της. Ο λόγος (ratio) της απόφασης στη Maxana προκύπτει από το πιο κάτω απόσπασμα στο τελικό μέρος της απόφασης στις σελίδες 848 και 849:-
«Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Εφεσείουσα εθελούσια αποδέχθηκε τη δικαιοδοσία του High Court όχι μόνο μη συμμορφούμενη με τους όρους της εμφάνισης που είχε καταχωρίσει αλλά και στη συνέχεια υποβάλλοντας το ουσιαστικό θέμα ης δικαιοδοσίας του στην κρίση του με την αίτηση που καταχώρησε για εκπρόθεσμη αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας και παραμερισμό της απόφασης. Το θέμα εκδικάσθηκε έτσι πλήρως και η απόφαση του High Court, αποτέλεσμα της αποδοχής της δικαιοδοσίας του από την Εφεσείουσα να αποφασίσει επ' αυτού, κατέστη και δεδικασμένο.»
Έχουμε καταλήξει και εμείς, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 6(2)(α)(i) και 6(2)(α)(ii) του Κεφ. 10.
Ενόψει της κατάληξης μας αυτής δεν καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε τους άλλους δύο λόγους της έφεσης οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, προσβάλλουν θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που τέθηκαν εν παρόδω και κατά πλεονασμό. Η εξέταση τους θα ήταν μόνο ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.
Η έφεση απορρίπτεται με £2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με £2.000 έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.