ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 103
5 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΡΕΝΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΚΙΚΗ ΚΟΝΤΕΑΤΗ,
2. ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,
3. ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΥΚΑ,
4. ΣΟΦΟΚΛΗ ΡΩΤΟΥ,
5. ΜΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗ,
6. ΧΑΡΙΛΑΟΥ ΚΥΜΙΣΗ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11940)
Αστικά αδικήματα — Δυσφήμιση — Δημοσίευμα σε ετήσια έκθεση της Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου με το οποίο, κατ' ισχυρισμόν, αποδιδόταν στον ενάγοντα, τέως νομικό σύμβουλο της Αρχής, η διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος τιμωρούμενου με τριετή φυλάκιση — Κατά πόσο στοιχειοθετείτο με το επίδικο δημοσίευμα η διάπραξη του ισχυριζόμενου ποινικού αδικήματος οπόταν ο ενάγων θα δικαιούτο σε ουσιαστικές αποζημιώσεις.
Αστικά αδικήματα ? Δυσφήμιση ? Υπεράσπιση του απόλυτου προνομίου βάσει του Άρθρου 20(1)(ζ) και (η) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Η Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου (Ι.Α.Κ.), στην ετήσια έκθεσή της, η οποία συντάχθηκε στις 22/4/2002 και κοινοποιήθηκε στα μέλη της, αιτιολόγησε την απόφασή της για διορισμό άλλου νομικού συμβούλου σε αντικατάσταση του εφεσείοντος, ο οποίος διετέλεσε νομικός της σύμβουλος και είχε παραιτηθεί.
Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει την αγωγή 2515/2000 εναντίον του πρώτου εφεσίβλητου Κίκη Κοντεάτη για δυσφήμιση. Η αγωγή απορρίφθηκε και ο εφεσείων καταχώρησε έφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και ο κ. Κοντεάτης καταχώρησε αντέφεση. Με την απόφαση του Εφετείου απορρίφθηκε η έφεση και έγινε δεκτή η αντέφεση. Κρίθηκε πως δεν αποδείχθηκε η δυσφήμιση που ισχυριζόταν ο εφεσείων στην αγωγή 2515/2000.
Ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή για δυσφήμιση, η απόφαση της οποίας είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης, θεωρώντας πως η φράση στην προαναφερθείσα ετήσια έκθεση ότι αυτός «προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα της άλλης πλευράς παραδίδοντας σ' αυτόν προκατασκευασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις», ήταν δυσφημιστική για τον ίδιο. Αφού με αυτή, τού καταλογίζεται η διάπραξη ποινικού αδικήματος τιμωρούμενου με τρία χρόνια φυλάκιση βάσει του Άρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν στοιχειοθετήθηκε το πιο πάνω αδίκημα με βάση το νόημα των λέξεων που έχουν χρησιμοποιηθεί και επιδίκασε στον εφεσείοντα ονομαστικές αποζημιώσεις £100 ενόψει ιδιαίτερα των όσων αναφέρθηκαν σε σχέση με την άσκηση από αυτόν δικηγορίας χωρίς να δικαιούται (ήταν συνταξιούχος από το τέλος του 1999) αλλά και γιατί εν πάση περιπτώσει δεν υφίσταται δυσμενή επηρεασμό στην άσκηση του επαγγέλματός του, εφόσον δεν δικαιούται να ασκεί τη δικηγορία.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν στοιχειοθετήθηκε το πιο πάνω αδίκημα είναι ορθή. Ορθό είναι επίσης και το σκεπτικό στη βάση του οποίου το Δικαστήριο κατέληξε στην πιο πάνω διαπίστωσή του.
2. Το επίδικο δημοσίευμα αποτελεί ακριβή αναπαραγωγή της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση 2515/2000, που εκδόθηκε στις 12/2/2002, και ως εκ τούτου το δημοσίευμα έχει απόλυτο προνόμιο βάσει του Άρθρου 20(1)(ζ) και (η) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα που θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο, αν ζητηθούν.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Σταυράκης ?.?. ν. Κοντεάτη ?.?. (2004) 1(?) Α.Α.Δ. 1957.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθ.�Αρ. 5566/02), ημερ. 22.12.03.
Χ. Σταυράκης, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους Eφεσίβλητους 1, 3, 4 και 5.
Χρ. Τριανταφυλλίδης για Πολυβίου και μαζί με Παναγίδη, για τους Eφεσίβλητους 2 και 6.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:
Ο εφεσείων είναι γνωστός δικηγόρος. Ασκούσε το επάγγελμα του από το 1947, αφότου τέλειωσε τις σπουδές του, μέχρι το τέλος του 1999, όταν ο ίδιος επέλεξε να αποσυρθεί του επαγγέλματος, λαμβάνοντας τη σύνταξη που καθορίζεται από το Ταμείο Συντάξεως Δικηγόρων. Διετέλεσε υπουργός συγκοινωνιών και έργων από το 1991 μέχρι το 1993. Το 1976 συνεστήθη συνεταιρισμός μεταξύ του ιδίου και του υιού του Χ.Σταυράκη. Ο τελευταίος εμφανίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντος κατά τη συζήτηση της παρούσας υπόθεσης. Οι συνεταίροι του πιο πάνω δικηγορικού γραφείου διετέλεσαν νομικοί σύμβουλοι της Ιπποδρομιακής Αρχής Κύπρου (Ι.Α.Κ.).
Προφανώς η σχέση του εφεσείοντος με δύο μέλη της ΙΑΚ, εφεσίβλητοι 1 και 2, διασαλεύτηκαν, για λόγους που δεν γνωρίζουμε και δεν ενδιαφέρουν, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που, όπως παρατηρεί και στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μιλιούνται μεταξύ τους. Γι' αυτό και ο ισχυρισμός του εφεσείοντος πως το επίδικο δημοσίευμα, γιατί περί αγωγής λιβέλλου πρόκειται, ενέχει το στοιχείο της κακοβουλίας.
Το δυσφημιστικό, κατά την άποψη του εφεσείοντος δημοσίευμα, περιέχεται στην ετήσια έκθεση της ΙΑΚ, η οποία συντάχθηκε στις 22.4.2002 και κοινοποιήθηκε στα μέλη της, 79 τον αριθμό. Στην έκθεση αυτή οι εφεσίβλητοι, μέλη της ΙΑΚ, αιτιολογούν την απόφαση τους να διορίσουν άλλο νομικό σύμβουλο, τον μ.Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη, σε αντικατάσταση του εφεσείοντος που παραιτήθηκε. Ενθέτουμε ολόκληρη την περικοπή.
«ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΝΕΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΟΥ
Οι Έφοροι έχουν προχωρήσει στο διορισμό του κυρίου Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη, Πρώην Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου και Πρώην Γενικού Εισαγγελέα στη θέση του Νομικού συμβούλου σε αντικατάσταση του παραιτηθέντος Νομικού συμβούλου κυρίου Ρένου Σταυράκη ο οποίος επέλεξε την αντιπαράθεση με τους Εφόρους παρά συνεργασία μαζί τους όπως φαίνεται τόσο με αγωγές του εναντίον Εφόρων όσο και με την επιστολογραφία του γραφείου του.
Η πρώτη αγωγή έχει περατωθεί ενώπιον του Επαρχιακού δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο επεδίκασε υπέρ του ενάγοντα ονομαστικές αποζημιώσεις £100 με το δικαιολογητικό μεταξύ άλλων ότι ο κύριος Σταυράκης «είναι ουσιαστικά συνταξιούχος δικηγόρος χωρίς να δικαιούται να ασκεί δικηγορία και σαν δικηγόρος δικαιούται να δραστηριοποιείται ελάχιστα, «ότι κατά τη στιγμή διάπραξης της δυσφήμισης ασκούσε τη δικηγορία χωρίς να δικαιούται» και ότι ο κύριος Σταυράκης «προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα της άλλης πλευράς παραδίδοντας σ΄αυτόν προκατασκευασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις.»
Η επιλήψιμη φράση εντοπίζεται στο τέλος της περικοπής, την οποία και υπογραμμίζουμε. Γίνεται μνεία στην πρωτόδικη απόφαση και στο σχόλιο του εφεσείοντος και ενός των εφεσιβλήτων, Κίκη Κοντεάτη, οι οποίοι ήσαν αντίδικοι στην υπό αναφορά αγωγή, με τον εφεσείοντα εδώ ως ενάγοντα και τον εφεσίβλητο κ.Κοντεάτη εναγόμενο. Αναφέρθηκε λοιπόν πως είχαν καταχωρίσει εναντίον της απόφασης στην αγωγή, ο μεν πρώτος έφεση και ο δεύτερος αντέφεση. Σημειώνουμε πως η έφεση εκδικάστηκε και εκδόθηκε απόφαση, η οποία είναι δημοσιευμένη στους Τόμους των Αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1957. Με την απόφαση του εφετείου απορρίφθηκε η έφεση και έγινε δεκτή η αντέφεση. Κρίθηκε πως δεν αποδείχθηκε η δυσφήμιση που ισχυριζόταν ο εφεσείων στην αγωγή (αγωγή 2515/2000).
Στην παρούσα έφεση η δυσφημιστική φράση έχει τοποθετηθεί από τους συγγραφείς της, εφεσίβλητους, σε εισαγωγικά, γιατί θεωρούν πως συνιστά ακριβή επαναφορά των όσων είπε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πιο πάνω αγωγή.
Η σημερινή αγωγή του εφεσείοντος, όπως διατυπώνεται στην έκθεση απαιτήσεως, στηρίζεται μόνο στην εισήγηση πως, με την επίμαχη δυσφημιστική φράση καταλογίζεται σ' αυτόν διάπραξη σοβαρού ποινικού αδικήματος τιμωρούμενου με τρία χρόνια φυλάκιση βάσει του άρθρου 118 του Ποινικού Κώδικα, που προνοεί τα εξής:
«Όποιος, παρέχει, προσφέρει ή υπόσχεται ανταμοιβή σε μάρτυρα ή πρόσωπο το οποίο πρόκειται να κληθεί ως μάρτυρας σε δικαστική διαδικασία βάσει οποιασδήποτε συμφωνίας ή συνεννόησης ότι η μαρτυρική κατάθεση του δυνατόν ως εκ τούτου να επηρεαστεί ή αυτός που αποπειράται με οποιοδήποτε μέσο να υποκινήσει μάρτυρα στην παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή σε απόκρυψη αληθινής μαρτυρίας, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων».
Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως με το επίδικο δημοσίευμα δεν αποδίδεται ποινικό αδίκημα στον εφεσείοντα, ακολουθώντας ό,τι αναφέρεται στο γνωστό σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander 8th ed. p.154 para.157.
"157. The words must impute a criminal offence.
But the words, to be actionable, must impute to the plaintiff criminal offence. If the words impute some act or conduct which does not amount to criminal offence, no action will lie without proof of special damage (σημ.: στην παρούσα δεν γίνεται επίκληση ή έχουν αποδειχθεί ειδικές ζημιές), even though the defendant intends to impute a criminal offence, and his hearers understand him to do so."
Και σε μετάφραση:
«157. Οι λέξεις πρέπει να αποδίδουν ποινικό αδίκημα.
Αλλά οι λέξεις, για να δημιουργούν αγώγιμο δικαίωμα πρέπει να αποδίδουν στον ενάγοντα ποινικό αδίκημα. Αν οι λέξεις αποδίδουν κάποια πράξη ή συμπεριφορά που δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα, η αγωγή δεν θα επιτύχει χωρίς απόδειξη ειδικών αποζημιώσεων έστω και αν ο εναγόμενος σκοπεί να αποδώσει ποινικό αδίκημα και αυτοί που τον ακούουν αντιλαμβάνονται πως αυτό πράττει.»
Συμφωνούμε με τη σκέψη του πρωτόδικου δικαστή, που εκφράζεται στην πιο κάτω περικοπή από την απόφαση του.
«Για στοιχειοθέτηση του πιο πάνω αδικήματος, όπως προκύπτει από τις πρόνοιες του παρατεθέντος άρθρου δεν είναι αρκετό να αποδίδεται σε κάποιο ότι προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα. Απαιτείται, περαιτέρω, είτε υπόσχεση ανταμοιβής είτε υποκίνηση για παροχή ψευδών αποδεικτικών στοιχείων ή απόκρυψη της αλήθειας. Βέβαια, θα ήταν λάθος, προσεγγίζοντας μια φράση που κατ'ισχυρισμό αποδίδει σε κάποιο πρόσωπο τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, να καταφεύγουμε σε ανάλυση των συστατικών στοιχείων του αδικήματος ή σε τεχνικούς νομικούς όρους. Αυτό που έχει σημασία, κι΄αυτό πρέπει να υιοθετείται, είναι αν αποδίδεται ποινικό αδίκημα με βάση το νόημα των λέξεων που έχουν χρησιμοποιηθεί (βλ.σελ.162, παρ.159 του συγγράμματος Gatley on Libel and Slander, 8η έκδοση, "Words which impute a crime are actionable though they describe it in popular or even slang terms. The meaning of the words is to be gathered from the vulgar import, and not from any technical legal sense."
Θα προσθέταμε πως το επίδικο δημοσίευμα αποτελεί ακριβή αναπαραγωγή της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση 2515/2000, που εκδόθηκε στις 12.2.2002, και ως εκ τούτου το δημοσίευμα έχει απόλυτο προνόμιο βάσει του άρθρου 20(1)(ζ) και (η) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148. Παραθέτουμε ολόκληρο το απόσπασμα της απόφασης, όπου και η επίδικη φράση.
"Χωρίς όσα στη συνέχεια το Δικαστήριο επισημαίνει να αντανακλούν γενικότερα στο ήθος του ενάγοντα όμως δεν μπορεί παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη προς μείωση της αποζημίωσης το γεγονός ότι στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας έχει λεχθεί χωρίς να αμφισβητηθεί ότι ο ενάγων προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρα της άλλης πλευράς, παραδίδοντας στον Σ. Ρωτό προκατασκευασμένες ερωτήσεις και απαντήσεις ενώ γνώριζε ότι επρόκειτο να ήταν μάρτυρας του αντιδίκου του. Βρίσκω κάτω από τις περιστάσεις ότι το ποσό των αποζημιώσεων δεν μπορεί παρά να είναι ονομαστικό ενόψει ιδιαίτερα των όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί σε σχέση με την άσκηση από τον εναγόμενο δικηγορίας χωρίς να δικαιούται αλλά και γιατί εν πάση περιπτώσει δεν υφίσταται δυσμενή επηρεασμό στην άσκηση του επαγγέλματος του, εφόσον δεν δικαιούται να ασκεί τη δικηγορία. Βρίσκω σαν λογική υπό τις περιστάσεις αποζημίωση, αυτή των £100.»
Να παρατηρήσουμε τέλος, πως η απόφαση του εφετείου στην υπόθεση Σταυράκης κ.ά. ν. Κοντεάτη κ.ά. που αναφέρεται πιο πάνω, θα' πρεπε να αποτελέσει οδηγό και στο χειρισμό της παρούσας έφεσης.
Είναι ευχάριστο όμως που μολονότι, καθώς αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η σχέση του εφεσείοντος με τους εφεσίβλητους 1 και 2 είναι τεταμένες, η υπόθεση ενώπιον μας συζητήθηκε από τους δικηγόρους των διαδίκων με κάθε σοβαρότητα και διαλεκτική στάση, καθώς πρέπει σε δικαστική διαδικασία. Ο εφεσείων είχε δικαίωμα να προωθήσει ενώπιον του Δικαστηρίου την αγωγή του, και το Δικαστήριο να εκδώσει την ετυμηγορία του. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα που θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το δικαστήριο, αν ζητηθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα που θα υπολογίσει ο πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο, αν ζητηθούν.