ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 1010

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

 

                                                                                    Αρ.Αίτ.42/2007

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Π. Αρτέμη, Δ.

 

27 Ιουλίου, 2007

 

Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Διάφορες Διατάξεις) Νόμου του 1964

 

KAI

 

Aναφορικά με την αίτηση της εταιρείας Solon Piitaridis Developers Ltd και του Σόλωνα Ποιηταρίδη από τη Λεμεσό δι΄άδεια καταχώρησης Διατάγματος CERTIORARI

 

KAI

 

Aναφορικά με τον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 άρθρα 21(1), 31 και 32

 

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με τον Περί  Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6 άρθρα 4, 5, 7 και 9

 

ΚΑΙ

 

Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 16.7.2007 στα πλαίσια της αγωγής αρ.1989/2007

 

--------------------------------

 

Για τους αιτητές:  κ.Φρ.Χ΄Χάννας

-------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Στις 16.7.07 στην αγωγή 1989/07 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, απορρίφθηκε αίτηση των αιτητών με την οποία ζητούσαν παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα εναντίον των εναγομένων 1-5.  Με την παρούσα αίτηση ζητείται άδεια για την έκδοση διατάγματος της φύσεως certiorari για μεταφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο με το σκοπό ακύρωσης της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου. 

 

Οι λόγοι που αναφέρονται στην ΄Εκθεση επί των οποίων βασίζεται η αίτηση είναι ότι υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση ως προς την ύπαρξη έκδηλης νομικής πλάνης στην απόφαση, έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας και παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, υπάρχει ισχυρισμός ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την παροχή άδειας, παρόλη την ύπαρξη υπαλλακτικού ένδικου μέσου, δηλαδή δικαιώματος έφεσης.

 

Κάτω από τον τίτλο «Η ΑΙΤΗΣΗ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ», αναφέρονται επίσης κατά λέξη και τα ακόλουθα, άνκαι αυτά δεν συνιστούν γεγονότα.

 

«Υπάρχει έκδηλη νομική πλάνη στην όψη της επικαλούμενης (sic) απόφασης και συνακόλουθα έλλειψη ή υπέρβαση εξουσίας ως προς τα εξής:

(i)                 γίνεται πλήρης και λανθασμένη παρερμήνευση και εφαρμογή της νομολογίας σε σχέση με το ζήτημα του κατ΄επείγον υπό το πρίσμα της Δ.39 Κ2.

(ii)               αγνοήθησαν πλήρως πληροφορίες που παρατέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου

(iii)             γίνεται πλήρης και λανθασμένη πραγμάτευση της προσκομισθείσας μαρτυρίας σε σχέση με το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και του ορατού της πιθανότητας επιτυχίας αναφορικά με τους καθ΄ων η Αίτηση 1 και 2.

(iv)              Υπάρχει παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης καθότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψιν τα όσα λέχθησαν.»

 

Από τη νομολογία προκύπτει πως για να χορηγηθεί άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος πρέπει να καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, με την έννοια της συζητήσιμης υπόθεσης.  (In re Nina Panaretou (1972) 1 C.L.R. 165, Ιn re HjiSoteriou and Another (1985) 1 C.L.R. 387, Iacovidou ν. Christophi (1985) 1 C.L.R. 533, R.C.K. Sports Ltd (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571 και Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.1) (1990) 1 Α.Α.Δ. 10.

 

Περαιτέρω, όπου υπάρχει άλλο ένδικο μέσο για να εκδοθεί άδεια για διάταγμα certiorari πρέπει να υπάρχουν «εξαιρετικές περιστάσεις».  Στην υπόθεση Ανθíμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί του προκειμένου:

 

«Και αν ακόμα ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμο ζήτημα, αυτό δεν είναι αρκετό από μόνο του για να του δοθεί η αναγκαία άδεια.  Πρέπει, επίσης, να αποδείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές συνθήκες.  ΄Οπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και, ειδικά, διαδικασία έφεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις, δίδει άδεια.»

 

Επίσης έχει επανειλημμένως τονιστεί πως δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων τι συνιστά «εξαιρετικές περιστάσεις» και το θέμα κρίνεται με βάση τα ιδιαίτερα περιστατικά κάθε υπόθεσης.  (Αλέκα Παπακόκκινου (1993) 1 Α.Α.Δ. 31).   Παρόλο ότι αρχικά υπήρχε η αντίληψη πως σε περιπτώσεις έλλειψης ή υπέρβασης δικαιοδοσίας ή προφανούς νομικού σφάλματος θα μπορούσε να εκδοθεί δικαιωματικά το διάταγμα, παρόλο το διαθέσιμο άλλων ένδικων μέσων, εντούτοις τελικά στην υπόθεση Hellenger Trading Ltd, (2000)1 Α.Α.Δ. 1965,  η θέση αυτή κρίθηκε εσφαλμένη αφού δεν προέκυπτε κάτι τέτοιο από την αγγλική νομολογία.  Ο Κωνσταντινίδης, Δ, στην πιο πάνω απόφαση κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Καταλήγω πως ενώ η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας δεν αποκλείει τη διεκδίκηση  Certiorari, αυτό στο πλαίσιο της νομολογίας, μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν.  ΄Οπως αντιλαμβάνομαι το θέμα, αυτό ισχύει γενικά, ανεξάρτητα δηλαδή από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα.  Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι΄αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

               (η υπογράμμιση είναι δική μου).

 

Η θέση αυτή υιοθετήθηκε ως ορθή στην απόφαση της Ολομέλειας στην Fastact Developers Lltd κ.α. (2004)1(Γ) Α.Α.Δ. σελ.1535.

 

΄Εχει επανειλημμένα επίσης τονιστεί ότι η δικαιοδοσία της έκδοσης προνομιακού εντάλματος δεν αποτελεί υποκατάστατο της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  ΄Εχει λεχθεί χαρακτηριστικά ότι το ένταλμα δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως έφεση υπό μεταμφίεση ούτε ως μέσο επανακρόασης του ζητήματος που εγείρεται.  Τονίζεται πως το τι πρέπει να  επιζητείται με το ένταλμα certiorari δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητάς της.  (Βιολάρης (1996) 1 Α.Α.Δ. 1327).

Εφόσον το ζήτημα της ύπαρξης δικαιοδοσίας για έκδοση προσωρινού εντάλματος, όπου υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης, αποφασίζεται θετικά μόνο όπου υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, τότε, λογικά αυτό θα πρέπει να κρίνεται πριν τα άλλα θέματα που εγείρονται σε δεδομένη αίτηση. 

 

Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές προβάλλουν ως εξαιρετικές περιστάσεις, κατά λέξη, πως «το αντικείμενο της αίτησης είναι καθοριστικότατης και δραστικότατης σημασίας για τους αιτητές και τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που δημιουργούν εξ αντικειμένου εξαιρετικές περιστάσεις.»

 

Δυσκολεύομαι από τα πιο πάνω να αντιληφθώ πώς ο ισχυρισμός αυτός, μπορεί να συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις.  Πρόκειται περί ενός γενικού και αορίστου ισχυρισμού για τον οποίο θα μπορούσα μόνο να παρατηρήσω πως η σημασία, η καθοριστικότητα και η δραστικότητα του αντικειμένου της αίτησης δεν μπορεί με μια τέτοια γενική τοποθέτηση να συνιστά εξαιρετική περίσταση.  Επίσης και ο ισχυρισμός πως τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια που δημιουργούν εξ αντικειμένου εξαιρετικές περιστάσεις είναι και πάλι γενικός και αόριστος. 

 

Ως εκ τούτου δεν έχει κατά την κρίση μου, αιτιολογηθεί η παράλειψη να ακολουθηθεί η εναλλακτική διαδικασία της έφεσης.  Αλλά και διαφορετική αν ήταν επί του προκειμένου η θέση μου, θα έκρινα και πάλι πως δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για έκδοση άδειας, για τους εξής λόγους.  ΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, αυτός απορρίπτεται.  Δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς εγείρεται θέμα παραβίασης της αρχής αυτής με βάση τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα όσα λέχθηκαν από τους αιτητές.  Επίσης οι άλλοι λόγοι που αναφέρονται στην αίτηση, δηλαδή η κατ΄ισχυρισμόν παρερμηνεία και η εσφαλμένη εφαρμογή της νομολογίας και το ότι κατά τον ισχυρισμό των αιτητών αγνοήθηκαν πληροφορίες που παρέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και, τέλος, η εισήγηση ότι λανθασμένα αξιολογήθηκε η προσκομισθείσα μαρτυρία, δεν συνιστούν ούτε προφανή από το πρακτικό νομική πλάνη αλλά ούτε και υπέρβαση δικαιοδοσίας.  Ως προς την έννοια του όρου «δικαιοδοσία» σχετική είναι η απόφαση R.C.K.Sports Ltd (Αρ.2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 618, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

 

«Η λέξη «δικαιοδοσία» έχει πολλές αποχρώσεις ερμηνείας.  Μερικοί τείνουν να πουν ότι, οποτεδήποτε Δικαστήριο αποφασίσει εσφαλμένα, υπερβαίνει τη δικαιοδοσία του.  Η δήλωση αυτή είναι πολύ ευρεία και αποτελεί υπερβολή.  Το Δικαστήριο ασκεί την εξουσία του σύμφωνα με το καθορισμένο δικονομικό δίκαιο.  «Δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα», σημαίνει την εξουσία την οποία έχει ένα Δικαστήριο να αποφασίζει θέματα τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του ή να επιλαμβάνεται θεμάτων τα οποία παρουσιάζονται σύμφωνα με Δικονομικούς Κανόνες ενώπιον του, για απόφαση (Thompson v. Shiel {1840} 3 Ir. Eq. R. 135 και Λαυρέντης Α. Δημητρίου (1990) 1 Α.Α.Δ. 256]».

 

Τέλος, παρατηρώ ότι το τι επιζητείται από το Δικαστήριο είναι να επανακριθεί η υπόθεση καθιστώντας το Ανώτατο Δικαστήριο εφετείο, κάτι που όπως ανέφερα είναι ανεπίτρεπτο στη διαδικασία για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων.  Δεν επιζητείται η κρίση για τη νομιμότητα της απόφασης αλλά για την ορθότητα της, κάτι που σαφώς εκφεύγει της δικαιοδοσίας μου. 

 

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επανατονίσω πως, όχι και χωρίς ευθύνη των Δικαστηρίων, έχει οδηγηθεί το θέμα των προνομιακών ενταλμάτων σε υπερβολική τους χρήση, για να μην πω κατάχρηση, ενώ θα έπρεπε, όπως προκύπτει από τις νομικές αρχές ότι, όπου υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα, η έκδοσή τους να αποφεύγεται, παρά μόνο σε πραγματικά εξαιρετικές περιστάσεις και η δικαιοδοσία να ασκείται με πολύ μεγάλη φειδώ.  Αυτό υποστηρίζεται και από το όλο ιστορικό της έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων στην Αγγλία και της χρήσης τους μέσα από τους αιώνες, σε συνάρτηση με τη σημερινή Κυπριακή νομική πραγματικότητα, που επιτρέπει πάντοτε θεραπεία με βάση έφεση ή άλλες διαδικασίες.

 

 

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                                                                    Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

 

 

 

/ΜΑ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο