ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 928

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Αίτηση Αρ. 35/2007)

 

13 Ιουλίου, 2007

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155(4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΤΟΥ Ν. 33/64

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

KAI

 

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΓΕΤΝΕΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΡ. 24/5/07 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΜΕ ΑΡ. 67/07 ΜΕ ΒΑΣΕΙ ΤΑ ΟΠΟΙΑ (Α) ΠΑΡΑΧΩΡΗΘΗΚΕ Η ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΙΚΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ (Β) ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ Ο ΑΙΤΗΤΗΣ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ ΤΗ ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΟΙΚΙΑ ΕΝΤΟΣ 72 ΩΡΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ (Γ) ΑΠΑΓΟΡΕΥΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΑΙΤΗΤΗ ΑΠΟ ΤΟΥ ΝΑ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΖΥΓΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΗΣΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΕΑ ΤΗΝ 5.6.07.

 

 

Θ. Ιωαννίδης για τον αιτητή.

Α. Παπαχαραλάμπους για την καθ' ης η αίτηση.

 

 

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο δικαστήριο, στις 24.5.07, στη βάση ex parte αίτησης, εξέδωσε παρεμπίπτον διάταγμα το οποίο όρισε ως επιστρεπτέο στις 5.6.07.  Το διάταγμα επιδόθηκε εγκαίρως, ο αιτητής (εκεί καθ' ου η αίτηση) συμμορφώθηκε προς το διάταγμα εγκαταλείποντας τη συζυγική κατοικία, καταχώρησε ένσταση στην οποία επισυνάφθηκε δική του ένορκη δήλωση και εμφανίστηκε με δικηγόρο στις 5.6.07.  Σύμφωνα με το πρακτικό,  ο δικηγόρος ζήτησε άμεση εκδίκαση αλλά αυτή δεν μπορούσε να γίνει.  Όπως σημείωσε το πρωτόδικο δικαστήριο , «ενόψει των συνεχιζόμενων ακροάσεων η συντομότερη ημερομηνία είναι η 20η Σεπτεμβρίου».  Όρισε, λοιπόν, την «κυρίως αίτηση» για ακρόαση για εκείνη την ημερομηνία με τη διαταγή «το προσωρινό διάταγμα σε ισχύ».

 

Σ' αυτό το τελευταίο αφορά και η παρούσα αίτηση για certiorari που καταχωρήθηκε εμπροθέσμως μετά από δική μου άδεια.  Το θέμα που εγείρεται είναι συγκεκριμένο και γι' αυτό δεν θα χρειαστεί να ασχοληθούμε με οτιδήποτε αφορά στο περιεχόμενο του διατάγματος.  Δεν αφορά στην ex parte έκδοσή του αρχικώς ούτε και στην ημερομηνία που ορίστηκε για την επιστροφή του.  Περαιτέρω, δεν αφορά στην ημερομηνία που ορίστηκε για την ακρόαση της αίτησης ενόψει της απόφασής μου στην Sayakhat Air Company (1999) 1 AAΔ 454Είχα θεωρήσει εκεί πως, για λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, ήταν εκτός της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η ακύρωση, όπως εζητείτο, της ημερομηνίας ορισμού για συνέχιση της ακρόασης αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα όπως και η έκδοση διατάγματος mandamus για ορισμό συντομότερης ημερομηνίας.  (Βλ. και Κοτσώνιας (2001) 1 ΑΑΔ 1130).  Όπως διευκρινίστηκε δε, ο αιτητής δεν αμφισβητούσε τη δυνατότητα να οριστεί άλλη ημερομηνία ακρόασης αλλά ούτε και την εξουσία να διαταχθεί η συνέχιση της ισχύος του διατάγματος μέχρι τότε.

 

Ο αιτητής επικαλείται το άρθρο 9(3) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 που ρητά ορίζει πως ex parte διάταγμα παύει να ισχύει κατά την ημέρα της επιστροφής του εκτός αν το Δικαστήριο, αφού ακούσει τα μέρη, διατάξει διαφορετικά.  Κατά την εισήγησή του, δεν έπρεπε να είχε διαταχθεί η συνέχιση της ισχύος του διατάγματος πέραν της ημερομηνίας που ορίστηκε για την επιστροφή του αφού δεν είχαν ακουστεί τα μέρη, ιδιαίτερα ο ίδιος.  Παρέπεμψε συναφώς στην In Re Philippou (1986) 1 CLR 568 αλλά εκεί το θέμα ήταν διαφορετικό.  Είχε εκδοθεί παρεμπίπτον διάταγμα στη βάση ex parte αίτησης χωρίς ορισμό ημερομηνίας για επιστροφή ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα εμφάνισης και υποβολής ένστασης.  Όπως διαφορετικές ήταν και οι περιπτώσεις στην BP Cyprus Ltd (1996) 1 AΑΔ 861 και Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1999) 1 ΑΑΔ 1010Σ' αυτές το θέμα αφορούσε στον ορισμό ημερομηνίας για επιστροφή πιο μακρινής από ότι η ανάγκη για επίδοση απαιτούσε.

 

Εν προκειμένω, είχε ξεπεραστεί εκείνο το στάδιο και ήδη βρίσκονταν και οι δυο πλευρές ενώπιον του Δικαστηρίου.  Το θέμα, πλέον, επαφιόταν στη διακριτική του εξουσία και σημειώνω την εισήγηση της καθ' ης η αίτηση πως αν επικρατήσει η σκέψη του αιτητή θα είναι, πλέον, ουσιαστικά αδύνατο να παραμείνει σε ισχύ παρεμπίπτον διάταγμα που εκδόθηκε ex parte πέραν της ημερομηνίας που ορίστηκε για την επιστροφή του.  Πράγματι, υπό το μη αμφισβητούμενο δεδομένο πως δεν ήταν υποχρεωτικό να ακουστεί η ουσία της αίτησης εκείνη την ημέρα και πως ήταν δυνατό να οριστεί άλλη ημερομηνία με διαταγή συνέχισης της ισχύος του διατάγματος, η εισήγηση του αιτητή εγείρει σειρά ερωτημάτων, με προφανή τον κίνδυνο δημιουργίας αδιεξόδου.  Αν το Δικαστήριο θα έπρεπε να τους ακούσει στη βάση του υλικού που ήδη υπήρχε ενώπιόν του με την αίτηση, την ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις στις οποίες  αντιστοίχως στηρίζονταν, τότε θα επιβάλλαμε εκείνο που εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να γίνει, αφού δεν υπήρχε χρόνος για ακρόαση της υπόθεσης εκείνη την ημέρα.  Ούτως ή άλλως δε, αν το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως στη βάση τέτοιου υλικού δεν θα έπρεπε να συνεχίσει η ισχύς του διατάγματος, αλλά και το αντίστροφο, θα προέκυπτε ζήτημα ως προς το ποιο θα μπορούσε να ήταν το αντικείμενο της ακρόασης που ορίστηκε για τις 20.9.07.  Από την άλλη, αν θα επρόκειτο να ακουστούν τα μέρη με αναφορά σε θέμα έξω από το υλικό που υπήρχε, θα ετίθετο ζήτημα ως προς τη τεκμηρίωσή του με το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο.  Για το οποίο, βεβαίως, θα μπορούσε να υπάρξει αμφισβήτηση που και εκείνης η επίλυση θα απαιτούσε διαδικασία και χρόνο.

 

Εν πάση περιπτώσει, στο πρωτόδικο δικαστήριο, και με τα δυο μέρη παρόντα, μάλιστα και την ένσταση και την ένορκη δήλωση του αιτητή κατατεθειμένες, τέθηκε μόνο η θέση των δυο πλευρών ως προς το χρόνο της ακρόασης της κυρίως αίτησης.  Δεν ήταν δυνατό να ακουστεί η αίτηση εκείνη την ημέρα, όρισε την υπόθεση στις 20.9.07 προφανώς αφού μεσολαβούσαν και οι διακοπές του καλοκαιριού και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως, υπό τα δεδομένα, επιβαλλόταν καθήκον επιπλέον ακρόασης, μάλιστα με πρωτοβουλία του Δικαστηρίου, πριν διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του διατάγματος.  Μου φαίνεται πως το θέμα, μετά την επίδοση, την ένσταση, την ένορκη δήλωσή της, τις εμφανίσεις και τις όσες δηλώσεις έγιναν ενέπιπτε πλέον στη διακριτική του εξουσία και  δεν είναι η περίπτωση τέτοια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι βρισκόμαστε μπροστά σε άσκησή της  σε τέτοιο βαθμό εκτός μέτρου, ενόψει και της ημερομηνίας που ορίστηκε για την ακρόαση, ώστε να εξεταστεί αν παρέχεται δυνατότητα ελέγχου της.  Που, άλλωστε,  δεν είναι και η βάση της αίτησης.

 

Η καθ' ης αίτηση συζήτησε και τη δυνατότητα άσκησης έφεσης ως λόγο για τον οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν θα έπρεπε να αναλάβω δικαιοδοσία.  Αντίθετη είναι η άποψη του αιτητή αλλά έχω την εντύπωση ότι όσα προηγουμένως ανέφερα, αφαιρούν κάθε υπόβαθρο για την εξέταση του θέματος από τέτοια άποψη.

 

 Η αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

ΜΣι.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο