ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 916

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 151/2006)

 

 

13 Ιουλίου, 2007

 

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Πρόεδρος]

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

 

LIBERTY  MEDITERRANEAN  CRUISES  MOUSS  LTD,

 

Εφεσείοντες,

ν.

 

 

1.  HARIS  ZACHARIA  ENGINEERING  CO.  LTD,

               2.  ΧΑΡΗ  ΖΑΧΑΡΙΑ,

               3.  THALASSOTECHNIA  CONSULTANTS  LTD,

               4.  ΣΤΑΥΡΟΥ  ΚΑΡΑΜΟΝΤΑΝΗ,

               5.  ΑΡΧΗΣ  ΛΙΜΕΝΩΝ  ΚΥΠΡΟΥ,

               6.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ  ΤΜΗΜΑΤΟΣ  ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων.

________________________

 

Μ. Βορκάς, προσωπικά και για Παπαγεωργίου, για τους Εφεσείοντες.

Α. Γιωρκάτζης, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

Α. Μιχαηλίδης, για τους Εφεσίβλητους 3 και 4.

Λ. Αστραίου (κα), για την Εφεσίβλητη 5.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο 6.

________________________

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Με απόφαση ημερομηνίας 24/3/2006, αγωγή των εφεσειόντων - (εναγόντων) εναντίον των εφεσιβλήτων -  (εναγομένων) για αποζημιώσεις και άλλες θεραπείες, που, κατ' ισχυρισμό, οι εφεσείοντες είχαν υποστεί ως αποτέλεσμα αμέλειας των τελευταίων, πλην μερικής θεραπείας σε σχέση με την επιστροφή συγκεκριμένων αντικειμένων από τους εφεσίβλητους 1 και 2, απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα την καταχώριση της παρούσας έφεσης.  Σε συντομία, το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:-

 

Οι εφεσείοντες - εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, με κύριους μετόχους και διευθυντές το ζεύγος Μ. Μουσουλίδη, κατοίκους Λονδίνου - έχουν επ' ονόματί τους εγγεγραμμένο στο κυπριακό νηολόγιο μικρό επιβατικό πλοίο με το όνομα "LIBERTY A", κατασκευής 1965, το οποίο αγοράστηκε το Φεβρουάριο του 1999 στην Ελλάδα, με σκοπό τη διεξαγωγή κρουαζιέρων στα κυπριακά χωρικά ύδατα και αλλού.  Ενώ αυτό βρισκόταν ακόμη στο ναυπηγείο της εταιρείας Famalift Shipyard Ltd, όπου οδηγήθηκε, όταν έφτασε στην Κύπρο, για επισκευές, κυρίως στο κουφάρι του, οι οποίες έγιναν, οι εφεσείοντες, επιδιώκοντας την καλύτερη προετοιμασία του για τους σκοπούς που αγοράστηκε, ανέθεσαν στους εφεσίβλητους 3 και 4 την ετοιμασία μελέτης και αρχιτεκτονικών σχεδίων για διάφορα επισκευαστικά και κατασκευαστικά έργα, την εκτέλεση των οποίων ανέθεσαν, με γραπτή συμφωνία  - Τεκμήριο 30, στους εφεσίβλητους 1, διευθυντής των οποίων είναι ο εφεσίβλητος 2.  Την επίβλεψη της εκτέλεσης των έργων ανέθεσαν στους εφεσίβλητους 3, ο διευθυντής των οποίων, εφεσίβλητος 4, την περίοδο 12/11/1999 μέχρι 14/1/2000, ήταν και σύμβουλος των εφεσειόντων.

 

Κατά την εκτέλεση των εργασιών, προέκυψαν διαφορές, που οδήγησαν στη διακοπή των έργων.  Αυτές, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, ήταν αποτέλεσμα των αμελών πράξεων και παραλείψεων, τόσο των εφεσιβλήτων 1 και 2, που εκτελούσαν τις εργασίες, όσο και των εφεσιβλήτων 3 και 4, που τις επέβλεπαν.  Αντί, ισχυρίζονται, το πλοίο να επισκευαστεί και να διαμορφωθεί μέσα στο λιμάνι, όπως συμφωνήθηκε, οι εφεσίβλητοι 1 και 2 το μετακίνησαν στη στεριά, αφαίρεσαν διάφορα αντικείμενα - μηχανές, γεννήτριες, εξοπλισμό - με αποτέλεσμα αυτό να υποστεί σημαντικές ζημιές.  Ο τρόπος και τα υλικά που χρησιμοποίησαν για τις επισκευές όχι μόνο δεν ανταποκρίνονταν στις ανάγκες του πλοίου, αλλά του προκάλεσαν ζημιές, σε βαθμό που καθιστούν ασύμφορη την επαναφορά του στην προτέρα κατάσταση.  Περαιτέρω, αποδίδουν τις ζημιές στις παραλείψεις  των εφεσιβλήτων 5 και 6 - Αρχή Λιμένων Κύπρου, Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων.  Η πρώτη, εμπιστευμένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί του Οργανισμού Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1973, (Ν. 38/73), για τη διαχείριση του λιμένα Λεμεσού, επέτρεψε τη μετακίνηση του πλοίου, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση των ιδιοκτητών, από τη θάλασσα στην ξηρά, όπου έγιναν και οι ζημιές, και ο δεύτερος παρέλειψε να παρεμποδίσει μετακίνηση εξαρτημάτων, εξοπλισμού και άλλων μερών του πλοίου από το λιμάνι στα υποστατικά του εφεσίβλητου 2.  Στην Αναφορά τους, προσδιορίζουν τις διάφορες ζημιές που υπέστησαν, περιλαμβανομένων και απωλειών από τη μη χρησιμοποίηση του πλοίου, οι οποίες, συνολικά, συμποσούνται πέραν του ενός εκατομμυρίου λιρών.

 

Οι εφεσίβλητοι, με την Υπεράσπισή τους, απορρίπτουν κάθε ισχυρισμό για αντισυμβατική συμπεριφορά και αποδίδουν την όποια καθυστέρηση στις συνεχείς αλλαγές των σχεδίων.    

 

Οι εφεσείοντες, για να αποδείξουν την υπόθεσή τους, κάλεσαν οκτώ μάρτυρες, παρουσιάστηκε δε μεγάλος αριθμός εγγράφων.  Οι εφεσίβλητοι 5 και 6 δεν παρουσίασαν μαρτυρία, σε αντίθεση με τους εφεσίβλητους 1 και 2, για τους οποίους κατέθεσε ο εφεσίβλητος 2.  Για τους εφεσίβλητους 3 και 4, κατέθεσε ο Οδυσσέας Οδυσσέως, πτυχιούχος Ναυτομηχανικής και, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο επιβλέπων τα επισκευαστικά έργα.

 

Ενώπιον του συναδέλφου που επελήφθη σε πρώτο βαθμό της υπόθεσης, οι εφεσείοντες, διά στόματος του διευθυντή τους Μ. Μουσουλίδη, πρόβαλαν μια εκ διαμέτρου αντίθετη εκδοχή από αυτήν των εφεσιβλήτων 1 - 4, τόσο σ' ό,τι αφορά την κατάσταση του πλοίου κατά το χρόνο που αυτοί ανέλαβαν τις διάφορες εργασίες όσο και σ' ό,τι αφορά τη μελέτη για τους σχεδιασμούς και τις εργασίες που συμφωνήθηκε να εκτελεστούν.  Ο διευθυντής των εφεσειόντων προσδιόρισε τις εργασίες στα όσα περιέχονται στη γραπτή συμφωνία - Τεκμήριο 30 - και απέρριψε ότι, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ζήτησε ή συμφώνησε στην εκτέλεση περαιτέρω εργασιών στο πλοίο.  Περιόρισε τις οδηγίες στους εφεσίβλητους 3 και 4 στην ετοιμασία σχεδίων για επεκτάσεις στο μπροστινό και στο πίσω μέρος του πλοίου.  Η μελέτη, ισχυρίστηκε, για την κατασκευή νέου καταστρώματος αφορούσε το μέλλον και δεν περιλαμβανόταν στις εργασίες που ανέθεσαν στους εφεσίβλητους 1 και 2, έναντι του ποσού των £25.000,00.  Αναφέρθηκε, επίσης, στις άριστες σχέσεις, που τότε διατηρούσε με τον εφεσίβλητο 4, και τις συναντήσεις που αυτοί είχαν στο Λονδίνο το Νοέμβριο του 1999 και τον Ιανουάριο του 2000, χωρίς ποτέ, σ' αυτές, ο εφεσίβλητος 4 να του αναφέρει για προβλήματα στο πλοίο και καθυστέρηση στις εργασίες.  Διαπίστωσε την άθλια κατάσταση του πλοίου και τη στασιμότητα των εργασιών το Φεβρουάριο του 2000, όταν, μετά που πληροφορήθηκε τυχαία το γεγονός, ήλθε στην Κύπρο.  Αμέσως, διαμαρτυρήθηκε στον εφεσίβλητο 2.  Με τον εφεσίβλητο 4 δεν ήθελε να έλθει σε επαφή, αφού, ήδη, από 14/1/2000, οι υπηρεσίες του ως συμβούλου των εφεσειόντων τερματίστηκαν.

 

Για τη μεταφορά του πλοίου εκτός του χώρου του λιμανιού και την κατάσχεση εξαρτημάτων του, κατέθεσε, εκ μέρους των εφεσειόντων, ο Στέλιος Καστανιάς, Τελωνειακός Ανακριτής.  Αυτή, είπε, έγινε στις 16/1/2002, μετά από αίτηση του εφεσίβλητου 2, οπόταν διαπιστώθηκε ότι σε δύο εμπορευματοκιβώτια υπήρχαν εξαρτήματα και εξοπλισμός του πλοίου, για τα οποία δεν είχαν κατατεθεί διασαφήσεις.  Αμέσως αυτά κατασχέθηκαν, σύμφωνα με σχετικές πρόνοιες του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, (Ν. 82/67).  ΄Οταν ο εφεσίβλητος 2 του ανέφερε ότι μέρος του εξοπλισμού του πλοίου βρισκόταν στα υποστατικά του, του ζήτησε να δώσει κατάθεση και, στη συνέχεια, με οδηγίες ανωτέρων του, άρχισε διερεύνηση της υπόθεσης.  Σταμάτησε την έρευνα, όταν πληροφορήθηκε ότι εκδόθηκε διάταγμα του Δικαστηρίου στην Αγωγή Αρ. 100/2000, την οποία καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι 1 και 2 εναντίον των εφεσειόντων. 

 

Ο εφεσίβλητος 2, με τη μαρτυρία του, έδωσε εντελώς διαφορετική εικόνα για κάθε ζήτημα που ο Μ. Μουσουλίδης επικαλέστηκε.  Οι εργασίες, είπε, με την υπογραφή του Τεκμηρίου 30, άρχισαν και προχωρούσαν κανονικά, πάντοτε σύμφωνα με τις οδηγίες του εφεσίβλητου 4.  Απέδωσε τις καθυστερήσεις που σημειώθηκαν στις συνεχείς αλλαγές των σχεδίων, και στις οδηγίες που έπαιρναν, ανάλογα με τις επιθυμίες του Μ. Μουσουλίδη.  Η κατασκευαστική κατάσταση του πλοίου, ανέφερε, ήταν κακή, γι' αυτό ήταν υποχρεωμένοι, όταν συναντούσαν βλάβες ή προβλήματα, να τα διορθώνουν και μετά να προχωρούν.  ΄Εδωσε, με τη μαρτυρία του, ανάλυση των προβλημάτων που αντιμετώπισαν, λόγω βλαβών που διαπιστώθηκαν στην πορεία των εργασιών.

 

Το Δικαστήριο, αφού παρέθεσε συνοπτικά τη μαρτυρία που ακούστηκε, έκρινε όλους τους μάρτυρες, πλην του διευθυντή των εφεσειόντων, αξιόπιστους και στηρίχτηκε στη μαρτυρία τους.  Απέρριψε τη μαρτυρία του διευθυντή των εφεσειόντων, γιατί:-

 

«Το μεγαλύτερο μέρος των ισχυρισμών του είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με τους ισχυρισμούς των μαρτύρων των εναγόμενων 1, 2, 3 και 4 και επιπρόσθετα συγκρούεται με το περιεχόμενο της έγγραφης μαρτυρίας που παρουσιάζει την πραγματική εικόνα των όσων είχαν διαδραματιστεί.  Το περιεχόμενο της έγγραφης μαρτυρίας υποστηρίζει την άποψη ότι η παρατηρηθείσα καθυστέρηση στη συμπλήρωση των εργασιών οφειλόταν στις αλλαγές των σχεδίων, που ήταν το αποτέλεσμα οδηγιών του Μ. Μουσουλίδη και δικαιώνει τους εναγόμενους 1, 2, 3 και 4.»

 

 

 

Περαιτέρω, σε σχέση με την αιτία της καθυστέρησης, ανέφερε:-

 

«Η πιο πάνω κατάληξή μου ως προς τα αίτια της παρατηρηθείσας καθυστέρησης βασίζεται μεταξύ άλλων και στα πιο κάτω στοιχεία:

 

   (iΣε τηλεομοιότυπο ημερομηνίας 25/11/99, που είχε σταλεί από την εναγόμενη 5 στο Μιχαλάκη Μουσουλίδη, επισυνάπτονται οκτώ σελίδες μέσα στις οποίες περιλαμβάνονται σχέδια για επισκευές στο σκάφος με την αναφορά "Please find in the following pages, the latest modifications on General Arrangement of 'Liberty-A', according your instructions".

 

(iiΣε τηλεομοιότυπο της εναγόμενης 3, ημερομηνίας 29/12/99, η εναγόμενη 3 πληροφορεί το Μ. Μουσουλίδη ότι προχωρεί στην αλλαγή των σχεδίων, αλλά σημειώνει ότι περισσότερες επισκευές καθίστανται αναγκαίες λόγω της κακής κατάστασης του σκάφους.

 

(iii)  Ο Επιθεωρητής - Εκτιμητής Σωτηράκης Παύλου (Μ.Ε.4), ο οποίος κλήθηκε από την ενάγουσα εταιρεία, αναφέρει στην έκθεση που ετοίμασε ημερομηνίας 9/2/2000 ότι κατά τη διάρκεια της επιθεώρησης που διεξήγαγε στις 8/2/2000 παρατήρησε ότι 'προέκταση στις υπερκατασκευές του κύριου καταστρώματος είχαν βρεθεί υπό κατασκευή εκείνη την ώρα'.  Η πιο πάνω αναφορά υποδηλοί ότι διεξάγονταν εργασίες από τους εναγόμενους 1 και 2 πολύ αργότερα από την ημερομηνία που είχε συμφωνηθεί ότι έπρεπε να συμπληρωθούν οι εργασίες.»

 

 

 

Στη συνέχεια, κατέληξε ότι:-

 

«Η ενάγουσα εταιρεία αγόρασε ένα παλιό επιβατηγό πλοίο στην Ελλάδα για τη διενέργεια θαλάσσιων ταξιδίων στα χωρικά ύδατα της Κύπρου.  Το σκάφος βρισκόταν σε κακή κατάσταση.  Ο Μ. Μουσουλίδης είχε αναθέσει στους εναγόμενους 3 και 4 την εκπόνηση σχεδίων για συγκεκριμένες μετατροπές και μετά τη συμπλήρωση των τεχνικών σχεδίων η εταιρεία ανέθεσε τη διεξαγωγή των απαιτούμενων εργασιών στους εναγόμενους 1 και 2.  Οι τελευταίοι προτού αρχίσουν την εκτέλεση των εργασιών μετακίνησαν ορισμένα αντικείμενα και μέρη του εξοπλισμού του σκάφους στο συνεργείο τους (που βρισκόταν έξω από το χώρο του λιμανιού) και σε εμπορευματοκιβώτια τα οποία βρίσκονταν μέσα στο χώρο του λιμανιού.  ΄Αλλα αντικείμενα και μέρος του εξοπλισμού του σκάφους μετακινήθηκαν από τρίτα πρόσωπα που δεν σχετίζονταν με τους εναγόμενους 1 και 2.  Οι εναγόμενοι 1 και 2 άρχισαν τις εργασίες σύμφωνα με την έγγραφη συμφωνία που είχαν υπογράψει με την ενάγουσα και ενώ είχαν συμπληρώσει ένα μεγάλο μέρος των εργασιών, αναγκάσθηκαν να προβαίνουν σε επιπρόσθετες τροποποιήσεις που δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική συμφωνία κατόπιν οδηγιών του εναγόμενου 4, ο οποίος ενεργούσε ως Τεχνικός Σύμβουλος της ενάγουσας εταιρείας.  Ο Μ. Μουσουλίδης προέβαινε σε τροποποιήσεις των εκπονηθέντων σχεδίων με οδηγίες που έδινε στους εναγόμενους 3 και 4, με αποτέλεσμα η συμπλήρωση των εργασιών να καταστεί αδύνατη μέχρι τις 30/11/99 όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί.  Ο εναγόμενος 2 είχε κρατήσει τις δύο μηχανές του σκάφους, σύμφωνα με τις συνθήκες που έχει περιγράψει, όπως επίσης και τέσσερις τόνους άχρηστων υλικών και αντικειμένων, για να διασφαλίσει την πληρωμή του για τις εργασίες που είχαν εκτελεστεί.»

 

 

 

Απέρριψε τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 καθυστέρησαν στην εκτέλεση των εργασιών που τους ανατέθηκαν, στηριζόμενο, αφενός, στην απουσία γι' αυτόν θετικής μαρτυρίας και,  αφετέρου, στην αναφορά του Μ. Μουσουλίδη, κατά την αντεξέταση, ότι, εάν οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ενεργούσαν στη βάση των οδηγιών του εφεσίβλητου 4, δεν έχει παράπονο.  Η αποδοχή της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων 1 και 2 ότι ενεργούσαν στη βάση οδηγιών του εφεσίβλητου 4 οδήγησε στο εύρημα ότι η καθυστέρηση, που σημειώθηκε, οφειλόταν στις αλλαγές που έγιναν με οδηγίες των εφεσειόντων.  Απέρριψε, επίσης, τους ισχυρισμούς για αφαίρεση συγκεκριμένου μέρους του εξοπλισμού και για αμέλεια εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και 2, γιατί, όπως έκρινε:-

 

«Ουδεμία συγκεκριμένη προφορική μαρτυρία έχει προσαχθεί από την ενάγουσα, ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 αφαίρεσαν από το σκάφος τα πιο πάνω αντικείμενα και η περιστατική μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί με τις φωτογραφίες που είχαν κατατεθεί ότι αυτά αφαιρέθηκαν από τους εναγόμενους 1 και 2 δεν στοιχειοθετούν τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, αφού από τη μαρτυρία του εναγόμενου 2 προκύπτει ότι άλλα τρίτα πρόσωπα είχαν μετακινήσει μέρος του εξοπλισμού του σκάφους προτού οι εναγόμενοι 1 και 2 αρχίσουν την εκτέλεση των εργασιών.  Αντιθέτως η μόνη αποδεικτική μαρτυρία που υπάρχει βασίζεται στην παραδοχή του εναγόμενου 2 ότι τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν, κατόπιν οδηγιών του εναγόμενου 4, στο συνεργείο του εναγόμενου 2 και ακολούθως κρατήθηκαν από αυτόν για την εξασφάλιση του παραμένοντος υπόλοιπου της αξίας των εργασιών που έχουν εκτελεστεί.

 

Οι ισχυρισμοί της ενάγουσας για την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους των εναγόμενων 1 και 2, γιατί κατά παράβαση ρητών εντολών της ενάγουσας μετέφεραν το σκάφος στην ξηρά για επιδιορθώσεις, γιατί οι επισκευές έγιναν με πλημμελή τρόπο και γιατί τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ελαττωματικά και/ή ακατάλληλα και/ή χαμηλής ποιότητας, παρέμειναν ατεκμηρίωτοι και απορρίπτονται.  Περιορίζομαι να αναφέρω ότι η μεταφορά του σκάφους στην ξηρά έγινε από τους εναγόμενους 1 και 2 κατόπιν οδηγιών του εναγόμενου 4, όχι κατά παράβαση οποιασδήποτε συμβατικής υποχρέωσης, αλλά για το σκοπό της διάσωσής του, αφού υπήρχε κίνδυνος βύθισής του.  Επιπρόσθετα σημειώνω τη διαπίστωση του Μ.Ε. 4 της ενάγουσας Σωτηράκη Παύλου, ότι δεν παρατήρησε κακοτεχνίες στις εργασίες που εκτελούσαν στο σκάφος.»

 

 

 

Για την απαίτηση εναντίον των εφεσιβλήτων 3 και 4, έκρινε ότι:-

 

«Η ενάγουσα απέτυχε να αποσείσει το βάρος των ισχυρισμών της ότι οι εναγόμενοι 3 και 4 είχαν παραλείψει να επιδείξουν εύλογη επιμέλεια και δεξιοτεχνία στην εκτέλεση των εργασιών που τους είχαν ανατεθεί.  Αντιθέτως το συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι ότι η καθυστέρηση που είχε σημειωθεί οφειλόταν αποκλειστικά στις συνεχείς οδηγίες που δίνονταν από το Μ. Μουσουλίδη για την τροποποίηση των τεχνικών σχεδίων της επιδιόρθωσης του σκάφους, γεγονός που καθυστερούσε τη συμπλήρωση των συμφωνηθέντων εργασιών από τους εναγόμενους 1 και 2.»

 

 

 

Οι ισχυρισμοί για αμέλεια της εφεσίβλητης 5 παρέμειναν, κατέληξε:-

 

 «... αόριστοι χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση.  Ουδεμία μαρτυρία έχει προσαχθεί για να υποστηρίξει τις πιο πάνω εισηγήσεις και κατ' επέκταση ουδεμία ευθύνη μπορεί να αποδοθεί στην εναγόμενη 5 για τις πράξεις των εναγόμενων 1, 2, 3 και 4 στις οποίες δεν είχε οποιαδήποτε συμμετοχή και για τις οποίες δεν υπήρχε νομοθετική πρόνοια εξάσκησης ελέγχου.» 

 

 

 

Σ' ό,τι αφορά τη δήμευση των δύο εμπορευματοκιβωτίων και τις ισχυριζόμενες παραλείψεις του εφεσίβλητου 6 για διεξαγωγή έρευνας,  είναι εύρημα ότι δεν αποδείχθηκε αυτός να ήταν θεματοφύλακας του σκάφους ή του εξοπλισμού του.  Δε θα μπορούσε, κατέληξε το Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος 6 να ενεργεί «... ως αντιπρόσωπος ή υπηρέτης των συμβληθέντων της ενάγουσας και των εναγομένων 1 και 2 με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου» και, περαιτέρω, «... δεν έχει αποδειχθεί ότι ... καθυστέρησε αδικαιολογήτως να εξετάσει τι είχε συμβεί με τα αντικείμενα που βρίσκονταν μέσα στα δύο εμπορευματοκιβώτια».  Ανεξάρτητα, καταλήγει, της όποιας καθυστέρησης στις έρευνες, για την οποία δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις, δεν καταδείχθηκε ότι οι ζημιές των εφεσειόντων προκλήθηκαν από την καθυστέρηση στη διερεύνηση.  Και σε περίπτωση ακόμη, που η εκδοχή των εφεσειόντων, σε σχέση με τις ευθύνες των εφεσιβλήτων, γινόταν αποδεκτή, οι ισχυριζόμενες ζημιές και απώλειές τους παρέμειναν ατεκμηρίωτες:-

 

«Οι υποθετικοί υπολογισμοί του Μ. Μουσουλίδη, όπως αυτοί περιέχονται στην τεχνικοοικονομική μελέτη που έχει ετοιμάσει ο ίδιος (Τ. 61), δεν αποσείουν το βάρος εκείνο της απόδειξης που θα οδηγούσε σε αποδοχή των ισχυρισμών της ενάγουσας για τις ζημιές που κατά τους ισχυρισμούς της έχει υποστεί.»

 

 

 

Η αξίωση των εφεσειόντων για επιστροφή των δύο εμπορευματοκιβωτίων απορρίφθηκε, για το λόγο ότι «... αναμένεται η διερεύνηση κατά πόσο έχει διαπραχθεί οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, ...».  Το Δικαστήριο, παρά την απόρριψη της εκδοχής των εφεσειόντων, διέταξε την επιστροφή από τους εφεσίβλητους 1 και 2 συγκεκριμένων αντικειμένων του πλοίου, τα οποία αυτοί κατείχαν, γιατί δεν είχε ικανοποιηθεί ότι είχαν δικαίωμα να τα κατακρατήσουν.

 

Ενώπιόν μας, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με δέκα λόγους έφεσης.  Αφορούν, ουσιαστικά, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου σε σχέση με κάθε επί μέρους ζήτημα που απασχόλησε, ως, επίσης, ευρήματα και διαπιστώσεις αναφορικά με την ευθύνη των εφεσιβλήτων 5 και 6.  Τέλος, προβάλλεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. 

 

Ο συνήγορος των εφεσειόντων, για να καταδείξει το εσφαλμένο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ. Μουσουλίδη, αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στο καθετί που θα μπορούσε να πλήξει την κατάληξη για την αξιοπιστία του.  Μας παρέπεμψε σε πλείστα όσα σημεία της μαρτυρίας του, αλλά και των υπολοίπων μαρτύρων, από τα οποία, κατά την εισήγησή του, καταδεικνύεται το εσφαλμένο τόσο της αξιολόγησης της μαρτυρίας του όσο και της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων 1 - 4, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι.  Πάντοτε σε σχέση με την αξιολόγηση, πρόβαλε ότι πλείστα όσα σημεία της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2 καταδεικνύουν το αναξιόπιστό της.    Θεωρεί ο συνήγορος την απουσία μαρτυρίας εκ μέρους του εφεσίβλητου 4 στοιχείο που υποστηρίζει την αλήθεια των όσων ο Μ. Μουσουλίδης κατέθεσε σε σχέση με τα σχέδια και τις εργασίες που συμφωνήθηκε να εκτελεστούν.  Η αποδοχή, υπέβαλε, εκ μέρους των εφεσειόντων, λήψης των Τεκμηρίων 83 και 84, τα οποία περιείχαν τροποποιήσεις των αρχικών σχεδίων, χωρίς αυτά να υπογραφούν από το διευθυντή τους, δεν οδηγεί στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο.

 

Παραπονούνται, επίσης, οι εφεσείοντες ότι δεν εξετάστηκε το ζήτημα της ευθύνης του εφεσίβλητου 4, ως συμβούλου των εφεσειόντων, όπως και ότι δε σχολιάστηκε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας, με αποτέλεσμα η απόφαση να είναι αναιτιολόγητη.

 

Σ' ό,τι αφορά την ευθύνη των εφεσιβλήτων 5 και 6, αυτή προκύπτει, υπέβαλε ο συνήγορος των εφεσειόντων, από τη μαρτυρία του Στ. Καστανιά - (Μ.Ε.2) - ο οποίος, μετά που εντόπισε στα υποστατικά του εφεσίβλητου 2 εξαρτήματα του πλοίου, τον θεώρησε εμπλεκόμενο και τον κάλεσε να του δώσει κατάθεση.  Η έλλειψη, σημείωσε, έρευνας από τον εφεσίβλητο 6 καταδεικνύει το βάσιμο της αξίωσης των εφεσειόντων. 

 

Είναι καλά νομολογημένο ότι η  κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η διαπίστωση των γεγονότων είναι έργο του δικάζοντος σε πρώτο βαθμό δικαστηρίου, το οποίο, παρακολουθώντας τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης,  βρίσκεται σε καλύτερη θέση να κρίνει την αξιοπιστία τους απ' ότι το Εφετείο, μέσα από το γραπτό μόνο λόγο.  Δυνατότητα επέμβασης από το Εφετείο παρέχεται μόνο, εφόσον τα ευρήματά του αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, ή όταν τα συμπεράσματά του είναι, εξ αντικειμένου,  παράλογα ή αυθαίρετα - (βλ. Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614). 

 

΄Εχουμε εξετάσει όλα όσα ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι δε δικαιολογούν τα πρωτόδικα ευρήματα και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της.  Δε διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα είτε στον τρόπο, με τον οποίο το Δικαστήριο προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία, είτε σε ό,τι, τελικά, κατέληξε ότι προέκυπτε νομικά.  Προτού αυτό καταλήξει σε ευρήματα, έστρεψε την προσοχή του σε κάθε ζήτημα, το οποίο οι εφεσείοντες καταλόγιζαν στους εφεσίβλητους, και το εξέτασε, όχι αποσπασματικά, αλλά σε συσχετισμό με το σύνολο της μαρτυρίας που ακούστηκε.  Αντιπαρέβαλε τη μαρτυρία του Μ. Μουσουλίδη με το σύνολο της μαρτυρίας και έδωσε πειστικούς λόγους για την απόρριψή της, όπως έδωσε και για την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου 2.  Διαπίστωσε - και ορθά - ότι η γραπτή μαρτυρία διέψευδε το Μ. Μουσουλίδη και υποστήριζε την εκδοχή των εφεσιβλήτων 1 και 2.  Οι όποιοι ενδοιασμοί υπήρχαν για τη μαρτυρία του εφεσίβλητου 2 διασκεδάστηκαν από τη γραπτή μαρτυρία, η οποία κατέγραφε τα γεγονότα σε χρόνο που δεν υπήρχαν διαφορές.  Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 4 δεν κατέθεσε δεν επιδρά στο αξιόπιστο ή μη της μαρτυρίας του διευθυντή των εφεσειόντων.  Μαρτυρία, άλλωστε, εκ μέρους των εφεσιβλήτων 3 και 4 δόθηκε και κρίθηκε αξιόπιστη.  Ούτε ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα της ευθύνης του εφεσίβλητου 4 ως συμβούλου των εφεσειόντων ευσταθεί.  Η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ. Μουσουλίδη και η αποδοχή της θέσης ότι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 ενεργούσαν στη βάση των οδηγιών των εφεσιβλήτων 3 και 4, που ήταν οι επιβλέποντες μηχανικοί, δικαιολογεί πλήρως τις πρωτόδικες διαπιστώσεις.  Από τη γραπτή μαρτυρία, προκύπτει ότι ο διευθυντής των εφεσειόντων ήταν πλήρως ενήμερος για όλα. 

 

Ούτε βρίσκουμε η πρωτόδικη απόφαση να στερείται αιτιολογίας.  Η μη αναφορά σ' αυτή του συνόλου της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν επηρεάζει.  ΄Οπως αναφέρεται στην Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35:-  (σελ. 39)

 

«Οι αρχές που διέπουν την αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης δεν επιβάλλουν την επανάληψη του συνόλου της μαρτυρίας ή αναφορά σε κάθε πτυχή της.  ΄Οτι απαιτείται είναι ο ορθός προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, η σύνοψη του ουσιώδους μέρους της μαρτυρίας, ο συσχετισμός της με τα ευρήματα και συμπεράσματα καθώς και η συνάρτηση της ετυμηγορίας με τα επίδικα θέματα και τα ευρήματα του δικαστηρίου.  (Βλ. μεταξύ άλλων Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235 και Pioneer Candy Ltd ν. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540).»

 

 

 

Τέλος, δε βρίσκουμε αντιφατικότητα στην κατάληξη για επιστροφή στους εφεσείοντες, παρά την απόρριψη της εκδοχής τους, συγκεκριμένων αντικειμένων του πλοίου.  Το γεγονός ότι δεν υπήρχε εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1 και 2 αντισυμβατική συμπεριφορά δεν επηρεάζει την κατάληξη για επιστροφή των διαφόρων αντικειμένων.  Κρίθηκε ότι δεν υπήρχε νομιμοποιητική βάση για την κατακράτησή τους και το εύρημα αυτό δεν έχει εφεσιβληθεί.  Καταλήγουμε ότι η αποδοχή της εκδοχής των εφεσιβλήτων και η υπαγωγή της στα ορθά νομικά πλαίσια δε δικαιολογούν επέμβασή μας.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

 

 

Χρ. Αρτεμίδης, Π.

 

 

 

Γ. Νικολάου, Δ.

 

 

 

Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

                                                                                          

 

                                                                                           Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο