ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 524

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            Πολιτική Έφεση Αρ.12232

4 Μαϊου, 2007

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ,   ΦΩΤΙΟΥ,   ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

 

STROJ-INVEST LTD,

Eφεσείοντες-ενάγοντες,

και

  1. N.L. NOVA TRADE (OFFSHORE) LTD,
  2. NIKOLA LALIC,

Εφεσίβλητοι-εναγόμενοι.

― ― ― ―

Α. Δημητριάδης, για εφεσείοντες

Φ. Νικολάου (κα), για εφεσίβλητους

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

Π. Αρτέμη, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Με βάση συμφωνία, που είναι τεκμήριο 6 ενώπιον του Δικαστηρίου, οι εφεσείοντες-ενάγοντες, που είναι υπεράκτια εταιρεία, εγγεγραμμένη στην Κύπρο, αξίωναν από τους εναγομένους 1 και 2 αλληλεγγύως και κεχωρισμένως υπόλοιπο και/ή αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας και/ή ως εγγύηση για την εκτέλεση της συμφωνίας και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας και/ή άλλως.

 

Ήταν η θέση των εφεσειόντων-εναγόντων, ότι, τόσο η εφεσίβλητη υπεράκτια εταιρεία, όσο και ο εναγόμενος 2, που ήταν διευθυντής των εναγομένων 1, ήταν υπεύθυνοι με βάση τη συμφωνία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η υπογραφή του εναγομένου 2, ο οποίος υπέγραψε το τεκμήριο 6 εκ μέρους της εναγομένης εταιρείας, δεν εδέσμευε τον ίδιο προσωπικά και ότι αυτός ενήργησε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας. Ως εκ τούτου, η αγωγή εναντίον του απορρίφθηκε.

 

Με την παρούσα έφεση οι ενάγοντες-εφεσείοντες προσβάλλουν το πιο πάνω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εναγόμενος 2 δεν δεσμευόταν προσωπικά με βάση το τεκμήριο 6.

 

Έχουμε ενώπιον μας μετάφραση στην Ελληνική του τεκμηρίου 6 (τεκμ. 6Α), το οποίο κάτω από τον τίτλο ΣΥΜΒΑΣΗ, αναφέρει τα ακόλουθα:

 

 «Υπεγράφει (sic) στο Βελιγράδι τη 20.9.1997 μεταξύ της υπεράκτιας εταιρείας NOVA TRADE LTD, Λεμεσός, Κύπρος, την οποία αντιπροσωπεύει ο διευθυντής της κ. NICOLA LALIC   από τη μία πλευρά (περαιτέρω στο κείμενο αναγράφεται ως «λήπτης της χρηματοδότησης» και της Υπεράκτιας εταιρείας STROJ-INVEST LTD, Λευκωσία, Κύπρος, την οποία αντιπροσωπεύει ο διευθυντής της κ. MILAN KOMNENIC, - και τον οποίο αντιπροσωπεύει ο κ. SLOBODAN KOMNENIC από το Βελιγράδι, - από την άλλη πλευρά (περαιτέρω στο κείμενο αναγράφεται ως «χρηματοδότης») που έγινε υπό τους εξής όρους:»

 

Σημειώνουμε πως, σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, το αποτέλεσμα της συμφωνίας ήταν ότι οι εφεσείοντες-ενάγοντες χρηματοδότησαν και/ή εγγυήθηκαν τους εναγομένους με το ποσό των $250.000 για περίοδο 8 μηνών για σκοπούς αγοράς ιατρικών υλικών και μηχανημάτων.  Με βάση αυτή τη συμφωνία οι εναγόμενοι ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν στους εφεσείοντες-ενάγοντες ως αντάλλαγμα το ποσό των $342.500.

 

Η παράγραφος 6 της πιο πάνω συμφωνίας προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«6.1  Σαν ξεχωριστό μέσο της εξασφάλισης της επιστροφής των χρημάτων βάσει του Άρθρου 2, παρ. 2.3 ο λήπτης της χρηματοδότησης και ο χρηματοδότης μέσω αυτής της σύμβασης συμφώνησαν στην υποθήκευση ενός διαμερίσματος του πρώτου το οποίο βρίσκεται στο SANDY BEACH  Apartments, Block I/112, Λεμεσός, Κύπρος.

 

6.2        Ο κ. NICOLA LALIC σαν ιδιοκτήτης της πιο πάνω ακίνητης περιουσίας, εγγυάται ότι το διαμέρισμα είναι δικής του ιδιοκτησίας και ότι δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο για την υποθήκευση του.

 

6.3        Η προθεσμία για την εγγραφή της υποθήκευσης του διαμερίσματος ορίζεται σε 30 (τριάντα) ημέρες από την ημέρα της υπογραφής της σύμβασης αυτής.

 

6.4        Η συμφωνούμενη υποθήκευση, σαν ξεχωριστό μέσον της εξασφάλισης, αποτελεί ένα ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης με όλες τις νομικές επιπτώσεις.

 

6.5        Εάν, για οποιουσδήποτε λόγους κατά την διάρκεια της προκαθορισμένης χρονικής προθεσμίας δεν γίνει η εγγραφή της υποθήκευσης του διαμερίσματος, ο χρηματοδότης εξουσιοδοτείται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό απομάκρυνση των αρνητικών επιπτώσεων στην ουσία της σύμβασης αυτής.»

 

Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων ότι η συνέπεια της παραγράφου 6.2 ήταν η προσωπική δέσμευση του διευθυντή της εταιρείας, Nicola Lalic, να υποθηκεύσει το διαμέρισμά του, που περιγράφεται στην παράγραφο 6.1 προς όφελος των εφεσειόντων και ως εκ τούτου ο ίδιος κατέστη προσωπικά υπεύθυνος για εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγομένης εταιρείας και/ή τουλάχιστον ως εγγυητής.

 

Επί του θέματος αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Βρίσκω ότι ο εναγόμενος 2 ενεργούσε καθόλο τον ουσιώδη χρόνο αποκλειστικά σαν διευθυντής των εναγομένων 1 και όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα.  Εξάλλου και ο Μ.Ε.1 στη μαρτυρία του, ουσιαστικά δεν έχει αμφισβητήσει την επί του προκειμένου θέση των εναγομένων όταν αυτή του τέθηκε στην αντεξέταση.  Δοθέντος δε ότι η εταιρεία αποτελεί αυτοτελή νομική οντότητα ανεξάρτητη από τους μετόχους και διευθυντής της (Salomon v. Salomon (1897) A.C.22,  και Bank of Cyprus Holdings v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 1883) o εναγόμενος 2 δεν υπέχει προσωπική ευθύνη με την ιδιότητα του πρωτοφειλέτη.  Οι ενάγοντες προώθησαν και υπεστήριξαν τη θέση, σύμφωνα με την οποία ο εναγόμενος 2 εγγυήθηκε τους εναγόμενους 1 και συνεπώς υπέχει ευθύνη υπό την εν λόγω ιδιότητα.  Παρατηρώ τα εξής.  Η απαίτηση των εναγόντων στην παρούσα αγωγή εδράζεται αποκλειστικά επί των όρων της επίδικης συμφωνίας, την οποία, όμως ο εναγόμενος 2 δεν έχει υπογράψει υπό την προσωπική του ιδιότητα.  Οποιανδήποτε ευθύνη ενδεχομένως ο εναγόμενος 2 να υπέχει υπό την ισχυριζόμενη ιδιότητα του εγγυητή των εναγομένων 1, αυτή βρίσκεται εκτός δικογράφων και θα πρέπει να αναζητηθεί ενδεχομένως στα πλαίσια άλλης από την επίδικη συμφωνία, συμφωνίας.  Σαν αποτέλεσμα η αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 δεν μπορεί να πετύχει.»

 

Πέρα από τα πιο πάνω έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα.  Με βάση το άρθρο 6.1 της συμφωνίας (τεκμήριο 6), την ευθύνη και την υποχρέωση για υποθήκευση του διαμερίσματος την είχε αναλάβει «ο λήπτης της χρηματοδότησης» και ως λήπτης της χρηματοδότησης αναφέρεται στην εισαγωγική παράγραφο της σύμβασης η εφεσίβλητη-εναγόμενη εταιρεία.  Το τι αναφέρεται στην επόμενη παράγραφο είναι απλώς και μόνο η βεβαίωση πως ο  διευθυντής της εταιρείας «σαν ιδιοκτήτης . . . της ακίνητης περιουσίας» εγγυάται ότι τούτο είναι δικής του ιδιοκτησίας και ότι δεν υπάρχει εμπόδιο για την υποθήκευσή του.  Τούτο, κατά την άποψή μας, δεν τον καθιστά ούτε συνυπεύθυνο με την εναγομένη εταιρεία λόγω της εκ μέρους του υπογραφής, αφού είναι προφανές ότι η υπογραφή του τέθηκε υπό την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου της εταιρείας, αλλά ούτε και ως εγγυητή.  Το περισσότερο που θα μπορούσε να λεχθεί είναι ότι δυνατόν η υπογραφή του να τον εδέσμευε να συγκατατεθεί σε υποθήκευση του διαμερίσματος.  Αλλά, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μας στοιχεία, η υποθήκευση του διαμερίσματος δεν έγινε εντός της συμφωνηθείσας προθεσμίας των 30 ημερών, αλλά ούτε και καθόλου μέχρι σήμερα και παρόλο ότι η υποθήκευση καθοριζόταν ως ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης, εντούτοις οι εφεσείοντες προχώρησαν στη χρηματοδότηση, παρόλο ότι δεν είχε γίνει η υποθήκευση και χωρίς τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου.  Κρίνουμε υπό τις συνθήκες ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και ορθά απερρίφθη η αγωγή εναντίον του εναγομένου 2, όπως  αυτή είχε δικογραφηθεί.

 

Με «Ειδοποίηση Αντέφεσης», όπως περιγράφεται στο σχετικό δικόγραφο, η εναγόμενη εταιρεία 1 υπέβαλε «αντέφεση» που αφορά στην ουσία της  απόφασης εναντίον της εναγόμενης 1 εταιρείας.  Με προδικαστική του ένσταση ο συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε και υποστήριξε με επιχειρηματολογία ότι η «αντέφεση» αυτή δεν μπορεί να προχωρήσει, αφού πρόκειται για ειδοποίηση εφεσίβλητου με βάση τη Δ.35 θ.10, που δίδεται από εφεσίβλητο ενώ στην παρούσα υπόθεση εφεσίβλητος είναι μόνο ο εναγόμενος 2, αφού η έφεση δεν αφορά στην εναγομένη εταιρεία που έχει καταχωρήσει την «ειδοποίηση αντέφεσης», αλλά στρέφεται μόνο εναντίον της απόρριψης της αγωγής κατά του εναγόμενου 2. 

 

Στην υπόθεση Φίλιππου ν. Γιαννήταη κ.ά (Αρ.1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 1229 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 1231 - 1232:

 

«Η αντέφεση (cross appeal) αναφέρεται αλλά δεν ορίζεται στους Θεσμούς.  Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και στην Αγγλία.  Ο λόγος είναι προφανής.  Η έννοια της αντέφεσης είναι απόλυτα ταυτισμένη με εκείνη της έφεσης.  Η αντέφεση είναι έφεση αυτοτελής και ανεξάρτητη που υποβάλλεται μετά την καταχώριση προηγουμένως έφεσης από αντίδικο και αφορά σε θέμα για το οποίο ενδιαφέρεται και ο εν λόγω αντίδικος: βλ. Re Cavender´s Trusts (1881) 16 Ch.D. 270.  Και υπόκειται βέβαια στον ίδιο χρονικό περιορισμό που αναφέρεται στη Δ.35 Κ.2: δηλαδή, όπου είναι εναντίον τελικής απόφασης, όπως εδώ, καταχωρείται εντός έξι εβδομάδων από την έκδοση της απόφασης.  Συνεπώς διακρίνεται από την ειδοποίηση εφεσίβλητου δυνάμει της Δ.35 Κ.10.  Δεν παραγνωρίζουμε ότι στις υποθέσεις Keziban Raif (as administratrix) v. Dervish  (1971) 1 C.L.R. 158 και Christodoulou and another v. Attorney-General and Others (1972) 1 C.L.R. 205, το Εφετείο αναφέρθηκε στην ειδοποίηση εφεσίβλητου ως αντέφεση.  Επρόκειτο, ίσως, για λεκτική χαλαρότητα.  Αποτελεί εν πάση περιπτώσει σφάλμα.  Επίσης σημειώνουμε ότι στον πρóσφατο περί Εφέσεως (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων, και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996, η αντέφεση ορίζεται να «περιλαμβάνει και ειδοποίηση βάσει της Δ.35 Κ.10 των Θεσμών».  Αυτός ο ορισμός αποβλέπει στη διευκόλυνση της αναφοράς σε κοινούς μηχανισμούς.  Σημαντικό νομίζουμε είναι το ότι η συμπερίληψη της ειδοποίησης εφεσίβλητου στον ορισμό, υπογραμμίζει την ξεχωριστή της οντότητα.»

 

Και πιο κάτω στην ίδια απόφαση, στη σελίδα 1232, αναφορικά με την ειδοποίηση εφεσίβλητου, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Τέτοιου είδους ειδοποίηση απευθύνεται μόνο σε ότι διαλαμβάνει η απόφαση η οποία έχει εφεσιβληθεί και στην οποία ο εφεσείων ως εκ της έφεσης του έχει συμφέρον.  Αλλιώς ο εφεσίβλητος οφείλει να προχωρήσει με αντέφεση.»

 

Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι δεν πρόκειται περί αντέφεσης, όπως περιγράφεται πιο πάνω, αλλά περί ειδοποίησης εφεσίβλητου, σύμφωνα με τη Δ.35 θ.10.  Με βάση όμως τις πιο πάνω αρχές, τέτοια ειδοποίηση μπορεί μόνο να δοθεί από εφεσίβλητο και εφόσον η παρούσα έφεση είναι ουσιαστικά μόνο εναντίον του εναγομένου 2 και αφορά μόνο αυτόν, η εναγόμενη εταιρεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εφεσίβλητη και ως εκ τούτου δεν είχε δικαίωμα να δώσει ειδοποίηση εφεσίβλητου αλλά θα έπρεπε να είχε καταχωρήσει εντός της προθεσμίας αντέφεση, όπως αυτή επεξηγείται στο απόσπασμα από την απόφαση στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω.

 

Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο αντέφεσης, που σχετίζεται με τα έξοδα, είναι γεγονός ότι αυτός αφορά τον εναγόμενο 2 που είναι εφεσίβλητος.  Το παράπονο του όμως είναι ανεδαφικό.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε σαφέστατα τους λόγους για τους οποίους δεν εξέδωσε διαταγή για έξοδα υπέρ του εναγόμενου 2.  Συμφωνούμε με την κατάληξή του.

 

Εν όψει των πιο πάνω τόσο η έφεση όσο και η «αντέφεση» απορρίπτονται, με  έξοδα εναντίον των αποτυχόντων διαδίκων.

 

 

 

Δ.                                                      Δ.                                                    Δ.

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο