ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 659

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 11698 και 11699)

 

31 Μαΐου 2007

 

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11698)

 

1.      ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ

ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ APAK AGRO INDUSTRIES LTD,

2.  ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ,

Εφεσείοντες,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης

---------------------------

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11699)

ΑΔΟΥΛΛΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΟΥΝΤΟΥΡΟΥ,

Εφεσείουσα,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητης

---------------------------

Αιτήσεις ημερ. 30 Ιουνίου 2006

Π. Αγγελίδης, για τους Αιτητές-Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

Στ. Πολυβίου, για την Καθ΄ ης η αίτηση-Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

---------------------------

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση

του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Το ευρύτερο πλαίσιο των υπό εξέταση αιτήσεων των εφεσειόντων για προσαγωγή μαρτυρίας σε σχέση με τον 7ο λόγο έφεσης στις Πολ. Εφέσεις 11698 και 11699, οι οποίες ασκήθηκαν εναντίον της τελικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στις αγωγές αρ. 2543/91 και 1402/92, το σκιαγραφήσαμε στην πρόσφατη απόφαση μας, ημερ. 19 Μαρτίου 2007, στις Πολ. Εφέσεις 328/2005 και 143/2006 οι οποίες αφορούσαν σε διαδικασία αμφισβήτησης των πρακτικών της δίκης, για τους σκοπούς ακριβώς του προαναφερθέντος 7ου λόγου.  Με αυτόν οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι ο εκδικάσας δικαστής ήταν προκατειλημμένος εναντίον τους.

 

Η προτεινόμενη μαρτυρία αφορά στα εξής:  (α) τον τρόπο με τον οποίο ο δικαστής διεξήγαγε τη δίκη και, ειδικότερα, τη στάση του απέναντι στους δικηγόρους κατά τη διάρκεια της• (β) την επαγγελματική σχέση του δικαστή με το γραφείο των δικηγόρων της εφεσίβλητης Τράπεζας, όταν αυτός ήταν δικηγόρος και απασχολείτο στο γραφείο τους, όπως και τη διατήρηση φιλικών σχέσεων με τους εν λόγω δικηγόρους• και (γ) τα πρακτικά της δίκης. 

 

            Αναφορικά με το πρώτο θέμα, οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων στηρίζονται στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις, ημερ. 30 Ιουνίου 2006,  του δικηγόρου που τους είχε εκπροσωπήσει στη δίκη, κ. Κώστα Τσιρίδη, και του διευθύνοντος συμβούλου τους, κ. Ανδρέα Δημητριάδη.  Μεταφέρουμε, με τα ακόλουθα αποσπάσματα, την ουσία των ισχυρισμών.

Από την ένορκη δήλωση του κ. Τσιρίδη:

«7.  Η συμπεριφορά του Πρωτόδικου Δικαστή έναντι μου, και έναντι των Εφεσειόντων και των μαρτύρων τους, ήταν εχθρική, προσβλητική, καταπιεστική, οργισμένη και μειωτική και έθιγε την υπόληψη και αξιοπρέπεια μου.  Στα εξήντα-πέντε τόσα χρόνια της ζωής μου και στα τριάντα-έξι χρόνια της επαγγελματικής μου καριέρας είναι η πρώτη φορά που δέχθηκα τέτοια επίθεση, προσβολή και συμπεριφορά τέτοια που να θίγει την υπόληψη ή την αξιοπρέπεια μου.  Η συμπεριφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έναντί μας ήταν έκδηλα εχθρική, καταπιεστική, οργισμένη, ειρωνική και μειωτική, δεικνύουσα ότι οι Εναγόμενοι ευρίσκοντο εν αδίκω παραβιάζοντας τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και δίνοντας την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να απονέμει ανεπηρέαστα δικαιοσύνη.

 

 8.    Ο παντελώς αδικαιολόγητα πολύ υψηλός τόνος της φωνής του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι ειρωνείες, οι κρίσεις αξιοπιστίας μαρτύρων των Εναγομένων και/ή των Εναγόντων κατά την διάρκεια της μαρτυρίας τους, και η έλλειψη αντικειμενικότητας υποβάθμισαν στα μάτια των πελατών μου, και του πολίτη γενικότερα, όχι το δικό μου κύρος αλλά το κύρος του δικηγορικού εδράνου και ανέτρεψαν την ισορροπία των σκελών της ψαλίδας που συμβάλλουν στην απονομή της δικαιοσύνης.»

 

 

 

Από την ένορκη δήλωση του κ. Δημητριάδη:

«12. Η συμπεριφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έθιγε την υπόληψη και αξιοπρέπεια και υποβάθμιζε το κύρος του δικηγορικού εδράνου και ανέτρεπε την ισορροπία των σκελών της ψαλίδας.

 

12.1 Από  την  έναρξη  της  ακροαματικής  διαδικασίας τόσο εγώ όσο και οι Δικηγόροι μας, Κώστας Τσιρίδης και Αλέξανδρος Τσιρίδης, διαπιστώσαμε μια τάση ιδιαίτερης σκληρότητας και προκατάληψης απέναντι στη δική μας πλευρά, από τον Δικαστή Παμπαλλή, ενώ βλέπαμε από την άλλη μια ευνοϊκή μεταχείριση προς την πλευρά των Εναγόντων και των δικηγόρων τους.  Η συμπεριφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έναντι μας ήταν έκδηλα εχθρική, καταπιεστική, οργισμένη, ειρωνική και μειωτική, δεικνύουσα ότι οι Εναγόμενοι ευρίσκοντο εν αδίκω, ενώ αντίθετα το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβαινε σε έκδηλα πολύ φιλικές προσεγγίσεις προς την πλευρά των Εφεσίβλητων. Έτσι, δικαιολογημένα, ως τιμίως πιστεύω, μου δημιουργήθηκε η εντύπωση πως δεν μπορούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη σύμφωνα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

          ................................

 

14.1 Η πιο πάνω αναφερόμενη στάση και συμπεριφορά του Δικαστή μας προξενούσε ανησυχία και απογοήτευση όσο και πολλά ερωτηματικά ως προς τα κίνητρα του Δικαστή.  Ωστόσο ο Δικηγόρος μας κος Κώστας Τσιρίδης με τον οποίο συζητούσα την συμπεριφορά του Δικαστή, και ο οποίος είχε τις ίδιες ανησυχίες και απόψεις μαζί μου όσο αφορά την προκατάληψη του Δικαστή, μας διαβεβαίωνε ότι η κατάλληλη ώρα να εγερθούν αυτά τα θέματα ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν με Έφεση μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, γιατί ........»

 

 

            Στο θέμα της προηγούμενης απασχόλησης του δικαστή, ως δικηγόρου πριν από πολλά χρόνια, και γενικότερα τη σχέση του με τους δικηγόρους της εφεσίβλητης Τράπεζας, αναφέρεται μόνο ο κ. Δημητριάδης.  Σύμφωνα με την ένορκο δήλωση του, ο δικαστής:

 «έκαμε την εξάσκηση του και ακολούθως άσκησε δικηγορία υπό μορφή δικηγορικού οίκου και/ή συνεταιρισμού και/ή συνεργασίας και/ή άλλως πως στο δικηγορικό γραφείο Χρυσαφίνης και Πολυβίου & Σια και σε πλείστες περιπτώσεις αντιπροσώπευε και/ή εκπροσωπούσε και/ή εμφανιζόταν στα Δικαστήρια και αλλού για το δικηγορικό γραφείο ... (ότι) το εν λόγω δικηγορικό γραφείο ενεργούσε ως νομικός σύμβουλος και δικηγόρος της Κυπριακής Τράπεζας Αναπτύξεως Λτδ . και παρείχε νομικές συμβουλές στους Εφεσίβλητους, μεταξύ άλλων . και αναφορικά με το περιεχόμενο των συμβάσεων που συνομολογούσαν (και) κατά τους επίδικους και/ή μέρος των επίδικων χρόνων εκπροσωπούσε και/ή αντιπροσώπευε και/ή εμφανιζόταν για τους εν λόγω δικηγόρους των Εφεσίβλητων».

 

 

Έπειτα, ως προς τη διατήρηση φιλικών σχέσεων, ο κ. Δημητριάδης λέγει τα εξής: 

«Ήταν έκδηλο σε εμένα και τους δικηγόρους μου ότι οι σχέσεις του Πρωτόδικου Δικαστή ήταν πολύ στενές με τους συνηγόρους των Εφεσίβλητων, σε βαθμό που οι συνήγοροι των Εφεσίβλητων, σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια της περιόδου ακρόασης της δίκης παρουσίασαν νεαρά συγγενικά τους πρόσωπα (παιδιά του κ. Πόλυ Πολυβίου και Στέλλας Πολυβίου) στο ιδιαίτερο γραφείο του Δικαστή για να τον χαιρετίσουν.»

 

 

Για τις πρώην επαγγελματικές σχέσεις, η συνήγορος της εφεσίβλητης Τράπεζας προέβη σε δήλωση την οποία, σε ό,τι αφορά τα γεγονότα, ο συνήγορος των εφεσειόντων αποδέχθηκε ως ορθή αλλά με επιφύλαξη ως προς τα συμπεράσματα σε σχέση με τα οποία  πρότεινε δική του ερμηνεία.  Η δήλωση ήταν η ακόλουθη:

«Το δικηγορικό γραφείο Χρυσαφίνης και Πολυβίου δηλώνει ότι ο πρωτόδικος δικαστής εργοδοτήθηκε στο γραφείο τους ως ακολούθως:

 

       (α)  Άσκηση και απόκτηση άδειας ασκήσεως του επαγγέλματος από τον Σεπτέμβριο του 1977 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1978.

 

       (β)   Ο εν λόγω δικαστής εργοδοτήθηκε ως εργοδοτούμενος δικηγόρος από τον Σεπτέμβριο του 1978 μέχρι το 1982.

 

       (γ)    Το 1982 αποχώρησε από το γραφείο ως εργοδοτούμενος δικηγόρος και λειτούργησε δικό του δικηγορικό γραφείο.  Υπήρξε συνεργάτης των πιο πάνω δικηγόρων μέχρι και τις 30 Σεπτεμβρίου 1985 για χειρισμό συγκεκριμένων υποθέσεων που δεν είχαν σχέση και δεν έχουν καμιά σχέση με οποιονδήποτε των διαδίκων.

 

       (δ)  Κατά τη διάρκεια της εργοδότησης ως το (β) ανωτέρω, δηλαδή, από το 1978-1982 χειρίστηκε υποθέσεις πελατών του δικηγορικού γραφείου μεταξύ των οποίων ήσαν και οι ενάγοντες εφεσίβλητοι.  Ο χειρισμός των υποθέσεων αυτών ήταν στο επίπεδο οδηγιών αλλά ουδέποτε στο επίπεδο ακρόασης.  Ο αριθμός των υποθέσεων των εναγόντων που χειρίστηκε το δικηγορικό γραφείο κατά την περίοδο 1978-1982 ήταν πολύ περιορισμένος και καμιά υπόθεση είχε σχέση με τις παρούσες υποθέσεις ή τους εναγόμενους εφεσείοντες.

 

       (ε)   Ο πρωτόδικος δικαστής κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του ουδέποτε χειρίστηκε την παρούσα υπόθεση η οποία εν πάση περιπτώσει καταχωρήθηκε το 1991 ή οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τους εναγόμενους εφεσείοντες.»

 

 

            Στην ένορκο δήλωση του κ. Δημητριάδη στηρίζεται και το τρίτο θέμα, που είναι τα πρακτικά της δίκης για τα οποία λέγει, με αναφορά στο δικαστή, ότι:

 «καταγράφουν λανθασμένες και/ή τροποποιημένες και/ή παραποιημένες δηλώσεις αναφορικά με την κρίση που έκαμε για την αξιοπιστία μάρτυρα εμπειρογνώμονα κατά τη διάρκεια που έδιδε την μαρτυρία του και για άλλα θέματα καθώς και τις δηλώσεις του Δικηγόρου μας κ. Κώστα Τσιρίδη».

 

 

Αρχίζουμε με αυτό το τελευταίο. Δεν παρέχεται εν προκειμένω έρεισμα για να εξεταστεί ο,τιδήποτε πέραν των όσων ήδη απασχόλησαν στις προηγούμενες διαδικασίες σε σχέση με τα πρακτικά για τα οποία, υπενθυμίζουμε, εκδώσαμε απόφαση στις 19 Μαρτίου 2007 στις Πολ. Εφέσεις 328/2005 και 143/2006.

 

            Αναφορικά με τα άλλα δύο θέματα, θεωρούμε κατ΄ αρχάς χρήσιμο να επισημάνουμε ότι με τη γραπτή αγόρευση, η οποία κατατέθηκε προς υποστήριξη των αιτήσεων, διεξάγεται εκτενής συζήτηση με παραπομπές σε κυπριακή και αγγλική νομολογία, βασισμένη στην άποψη ότι πρόκειται για περίπτωση όπου ζητείται άδεια του Εφετείου για προσαγωγή «περαιτέρω μαρτυρίας» οπότε χρειάζονται οι εξής προϋποθέσεις: να μην ήταν δυνατόν με εύλογη επιμέλεια να εξασφαλιστεί πρωτοδίκως η μαρτυρία, να πιθανολογείται σημαντική επίδραση της στο αποτέλεσμα και να εμφανίζεται αξιόπιστη: βλ. Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29 (στη σελ. 32) και Blachin άλλως Blochine ν. Αριστείδου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 195. Στην παρούσα όμως περίπτωση, η προτεινόμενη μαρτυρία δεν έχει σχέση με τα επίδικα θέματα στις αγωγές ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσθετη εκείνης που προσάχθηκε επί της ουσίας πρωτοδίκως.  Σχέση έχει με το υπερβαίνον, ξεχωριστό ζήτημα της καθόλου δυνατότητας του δικαστή να επιληφθεί  της υπόθεσης.  Αυτό το ζήτημα οι εφεσείοντες δεν το έθεσαν πρωτοδίκως, δεν ζήτησαν  από  το δικαστή να εξαιρεθεί και επομένως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθεί επ΄ αυτού: βλ. Τοουλιάς (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 62 και Νικολαΐδης (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 890.

 

  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι δεν μπορούσαν να το έπρατταν κατ΄ εκείνο τον χρόνο.  Με την ένορκο δήλωση του κ. Δημητριάδη, πρόσφεραν την ακόλουθη εξήγηση:

 «δεν γνωρίζαμε και/ή δεν γνωρίζαμε τα πλήρη γεγονότα που είχαν σχέση με την προηγούμενη απασχόληση του Πρωτόδικου Δικαστή και τις ειδικές σχέσεις των συνηγόρων των Εφεσίβλητων και/ή των ιδίων των Εφεσίβλητων με τον Πρωτόδικο Δικαστή».

 

 

Ο κ.  Αγγελίδης, ο   τελευταίος  δικηγόρος  που  εμφανίστηκε  εκ  μέρους   των   εφεσειόντων   για   την    ακρόαση της  αίτησης,  αναφερόμενος  στον   κ. Δημητριάδη, έθεσε το ζήτημα ως εξής:

«Ύστερα έμαθε τη σχέση και βεβαίως εάν ήξερε τη σχέση θα έδιδε οδηγίες στο δικηγόρο υπό τύπο προδικαστικής ένστασης ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου να εμποδίσει την εκδίκαση από τον συγκεκριμένο δικαστή.  Για κάμποσο καιρό έβλεπε παράξενα πράγματα το πολύ που να πούμε ή λανθασμένα αποτελέσματα αλλά δεν ήταν εκεί όλη η μαρτυρία της σχέσης για να πεις ήταν bias.  Και αν κάτι είναι λανθασμένο απλώς περιμένεις την έφεση.  Αργότερα όπως είναι η ένορκος δήλωση διασαφηνίζουν οι αιτητές ότι έμαθαν τη σχέση.  Πώς ήταν δυνατό να κάνουν από προηγουμένως την αίτηση;»

 

 

            Δεν είναι όμως αυτή η εικόνα την οποία οι εφεσείοντες παρουσίασαν με τις ένορκες δηλώσεις των κ.κ. Τσιρίδη και Δημητριάδη, εκτενή αποσπάσματα των οποίων παραθέσαμε.  Σύμφωνα με τις ένορκες δηλώσεις, η εχθρότητα και κατ΄ επέκταση η έλλειψη αντικειμενικότητας του δικαστή ήταν, ως εκ της συμπεριφοράς του κατά τη διάρκεια της δίκης, προφανής.  Επομένως αυτή η κατ΄ ισχυρισμό συμπεριφορά του δικαστή δεν χρειαζόταν να συνδεόταν με άλλες περιστάσεις για να  μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα.  Οι εφεσείοντες όφειλαν λοιπόν, σε σχέση με αυτή την πτυχή της συμπεριφοράς του δικαστή, την ανεξάρτητη από τα πρακτικά  για τα οποία ήδη δώσαμε απάντηση με την προηγούμενη απόφαση μας,  να του έθεταν αμέσως ζήτημα εξαίρεσης αν η πραγματικότητα ήταν όπως την ισχυρίζονται.  Αντ΄ αυτού όμως, στο τέλος της δίκης ο κ. Τσιρίδης απευθυνόμενος προς το δικαστήριο, όπως το ίδιο αμέσως πιο πριν και ο δικηγόρος της εφεσίβλητης Τράπεζας, εξέφρασε ικανοποίηση για τη διεξαχθείσα διαδικασία.  Είπε τα ακόλουθα:

       «Κύριε Πρόεδρε αν μου επιτρέπετε και από δικής μου πλευράς σίγουρα εκφράζω τις ευχαριστίες προς όλους τους εμπλεκόμενους γιατί επιτέλους τέλειωσε αυτή η διαδικασία.  Η προσπάθεια μου πάντοτε ήταν συμμόρφωση προς τους κανονισμούς τόσο της Πολιτικής Δικονομίας όσο και της δεοντολογίας.  Σίγουρα υπήρχαν διαφωνίες και πάντοτε θα υπάρχουν διαφωνίες γιατί αυτή είναι η ωραιότητα της δικηγορίας γιατί χωρίς αυτή δεν θα υπήρχαν τα Δικαστήρια.  Ανεξάρτητα από τις διαφωνίες που υπήρξαν θέλω να πιστεύω ότι όλων η προσπάθεια ήταν η αποπεράτωση αυτής της διαδικασίας κατά τον καλύτερο τρόπο και θέλω πραγματικά να πιστεύω όπως πίστευα μέχρι σήμερα και αν έγιναν λάθη τα λάθη έγιναν καλόπιστα γιατί φροντίσαμε μέσα στα πλαίσια της δικής μας ικανότητας να εξυπηρετήσουμε τη δικαιοσύνη.  Με αυτές τις σκέψεις νιώθω ανάλαφρος γιατί τελειώσαμε αυτή τη μακροσκελέστατη διαδικασία.»

 

 

Τα ίδια ισχύουν και για τα περί φιλικών σχέσεων του δικαστή με τους δικηγόρους και επισκέψεων των δικηγόρων στο γραφείο του για να του γνωρίσουν τα παιδιά τους, φοιτητές τότε της νομικής, καθώς ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων.  Προσθέτουμε ως θέμα τάξης, σε σχέση με αυτή την πτυχή, ότι δεν διακρίναμε εν προκειμένω ο,τιδήποτε το μεμπτό ή το άτοπο. Θεωρούμε δε πως η αντίθετη άποψη αδικαιολόγητα υποβαθμίζει την ακεραιότητα του κύπριου δικαστή.

 

              Τέλος, σε ό,τι αφορά τις πρώην επαγγελματικές σχέσεις του δικαστή με το γραφείο των δικηγόρων της εφεσίβλητης Τράπεζας, όταν αυτός ήταν ακόμα δικηγόρος, το θέμα τελειώνει με τη δήλωση γεγονότων για τα οποία, κατά τη διάρκεια της ακρόασης, σημειώθηκε σύγκλιση.  Οι όποιες εισηγήσεις για  συμπεράσματα  δεν  έχουν   θέση  έξω   από   το πλαίσιο συζήτησης του 7ου λόγου των εκκρεμουσών εφέσεων.

 

            Οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 

 

                                                                                    Δ.

 

 

 

                                                                                    Δ.

 

 

 

                                                                                    Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο