ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 1 ΑΑΔ 491

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12007)

 

24 Απριλίου, 2007

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

 

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,

 

Εφεσείοντας/Ενάγοντας,

 

ν.

 

                           1. CHAPO (INVESTMENTS) LTD.,

2. ΧΩΜΑΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΑΔΕΛΦΟΙ

                                 Λ+Χ+Α ΚΟΥΜΝΑ ΛΤΔ.,

 

Εφεσίβλητων/Εναγομένων.

 

 

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Παναγιώτου, για τον Εφεσίβλητο 1.

 

Ουδεμία εμφάνιση για την Εφεσίβλητη 2.

 

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Στις 31/5/95 ο Γεώργιος Σωτηρίου (εφεσείων), ο οποίος εργαζόταν στην εταιρεία "Χωματουργικές Εργασίες Αδελφοί Λ+Χ+Α Κουμνά Λτδ" (β΄ εφεσίβλητη) ως μηχανοδηγός μεγάλου μηχανοκίνητου φορτηγού οχήματος, με το οποίο μετέφερε λατομικό υλικό στο χώρο εργοστασίου σε λατομείο της Chapo (Investments) Ltd (α΄ εφεσίβλητη εταιρεία) στο Μιτσερό, ενώ εκινείτο με οπίσθια ταχύτητα το όχημα που οδηγούσε κατακρημνίστηκε σε βάθος 7 μέτρων. Το φορτηγό ανατράπηκε και ο εφεσείων, ο οποίος εγκλωβίστηκε στη θέση του οδηγού, υπέστη σοβαρά τραύματα και ζημιές.

 

Μετά από τέσσερα χρόνια ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα αγωγή ζητώντας αποζημιώσεις για επιδειχθείσα αμέλεια εκ μέρους και των δύο εφεσίβλητων. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ότι ήταν υπεύθυνοι για το ατύχημα και ισχυρίστηκαν ότι η ανατροπή του οχήματος οφειλόταν στο ότι ο εφεσείων είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο αμέσως πριν από την ανατροπή του οχήματός του.

 

(α) Τα γεγονότα και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί φαίνεται ότι η α΄ εφεσίβλητη είχε παραχωρήσει στη β΄ εφεσίβλητη τον χώρο στον οποίο γίνονταν ανορύξεις ασβεστολιθικού πετρώματος για την παραγωγή θραυστών σκύρων και άμμου. Η μεταφορά του λατομικού αυτού υλικού γινόταν από το χώρο της ανόρυξης και επεξεργασίας από λατομεία που βρίσκονταν στην περιοχή Κορώνη στο χωριό Μιτσερό, στο χώρο του εργοστασίου της α΄ εφεσίβλητης από οδηγούς της β΄ εφεσίβλητης, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση από την α΄ εφεσίβλητη ως προς τον τρόπο διεξαγωγής των εργασιών. Η μόνη υποχρέωση της                  α΄ εφεσίβλητης προς τη β΄ εφεσίβλητη ήταν η καταβολή του συμφωνηθέντος ποσού ανάλογα με την ποσότητα του λατομικού υλικού, το οποίο εξορυσσόταν και μεταφερόταν για επεξεργασία. Τόσο η εξόρυξη όσο και η μεταφορά του λατομικού υλικού γινόταν με μηχανήματα και φορτηγά που χειρίζονταν υπάλληλοι της β΄ εφεσίβλητης. Το υλικό που εξορυσσόταν μεταφερόταν σε μια πλατεία μήκους 30 μέτρων και πλάτους 20 μέτρων               (α΄ πλατεία), που εχρησιμοποιείτο σαν αποθηκευτικός χώρος, με οχήματα παρόμοια με εκείνο που οδηγούσε ο εφεσείων. Όταν συσσωρευόταν αρκετή ποσότητα λατομικού υλικού, το υλικό σπρωχνόταν με τρακτέρ στο μπροστινό μέρος της α΄ πλατείας όπου υπήρχε ένα πρανές (σαν πλαγιά λόφου) ύψους         7 μέτρων με κλίση 40%. Από το πρανές το υλικό κατέληγε σε μια χαμηλότερη πλατεία (β΄ πλατεία). Στην άκρη της α΄ πλατείας η β΄ εφεσίβλητη δημιουργούσε καθημερινά ένα ανάχωμα για να προειδοποιεί τους οδηγούς ότι η εκφόρτωση θα έπρεπε να γινόταν για λόγους ασφαλείας πριν από το ανάχωμα, αφού υπήρχε ο κίνδυνος υποχώρησης (σκασίματος) της επιφάνειας του εδάφους. Η β΄ εφεσίβλητη είχε δώσει οδηγίες στους οδηγούς της να προσέχουν το χώρο εκφόρτωσης γιατί στη β΄ πλατεία, που βρισκόταν 7 μέτρα πιο χαμηλά από το χώρο εκφόρτωσης, βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις της α΄ εφεσίβλητης. Το όχημα που οδηγούσε με οπίσθια ταχύτητα ο εφεσείων στην α΄ πλατεία, αφού πέρασε πάνω από το ανάχωμα κατακρημνίστηκε και βρέθηκε αναποδογυρισμένο στο χώρο της β΄ πλατείας.

 

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω ευρήματα: Το πρωϊ της ημέρας του ατυχήματος υπάλληλοι της                  β΄ εφεσίβλητης φόρτωσαν το όχημα που οδηγούσε ο εφεσείων, που βρισκόταν στην υπηρεσία της β΄ εφεσίβλητης, με λατομικό υλικό. Ο εφεσείων οδήγησε το όχημα στην α΄ πλατεία για εκφόρτωση. Αφού έκαμε μια στροφή οδήγησε το φορτηγό με την όπισθεν, εκεί που υπήρχε ανάχωμα για να εκφορτώσει. Το ανάχωμα ήταν ορατό και ευδιάκριτο. Ο εφεσείων δεν σταμάτησε πριν από το ανάχωμα όπως έπρεπε και συνέχισε την πορεία του προς τα πίσω. Χωρίς να σταματήσει και χωρίς να ανυψώσει τον κρίκο του φορτηγού για να εκφορτώσει, το όχημα πέρασε πάνω από το ανάχωμα και έπεσε από ύψος 7 μέτρων στη β΄ πλατεία και αναποδογυρίστηκε. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η β΄ εφεσίβλητη ήταν ένοχη αμέλειας αφού παρέλειψε να προσφέρει κάποιου είδους επιστασία, όπως π.χ. την παρουσία ενός προσώπου ο οποίος θα καθοδηγούσε τον οδηγό ενώ ο τελευταίος οδηγούσε με οπίσθια ταχύτητα και ότι η α΄ εφεσίβλητη δεν έφερε οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα. Το Δικαστήριο ακολούθως αφού έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρος οδηγός, ότι γνώριζε καλά το χώρο της εκφόρτωσης και τον κίνδυνο που εγκυμονούσε αν πλησίαζε το ανάχωμα και ότι η ορατότητα του προς το ανάχωμα ήταν ανεμπόδιστη, βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο συντρέχουσας αμέλειας και καταλόγισε ευθύνη 50% στη β΄ εφεσίβλητη και 50% στον εφεσείοντα.

 

Ευθύς μετά το ατύχημα ο εφεσείων μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου διαπιστώθηκε ότι βρισκόταν σε κατάσταση καταπληξίας (κώμα), με εξωτερικό τραύμα στο κεφάλι και εσωτερική αιμορραγία που οφειλόταν σε ρήξη της σωλήνας. Ο εφεσείων υπεβλήθη σε σπληνεκτομή. Από τις αξονικές τομογραφίες διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο στο αριστερό μέρος του εγκεφάλου, μέσω του οποίου διαβιβάζονται μηνύματα κίνησης και αίσθησης, με αποτέλεσμα η διακοπή της αιμάτωσης στην περιοχή αυτή να επιφέρει ημιπληγία σε όλη τη δεξιά πλευρά. Ο εφεσείων καθηλώθηκε μόνιμα σε αναπηρική καρέκλα, με πλήρη αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης και έκτοτε τελεί υπό τη συνεχή φροντίδα της συζύγου του μέχρι σήμερα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι τα τραύματα που υπέστη ο εφεσείων οφείλονταν στην ανατροπή του οχήματος που οδηγούσε και του επεδίκασε υπό τύπο αποζημιώσεων £150.000 με τόκο 6% από τις 31/5/95 και 8% από τις 29/11/96 και σύμφωνα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του κατά 50%, το ποσό των αποζημιώσεων μειώθηκε σε £75.000.

 

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενος ότι,

 

(α) Λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η α΄ εφεσίβλητη δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα,

 

(β) Ο καταμερισμός εναντίον του συντρέχουσας αμέλειας κατά 50% ήταν λανθασμένος,

 

(γ) Το επιδικασθέν ποσό των £150.000 για αποζημιώσεις είναι έκδηλα ανεπαρκές.

 

 

Η α΄ εφεσίβλητη με αντέφεση ισχυρίζεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο λίγο πριν από το ατύχημα και ότι τα τραύματα που υπέστη οφείλονταν στην ανατροπή του οχήματος που οδηγούσε, είναι λανθασμένο.

 

(α) Η ευθύνη της α΄ εφεσίβλητης.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η α΄ εφεσίβλητη δεν έφερε καμιά ευθύνη για το ατύχημα είναι λανθασμένη. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η α΄ εφεσίβλητη είχε παραβιάσει το νομικό καθήκον που είχε σύμφωνα με τα άρθρα 142 και 145 των περί Μεταλλείων και Λατομείων Κανονισμών του 1958 να μην προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή. Προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης έγινε επίκληση της απόφασης Municipality of Nicosia and Another ν. Κυθραιώτης (1983) 1 C.L.R. 154 (156), στην οποία αποφασίστηκε ότι η ύπαρξη ανεξάρτητου εργολάβου δεν απαλλάσσει αυτόν που έχει νομικό καθήκον από ευθύνη έναντι τρίτου, έστω και στην περίπτωση ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ του προσώπου που έχει το καθήκον και του ανεξάρτητου εργολάβου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων ήταν εργοδοτούμενος της β΄ εφεσίβλητης, αφού αυτή τον προσέλαβε, αυτή του κατέβαλλε τους μισθούς του και του παρείχε τα διάφορα μηχανήματα με οδηγίες ως προς τη χρησιμοποίησή τους και είχε τη δυνατότητα απόλυσής του, χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση εκ μέρους της α΄ εφεσίβλητης. Ακολούθως, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η  α΄ εφεσίβλητη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτοχος της ακίνητης ιδιοκτησίας του λατομείου, αφού αυτή παραχωρήθηκε στη β΄ εφεσίβλητη για την εκτέλεση των λατομικών εργασιών και δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η α΄ εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη αφού δεν ήταν κάτοχος του χώρου στο οποίο επεσυνέβη το ατύχημα.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Από τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί το πιο πάνω συμπέρασμα ήταν αναπόφευκτο, αφού η α΄ εφεσίβλητη παραχώρησε μόνο το χώρο στον οποίο θα εκτελούνταν οι διάφορες εργασίες και δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην εκτέλεσή τους.

 

Η επίκληση του άρθρου 142(1) του περί Μεταλλείων και Λατομείων Κανονισμών (The Mines and Quarries Regulations 1958), δεν ενισχύει την εισήγηση του εφεσείοντος ότι για το ατύχημα φέρει ευθύνη και η                         α΄ εφεσίβλητη. Και τούτο γιατί δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η α΄ εφεσίβλητη είχε ενεργήσει αμελώς ή σκοπίμως ή ότι είναι ένοχη συμπεριφοράς, η οποία είχε θέσει σε κίνδυνο τη ζωή ή την ασφάλεια των προσώπων που εργάζονταν στο λατομείο.

 

Επιπρόσθετα η επίκληση της απόφασης Municipality of Nicosia and Another ν. Κυθραιώτης (1983) 1 C.L.R. 154, δεν ενισχύει την εισήγηση του εφεσείοντος ότι η α΄ εφεσίβλητη έφερε ευθύνη για το ατύχημα και τούτο γιατί στην πιο πάνω υπόθεση η εφεσείουσα είχε νομική υποχρέωση να συντηρεί τους δημόσιους δρόμους και υπείχε ευθύνης για τραύματα που μπορούσαν να προκύψουν σε τρίτα πρόσωπα που χρησιμοποιούσαν τους δρόμους. Στην παρούσα περίπτωση η επέκταση της ευθύνης για να περιλάβει και τον εφεσείοντα, ο οποίος ήταν εργοδοτούμενος της β΄ εφεσίβλητης, η οποία ενεργούσε ως ανεξάρτητος εργολάβος, είναι ανεδαφική.

 

(β) Ο καταμερισμός της ευθύνης κατά 50%.

Η β΄ εφεσίβλητη είχε συμβληθεί με την α΄ εφεσίβλητη για να μεταφέρει το υλικό που εξορυσσόταν για επεξεργασία μέσα στο χώρο του λατομείου και είχε δώσει οδηγίες στους οδηγούς των φορτηγών να δημιουργούν ένα ανάχωμα στην άκρη της α΄ πλατείας για να μην υπάρχει κίνδυνος κατά την εκφόρτωση να κυλούν πέτρες στη β΄ πλατεία και για να ενεργεί και ως προειδοποίηση για τους οδηγούς ότι η εκφόρτωση έπρεπε να γινόταν πριν από το ανάχωμα. Το δε ξεφόρτωμα έπρεπε να γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες της β΄ εφεσίβλητης προς τον εφεσείοντα, 4-5 μέτρα πριν από το ανάχωμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν έμπειρος οδηγός και γνώστης του χώρου στον οποίο εργαζόταν, όπως επίσης και ότι η ορατότητά του προς το ανάχωμα ήταν ανεμπόδιστη, τον βρήκε ένοχο συντρέχουσας αμέλειας σε ποσοστό 50%.

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ευθυνόταν κατά 50% για το ατύχημα είναι λανθασμένο. Και τούτο γιατί είχε διαταχθεί να εισέλθει στην πλατεία με το μπροστινό μέρος του οχήματος και να οδηγήσει με οπίσθια ταχύτητα το όχημα του όσο πιο κοντά μπορούσε στο ανάχωμα (που είχε ύψος 70 εκ., ενώ οι τροχοί του οχήματος του είχαν ύψος 1.80 εκ.). Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως έμπειρος οδηγός ενός τέτοιου ογκωδέστατου φορτηγού και δεν ήταν καλός γνώστης του χώρου, αφού είχε προσληφθεί για να εκτελεί τα καθήκοντα του οδηγού μόλις ένα μήνα προηγουμένως. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η συντρέχουσα αμέλεια του έπρεπε να περιοριστεί σε ποσοστό 25%.

 

Έχουμε εξετάσει τις εισηγήσεις του εφεσείοντος και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Η β΄ εφεσίβλητη έφερε ευθύνη για το ατύχημα αφού παρέλειψε να υιοθετήσει ένα ασφαλές σύστημα εργασίας με την παρουσία ενός προσώπου, ο οποίος θα καθοδηγούσε τον οδηγό του οχήματος το οποίο θα ξεφόρτωνε το λατομικό υλικό. Σημειώνουμε προς τούτο την παρατήρηση στην έκθεση του Ανώτερου Επιθεωρητή Μεταλλείων που εξέτασε τα αίτια του ατυχήματος, ότι η εκφόρτωση του λατομικού υλικού θα έπρεπε να γινόταν πολύ πιο πίσω, στην παρουσία ενός προσώπου που θα καθοδηγούσε τον οδηγό του φορτηγού, αφού έτσι η πιθανότητα υποχώρησης (σκάψιμο) του εδάφους θα ήταν πολύ πιο μειωμένη. Η μη υιοθέτηση των πιο πάνω μέτρων οδηγεί αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση για την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους της                  β΄ εφεσίβλητης είναι ορθή.

 

Ταυτόχρονα και ο εφεσείων ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, αφού παρέλειψε να σταματήσει και εκφορτώσει το φορτηγό όχημα που οδηγούσε πριν από το ανάχωμα. Η ορατότητα του προς τα πίσω ήταν ανεμπόδιστη και θα μπορούσε, αν ήταν προσεκτικός, να αντιληφθεί την ύπαρξη του αναχώματος και να σταματήσει το όχημα του για εκφόρτωση πριν από το ατύχημα. Το όχημα του βρισκόταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία που έχει δοθεί, σε καλή μηχανική κατάσταση και ο εφεσείων θα μπορούσε να εφαρμόσει τα φρένα του και να το ακινητοποιήσει πριν από το ατύχημα, σύμφωνα με τις οδηγίες των εργοδοτών του. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας ήταν ορθό.

 

Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία έχουμε αποφασίσει να μην επέμβουμε στην πρωτόδικη προσέγγιση στο θέμα της κατανομής της ευθύνης. Ο πρωτόδικος Δικαστής λειτούργησε μέσα στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του ασκώντας ορθά τη διακριτική του ευχέρεια.

(γ) Το επιδικασθέν ποσό των £150.000 ως αποζημιώσεις είναι έκδηλα ανεπαρκές.

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το ποσό των £150.000 που έχει επιδικαστεί επί ποσοστού ευθύνης 100% ως αποζημιώσεις είναι έκδηλα ανεπαρκές "υπό το φως των τραυμάτων της απώλειας ευμάρειας ζωής και της απώλειας εισοδημάτων του εφεσείοντος".

 

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων ήταν η ακόλουθη:

 

     "Στην εξεταζόμενη περίπτωση ο 55χρονος, κατά την ημέρα του δυστυχήματος, ενάγοντας υπέστη από τους πλέον σοβαρούς τραυματισμούς με καταθλιπτικές και μόνιμες συνέπειες για το υπόλοιπο της ζωής του. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος ό,τι του απέμεινε είναι μια φυλακισμένη ψυχή σ' ένα άχρηστο σώμα, το οποίο καθηλώθηκε σ' ένα τροχοκάθισμα και για να συνεχίσει να ζει εξαρτάται από τη φροντίδα τρίτων προσώπων. Λόγος για ποιότητα ζωής δεν μπορεί να γίνει. Κάθε ίχνος χαράς, απόλαυσης και ικανοποίησης, έχει εξαφανισθεί και τη θέση τους την πήρε ο πόνος, η ταλαιπωρία και η εξαθλίωση. Γι΄ αυτή του την κατάσταση, κρίνω ότι ένα ποσό της τάξης των £150,000.00 σεντ, πλέον τόκους, στη βάση της πλήρους ευθύνης θα αποτελούσε στην περίπτωση του δίκαιη και εύλογη αποζημίωση."

 

 

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το επιδικασθέν ποσό των £150.000 είναι έκδηλα ανεπαρκές και ότι το ποσό των £250.000 θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εύλογη αποζημίωση.

 

Ο καθορισμός και η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν έχει τιμωρητικό χαρακτήρα αλλά αποσκοπεί στην προσπάθεια επαναφοράς του θύματος στην κατάσταση του πριν από το ατύχημα. Όπως τονίστηκε από το Δικαστή Αρτεμίδη (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Lankuttis v. Νικόλα (2002)                      1 Α.Α.Δ. 1128,

 

     "Η πρόσφατη σταθερή νομολογία μας θέλει τις αποζημιώσεις για σωματική αναπηρία, φυσικό και ψυχικό πόνο να αυξάνονται εξελικτικά. Η τάση αυτή της νομολογίας δεν οφείλεται σε συναισθηματική απόκλιση προς τα θύματα. Βασίζεται στις πραγματικότητες της ζωής. Τα δικαστήρια έχουν επίγνωση της υψηλής αξίας που συνεχώς αποδίδεται από πολιτισμένες κοινωνίες στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία του ατόμου μέλους της. Η πνευματική και σωματική υγεία συναποτελούν το προαπαιτούμενο στοιχείο για την καλή ποιότητα ζωής του ανθρώπου. Οι αποζημιώσεις, που εκφράζονται σε χρήμα, αποσκοπούν όσο είναι δυνατό με το υλικό τους στοιχείο να προσφέρουν κάποια ποιότητα ζωής στο θύμα, επαναφέροντας την, όσο είναι δυνατό, στην προ του δυστυχήματος κατάσταση. Γι' αυτό και οι αποζημιώσεις πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική αξία του χρήματος ώστε να προσεγγίζεται η εύλογη αποκατάσταση της ζημιάς.

 

     Στην Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofis (1982) 1 C.L.R. 789, διαπιστώθηκε η ανυψωτική τάση στον καθορισμό των γενικών αποζημιώσεων, αντανάκλαση της μεγαλύτερης σημασίας που αποδίδεται στον ανθρώπινο πόνο και της αγωνίας της αναπηρίας. Η τάση αυτή, υπογραμμίζεται στην Polycarpou v. Adamou (1988)           1 C.L.R. 727, έχει ορατές επιπτώσεις στο ύψος των αποζημιώσεων. Η ίδια προσέγγιση αντανακλάται και στις αποφάσεις Φοινικαρίδης και Άλλη ν. Γεωργίου και Άλλων (1991) 1 Α.Α.Δ. 475, Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1303, Κωνσταντίνου ν. Ιωάννου (1993) 1 Α.Α.Δ. 669."

 

 

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων ήταν ηλικίας 55 χρόνων και ως αποτέλεσμα του ατυχήματος έχει καθηλωθεί σε ένα τροχοκάθισμα, με όλα τα δυσάρεστα σχετικά επακόλουθα για να συνεχίσει τη ζωή του. Όπως έχει σημειωθεί στην πρωτόδικη απόφαση, τα σοβαρά σωματικά τραύματα που έχει υποστεί έχουν αντικαταστήσει τη χαρά, ικανοποίηση και απόλαυση της ζωής με πόνο, ταλαιπωρία και εξαθλίωση. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το ποσό των £150.000 για τα τραύματα και τις ζημιές που έχει υποστεί ο εφεσείων είναι έκδηλα ανεπαρκές. Κατά την άποψη μας το εύλογο ποσό των αποζημιώσεων θα πρέπει να αυξηθεί σε £200.000.

 

(δ) Η αντέφεση.

Η α΄  εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε υποστεί ο εφεσείων προκλήθηκε πριν από την ανατροπή του οχήματος που οδηγούσε και όχι μετά, είναι λανθασμένο. Έχοντας υπόψη το προηγούμενο συμπέρασμα μας, ότι την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα την φέρει η β΄ εφεσίβλητη, ο πιο πάνω λόγος έφεσης καθίσταται άνευ αντικειμένου.

 

Με βάση τα πιο πάνω η έφεση του εφεσείοντος γίνεται δεκτή αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο μέρος εκείνο που αφορά τις αποζημιώσεις και το επιδικασθέν ποσό των £150.000 αυξάνεται σε £200.000. Έχοντας υπόψη την κατανομή ευθύνης κατά 50% μεταξύ του εφεσείοντος και της β΄ εφεσίβλητης, εκδίδεται απόφαση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της β΄ εφεσίβλητης για £100.000, με τόκο 6% από τις 31/5/95 και 8% από τις 29/11/96, με £2.000 έξοδα. Η αντέφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

 

 

                                           Π.

 

 

 

 

 

                                           Δ.

 

 

 

 

 

                                           Δ.

 

 

 

 

/ΔΓ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο