ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 393
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 7/2005
27 Mαρτίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
1. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ
2. ΕΛΕΝΗ ΤΣΕΝΤΗ
Εφεσείοντες/ενάγοντες
- ν. -
1. CASHGROVE BETTING LTD.
2. ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΛΟΥΡΕΝΤΖΟΥ
3. GLORY WORLDWIDE HOLDINGS LTD.
4. ALPHA OMICRON HOLDINGS LTD.
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων
----------------------------
Μ. Ξ. Ιωάννου με Γ. Γιάλλουρο, για τους εφεσείοντες
Δ. Χατζηνέστωρος, για τους εφεσίβλητους 1, 3 και 4
Καμιά εμφάνιση,για τον εφεσίβλητο 2.
-----------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Οι εφεσείοντες - ενάγοντες ήγειραν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εναντίον των εφεσιβλήτων την αγωγή 11276/00 με την οποία ζητούσαν διάφορες θεραπείες, όπως διάταγμα του δικαστηρίου που να ακυρώνει συμφωνία και/ή μεταβίβαση μετοχών, επανεγγραφή των μετοχών στο όνομα των εφεσειόντων και αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας συμπεριλαμβανομένων και τιμωρητικών αποζημιώσεων. Με απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ημερ. 25/11/04 η αγωγή απορρίφθηκε με έξοδα, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο έφεσης στην οποία, στις 22/2/06 δόθηκαν οδηγίες για καταχώρηση περιγραμμάτων αγόρευσης, σύμφωνα με το σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό. Ενόψει του γεγονότος ότι οι εφεσείοντες παρέλειψαν να καταχωρήσουν το περίγραμμα αγόρευσης τους ως οι οδηγίες του Εφετείου, το πρωτοκολλητείο ενεργώντας με βάση τον Κ.13(ε) των περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Κανονισμών του 1996 έως 1998, έθεσε την υπόθεση ενώπιον του Εφετείου το οποίο στις 6/9/06 απέρριψε την έφεση.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω ήταν η καταχώρηση της παρούσας αίτησης (η οποία ουσιαστικά βασίζεται στην Δ.33 Κ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών), με την οποία ζητείται η επαναφορά (re-instatement) της έφεσης. Αναφορικά με τα γεγονότα της αίτησης αυτή συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Δικηγόρου Ανδρέα Γιαλελή ο οποίος δικαιολογεί την παράλειψη των εφεσειόντων να καταχωρήσουν το περίγραμμα αγόρευσης τους με τον ισχυρισμό ότι παράπεσε ο φάκελος της υπόθεσης λόγω ανακαίνισης των γραφείων των δικηγόρων των εφεσειόντων. Μόλις εντόπισαν το φάκελο ετοίμασαν αίτηση για παράταση χρόνου που καταχώρησαν στις 13/9/06 αλλά την επόμενη μέρα ειδοποιήθηκαν από το Πρωτοκολλητείο ότι η έφεση είχε απορριφθεί από τις 6/9/06.
Από πλευράς των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4 καταχωρήθηκε ένσταση για την επαναφορά της έφεσης στην οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η αίτηση δεν στηρίζεται στην ορθή διαδικαστική διάταξη κάτι που είναι αρκετός λόγος για απόρριψη της αίτησης. Διαζευκτικά προβάλλεται η θέση ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και στην ουσία της αφού οι λόγοι που επικαλούνται οι εφεσείοντες-αιτητές, σύμφωνα με νομολογία στην οποία έγινε αναφορά, δεν δικαιολογούν την έγκριση της.
Εξετάσαμε τις αντίστοιχες εισηγήσεις. Έχουμε καταλήξει ότι η θέση των εφεσιβλήτων ότι η αίτηση είναι νομικά εσφαλμένη είναι ορθή. Η Δ.33 Κ.10 είναι τελείως άσχετη με το θέμα που εξετάζουμε. Αφορά την περίπτωση όπου αν κατά την εκδίκαση μιας αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο διαφανεί ότι αυτή έπρεπε να είχε εγερθεί ενώπιον άλλου δικαστηρίου, τότε αυτή δεν πρέπει να απορρίπτεται αλλά να αναστέλλεται η διαδικασία. Η Δ.48 Κ.9 στην οποία επίσης βασίζεται η αίτηση, απλώς ρυθμίζει τον τρόπο που υποβάλλονται αιτήσεις, αν πρέπει δηλαδή να είναι με κλήση και ένορκη δήλωση ή χωρίς ένορκη δήλωση, η δε Δ.57 αφορά το θέμα παράτασης χρόνου που δεν είναι η περίπτωση μας. Εδώ η αίτηση για επαναφορά έπρεπε να είχε στηριχθεί στον Κ. 13(ε) των προαναφερθέντων περί Εφέσεων Κανονισμών του 1996 έως 1998 και συγκεκριμένα στην επιφύλαξη. Ολόκληρος ο Κανονισμός 13(ε) διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Στο τέλος εκάστου μηνός, το Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ετοιμάζει κατάλογο των εφέσεων στις οποίες οι διάδικοι παρέλειψαν να καταχωρήσουν περιγράμματα αγορεύσεων και θέτει τον κατάλογο ενώπιον του αρμόδιου Εφετείου, το οποίο επιλαμβάνεται του θέματος.
Νοείται ότι έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν.»
Σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κα (1990) 1 Α.Α.Δ. 965, Σάββα ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1992) 1 Α.Α.Δ. 1146 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ. (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 743) μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζεται. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει η αίτηση να στηρίζεται στην ορθή δικονομική και/ή νομική διάταξη. Αν η διάταξη στην οποία στηρίζεται είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Στην παρούσα περίπτωση η αίτηση δεν έχει στηριχθεί στην ορθή δικονομική διάταξη και επομένως αυτός είναι αρκετός λόγος για απόρριψή της.
Παρά το ότι με την πιο πάνω απόφαση κρίνεται η τύχη της αίτησης, προχωρούμε να εξετάσουμε, έστω και περιληπτικά, την ουσία της αίτησης. Ο κανονισμός αυτός εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων στις οποίες έκανε αναφορά και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων (βλ. μεταξύ άλλων Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 1 (Α) Α.Α.Δ. 221, Μανώλη ν. Ελευθερίου, (2000) 1 (Γ) Α.Α. Δ. 2034, Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd. ν. Ιωάννου (2000) 1 (Β)A.A.Δ. 1082, Ρουβανιάς Λτδ. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 (Β) Α.Α.Δ. 1134 και Θωμά ν. Ευσταθίου (2005) 1 (Α)Α.Α.Δ. 631).
Το θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αποσπάσματα από δυο από τις πιο πάνω υποθέσεις. Στην Μανώλη ν. Ελευθερίου (πιο πάνω) σελ. 2037 διαβάζουμε τα εξής:
«Εχουμε, για καθοδήγηση, αριθμό αποφάσεων της Ολομέλειας και του Εφετείου. Διακηρύχθηκε την Τουβλ. Γίγας Λτδ. ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, η οποία αφορούσε ανάλογη περίπτωση βάσει της Δ.35 θ. 13, ότι όπου δεν υπάρχει ρητή πρόνοια «η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος». Εξηγήθηκε στη Βαρδιάνου ν. Richards (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 698, η οποία αφορούσε απόρριψη έφεσης βάσει του Καν. 13(ε) του Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, ότι «ο διάδικος δεν μπορεί κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών». Έπειτα, υποδείχθηκε στη Cyprus Import Corporation Ltd ν. Σενέκης (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1108, που αφορούσε τον Καν. 13(ε) και πάλι πριν από την τροποποίηση του, πως «μόνο όπου λόγοι πέραν της θελήσεως του διαδίκου εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εγείρεται θέμα επαναφοράς της έφεσης γιατί σ' εκείνη την περίπτωση, τεκμαίρεται ότι ο διάδικος στερήθηκε της ευκαιρίας να παρουσιάσει την υπόθεση του». Η πρώτη απόφαση μετά την τροποποίηση ήταν στη Ξενοφώντος ν. Χ"Αράπη (1999) 1 Α.Α.Δ. 221, όπου το Εφετείο εξήγησε ότι λόγος «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα» σημαίνει «λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στην συνήθη ανθρώπινη λειτουργία». Στη Ρουβανιάς Λτδ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2525 και 2539, ημερ. 14 Απριλίου, 2000, επεξηγήθηκε ότι η εν λόγω πρόνοια «δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».»
Στην υπόθεση Θωμά ν. Ευσταθίου, (πιο πάνω) σελ. 633 λέχθηκαν (με παραπομπή σε προηγούμενη νομολογία) τα ακόλουθα:
«Κατά πάγια αρχή της νομολογίας*, θέματα που αναφέρονται σε σφάλμα, παράλειψη, ή στον τρόπο λειτουργίας του γραφείου του δικηγόρου του διαδίκου, δεν είναι δυνατόν να ταξινομηθούν ως λόγοι που βρίσκονται πέραν των δυνάμεων του. Οι λόγοι που προβάλλονται στην ένορκη δήλωση σαφώς δεν εμπίπτουν στα όρια του κανονισμού και συνεπώς, η αίτηση για επαναφορά απορρίπτεται με έξοδα.»
Εξετάζοντας το λόγο που επικαλούνται οι αιτητές εφεσείοντες στη δική μας περίπτωση καταλήγουμε ότι αυτός δεν είναι επαρκής για επαναφορά της έφεσης.
Με βάση τα πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων 1, 3 και 4.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ