ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 123
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση αρ. 24/2005
6 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
NIKΟΛΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ
Εφεσείων/ενάγων
- ν. -
ΕΥΕΛΘΟΝΤΑ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
ΕφεσιβλήτουΕναγομένου
----------------------------
Α. Παπαλλής, για τον εφεσείοντα
Θ. Καουτσιάνη (κα) για Π. Πολυβίου, για τον εφεσίβλητο
-----------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Στις 27/2/00 περί την 8.35 πμ. η ώρα ενώ ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο με αρ. εγγραφής ΑΒΜ 971 σε δρόμο του προσφυγικού συνοικισμού ΑΗΚ στη Δεκέλεια με σκοπό να εισέλθει στο δρόμο Δεκέλειας-Ορμήδειας, συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο αρ. εγγραφής WP 975 που οδηγούσε ο εφεσίβλητος στον εν λόγω δρόμο με κατεύθυνση την Ορμήδεια. Έτσι ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον του εφεσίβλητου την αγωγή 336/01 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αξιώνοντας αποζημιώσεις για υλικές ζημιές και σωματικές βλάβες, η οποία όμως αγωγή απορρίφθηκε. Δέχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο την εκδοχή του εφεσίβλητου ότι ενώ ο τελευταίος οδηγούσε στον κύριο δρόμο και βρισκόταν μόνο περί τα 25 μέτρα από την πάροδο, ο εφεσείων ξεκίνησε και εξήλθε από την πάροδο και εισήλθε στον κύριο δρόμο με πρόθεση να στρίψει δεξιά προς Δεκέλεια, με αποτέλεσμα τα δυο οχήματα να συγκρουστούν, παρά την προσπάθεια του εφεσίβλητου (με χρήση φρένων και με στροφή προς τα αριστερά) να αποφύγει την σύγκρουση. Είναι κοινό έδαφος ότι ο εφεσείων οδηγούσε σε πάροδο η οποία έχει προειδοποιητική πινακίδα ΑΛΤ αλλά δεν έχει άσπρη γραμμή στο δρόμο που να καθορίζει ακριβώς τη θέση που θα σταματήσει ένα όχημα προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο και ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε σε κύριο δρόμο.
Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με τους 1ο και 2ο λόγους έφεσης γίνεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει σωστά τη μαρτυρία. Με τον 3ο λόγο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, παρόλο που δεν υπήρξε επιστημονική μαρτυρία για την ταχύτητα του εφεσίβλητου, τα γεγονότα ήσαν τέτοια που έπρεπε το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει ότι η ταχύτητα του ήταν τέτοια που να του προσδίδει αμέλεια.
Οι δυο πρώτοι λόγοι αφορούν θέμα αξιοπιστίας. Το θέμα αυτό εξετάζεται κάτω από το φως της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη. (βλ μεταξύ άλλων Παπακόκκινου ν. Σμυρλή κα (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653, με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία Belcy Company Ltd. v. Λουκά (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 871, Σχίζα ν. Βραχίμη (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1742 και Philippou General Bonded Warehouse Ltd. ν. Nικολαϊδη, Πολ. Έφεση 12105 ημερ. 24/10/06).
Εξετάσαμε τους λόγους για τους οποίους η πλευρά του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει σωστά τη μαρτυρία, δηλαδή, ότι απέτυχε να λάβει υπόψη τις αντιφάσεις του εφεσίβλητου όπως αυτές φαίνονται σε σχετική κατάθεση του, τεκμ. 12 στην υπόθεση. Εξηγεί ο εφεσείων ότι (α) σε ένα μέρος της μαρτυρίας του ο εφεσίβλητος αναφέρει ότι πετάχτηκε ο εφεσείων όταν τον πλησίασε στα 25 μέτρα και σε άλλο μέρος όταν τον πλησίασε στα 20 μέτρα και (β) ότι σε ένα σημείο της κατάθεσής του αναφέρει ότι τον είδε που κινείτο στην πάροδο και νόμισε ότι θα σταματήσει, ενώ σε άλλο σημείο ότι τον πρωτοείδε σταματημένο στο Αλτ και μετά βγήκε και του έκοψε τον δρόμο.
Εξετάσαμε τις εν λόγω αντιφάσεις αλλά δεν έχουμε πειστεί ότι ήσαν ουσιώδεις με την έννοια να εξουδετερώνει η μια εκδοχή την άλλη. Αναφορικά με την απόσταση, ο εφεσίβλητος την καθόριζε με τη λέξη «περίπου». Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι τη μια φορά ανάφερε ότι είδε τον εφεσείοντα και νόμισε ότι θα σταματήσει, ενώ σε άλλο σημείο της κατάθεσης του ότι είδε το αυτοκίνητο του σταματημένο στο άλτ και μετά βγήκε, είναι ισχυρισμοί που εξετάστηκαν με βάση το σύνολο της κατάθεσης του, στην οποία καταλήγει ως εξής: «Θέλω να αναφέρω ότι όταν προτού είδα το κόκκινο αυτό αυτοκίνητο ήταν σταματημένο πάνω στο αλτ, και μετά βγήκε και μου έκοψεν τον δρόμο». Το ότι ήταν σταματημένο συνάδει και με την εκδοχή του εφεσείοντα.
Η ουσία του θέματος είναι ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε στον κύριο δρόμο και ο εφεσείων θα εξέρχετο από πάροδο για να εισέλθει στο δρόμο αυτό. Άλλωστε το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι σταμάτησε στο άλτ, προτού εισέλθει στον κύριο δρόμο. Σύμφωνα με τη νομολογία είχε ο εφεσείων το καθήκον τότε μόνο να εισέλθει στον κύριο δρόμο, όταν μπορούσε να το πράξει με ασφάλεια. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης που κάλεσε ο εφεσείων, ο οποίος μάρτυρας κατάληξε ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν το Α3 αντί το Χ2 που υπέδειξε ο εφεσείων. Το Α3 ήταν 1,15 μ από τη νοητή γραμμή της παρόδου, μέσα στον κύριο δρόμο. Η μαρτυρία του αστυνομικού στηρίχθηκε στα ίχνη που άφησε το αυτοκίνητο του εφεσίβλητου καθώς και σε σπασμένα γυαλιά που υπήρχαν στο σημείο σύγκρουσης που εντόπισε ο ίδιος. Επομένως ορθά απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα που ισχυριζόταν ότι η σύγκρουση ήταν στο σημείο Χ2.
Αναφορικά με τον τρόπο που εισήλθε ο εφεσείων στον κύριο δρόμο και το δυστύχημα που ακολούθησε, σχετικός είναι και ο τρίτος λόγους έφεσης με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι έπρεπε το δικαστήριο να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος κινείτο με τέτοια ταχύτητα που τον καθιστούσε αμελή. Έχουμε εδώ ως δεδομένο το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος οδηγούσε στον κύριο δρόμο. Η γενική αρχή είναι ότι η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας δεν αποτελεί από μόνη της αμέλεια εκτός αν η υπέρβαση αυτή, συνδυαζόμενη με άλλα γεγονότα και/ή περιστάσεις, οδηγεί σε τέτοια κατάληξη. (Βλ. μεταξύ άλλων Alexandrou v. Gamble (1974) 1 C.L.R. 5, Demou v. Constantinou (1979) 1 C.L.R. 21, Panayiotou v. Christofi and another (1983) 1 C.L.R 143, Avraam and Another v. Andreou (1988) 1 C.L.R. 391, Βρυωνίδης v. Σωφρονίου (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1181, Ξυπτερά ν. Κυπριανού (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1696, Παναγίδου κα ν. Κόκκινου (2001) 1 (Α) Α.Α.Δ. 122, 126-127, Ιωαννίδου κα ν. Singh κα (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1811,1816 και Μιχαήλ ν. Κυριάκου (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1825, 1831). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί (το βάρος ήταν στον εφεσείοντα) ότι ο εφεσίβλητος είχε τέτοια μεγάλη ταχύτητα και ότι οι περιστάσεις ήταν τέτοιες, που έπρεπε να του αποδοθεί αμέλεια. Η μόνη μαρτυρία ήταν αυτή του εφεσίβλητου που δήλωσε ότι οδηγούσε με 60-70 χαω σε δρόμο που το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ήταν 50 χαω. Δε θεωρούμε την υπέρβαση τέτοια που να ώφειλε το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήξει ότι ο εφεσίβλητος ήταν αμελής.
Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με £850 έξοδα (περιλαμβανομένου και του ΦΠΑ) πλέον £40 πραγματικά έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑΣ