ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 110
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτικές Εφέσεις 11920
και 11921
6 Φεβρουαρίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΙΤΤΑΣ
Εφεσείων/εναγόμενος 2
- ν. -
1. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ.
2. UNIGOODS TRADING COMPANY LTD.
3. ΒΑΣΟΥ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΟΣΊΟΥ
Εφεσιβλήτων
----------------------------
Χρ. Φ. Κληρίδης, για τον εφεσείοντα/εναγόμενο 2
Αλ. Τσιρίδης, για την εφεσίβλητη 1/ενάγουσα
Φ. Ποταμίτης, για τους εφεσίβλητους 2/εναγομένους 1 και
εφεσίβλητο 3/εναγόμενο 3
-----------------------
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου
θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Η εφεσίβλητη Τράπεζα ήγειρε τις αγωγές 6361/98 και 6362/98 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εναντίον των 1 Unigooods Trading Company Ltd., (2) Χριστάκη Πίττα (εφεσείοντα) και (3) Βάσου Χατζηθεοδοσίου αξιώνοντας ένα ποσό της τάξης των £432.277 με την πρώτη αγωγή και £436.630 με τη δεύτερη, πλέον τόκους ως υπόλοιπο τραπεζικών διευκολύνσεων σε τρεχούμενο λογαριασμό και ή δανείων που παραχώρησαν στους εναγομένους 1 με την εγγύηση του εναγόμενου 2 (εφεσείοντα) και εναγομένου 3. Οι αγωγές συνεκδικάστηκαν. Μετά την έναρξη της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας οι εναγόμενοι 1 και 3 στις 10/2/01 δέχθηκαν απόφαση για τα αιτούμενα ποσά με αποτέλεσμα η υπόθεση να προχωρήσει μόνο εναντίον του εναγομένου 2, πιο κάτω εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την υπεράσπιση που ήγειρε ο εφεσείων (μεταξύ άλλων η υπογραφή τους στις σχετικές συμφωνίες εγγύησης ήταν απλώς τυπική) και εξέδωσε απόφαση εναντίον του για τα αιτούμενα με την κάθε αγωγή ποσά πλέον τόκους, όπως έπραξε και εναντίον των εναγομένων 1 και 3 με την εκ συμφώνου απόφαση.
Με τις παρούσες εφέσεις ο εφεσείων προβάλλει 9 λόγους έφεσης στην κάθε μια με τους οποίους θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ουσιαστικά αμφισβητούνται ευρήματα αξιοπιστίας, αφού ο ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι ότι εσφαλμένα και αναιτιολόγητα το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι ο εφεσείων «δεν είπε την πραγματικότητα στο δικαστήριο». Το θέμα αυτό εξετάζεται κάτω από το φως της νομολογίας ότι η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας είναι έργο που κατά κύριο λόγο ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο αν τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει δεχθεί ως αξιόπιστη (βλ μεταξύ άλλων Παπακόκκινου κ.α. ν. Σμυρλή κ.α. (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1653, 1668 και επέκεινα με αναφορά και σε προηγούμενη νομολογία και Χατζημιτσή ν. Σολογιάννη (2005) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1220, 1225). Σημειώνουμε εδώ, ότι σε αντίθεση με τον εφεσείοντα που τον έκρινε αναξιόπιστο, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες της εφεσίβλητης τράπεζας.
Αναφορικά με την αξιοπιστία του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε μεταξύ άλλων τα ακολουθα:
«Τον εναγόμενο 2 τον οποίο παρακολούθησα να καταθέτει και μελέτησα τα όσα είπε πολύ προσεκτικά. Δεν είπε την πραγματικότητα στο Δικαστήριο. Κατέθεσε όχι τα αληθή γεγονότα αλλά όσα θα ήθελε να συνέβαιναν στην περίπτωση του, αφού τα πράγματα με την εταιρεία που σύστησαν δεν εξελίχθηκαν όπως τα επιθυμούσε. Στα σημεία που δεν μπορούσε να αποδεσμευτεί από την πραγματικότητα, όπως π.χ. ότι ήταν το πρόσωπο που διεύθυνε την εταιρεία και αποτεινόταν στους ενάγοντες για τις διάφορες χρηματοδοτήσεις οι οποίες παραχωρούντο, υπέγραφε τα διάφορα έγγραφα απαραίτητα για την εξασφάλιση των διευκολύνσεων, δεν τα αμφισβητούσε, παρά το γεγονός ότι ήθελε να μειώσει ή να μηδενίσει τη σημασία τους. Εκεί βέβαια όπου τα έγγραφα δημιουργούσαν υποχρεώσεις στον ιδιο προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποσείσει από τους ώμους του την ευθύνη προβάλλοντας τους ισχυρισμούς σε σχέση με την τυπικότητα των εγγράφων που υπέγραψε και την ύπαρξη παράλληλης συμφωνίας με τους ενάγοντες. Θέλοντας να δώσει έμφαση και σημασία εξιστορούσε γεγονότα των σχέσεων του με τον εναγόμενο 3, τα οποία δεν μπορούν εδώ να ληφθούν υπόψη για να επηρεάσουν τη συμβατική σχέση του με τους ενάγοντες, παρά στην έκταση που σχετίζονται με τους ενάγοντες. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι ισχυρισμοί του εναγομένου σε σχέση με παράλληλη συμφωνία και υπογραφή των εγγυήσεων τυπικά είναι εκ των υστέρων σκέψεις και επιθυμίες που θέλησε να προωθήσει κατ' ατυχή όμως τρόπο. Πιο κάτω θα δώσω ενδεικτικά τους λόγους που με εμποδίζουν να αποδεχθώ τη μαρτυρία του ως αληθινή.
Δεν έχω αμφιβολία ότι ο εναγόμενος 2 αισθανόταν πάντοτε όταν υπέγραφε ασφαλής επειδή ο εναγόμενος 3 ήταν οικονομικά ισχυρός και δεν περνούσε από το μυαλό του ότι θα μπορούσε τα πράγματα για την εταιρεία να εξελιχθούν όπως εξελίχθηκαν.»
Προχωρεί το πρωτόδικο δικαστήριο και παραθέτει αριθμό λόγων για τους οποίους δεν πίστεψε τον εφεσείοντα ότι όταν υπόγραφε τα σχετικά εγγυητήρια το έπραττε τυπικά και με γνώση της εφεσίβλητης τράπεζας ότι ο ίδιος δε θα είχε ευθύνη, αλλά ευθύνη θα είχε μόνο ο εναγόμενος 3 (εφεσίβλητος 3) που ήταν ο οικονομικά εύπορος, σε αντίθεση με τον ίδιο που δεν είχε οικονομική ευχέρεια. Κρίνουμε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν έλεγε την αλήθεια ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση το ενώπιον του μαρτυρικό υλικό. Άλλωστε διερωτόμαστε γιατί η εφεσίβλητη τράπεζα να θέλει την υπογραφή του εφεσείοντα ως εγγυητή, αν ήταν κοινό έδαφος, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, ότι αυτός δε θα ευθύνεται νομικά και θα περιοριζόταν η τράπεζα στην ευθύνη του εφεσίβλητου-εναγομένου 3. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων δεν ήταν κάποιο τυχαίο πρόσωπο και άσχετο με τους εφεσίβλητους 2 (εναγομένους 1) αλλά ο ιδιοκτήτης όλων των εκδοθεισών μετοχών του κεφαλαίου της εταιρείας πλην μιας μετοχής, ιδιοκτήτης της οποίας ήταν η σύζυγος του, η οποία ήταν επίσης και διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας με τον εφεσείοντα να ενεργεί ως ο διευθύνων διοικητικός σύμβουλος. Όπως το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρει, ο εφεσείων ήταν έμπειρος σε εμπορικά θέματα και επομένως δε θα προέβαινε σε υπογραφή εγγυητηρίων για μεγάλα ποσά για τα οποία εγγυητήρια αρχικά αντιδρούσε αλλά το έπραττε τελικά λόγω προφορικών διαβεβαιώσεων από υπαλλήλους της εφεσίβλητης τράπεζας ότι ο ίδιος δε θα είχε ευθύνη. Προχωρούμε όμως να προσθέσουμε ότι από τη στιγμή που δεχεται ο εφεσείων την υπογραφή του τότε δεσμεύεται από το έγγραφο, εκτός αν επιτύγχανε σε μια από τις υπερασπίσεις που ισχύουν σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως τη γνωστή αρχή του non est factum ή ότι η υπογραφή του λήφθηκε με απάτη, κάτι που εδώ δεν ισχύει.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επικαλέστηκε και το τεκμ. 49 για να δείξει ότι ο εφεσείων δεν θεωρείτο εγγυητής της εταιρείας Unigoods Trading Co. Ltd., αφού εκεί κατονομάζονται άλλα πρόσωπα. Το εν λόγω τεκμήριο ημερ. 28/9/03 έχει εκδοθεί από την εφεσίβλητη τράπεζα, φέρει τίτλο TO WHOM IT MAY CONCERN και διαλαμβάνει τα εξής:
«We hereby confirm that all facilities granted to Mssrs Unigoods Trading Co Ltd are quaranteed by Salamis Tours Ltd. and or Vassos G. Hadjithoeodosiou personally."
Είναι γεγονός ότι στην εν λόγω βεβαίωση δεν αναφέρεται ο εφεσείων ως εγγυητής. Λαμβάνοντας όμως υπóψη το γεγονός ότι δεν αναφέρεται εκεί ρητά ότι ο εφεσείων έχει απαλλαγεί από την ευθύνη του, δεν βρίσκουμε να επηρεάζεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν μεταξύ των εγγυητών της εφεσίβλητης. Άλλωστε στην όλη υπόθεση υπήρχε και το εγγυητήριο (τεκμ. 34) ημερ. 18/4/94, που είναι μεταγενέστερο του τεκμ. 49. Επομένως ο λόγος αυτός απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι εσφαλμένα κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η εφεσίβλητη τράπεζα είχε αγώγιμο δικαίωμα αφού η τροποποιηθείσα έκθεσης απαίτησης άφηνε το θέμα σε πλήρη ασάφεια ούτως ώστε ήταν αδύνατο να διαπιστωθεί ποιά ήταν η βάση αγωγής και/ή λανθασμένα το δικαστήριο στήριξε την απόφαση του στο εγγυητήριο ημερ. 3/4/90 (τεκμ. 17). Επί του προκειμένου το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε τα ακόλουθα:
«Ισχυρίστηκε ο κ. Κληρίδης ότι με βάση την έκθεση απαίτησης δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα διότι δεν προσδιορίζεται επακριβώς στη βάση ποιού εγγυητηρίου εγγράφου αξιώνονται τα ποσά και ούτε ποιο από τα εγγυητήρια καλύπτει μελλοντικές υποχρεώσεις της πρωτοφειλέτιδας. Δεν υπάρχει σαφής ισχυρισμός ότι τα δάνεια του 1996 καλύπτονται από το προηγούμενο εγγυητήριο.
Αδυνατώ να αντιληφθώ βάση στην εισήγηση αυτή. Στην έκθεση απαίτησης τους οι ενάγοντες παραθέτουν τα γεγονότα με αναφορά στις διάφορες συμφωνίες ως είχαν καθήκον με βάση τους περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμούς, Δ.19 θ.4 και αυτό είναι αρκετό ώστε να γνωρίζει ο εναγόμενος τι θα αντιμετωπίσει. Όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Μαυρομιχάλη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, στη σελ. 533: «Η διαγραφή επενεργεί στον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων. Δεν συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών.»
Μελετήσαμε το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης και κρίνουμε ότι η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή. Εν πάση περιπτώσει, αν ο εφεσείων ήταν της άποψης ότι όπως είχε η έκθεση απαίτησης δεν αποκάλυπτε βάση αγωγής εναντίον του, είχε το δικαίωμα να αποταθεί με αίτηση για απόρριψη της αγωγής ή αν ήταν απλώς ασαφής και αόριστη η έκθεση απαίτησης ως προς το ποιό εγγυητήριο στήριζε την απαίτηση της εφεσίβλητης, να ζητήσει περαιτέρω και καλύτερες λεπτομέρειες (βλ. Κουρσουμά ν. Νόνη (1991) 1 Α.Α.Δ. 973).
Αναφορικά με το θέμα του εγγυητηρίου (τεκμ. 17) η πλευρά του εφεσείοντα το πραγματεύεται με τον τρίτο λόγο έφεσης. Προβάλλει εκεί τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εγγύηση του τεκμ. 17 ημερ. 3/4/90 δεν τερματίστηκε ή αντικαταστάθηκε με επόμενες συμφωνίες ή εγγυητήρια. Ο συνήγορος συνεχίζει ως εξής: «άρα οποιεσδήποτε προηγούμενες συμφωνίες και ή εγγυητήρια αντικαταστάθηκαν από τα τεκμήρια 32 και ή 31 που είναι η έγκριση της τράπεζας και ή 33 που είναι η νέα συμφωνία και ή 34 που είναι το εγγυητήριο. Συνεπώς τα προηγούμενα εγγυητήρια έπαυσαν να υφίστανται καθότι αφορούσαν προηγούμενες πράξεις».
Έχουμε προσέξει μια αντιφατικότητα στις θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσείοντα, κάτι που διαπιστώνει και το πρωτόδικο δικαστήριο. Από τη μια προωθεί τον ισχυρισμό ότι το εγγυητήριο τεκμ. 17 που υπέγραψε και ο εφεσείων έχει αντικατασταθεί από το τεκμ. 34 και από την άλλη προωθεί τον ισχυρισμό ότι το τεκμ. 34 δεν δεσμεύει τον εφεσείοντα για το λόγο ότι το υπόγραψε μόνο αυτός και όχι ο εφεσίβλητος 3/εναγόμενος 3. Αν το τεκμ. 34 δε θα μπορούσε να δεσμεύει τον εφεσείοντα (παρόλο ότι το υπόγραψε) διότι δεν υπογραφηκε και από τον εφεσίβλητο 3, τότε το έγγραφο αυτό δε θα μπορούσε να είχε τέτοια ισχύ που να αντικαθιστά και ή ακυρώνει το τεκμ. 17. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάληξε ότι ο εφεσείων είχε ευθύνη τόσο με βάση το τεκμ. 34 όσο και το τεκμ. 17. Αναφέρει συγκεκριμένα τα εξής:
«Συνεπώς η ευθύνη του με βάση το τεκ. 34 δεν επηρεάζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο από το γεγονός ότι δεν υπόγραψε ο εναγόμενος 3. Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω η ευθύνη του εναγομένου 2 πηγάζει και από το τεκ. 17. Πρόκειται για εγγυητήριο ημερ. 3/4/1990 η οποία δόθηκε από τον εναγόμενο 2 συνυπογράφοντος και του εναγομένου 3 και είναι συμφωνία με την οποία εγγυάται την πρωτοφειλέτιδα για
«....δάνεια σε Τρεχούμενο ή οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό και/ή δυνάμει γραμματίων ή ομολόγων ή δανείων τακτής προθεσμίας .....»
Όρος 2:
«...... εγγυούμαι όλως τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα, είτε οι υποχρεώσεις αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές, είτε κατέστησαν ή που πιθανόν να καταστούν απαιτητές, είτε αυτές είναι προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα και είτε είναι άμεσοι ή έμμεσοι, αναλαμβάνω δε να σας πληρώσω μόλις μου το ζητήσει οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ήθελε καταστεί πληρωτέο σε σας σε σχέση με τις ρηθείσες υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη ή οποιαδήποτε από αυτές, συμπεριλαμβανομένων τόκων, τραπεζικών δικαιωμάτων, δικηγορικών και άλλων εξόδων.
Όρος 3:
«..........η παρούσα εγγύηση μου είναι μια συνεχής εγγύηση προς την Τράπεζα και δεν θα τερματίζεται παρά μόνο αφού περάσουν επτά μέρες από την ημέρα που θα λάβει η Τράπεζα στο Κατάστημα Γρίβα Διγενή, Λεμεσός γραπτή ειδοποίηση με ασφαλισμένη επιστολή μου για την πρόθεση μου να τερματίσω την παρούσα εγγύηση και ..........»
Όρος 4:
«.........θα ισχύει για το τελικό υπόλοιπο που δυνατό να καταστεί πληρωτέο προς την Τράπεζα από τον Πρωτοφειλέτη και μέχρις ότου πληρωθεί το εν λόγω υπόλοιπο ...........................»
Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει να έχει τερματισθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο η εγγύηση ως προβλέπει η συμφωνία Τεκ. 17. Το γεγονός ότι υπογράφησαν μεταγενέστερα άλλα έγγραφα (τεκ. 28) για καθορισμένα ποσά αυτό δεν τερματίζει καθ' οιονδήποτε τρόπο την προγενέστερη δοθείσα εγγύηση.»
Εξετάσαμε τόσο το τεκμ. 17 όσο και το τεκμ. 34. Στο τεκμ.17 παράγραφοι 3 και 4 προνοείται ότι η εγγύηση θα είναι μια συνεχής εγγύηση και δε θα τερματίζεται παρά μόνο με τη γραπτή ειδοποίηση με ασφαλισμένη επιστολή του εφεσείοντα και ότι θα ισχύει για το τελικό υπόλοιπο που δυνατό να καταστεί πληρωτέο προς την τράπεζα από τον πρωτοφειλέτη. Με την παράγραφο 5 συμφωνεί ο εφεσείων ότι η τράπεζα θα έχει εξουσία κατά την απόλυτη κρίση της και χωρίς άλλη συγκατάθεση από τον ίδιο και χωρίς να επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο η ευθύνη του βάση της εγγύησης μεταξύ άλλων να αυξάνει και/ή τροποποιεί τις χρηματοδοτήσεις και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις που παρέχει προς τον πρωτοφειλέτη. Μελετήσαμε και το τεκμ. 37 που είναι η σύμβαση εγγύησης ημερ. 18/4/94 (υπογραμμένη μόνο από τον εφεσείοντα) και της οποίας οι όροι είναι πανομοιότυποι με αυτούς του εγγυητήριου τεκμ. 17. Δεν βρίσκουμε να περιέχεται οτιδήποτε στα εν λόγω εγγυητήρια έγγραφα που να ακυρώνει ρητά ή έστω έμμεσα, τη συμφωνία τεκμ. 17. Επομένως συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεσμεύετο και από τα δυο εγγυητήρια έγγραφα.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν απαλλάσσεται ο εφεσείων της εγγυησης του τεκμ. 34 δεδομένου ότι ο εφεσίβλητος 3 δεν υπόγραψε ως εγγυητής, όπως ήταν η απόφαση τεκμ. 32. Επικαλέστηκε ο συνήγορος την υπόθεση Εταιρεία Διαθέσεως Τσιμέντων Βασιλικού Απόλλων Λτδ. ν. Καθητζιώτη (1998) 1 (Β) Α.Α.Δ. 687. Το πρωτόδικο δικαστήριο ανάφερε επί του προκειμένου τα εξής:
«Η υπόθεση Εταιρεία Τσιμέντων Βασιλικού, πιο πάνω, στην οποία έγινε αναφορά δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής. Στην πιο πάνω απόφαση τονίστηκε ότι για να αποδεσμευθεί της ευθύνης ένας εγγυητής που υπέγραψε ενώ ο δεύτερος δεν υπέγραψε θα πρέπει να υπήρχε συμφωνία ότι δεν θα ασκούσε ο πιστωτής τα δικαιώματα του μέχρι την υπογραφή και του δεύτερου εγγυητή (άρθρο 102 του Κεφ. 149), μαρτυρία που εδώ δεν υπήρξε. Η θέση του εναγομένου 2 ήταν ότι από την υπογραφή του πρώτου εγγυητηρίου το 1989 μέχρι τέλους, την εγγύηση προς τους ενάγοντες την έδιδε ο εναγόμενος 3 και αυτός υπέγραψε τυπικά. Δεν μπορεί από τη μια να λέγει ότι υπέγραψε τυπικά, θέση βεβαίως που απόρριψα και από την άλλη ότι υπήρχε συμφωνία ότι δεν θα ασκούσαν τα δικαιώματα τους οι ενάγοντες εάν δεν υπέγραφε και ο εναγόμενος 3.......»
Κρίνουμε ότι το πιο πάνω σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθά. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη συμφωνία τεκμ. 32 με βάση την οποία ακολούθησε η υπογραφή του εγγυητήριου τεκμ. 34 ότι τότε μόνο το τεκμ. 34 θα ήταν δεσμευτικό για τον ένα από τους δυο εγγυητές αν υπογράφετο και από τους δυο και ότι παράλειψη υπογραφής από τον ένα θα απάλλασσε και τον άλλο, δηλαδή αυτόν που υπόγραψε. Απλώς ήταν θέμα της εφεσίβλητης τράπεζας αν θα προχωρούσε στην παραχώρηση των τραπεζικών διευκολύνσεων ανεξάρτητα από το ότι δεν ήταν υπογεγραμμένο το εγγυητήριο και από τον εφεσίβλητο 3. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ο τελευταίος, παρόλο που δεν υπέγραψε το τεκμ. 34, δεν αμφισβήτησε τις υποχρεώσεις του έναντι της εφεσίβλητης τράπεζας αλλά αντίθετα δέχθηκε απόφαση ως η απαίτηση και στις δυο αγωγές. Επομένως δεν ετίθετο ο εφεσείων σε μειονεκτική θέση, με την έννοια να βρεθεί ως ο μόνος εγγυητής, επειδή δεν είχε υπογράψει και ο εφεσίβλητος 3, όπως ήταν ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται παρόμοιος ισχυρισμός, ότι δηλαδή λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι για τις δανειοδοτήσεις του 1996 έχει ευθύνη ο εφεσείων ως συνεγγυητής αφού για τις τελευταίες δανειοδοτήσεις του 1996 δε δόθηκαν οποιεσδήποτε έγκυρες και δεσμευτικές εγγυήσεις. Επομένως για το νέο δάνειο των £480.000 που είχε παραχωρηθεί σύμφωνα με τα τεκμήρια 36-38, δεν είχε ευθύνη ο εφεσείων αλλά μόνο ο εφεσίβλητος 3. Ο λόγος για τον οποίο ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι δεν ήταν έγκυρο το εγγυητήριο ήταν ότι δεν υπογράφηκε και από τον εφεσίβλητο 3. Το πρωτόδικο δικαστήριο απάντησε και αυτό τον ισχυρισμό του εφεσείοντα και μεταξύ άλλων ανάφερε τα ακόλουθα:
«Η σημασία της επιφύλαξης που επικαλείται ο εναγόμενος 2 δεν αποτελεί με οποιαδήποτε ερμηνεία συμφωνία του ιδίου και των εναγόντων αλλά διευκρινίσεις ή ακόμη θα έλεγα ευχές που τέθηκαν από τους ενάγοντες με σκοπό να προειδοποιήσουν ότι αναμένουν από τον εναγόμενο 3 να διευθετήσει τις οφειλές της εταιρείας αφού αυτός άλλωστε ήταν ο οικονομικά ισχυρός. Το τι ανέμεναν οι ενάγοντες δεν μπορεί να λειτουργήσει ως απαλλαγή του εναγομένου 2. Ότι ο εναγόμενος 2 δεν ήτο οικονομικά δυνατός προέκυπτε από τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων τεκ. 2. Η οικονομική όμως δυνατότητα δεν επηρεάζει την τυχόν ευθύνη του για τα οφειλόμενα ποσά. Όταν υπόγραψε ο εναγόμενος 2 το τεκ. 34 καμιά συμφωνία δεν έκαμε με τους ενάγοντες. Ακολούθησε καθώς είπε την τακτική που γινόταν πάντοτε. Του τηλεφωνούσαν και περνούσε από την Τράπεζα και υπέγραφε. Ποτέ δεν πήγε με τον εναγόμενο 3. Πέρασε από το κατάστημα όταν κλήθηκε και υπέγραψε και το τεκ. 34. Καμιά προϋπόθεση δεν έθεσε ότι θα ίσχυε μόνο εάν υπόγραφε και ο εναγόμενος 3.»
Με το ίδιο σκεπτικό που αναφέραμε για τον τέταρτο λόγο έφεσης, κρίνουμε και εδώ ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή, ανεξάρτητα αν υπογράφηκε το εγγυητήριο έγγραφο ημερ. 18/4/94 (τεκμ. 34) μόνο από τον εφεσείοντα. Με τα όσα αναφέραμε, απαντάται επίσης και ο 7ος λόγος έφεσης που αφορά ισχυρισμό περί λανθασμένης ερμηνείας των όρων του τεκμ. 36.
Αναφορικά με τους 6ο λόγο (ισχυρισμό ότι εσφαλμένα κατάληξε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν αποδείχθηκε το οφειλόμενο υπόλοιπο) και 8ο λόγο (ότι εσφαλμένα δεν αποφάσισε το δικαστήριο ότι η αγωγή ήταν προωρη γιατί καταχωρήθηκε χωρίς να υπάρχει υπέρβαση και/ή καθυστέρηση στις δόσεις), πέραν της προβολής απλών ισχυρισμών, οι λόγοι αυτοί δεν στηρίζονται σε οποιαδήποτε νομική πρόνοια και/ή αυθεντία, και γιαυτό απορρίπτονται.
Τέλος είναι ο 9ος λόγος έφεσης ότι δηλαδή «λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι ο τερματισμός των εγγυήσεων της Salamis Tours Ltd. δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο τις υποχρεώσεις του εναγόμενου 2 φερόμενου σαν εγγυητή». Μέρος της επιχειρηματολογίας που υποστηρίζει το λόγο αυτό (βλ. παράγραφος (Α) του περιγράμματος αγόρευσης) περιστρέφεται γύρω από τον ισχυρισμό ότι δεν ήταν σαφές το αγώγιμο δικαίωμα της εφεσίβλητης τράπεζας στις δυο αγωγές, αντικείμενο της έφεσης, πράγμα που ήδη καλύψαμε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης και έχουμε απορρίψει. Το ίδιο ισχύει και για τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους (Β) και (Γ) του περιγράμματός του αναφορικά με το τελευταίο εγγυητήριο τεκμ . 34 κατά πόσο δηλαδή αυτό αντικατάστησε ή όχι τα προηγούμενα, με κύριο ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος 3 δεν υπόγραψε το τεκμήριο αυτό. Εξετάσαμε και τα όσα αναπτύσσονται με τις παραγράφους (Δ)-(ΣΤ) του περιγράμματος. Η υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή ΤράπεζαΛτδ.ν. Τ.G. Sons Importing Ltd. κα (2004) 1 Α.Α.Δ.180, στην οποία είχε αποφασιστεί ότι η σχετική εγγύηση δεν ήταν συνεχής και ότι εν πάση περιπτώσει και συνεχής να ήταν δεν δέσμευε τον εγγυητή διότι το χρέος είχε ήδη αποπληρωθεί, δεν βοηθά τον εφεσείοντα αφού διαφοροποιείται πλήρως από τη δική μας περίπτωση.
Ενόψει όλων των πιο πάνω και για τους λόγους που ήδη αναφέραμε, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε όλων των θεμάτων που είχαν εγερθεί και αφού τα εξέτασε με προσοχή κατάληξε σε ορθή απόφαση.
Αναφορικά με την εφεσίβλητο 2 (εταιρεία) και τον εφεσίβλητο 3 (Βάσο Χατζηθεοδοσίου) οι οποίοι είχαν δεχθεί την απαίτηση της εφεσίβλητης 1 (τράπεζας), κρίνουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί οτιδήποτε εναντίον τους και κακώς στράφηκαν και εναντίον αυτών οι παρούσες εφέσεις.
Με βάση όλα τα πιο πάνω οι εφέσεις απορρίπτονται με £2,300 έξοδα (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ) και £210 πραγματικά έξοδα εναντίον του εφεσείοντα/εναγομένου 2 και υπέρ των εφεσιβλήτων.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς