ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 1 ΑΑΔ 28
Έφεση Αρ.1/2005
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ (ΣΦΙΚΤΟΥ)
Εφεσείουσα-Καθ΄ης η αίτηση,
και
ΟΡΦΕΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσίβλητος-Αιτητής.
----------
Α. Κορακίδου (κα), για εφεσείουσα
Χ. Μελίδης και Α. Παναγιωτίδου (κα), για εφεσίβλητο.
Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είχε καταχωρήσει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Πάφου αίτηση, με την οποία ζητούσε την επίλυση των περιουσιακών διαφορών των διαδίκων. Η αίτηση βασιζόταν στις πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91).
Ο αιτητής βασικά ζητούσε δηλώσεις από το Δικαστήριο ότι η κινητή και ακίνητη περιουσία της καθ΄ης η αίτηση, εν διαστάσει συζύγου του, αποτελούσε κατ΄αποκλειστικότητα περιουσιακά στοιχεία του ιδίου. Η καθ΄ης η αίτηση, με την ανταπαίτησή της ζητούσε Α) διάταγμα μεταβίβασης των μετοχών του αιτητή στην εταιρεία Perama Estates Ltd, ή, διαζευκτικά, ΛΚ.220.000 και Β) Λ.Κ.500.000 και δηλώσεις του Δικαστηρίου περί υποχρέωσης του αιτητή να αποδώσει λογαριασμούς.
To πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε τον αιτητή αξιόπιστο, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ενώ ταυτόχρονα, κρίνοντας την καθ΄ης η αίτηση αναξιόπιστη, απέρριψε την δική της μαρτυρία. Όσον αφορά τα ευρήματά του για το ιστορικό της υπόθεσης, αυτά φαίνονται στη σελ. 97 της απόφασης, τα οποία και παραθέτουμε:
«Ο Αιτητής ήταν εκπαιδευτής πιλότων και κυβερνήτης αεροσκαφών από το 1982 άνοιξε σχολή πιλότων στην Ν. Αφρική και ήταν ο ιθύνων νους της επιχείρησης. Παντρεύτηκε με την Καθ΄ης η Αίτηση το 1980 και απέκτησαν τρία παιδιά. Μετά το γάμο τους κατοίκησαν στη Ν. Αφρική. Από το 1980 μέχρι το 1982 η Καθ΄ης η Αίτηση δούλευε στο εστιατόριο των πεθερικών της στη Ν. Αφρική και παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα Αγγλικής γλώσσας και γραμματειακών σπουδών σε κολέγιο. Από τον Ιούλιο του 1982 εργαζόταν μαζί με το σύζυγό της στη σχολή Πιλότων μέχρι την ημερομηνία διάστασης 31.1.1994.
Όταν παντρεύτηκαν δεν είχαν καμιά περιουσία. Μέχρι 31.1.1994 απέκτησαν υπόστεγα, γραφεία, αεροπλάνα στη Ν. Αφρική, κατοικία, χωράφι με μηλιές στο χωριό Στρουμπί της Πάφου, ακίνητο στα Λατσιά στην Λευκωσία και αρκετές καταθέσεις σε διάφορες Κυπριακές Τράπεζες είτε σε ξένο συνάλλαγμα είτε σε Κυπριακές λίρες.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα αναφορικά με τη συνεισφορά ενός εκάστου των διαδίκων στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου:
«Ο Αιτητής τόσο με την δική του μαρτυρία όσο και με τους μάρτυρές του, κατάφερε να αποδείξει ότι η συνεισφορά του ανέρχεται στα 2/3 του συνόλου της περιουσίας που απέκτησαν οι διάδικοι μέχρι την ημερομηνία διάστασης που αποφασίστηκε από το Δικαστήριο ότι ήταν η 31.1.1994.
Η Καθ΄ης η Αίτηση θα περιοριστεί στο 1/3 της περιουσίας τόσο στην απαίτηση του Αιτητή όσο και στην Ανταπαίτησή της για την περιουσία που απέκτησαν στην Ν. Αφρική μέχρι την 31.1.1994.
Η Καθ΄ης η Αίτηση απέτυχε να αποδείξει με τη μαρτυρία που παρουσίασε στο Δικαστήριο, μεγαλύτερη συνεισφορά και το Δικαστήριο περιορίστηκε στο ΤΕΚΜΗΡΙΟ του άρθρου 14(2) του Ν. 232/91, αφού η μαρτυρία δεν ήταν καταληκτική ως προς την έκταση της συνεισφοράς.»
Με την παρούσα έφεση της η καθ΄ης η αίτηση προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, βασιζόμενη σε 22 λόγους έφεσης. Πλείστοι από τους πιο πάνω λόγους αφορούν τα ευρήματα αξιοπιστίας, γεγονότων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, προσβάλλεται το συμπέρασμα του Δικαστηρίου περί της συνεισφοράς ενός εκάστου στην αύξηση της περιουσίας ως αυθαίρετο και αναιτιολόγητο.
Οι σχετικές με την υπό εκδίκαση έφεση πρόνοιες του άρθρου 14 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου του 1991 (Ν. 232/91), όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 58(1)/99, είναι οι ακόλουθες:
«14.(1) Σε περίπτωση που ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διάστασης των συζύγων και η περιουσία του ενός συζύγου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή.
(2) Η συνεισφορά του ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»
Θα προχωρήσουμε πρώτα να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης που αφορούν το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποσοστό της συνεισφοράς ενός εκάστου των διαδίκων.
Οι αρχές που διέπουν γενικά το θέμα της απαίτησης και αυτά της περιουσίας του ενός συζύγου από τον άλλο αναλύθηκαν στην υπόθεση Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998)1 Α.Α.Δ. 179. Με βάση τις αρχές αυτές ο δικαιούχος σύζυγος μπορεί να επιλέξει ανάμεσα στο τεκμαρτό υπολογισμό του εδαφίου (2) του άρθρου 14 και στον πραγματικό υπολογισμό του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου. Μπορεί έτσι, αν η συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου είναι περισσότερη από το 1/3 να επιδιώξει τον πραγματικό υπολογισμό.
Όπου αποδεικνύεται η αύξηση της περιουσίας κατά τη διάρκεια του γάμου και η ύπαρξη της συνεισφοράς, εάν δεν αποδειχθεί το ύψος της συνεισφοράς αυτής, με βάση το τεκμήριο του άρθρου 14(2) , το ύψος της συνεισφοράς καθορίζεται στο 1/3 της αξίας της αυξηθείσας περιουσίας .
Από την απόφαση στην Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1889 προκύπτει ότι ο διεκδικών διάδικος πρέπει να αποδείξει με «θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς . . . στην αύξηση της περιουσίας». Έτσι, προκύπτει σαφώς ότι στην περίπτωση που ο αιτητής διεκδικεί ποσό πέραν του τεκμηρίου, θα πρέπει να αποδεικνύει με θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς του, που υπερβαίνει το 1/3. Στην υπόθεση αυτή αναφέρθηκαν τα ακόλουθα πάνω στο θέμα στην απόφαση του Εφετείου στη σελ. 1908:
«Ωστόσο ο κ. Πουργουρίδης έχει περαιτέρω υποστηρίξει ότι το ποσοστό της συνεισφοράς ενός συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποδεικνύεται ως να πρόκειται για ειδικές αποζημιώσεις. Το όλο θέμα θα πρέπει να προσεγγίζεται με βάση την κοινή λογική και τις ανθρώπινες σχέσεις. Όταν μια γυναίκα εκτός από τα συζυγικά της καθήκοντα της μητέρας επιδίδεται και σ΄ένα σωρό δραστηριότητες που φέρνουν εισοδήματα στο βαλάντιο της οικογένειας η συνεισφορά της θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη του 1/3. Το ποσοστό αυτό της συνεισφοράς περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες που η σύζυγος ασκεί απλώς τα συζυγικά της καθήκοντα και αφήνει έτσι το σύζυγο απερίσπαστο στην εργασία του. Εδώ εκτός από τα συζυγικά καθήκοντα η εφεσείουσα συνεισέφερε κατά τρόπο άμεσο και ουσιαστικό στην αύξηση της περιουσίας.»
Ακολούθως, αφού το Εφετείο ανέλυσε τις αρχές όπως αυτές καθορίστηκαν στην Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179 κατέληξε ως ακολούθως στη σελ. 1909:
«Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις σχετικές εισηγήσεις του κ. Πουργουρίδη σε συνάρτηση με την επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θεωρούμε ότι η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την έκταση της συνεισφοράς της δικαιολογείται απόλυτα από την ενώπιον του μαρτυρία. Η εφεσείουσα δεν έχει, επομένως, αποδείξει με «θετικό τρόπο το ύψος της συνεισφοράς της στην αύξηση της περιουσίας.» Κατά συνέπεια ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εφαρμόσει το τεκμήριο του άρθρου 14(2) του Νόμου.»
Στην Ορφανίδης ν. Ορφανίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 179, αφού το Εφετείο παρατήρησε ότι δεν έγινε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο οποιαδήποτε προσπάθεια για τον καθορισμό της συνεισφοράς, κατέληξε, μεταξύ άλλων, πως η απουσία ευρημάτων για τη συνεισφορά της εφεσίβλητης στην υπόθεση εκείνη καθιστούσε τρωτή την απόφαση του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου έκρινε τα ακόλουθα:
«Καθίσταται αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. Το κενό το οποίο αφήνεται δεν παρέχει περιθώριο για την επίλυση των επίδικων θεμάτων που θέτει η αγωγή, πάντα σε σχέση με την περιουσία στην οποία αναφέρεται η έφεση».
Το Εφετείο διέταξε, τέλος, την επανεκδίκαση της αγωγής.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως ήδη υποδείξαμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο αιτητής «κατάφερε να αποδείξει ότι η συνεισφορά του ανέρχεται στα 2/3 του συνόλου της περιουσίας που απέκτησαν οι διάδικοι.» Είναι προφανές ότι δεν καταδεικνύεται πάνω σε ποια βάση το Δικαστήριο κατέληξε στα πιο πάνω και ευλόγως παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα. Ήταν αυτή η κατάληξη αποτέλεσμα εξέτασης της μαρτυρίας περί συνεισφοράς και αποδείχθηκε το γεγονός ότι η συνεισφορά αυτή πράγματι ανήλθε στα 2/3, από τη μαρτυρία; Δηλαδή αποδείχθηκε με θετικό τρόπο, ή ήταν απλώς μία κατάληξη στην οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε αόριστα, αφού εξέτασε όλη τη μαρτυρία στο σύνολό της, καταλήγοντας σε ένα κατά προσέγγιση υπολογισμό; Αλλά και στη δεύτερη περίπτωση, η κατάληξη αυτή δε φαίνεται σε ποια στοιχεία βασίστηκε. Θεωρούμε πως η πιο πάνω κατάληξη είναι αναιτιολόγητη και δεν επιτρέπει έλεγχο της ορθότητάς της. Ως εκ τούτου, είναι αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης που αφορά την απαίτηση, αφού δεν υπάρχουν συγκεκριμένα ευρήματα για το ύψος της συνεισφοράς και έτσι αφήνεται κενό που δεν μπορεί να επιλυθεί από το Εφετείο.
Όσον αφορά την ανταπαίτηση, κατά την κρίση μας, αυτή συμπαρασύρεται από την κατάληξη μας αναφορικά με την απαίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προφανώς, όπως φαίνεται από το απόσπασμα της απόφασης που παραθέσαμε στη σελίδα 3 της απόφασής μας, συναρτά το συμπέρασμα του ότι η καθ΄ης η αίτηση θα περιοριστεί στο 1/3 της περιουσίας αναφορικά με την ανταπαίτηση, με την κατάληξή του πως στην απαίτηση ο αιτητής δικαιούται στα 2/3 του συνόλου της περιουσίας. Παρόλη αυτή την αλληλοεξάρτηση απαίτησης και ανταπαίτησης που προκύπτει από το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, τούτο ακολούθως, στην επόμενη παράγραφο, επισημαίνει και ότι η μαρτυρία της καθ΄ης η αίτηση δεν ήταν καταληκτική ως προς την έκταση της συνεισφοράς της. Εν πάση περιπτώσει, κρίνουμε πως τόσο το αντικείμενο της απαίτησης όσο και εκείνο της ανταπαίτησης αλληλοεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται και θα πρέπει να επανεκδικαστούν μαζί.
Εν όψει της κατάληξής μας, δεν θα ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, που όπως ήδη αναφέραμε, κυρίως αφορούν σε ευρήματα αξιοπιστίας, γεγονότων και συμπερασμάτων επί της μαρτυρίας, που θα κριθούν τελικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στην ολότητά της. Διατάσσεται η επανεκδίκαση.
Αναμένουμε πως η αγωγή θα επανεκδικαστεί το συντομότερο δυνατόν.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.