ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 1263
24 ΝΟΕΜΒΡΊΟΥ, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, KΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΘΩΜΑ,
2. ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΩΜΑ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,
4. Ν.M.T. HOTEL MANAGEMENT LTD,
5. J.A.M. RESTAURANT LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΙΑΚΩΒΟΥ ΗΛΙΑΔΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11784)
Αγωγή ― Παράγωγη αγωγή ― Μέτοχος και σύμβουλος εταιρείας (η πρώτη εταιρεία) ήγειρε παράγωγη αγωγή εναντίον των άλλων μετόχων και συμβούλων της, και εναντίον άλλης εταιρείας της οποίας μέτοχοι και σύμβουλοι ήταν δύο από τους μετόχους της πρώτης εταιρείας για καταδολίευση της πρώτης εταιρείας, με σκοπό την απόσπαση από την πρώτη εταιρεία περιουσίας, πλεονεκτημάτων ή δικαιωμάτων τα οποία ανήκαν στην πρώτη εταιρεία ή στα οποία ο ενάγων εδικαιούτο να συμμετέχει ― Ικανοποίηση προϋποθέσεων της εξαίρεσης της Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461.
Αγωγή ― Παράγωγη αγωγή ― Κατά πόσο έπρεπε να καταχωρηθεί πληρεξούσιο έγγραφο υπογεγραμμένο από τα πρόσωπα που αντιπροσωπεύονται, σύμφωνα με τη Δ.9, θ.9(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Εταιρείες ― Παράγωγη αγωγή ― Ενέργειες οι οποίες συνιστούν δόλο εναντίον της μειοψηφίας των μετόχων εταιρείας και οι αδικοπραγούντες έχουν τον έλεγχο της εταιρείας ― Προϋποθέσεις της εξαίρεσης της Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461.
Αποζημιώσεις ― Παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις ― Επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων στην περίπτωση παράγωγης αγωγής ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Η εφεσείουσα 5, (στο εξής «J.A.M. Ltd») είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, συσταθείσα στις 23/1/1996. Ο εφεσίβλητος ήταν ένας από τους αρχικούς της μετόχους. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας μεταβλήθηκε, αλλά ο εφεσίβλητος διατήρησε τον αρχικό αριθμό των μετόχων του.
Σύμβουλοι της εταιρείας ήταν ο εφεσίβλητος και ο εναγόμενος 2. Στις 30/7/1997, οι μετοχές του εναγομένου 2 μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα 2 και στον εφεσείοντα 3, οι οποίοι και διορίστηκαν ως σύμβουλοι, εις αντικατάσταση δύο άλλων.
Αμέσως μετά τη σύσταση της, η J.A.M. Ltd ενοικίασε υποστατικό το οποίο λειτούργησε ως εστιατόριο και νυκτερινό κέντρο.
Στις 4/9/1997 σε έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας αποφασίστηκε η καταβολή σε κάθε μέτοχο, κατά προτεραιότητα από το καθαρό κέρδος της εταιρείας, του ποσού που πλήρωσε για την αγορά των μετοχών του. Στη συνέχεια αποφασίστηκε ομόφωνα όπως ο εφεσείων 1 παραμείνει διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, με εξουσία να διαχειρίζεται αποκλειστικά τη λειτουργία του κέντρου και τα οικονομικά της εταιρείας.
Η εφεσείουσα 4 (στο εξής «N.M.T.Ltd»), είναι εταιρεία της οποίας μέτοχοι και σύμβουλοι είναι οι εφεσείοντες 1 και 3. Από το Σεπτέμβρη του 1997 ανέλαβε τη διαχείριση της επιχείρησης του εστιατορίου της J.A.M. Ltd.
Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή εναντίον της N.M.T. Ltd, υποστηρίζοντας ότι οικειοποιήθηκε τον εξοπλισμό, εμπορική εύνοια και γενικά το ενεργητικό της J.A.M. Ltd, αλλά και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 3, που είναι οι μέτοχοι και σύμβουλοι της. Η αγωγή στρεφόταν επίσης και εναντίον του εναγομένου 2 και του εφεσείοντα 2, γιατί, ως διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας όχι μόνο επέδειξαν ανοχή, αλλά και εκτελούσαν εντολές του εφεσείοντα 1, ο οποίος ήταν και ο ιθύνων νους του όλου εγχειρήματος. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι ο εφεσείων 1 σε συνεργασία με τον εναγόμενο 2 και τους εφεσείοντες 2 και 3, τον απέκλεισαν από οποιαδήποτε συμμετοχή στην J.A.M. Ltd, καταστρέφοντας οικονομικά τόσο την εταιρεία, όσο και τον ίδιο, που ήταν εγγυητής της σε αριθμό δανείων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τον εφεσίβλητο και διέταξε τους εναγόμενους όπως αποδώσουν ενόρκως λογαριασμό για τη διαχείριση της περιουσίας της εφεσείουσας 5 στην περίπτωση δε που διαπιστωθεί η ύπαρξη κέρδους, στην καταβολή του αντίστοιχου ποσού σ' αυτή. Εξέδωσε επίσης απόφαση υπέρ της εφεσείουσας 5 για ποσό £85.000 που αντιπροσώπευε την αξία των αντικειμένων της που απωλέστηκαν. Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων και επιδίκασε προσωπικά στον εφεσίβλητο - ενάγοντα το ποσό των £10.000.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Εσφαλμένα κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εφαρμόζεται η εξαίρεση του κανόνα στην υπόθεση Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461, επειδή η J.A.M. Ltd δεν ελέγχεται από τους υπόλοιπους εφεσείοντες, όπως δέκτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ οι εφεσείοντες δεν προέβησαν σε οποιανδήποτε παρανομία ή συνομωσία εις βάρος της. Ακόμα, ο εφεσίβλητος δεν είναι ο μόνος που αποτελεί μειοψηφία στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας και συνεπώς η αγωγή δεν μπορούσε να εγερθεί ως παράγωγος αγωγή.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν ήταν ανάγκη να εξασφαλίσει ο εφεσίβλητος πληρεξούσιο έγγραφο και άδεια του Δικαστηρίου πριν εγείρει την αγωγή. Λανθασμένα θεώρησε ότι η αγωγή δεν ήταν γνήσια αντιπροσωπευτική αγωγή ενώ η προσέγγισή του επί των υπολοίπων θεμάτων ήταν ότι η αγωγή ήταν αντιπροσωπευτική.
3. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ασκήθηκε δόλος εναντίον της J.A.M. Ltd, ήταν εσφαλμένη, διότι υπήρχε μαρτυρία ότι την οικονομική διαχείρισή της ασκούσε ο εφεσείων 1, ύστερα από ομόφωνη απόφαση των μετόχων. Αφού λοιπόν ο εφεσίβλητος ήταν παρών κατά τη λήψη της πιο πάνω απόφασης, δεσμευόταν από αυτή και συνεπώς δεν νομιποποιείται εκ των υστέρων να εγείρει οποιοδήποτε παράπονο.
4. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γενική συνέλευση της 4ης /9/1997, ήταν μέρος της συνωμοσίας και της δολιότητας με την οποία ενήργησαν οι εφεσείοντες, είναι εσφαλμένη.
5. Εσφαλμένα το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ της εφεσείουσας 5 αναφορικά με αντικείμενα που επεξαιρέθηκαν αντί να διατάξει την επιστροφή τους.
6. Το ποσό των £85.000 που επιδίκασε ως αποζημιώσεις αναφορικά με τα αντικείμενα που απωλέσθηκαν είναι υψηλότερο από την πραγματική τους αξία και επίσης αυθαίρετο.
7. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε τιμωρητικές αποζημιώσεις.
8. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε καθ' ύλην ή κατά τόπο δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι εφεσείοντες, χρησιμοποιώντας την εφεσείουσα 4, η οποία ελεγχόταν από αυτούς και κυρίως από τον εφεσείοντα 1, αποστέρησαν από την J.A.M. Ltd, κάθε ευκαιρία να ασκήσει την επιχείρησή της την οποία άρχισε από το 1996. Οι ενέργειες τους αυτές συνιστούν δόλο μέσα στην έννοια της απόφασης Burland v. Earle, 71 L.J.P.C.1, με σκοπό την απόσπαση από την εταιρεία στην οποία ήταν μέτοχοι, χρημάτων και άλλων πλεονεκτημάτων ή δικαιωμάτων τα οποία ανήκαν στην εταιρεία ή στα οποία ο εφεσίβλητος εδικαιούτο να συμμετέχει. Οι δραστηριότητες της J.A.M. Ltd μεταφέρθηκαν στην N.M.T. Ltd, εφεσείουσα 4, χωρίς να καταβληθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τη χρήση και εκμετάλλευση των περιουσιακών της στοιχείων.
Ο εφεσείων 1 ως ο μόνος διαχειριστής της επιχείρησης και των οικονομικών της εταιρείας J.A.M. Ltd, της οποίας τη διαχείριση την ίδια περίοδο είχε αναλάβει η N.M.T. Ltd, με τη διπλή του ιδιότητα, μπορούσε να διοχετεύσει τις εισπράξεις της J.A.M. Ltd στην N.M.T. Ltd.
Εν όψει των ανωτέρω, είναι φανερό ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της Foss v. Harbottle, αφού διενεργούνταν πράξεις οι οποίες συνιστούσαν δόλο εναντίον της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες είχαν τον έλεγχο της εταιρείας.
Η γενική συνέλευση της 4ης/9/1997 υπήρξε μέρος της όλης συνωμοσίας καταδολίευσης της μειοψηφίας των μετόχων από τους έχοντες τον έλεγχο της εταιρείας.
2. Η παρούσα διαδικασία δεν είναι τυπική διαδικασία αντιπροσωπευτικής αγωγής. Πρόκειται περί παράγωγης αγωγής, σύμφωνα με την εξαίρεση της υπόθεσης Foss v. Harbottle, ανωτέρω.
Οι δικονομικοί μας θεσμοί δεν προβλέπουν διαδικασία για τέτοια περίπτωση. Θα ήταν παράλογο να αναμένει κανείς από την καταπιεζόμενη μειοψηφία να εξασφαλίσει πληρεξούσιο για έγερση αγωγής από εκείνους που την καταπιέζουν. Όπως τονίζεται σε σειρά αυθεντιών ο ενάγων μέτοχος ενεργεί ως αντιπρόσωπος της εταιρείας και όχι ως αντιπρόσωπος των άλλων μετόχων.
3. Ο εφεσείων 1 δεν είχε δικαίωμα οικειοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της J.A.M. Ltd, ούτε μεταβίβασης τους στην N.M.T. Ltd, με βάση την απόφαση της γενικής συνέλευσης ημερ. 4/9/1997. Είχε διοριστεί ως διευθυντής της επιχείρησης προς όφελος όλων των μετόχων και πρωτίστως προς το συμφέρον της ίδιας της εταιρείας.
4. Εκείνο το οποίο αφήνεται να νοηθεί από την απόφαση του Δικαστηρίου είναι ότι από τους εφεσείοντες χρησιμοποιήθηκε η συγκεκριμένη απόφαση που είχε ληφθεί από τη γενική συνέλευση, με σκοπό να καταδολιευθούν τόσο τα συμφέροντα της εταιρείας J.A.M. Ltd, όσο και τα συμφέροντα του εφεσίβλητου.
5. Δεν υπήρχε μαρτυρία για το ποιος κατείχε τα διάφορα αντικείμενα της εταιρείας J.A.M. Ltd κατά το χρόνο της ακρόασης, ενώ υπήρχε μαρτυρία ότι μεγάλο μέρος αυτών είχε κατασχεθεί από τις Βρεττανικές Βάσεις. Ορθά λοιπόν επιδικάσθηκαν αποζημιώσεις και όχι επιστροφή των αντικειμένων.
6. Ο λόγος έφεσης υπ' αρ. 6 ανωτέρω δεν ευσταθεί ενόψει της προσαγωγής επαρκούς μαρτυρίας σε σχέση με την αξία των αντικειμένων που απωλέσθηκαν.
7. Η παρούσα περίπτωση συνιστά κλασική περίπτωση επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων, λόγω της συμπεριφοράς των εφεσειόντων και ιδιαίτερα του εφεσείοντος 1.
8. Όλοι οι διάδικοι έχουν ως έδρα ή κατοικία τη Λευκωσία, η δε εφεσείουσα 5 έχει την έδρα της στη Λευκωσία. Το γεγονός ότι ασκούσε την επιχείρησή της εκτός Λευκωσίας, ασφαλώς δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461,
Burland v. Earle, 71 L.J.P.C.1,
Πιριλλής κ.ά. ν. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136.
Έφεση.
Έφεση από τους�εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 13480/98), ημερ. 26/6/03.
Θ. Ραφτοπούλου για Σπ. Α. Ευαγγέλου, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Παπαδόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστήριου δίδεται από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H εφεσείουσα 5, (στο εξής «J.A.M. Ltd») που είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, συνεστήθη στις 23.1.1996. Ένας από τους αρχικούς της μετόχους ήταν και ο εφεσίβλητος. Σε κάποιο στάδιο και συγκεκριμένα στις 7.1.1997 μεταβλήθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς της εταιρείας, αλλά ο εφεσίβλητος διατήρησε τον αρχικό αριθμό των μετοχών. Σύμβουλοι της εταιρείας ήταν ο εφεσίβλητος και ο εναγόμενος 2, ο οποίος δεν συμμετέχει στην παρούσα έφεση. Λίγο αργότερα, στις 30.7.1997, η μετοχική κατάσταση διαφοροποιήθηκε. Ενώ ο εφεσίβλητος διατήρησε τις μετοχές του, αυτές του εναγόμενου 2 μεταβιβάστηκαν στον εφεσείοντα 2 και στον εφεσείοντα 3, οι οποίοι και διορίστηκαν ως σύμβουλοι, εις αντικατάσταση δύο άλλων.
Αμέσως μετά τη σύσταση της η J.A.M. Ltd, ενοικίασε υποστατικό στην Πύλα για περίοδο πέντε ετών. Ο εφεσίβλητος ήταν ένας από τους εγγυητές της τήρησης των όρων του ενοικιαστηρίου. Το υποστατικό λειτούργησε λίγους μήνες αργότερα ως εστιατόριο και νυκτερινό κέντρο.
Στις 4.9.1997 σε έκτακτη γενική συνέλευση της εταιρείας αποφασίστηκε η καταβολή σε κάθε μέτοχο, κατά προτεραιότητα από το καθαρό κέρδος της εταιρείας, του ποσού που πλήρωσε για την αγορά των μετοχών του. Στη συνέχεια αποφασίστηκε ομόφωνα όπως ο εφεσείων 1 παραμείνει διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, με εξουσία να διαχειρίζεται αποκλειστικά τη λειτουργία του κέντρου και τα οικονομικά της εταιρείας.
Η εφεσείουσα 4 (στο εξής «N.M.T. Ltd»), είναι εταιρεία της οποίας μέτοχοι και σύμβουλοι είναι οι εφεσείοντες 1 και 3. Από το Σεπτέμβρη του 1997 ανέλαβε τη διαχείριση της επιχείρισης του εστιατορίου της J.A.M. Ltd.
Ο εφεσίβλητος ήγειρε αγωγή εναντίον της N.M.T. Ltd, υποστηρίζοντας ότι οικειοποιήθηκε τον εξοπλισμό, εμπορική εύνοια και γενικά το ενεργητικό της J.A.M. Ltd, αλλά και εναντίον των εφεσειόντων 1 και 3, που είναι οι μέτοχοι και σύμβουλοι της. Η αγωγή στρεφόταν επίσης και εναντίον του εναγόμενου 2 και του εφεσείοντα 2, γιατί, ως διευθύνοντες σύμβουλοι της εταιρείας όχι μόνο επέδειξαν ανοχή, αλλά και εκτελούσαν εντολές του εφεσείοντα 1, ο οποίος ήταν και ο ιθύνων νους του όλου εγχειρήματος. Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι ο εφεσείων 1 σε συνεργασία με τον εναγόμενο 2 και τους εφεσείοντες 2 και 3, τον απέκλεισαν από οποιαδήποτε συμμετοχή στην J.A.M. Ltd, καταστρέφοντας οικονομικά τόσο την εταιρεία, όσο και τον ίδιο, που ήταν εγγυητής της σε αριθμό δανείων.
Πρόκειται περί παράγωγης αγωγής. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού δικαίωσε τον εναγόντα-εφεσίβλητο, διέταξε τους εναγόμενους όπως αποδώσουν ενόρκως λογαριασμό για τη διαχείριση της περιουσίας της εφεσείουσας 5 εντός τριών μηνών από της επίδοσης του διατάγματος, στην περίπτωση δε που διαπιστωθεί η ύπαρξη κέρδους, στην καταβολή του αντίστοιχου ποσού σ' αυτή. Εξέδωσε επίσης απόφαση υπέρ της εφεσείουσας 5 για ποσό £85.000 που αντιπροσώπευε την αξία των αντικειμένων της που απωλέστηκαν. Τέλος, το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων και επιδίκασε προσωπικά στον εφεσίβλητο-ενάγοντα το ποσό των £10.000.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε έφεση.
Ο πρώτος λόγος έφεσης εστιάζεται στο επιχείρημα ότι στην παρούσα υπόθεση εσφαλμένα κρίθηκε ότι εφαρμόζεται η εξαίρεση του κανόνα στην υπόθεση Foss v. Harbottle [1843] 2 Hare 461. Σύμφωνα με τον κανόνα, τα δικαστήρια αρνούνται να ικανοποιήσουν αιτήματα μελών της μειοψηφίας των μετόχων τα οποία είναι δυσαρεστημένα με τη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας από την πλειοψηφία ή από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και δεν επεμβαίνουν στη διεύθυνσή της. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται επέμβαση ύστερα από αίτημα μελών της μειοψηφίας, όταν (1) πράξη της εταιρείας έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας ή είναι παράνομη, (2) πράξη συνιστά δόλο εναντίον της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες διαθέτουν τον έλεγχο της εταιρείας, (3) έχει παρατηρηθεί παρατυπία κατά τη ψήφιση ψηφίσματος το οποίο απαιτούσε ειδική πλειοψηφία και όταν (4) έχουμε πράξη η οποία παραβιάζει τα προσωπικά δικαιώματα συγκεκριμένου μετόχου (βλέπε Palmer' s Company Law, 24η Έκδοση, παράγραφοι 65-04, σελ. 980).
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζεται η εξαίρεση του κανόνα επειδή η J.A.M. Ltd δεν ελέγχεται από τους υπόλοιπους εφεσείοντες, όπως δέκτηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ οι εφεσείοντες σε ουδεμία παρανομία ή συνωμοσία προέβηκαν σε βάρος της. Ακόμα, ο εφεσίβλητος δεν είναι ο μόνος που αποτελεί μειοψηφία στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας και συνεπώς η αγωγή δεν μπορούσε να εγερθεί ως παράγωγος αγωγή.
Ο πρώτος λόγος έφεσης συνδέεται άρρηκτα με το δεύτερο, όπου οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι μόνο ο εφεσίβλητος αποτελούσε μειοψηφία στην J.A.M. Ltd ήταν εσφαλμένη, διότι όχι μόνο δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου τέτοια μαρτυρία, αντιθέτως προέκυπτε ότι υπήρχαν και άλλοι μέτοχοι.
Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Απερίφραστα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσείοντες 1, 2, 3 καθώς και ο εναγόμενος 2, χρησιμοποιώντας την εφεσείουσα 4 η οποία ελεγχόταν από τους ίδιους και κυρίως από τον εφεσείοντα 1, αποστέρησαν από την J.A.M. Ltd, κάθε ευκαιρία να ασκήσει την επιχείρηση την οποία είχε αρχίσει από το 1996. Οι ενέργειές τους συνιστούν δόλο μέσα στην έννοια της απόφασης Burland v. Earle, 71 L.J.P.C 1, με σκοπό αμέσως ή εμμέσως την απόσπαση από την εταιρεία στην οποία ήταν μέτοχοι, χρημάτων, περιουσίας, πλεονεκτημάτων ή δικαιωμάτων τα οποία ανήκαν στην εταιρεία ή στα οποία ωφελήματα ο εφεσίβλητος εδικαιούτο να συμμετέχει (βλέπε Palmer' s Company Law, 23η Έκδοση, σελ. 983, παραγραφοι 65-09). Οι δραστηριότητες της J.A.M. Ltd μεταφέρθηκαν στην N.M.T. Ltd, εφεσείουσα 4, χωρίς να καταβληθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τη χρήση και εκμετάλλευση των περιουσιακών της στοιχείων.
Η καταδολίευση της J.A.M. Ltd άρχισε από τη γενική συνέλευση ημερ. 4.9.1997, στην οποία αποφασίστηκε όπως ο εφεσείων 1 διαχειρίζεται αποκλειστικά τη λειτουργία της επιχείρησης και τα οικονομικά της εταιρείας, ενώ την ίδια περίοδο τη διαχείριση είχε αναλάβει η N.M.T. Ltd, οπότε ο εφεσείων 1, με τη διπλή του ιδιότητα, μπορούσε να διοχετεύει τις εισπράξεις της J.A.M. Ltd στην N.M.T. Ltd.
Εν όψει των πιο πάνω είναι φανερό ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης της Foss v. Harbottle αφού διενεργούνταν πράξεις οι οποίες συνιστούσαν δόλο εναντίον της μειοψηφίας και οι αδικοπραγούντες είχαν τον έλεγχο της εταιρείας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να απορριφθεί ακόμα ένα επιχείρημα των εφεσειόντων, ότι δηλαδή στη γενική συνέλευση της 4.9.1997, ο εφεσείων 1 διορίστηκε ομόφωνα, ακόμα και με τη ψήφο του εφεσίβλητου, ως γενικός διευθυντής. Όπως επισημαίνει όμως και το πρωτόδικο δικαστήριο, αυτό, όχι μόνο δεν συνιστά συναίνεση του εφεσίβλητου η οποία δυνατόν να απάλλασσε τον εφεσείοντα 1, αλλά συνιστά ακριβώς και την απόδειξη της συνωμοσίας και υστεροβουλίας και των υπολοίπων μετόχων. Ενώ αποφάσισαν να διορίσουν τον εφεσείοντα 1 ως γενικό διευθυντή με ευρείες εξουσίες, ταυτόχρονα φρόντισαν η διαχείριση της περιουσίας της J.A.M. Ltd εταιρείας να περάσει στην Ν.Μ.Τ. Ltd. Η γενική συνέλευση δεν κάλυψε νομότυπα αυτή τους την παρανομία. Αντίθετα υπήρξε μέρος της συνωμοσίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αναφέρεται στο επιχείρημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, αγνοώντας δεσμευτική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της Δ.9, θ.9, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, λανθασμένα αποφάσισε ότι δεν ήταν ανάγκη να εξασφαλίσει ο εφεσίβλητος πληρεξούσιο έγγραφο και άδεια του δικαστηρίου πριν εγείρει την αγωγή. Λανθασμένα θεώρησε ότι η αγωγή δεν ήταν γνήσια αντιπροσωπευτική αγωγή ενώ η προσέγγισή του σ' όλα τα υπόλοιπα θέματα ήταν ότι η αγωγή ήταν αντιπροσωπευτική.
Η Δ.9, θ.9 (1) αναφέρεται στην αντιπροσωπευτική αγωγή και σύμφωνα με αυτή, όπου διάφορα πρόσωπα έχουν το ίδιο συμφέρον σε αγώγιμο δικαίωμα, ένας ή περισσότερα από τα πρόσωπα αυτά μπορεί να εξουσιοδοτηθεί από το Δικαστήριο να εναγάγει ή να υπερασπιστεί στη συγκεκριμένη αγωγή, για λογαριασμό και επ' ωφελεία όλων των προσώπων που ενδιαφέρονται. Για να γίνει όμως αυτό θα πρέπει να καταχωρηθεί πληρεξούσιο έγγραφο υπογεγραμμένο από τα πρόσωπα που αντιπροσωπεύονται, το οποίο δίδει την εξουσία στο πρόσωπο ή πρόσωπα που θα εναγάγουν ή θα υπερασπιστούν για λογαριασμό των υπολοίπων, να τους αντιπροσωπεύσουν στη συγκεκριμένη αγωγή. Το πληρεξούσιο έγγραφο θα πρέπει να καταχωρηθεί με το εναρκτήριο ένταλμα.
Και ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Πολύ ορθά το δικαστήριο κατέληξε ότι δεν θα μπορούσε βέβαια να εξασφαλιστεί πληρεξούσιο έγγραφο από τα πρόσωπα εναντίον των οποίων θα στρεφόταν η αγωγή, αλλά ούτε βεβαίως από την ίδια την εταιρεία.
Η παρούσα διαδικασία δεν είναι τυπική διαδικασία αντιπροσωπευτικής αγωγής. Πρόκειται περί παράγωγης αγωγής, σύμφωνα με την εξαίρεση της υπόθεσης Foss v. Harbottle, ανωτέρω. Θα λέγαμε μάλιστα ότι κανένα ουσιαστικό επιχείρημα δεν προβάλλεται στο περίγραμμα αγόρευσης των δικηγόρων των εφεσειόντων που να μας πείσει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν λανθασμένο στην αντιμετώπισή του.
Οι δικονομικοί μας θεσμοί δεν προβλέπουν διαδικασία για μια τέτοια περίπτωση. Όμως η παρούσα αγωγή χωρίς καμιά αμφιβολία δεν εμπίπτει στα πλαίσια της κλασικής αντιπροσωπευτικής αγωγής. Θα ήταν παράλογο να περιμένει κανένας από την καταπιεζόμενη μειοψηφία να εξασφαλίσει πληρεξούσιο έγγραφο για έγερση αγωγής από εκείνους ακριβώς οι οποίοι την καταπιέζουν. Όπως τονίζεται και σε αριθμό αυθεντιών (βλέπε για παράδειγμα Gower, Modern Company Law, 3η Έκδοση (1969) σελ. 587, ο ενάγων μέτοχος δεν ενεργεί ως αντιπρόσωπος των άλλων μετόχων, αλλά ως αντιπρόσωπος της εταιρείας. Βλέπε ακόμα Πιριλλής κ.ά. ν. Κουή (2004) 1 Α.Α.Δ. 136).
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ασκήθηκε δόλος εναντίον της J.A.M. Ltd, διότι υπήρχε μαρτυρία ότι την οικονομική διαχείρισή της ασκούσε ο εφεσείων 1, ύστερα από ομόφωνη απόφαση των μετόχων. Αφού λοιπόν ο εφεσίβλητος ήταν παρών κατά τη λήψη της πιο πάνω απόφασης, δεσμευόταν από αυτή και συνεπώς δεν νομιμοποιείται εκ των υστέρων να εγείρει οποιοδήποτε παράπονο.
Όταν γίνεται προσπάθεια να δοθεί ο ορισμός του δόλου για σκοπούς εξαίρεσης από τον κανόνα στη Foss v. Harbottle θα πρέπει να έχουμε υπ΄όψιν ότι ο δόλος σ' αυτή την περίπτωση περιέχει και όλες τις περιπτώσεις όπου οι αδικοπραγούντες προσπαθούν έμμεσα ή άμεσα να υπεξαιρέσουν για λογαριασμό τους χρήματα, περιουσία ή ωφελήματα τα οποία ανήκουν στην εταιρεία ή στα οποία και οι υπόλοιποι μέτοχοι δικαιούνται να συμμετάσχουν.
Η απόφαση της γενικής συνέλευσης της J.A.M. Ltd, ημερ. 4.9.1997, δεν είχε δώσει το δικαίωμα στον εφεσείοντα 1 να οικειοποιηθεί τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας, ούτε και να τα μεταβιβάσει στην Ν.Μ.Τ. Ltd. Ο εφεσείων 1 είχε διοριστεί ως διευθυντής της επιχείρησης προς όφελος όλων των μετόχων και πρωτίστως βέβαια προς το συμφέρον της ίδιας της εταιρείας.
Και ο επόμενος λόγος έφεσης αναφέρεται στην ίδια γενική συνέλευση. Το παράπονο στρέφεται εναντίον του μέρους της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με το οποίο η γενική αυτή συνέλευση, ήταν μέρος της συνωμοσίας και της δολιότητας με την οποία οι εφεσείοντες ενήργησαν.
Έγινε προσπάθεια παρανόησης του αληθινού νοήματος του σχετικού αποσπάσματος. Το δικαστήριο ασφαλώς και δεν εννοεί ότι η γενική συνέλευση από μόνη της αποτελούσε μια δόλια πράξη. Εκείνο το οποίο αφήνεται να νοηθεί είναι ότι από τους εφεσείοντες χρησιμοποιήθηκε η συγκεκριμένη απόφαση που είχε ληφθεί από τη γενική συνέλευση, με σκοπό να καταδολιευθούν τόσο τα συμφέροντα της ίδιας, όσο και τα συμφέροντα του εφεσίβλητου.
Ο επόμενος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο εφεσείων 1 ήταν απόλυτος άρχων της J.A.M. Ltd, γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία ενώπιόν του που να καταδεικνύει κάτι τέτοιο, παρέμεινε χωρίς ουσιαστική ανάλυση και βέβαια το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να αναζητήσει μόνο του τα στηρίγματα οιουδήποτε ισχυρισμού που γίνεται στην έφεση.
Ο επόμενος λόγος έφεσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα επιδικάστηκαν αποζημιώσεις υπέρ της εφεσείουσας 5 αναφορικά με αντικείμενα που υπεξαιρέθηκαν γιατί, εφ' όσον υπήρχε μαρτυρία ότι τα αντικείμενα είναι περιουσία της εταιρείας, αλλά βρίσκονταν στην κατοχή άλλων εφεσειόντων, θα όφειλε να διατάξει την επιστροφή τους και όχι να επιδικάσει αποζημιώσεις.
Και αυτός ο λόγος θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν υπήρχε μαρτυρία για το ποιος κατείχε τα διάφορα αντικείμενα κατά το χρόνο της ακρόασης, ενώ υπήρχε μαρτυρία ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτό είχε κατασχεθεί από τις αρχές των Βρεττανικών Βάσεων. Ορθώς λοιπόν επιδικάστηκαν αποζημιώσεις και όχι επιστροφή των αντικειμένων.
Οι εφεσείοντες παραπονούνται ακόμα και για το ύψος των αποζημιώσεων, τις £85.000 που επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσείουσας 5, αναφορικά με τα αντικείμενα που απωλέσθηκαν, γιατί δεν υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με την πραγματική αξία των αντικειμένων. Ακόμα παραπονούνται ότι το ποσό είναι αυθαίρετο και δεν υπολογίστηκε με βάση τις αρχές υπολογισμού των αποζημιώσεων.
Θα συμφωνήσουμε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου ότι ο υπολογισμός των αποζημιώσεων έγινε κατά προσέγγιση και μάλιστα σε χαμηλότερη αξία από αυτή των απωλεσθέντων αντικειμένων. Για την αξία των διαφόρων αντικειμένων υπήρχε αρκετή μαρτυρία τόσο από τον εφεσίβλητο, όσο και από το λογιστή της J.A.M. Ltd, μαρτυρία η οποία ενισχύθηκε και από άλλα αποδεικτικά στοιχεία όπως για παράδειγμα τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Δεν βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα στο λόγο αυτό.
Με τον προτελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται το επιχείρημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα επιδίκασε τιμωρητικές αποζημιώσεις αφού δεν υπήρχαν οι σχετικές προϋποθέσεις, ενώ έκρινε, επίσης χωρίς μαρτυρία, ότι τα αποτελέσματα της παρανομίας του εφεσείοντα 1 ήταν καταστροφικά για τον εφεσίβλητο. Περαιτέρω, σημειώνεται από τους εφεσείοντες ότι το ποσό είναι αυθαίρετο και δεν υπολογίστηκε με βάση τις αρχές που διέπουν το θέμα.
Η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων στην περίπτωση παράγωγης αγωγής κρίθηκε ως ορθή στην υπόθεση Πιριλλής κ.ά. ν. Κουή, ανωτέρω. Η παρούσα περίπτωση θα λέγαμε ότι συνιστά κλασική περίπτωση επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων, λόγω της συμπεριφοράς των εφεσειόντων και ιδιαίτερα του εφεσείοντα 1. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ενώπιόν του όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να καταλήξει στις πιο πάνω διαπιστώσεις και συνεπώς και αυτός ο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα επιλήφθηκε της αγωγής γιατί δεν είχε καθ' ύλην ή κατά τόπο δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή. Παρ' όλον ότι ο πιο πάνω λόγος δεν εξηγείται ούτε καν στοιχειωδώς, αρκεί να λεχθεί ότι όλοι οι διάδικοι έχουν ως έδρα ή κατοικία τη Λευκωσία, η δε εφεσείουσα 5 έχει την έδρα της στη Λευκωσία. Το γεγονός ότι ασκούσε την επιχείρησή της εκτός Λευκωσίας, ασφαλώς δεν επηρεάζει την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.