ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 1257
23 Νοεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
1. AWAKE SECURITY SERVICES LIMITED,
2. ΒΑΣΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
1. ΓΡΗΓΟΡΗ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ,
2. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑΣ ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11769)
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Έκθεση υπεράσπισης ― Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε επί θέματος το οποίο δεν είχε δικογραφηθεί στην έκθεση υπεράσπισης ― Οδήγησε σε ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και σε διαταγή επανεκδίκασης της υπόθεσης.
Απόδειξη ― Αποδεκτότητα μαρτυρίας ― Εξ ακοής μαρτυρία ― Εξαιρέσεις κανόνα για μη αποδοχή της εξ ακοής μαρτυρίας ― Παραδοχές και δηλώσεις εναντίον του συμφέροντος διαδίκου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εφεσειόντων - εναγόντων με την οποία αξίωναν από τους εφεσίβλητους - εναγόμενους ποσό Λ.Κ. 5.000.- για υπηρεσίες που παρείχαν προς τους εφεσίβλητους στη βάση συμφωνίας για διερεύνηση ληστείας, απειλών από άλλους και παροχή προστασίας.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση. Οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και το συμπέρασμα ότι η συμφωνία τεκμήριο 1 δεν αντανακλά τη συνεννόηση των διαδίκων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε το λάθος να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία τεκμήριο 1 δεν αντανακλά τη συνεννόηση των μερών αλλά αντιθέτως συμπληρώθηκε από τον Μ.Ε.1 μονομερώς, αυτόβουλα και αυθαίρετα, εφόσον κάτι τέτοιο δεν είχε δικογραφηθεί στην έκθεση υπεράσπισης.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε επίσης το λάθος να καταλήξει ότι ουσιώδης μαρτυρία ήταν εξ ακοής και άρα μη αποδεκτή ενώ στην πραγματικότητα ήταν αποδεκτή μαρτυρία. Πρόκειται για τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος μάρτυρας και ο οποίος κατέθεσε ότι η δεύτερη εφεσίβλητη παραδέχθηκε σ' αυτόν ότι απέρριψε προσφορά για αστυνομική προστασία επειδή ανέθεσε την υπόθεσή της σε εταιρεία παροχής προστασίας και ασφάλειας (που υπονοούσε τους εφεσείοντες). Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ήταν εξ ακοής μαρτυρία είναι εσφαλμένο καθότι παραδοχές και δηλώσεις εναντίον του συμφέροντος κάποιου διάδικου, όπως είναι η προαναφερόμενη παραδοχή-δήλωση της εφεσίβλητης 2, συνιστούν εξαίρεση στο γενικό κανόνα που απέκλειε την εξ ακοής μαρτυρία και επομένως ήταν μαρτυρία αποδεκτή που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί δεόντως από το Δικαστήριο.
3. Τα προαναφερθέντα λάθη του πρωτόδικου Δικαστηρίου επιβάλλουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης θα είναι έξοδα δίκης στη νέα διαδικασία αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εναντίον των εφεσειόντων.
Έφεση.
Έφεση από τους�εφεσείοντες εναντίον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπ. Αρ. 2580/01), ημερ. 30/5/03.
Μ. Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Κακουλλής, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η αξίωση των εφεσειόντων-εναγόντων βασιζόταν, κατά τον ισχυρισμό τους, σε συμφωνία, ημερ. 13.7.2000, σύμφωνα με την οποία οι εφεσίβλητοι-εναγόμενοι συμφώνησαν με τους εφεσείοντες τη διερεύνηση ληστείας που έγινε στη Λεμεσό στις 17.9.99, απειλών από άγνωστα πρόσωπα εναντίον των εφεσιβλήτων και παροχή προστασίας στην οικογένεια των εφεσιβλήτων, από τους εφεσείοντες. Σύμφωνα με τους ίδιους ισχυρισμούς η αμοιβή των εφεσειόντων για την παροχή των προαναφερόμενων υπηρεσιών προς τους εφεσίβλητους είχε συμφωνηθεί στο ποσό των Λ.Κ.7.000.- Κατόπιν όμως διαβουλεύσεων και συζητήσεων μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε οι εφεσίβλητοι να καταβάλουν στους εφεσείοντες ποσό μόνον Λ.Κ.5.000.- προς πλήρη εξόφληση των εφεσειόντων. Οι εφεσίβλητοι παρέλειψαν να πληρώσουν προς τους εφεσείοντες οιονδήποτε ποσό και ως εκ τούτου οι εφεσείοντες αξίωσαν, με την αγωγή τους, εναντίον των εφεσιβλήτων ποσό Λ.Κ.5.000.- για υπηρεσίες παρασχεθείσες, νόμιμο τόκο και έξοδα.
Στην έκθεση υπεράσπισής τους οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι ουδέποτε συνεφώνησαν οτιδήποτε αναφορικά με το ύψος της αμοιβής των εφεσειόντων. Στην παράγραφο 11 της εκθέσεως υπερασπίσεως αναγράφονται τα εξής: «Είναι ο ισχυρισμός των Εναγομένων ότι ήτο ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος της μετά των Εναγόντων συμφωνίας των, ότι η αμοιβή αυτών θα εκαθορίζετο ανάλογα με τις προς αυτούς προσφερόμενες υπηρεσίες». Στην παράγραφο 12 της έκθεσης υπεράσπισης οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι «ουδεμία υπηρεσία προσεφέρθη εις αυτούς». Ακόμα στην παράγραφο 13 της έκθεσης υπεράσπισης οι εφεσίβλητοι λέγουν, διαζευκτικά, ότι έστω και αν αποδεικνυόταν πως οι εφεσείοντες προσέφεραν στους εφεσίβλητους υπηρεσίες, αυτές ήσαν κακής ποιότητος υπηρεσίες και αντιεπαγγελματικές εφόσον οι εφεσείοντες δεν είχαν τις δυνατότητες, τις ικανότητες και τα μέσα να τις προσφέρουν.
Το πρωτόδικο δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία προέβηκε απέρριψε την εκδοχή του κύριου μάρτυρα των εφεσειόντων (Μ.Ε. 1) την οποία χαρακτήρισε ως διάτρητη, αυτοαναιρούμενη και ημιτελή, παρατηρώντας πως η μαρτυρία του ερχόταν και σε αντίθεση με το τεκμήριο 1, δηλαδή τη γραπτή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Ως προς το τεκμήριο 1 το συμπέρασμα του δικαστηρίου ήταν ότι αυτό δεν αντανακλά τη συνεννόηση των μερών αλλά αντιθέτως πως συμπληρώθηκε από το Μ.Ε. 1 μονομερώς, αυτόβουλα και αυθαίρετα. Ως εκ τούτου απέρριψε και το τεκμήριο 1 στην ολότητά του.
Για το Μ.Ε. 2, που ήταν Αστυνομικός και ανεξάρτητος από τους διαδίκους, το πρωτόδικο δικαστήριο είπε ότι του προξένησε καλή εντύπωση και γενικά αποδέχτηκε τη μαρτυρία του. Παρατήρησε όμως ότι η αναφορά του Μ.Ε. 2 στο ότι η εφεσίβλητη 2 αρνήθηκε την αστυνομική προστασία που της προσφέρθηκε λέγοντας του (M.E. 2) ότι ήταν σε επαφή με γραφείο προστασίας (ή ασφαλείας), υπονοώντας τους εφεσείοντες ή τουλάχιστον τους πρώτους εφεσείοντες «με κανένα τρόπο δεν βοηθά την υπόθεση των Εναγόντων. Κατ' αρχάς η αναφορά ήταν γενική και αόριστη και εκ των πραγμάτων δεν προσφέρει στέρεα βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Περαιτέρω είναι αναφορά που προσκρούει στον κανόνα κατά της εξακοής μαρτυρίας.». Αφού λοιπόν ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 ως αξιόπιστη απέρριψε την αναφορά του στην παραδοχή της εφεσίβλητης 2 ότι απέρριψε προσφορά για αστυνομική προστασία επειδή είχε αναθέσει την υπόθεσή της σε γραφείο προστασίας (ή ασφαλείας), ως εξακοής μαρτυρία που δεν είχε οποιαδήποτε αποδεικτική αξία. Εν πάση περιπτώσει, όπως το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε, η όλη μαρτυρία του Μ.Ε. 2 ήταν επικουρικής μόνο φύσεως και συνεπώς μετά την κατάρρευση της κύριας μαρτυρίας, δηλαδή αυτής του Μ.Ε. 1, η μαρτυρία του Μ.Ε. 2 παρέμενε «αποκομμένη και άνευ ουσιαστικής σημασίας».
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στη συνέχεια, απέρριψε ως αναξιόπιστη και τη μαρτυρία του Μ.Ε. 3 καθώς και τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων 1 και 2 (Μ.Υ. 1 και 2) αλλά και όλων των υπολοίπων μαρτύρων της υπεράσπισης δηλαδή των Μ.Υ. 3, 4 και 5.
Στα συμπεράσματα και την κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφέρεται πως το δικαστήριο δεν έχει αποδεχθεί καμιά από τις προβαλλόμενες εκδοχές στην ολότητά της. Εν όψει της απόρριψης της μαρτυρίας των Μ.Ε. 1 και Μ.Ε. 3 η υπόθεση των εναγόντων ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι ενάγοντες επιχείρησαν να θεμελιώσουν την υπόθεση τους σε συμφωνία που έλαβε χώρα στις 13.7.2000, οι όροι της οποίας, όπως ισχυρίστηκαν, αντανακλώνται στο τεκμήριο 1 όμως το τεκμήριο 1 αλλά και η μαρτυρία του Μ.Ε. 1, που ήταν ο μόνος που το υποστήριξε, απορρίφθηκαν, με αποτέλεσμα η βάση της αγωγής να παραμείνει μετέωρη. Συνεχίζοντας ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής είπε πως από τις έγγραφες προτάσεις των εναγόντων και έμμεσα και κατά τη δίκη προωθήθηκε διαζευκτική βάση αγωγής στηριζόμενη σε αξίωση για προσφερθείσες υπηρεσίες. Όμως και αυτή η βάση αγωγής είχε αποτύχει. Όσον αφορά την αγωγή του ενάγοντα 2, το πρωτόδικο δικαστήριο τόνισε πως έτσι και αλλιώς θα απορριπτόταν αφού η μαρτυρία είχε καταδείξει πως ο ενάγων 2 καμιά ουσιαστική σχέση δεν είχε με την υπόθεση. Ζητήματα όπως το κατά πόσο οι εφεσείοντες πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την παροχή υπηρεσιών προστασίας και ασφαλείας και το πώς αυτό επηρεάζει την υποβολή συναφούς απαίτησης δεν απασχόλησαν το δικαστήριο ενόψει της κατάληξής του.
Τελικά το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των εναγόντων χωρίς όμως οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. Κατά την εκτίμηση του η απόρριψη των εκδοχών και των δύο πλευρών δικαιολογούσε την απόκλιση από το γενικό κανόνα σύμφωνα με τον οποίο τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.
Με τους λόγους εφέσεως προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 1 δεν αντανακλά τη συνεννόηση των μερών αλλά αντιθέτως πως συμπληρώθηκε από το Μ.Ε. 1 μονομερώς, αυτόβουλα και αυθαίρετα (πρώτος λόγος εφέσεως). Προσβάλλεται, με το δεύτερο λόγο εφέσεως, η απόφαση του πρωτοδίκου δικαστηρίου να δεχθεί προφορική μαρτυρία η οποία ερχόταν σε σύγκρουση με το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 αλλά και με τα δικόγραφα. Με τον τρίτο λόγο εφέσεως προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του Μ.Ε. 1 ήταν αυτοαναιρούμενη, ημιτελής και διάτρητη ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο είχε δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Αστυνομικού Μ.Ε. 2, η οποία στα ουσιώδη θέματα ήταν ταυτόσημη με εκείνη του Μ.Ε. 1. Προσβάλλεται επίσης η κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι σε πολιτικές αγωγές το δικαστήριο δεν οφείλει να επιλέξει μια εκ των δύο εκδοχών που προβάλλονται ενώπιόν του ούτε και να αποφασίσει ποια εκδοχή είναι η πιο πιθανή (λόγος εφέσεως 4). Με τον πέμπτο λόγο εφέσεως προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που είχαν και με το έκτο λόγο εφέσεως προσβάλλεται το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του Μ.Ε. 2 ήταν γενική και αόριστη, ότι προσκρούει στον κανόνα που αποκλείει την εξακοής μαρτυρία και ότι η μαρτυρία εκείνη δεν προσέφερε στέρεα βάση για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη σε αρκετά σημεία της. Η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το τεκμήριο 1 δεν αντανακλά τη συνεννόηση των μερών αλλά αντιθέτως πως συμπληρώθηκε από τον Μ.Ε. 1 μονομερώς, αυτόβουλα και αυθαίρετα δεν ήταν ανοικτή στο πρωτόδικο δικαστήριο εφόσον κάτι τέτοιο δεν είχε δικογραφηθεί στην έκθεση υπεράσπισης. Το συμπέρασμα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία του Μ.Ε. 2, ο οποίος κρίθηκε ως αξιόπιστος μάρτυρας, αναφορικά με παραδοχή της δεύτερης εφεσίβλητης (στον Μ.Ε. 2) ότι αυτή απέρριψε προσφορά για αστυνομική προστασία επειδή είχε αναθέσει την υπόθεση της (διερεύνηση της ληστείας και των απειλών και παροχή προστασίας της ίδιας και της οικογένειας της) σε εταιρεία παροχής προστασίας και ασφάλειας (που υπονοούσε τους εφεσείοντες), ήταν εξ ακοής μαρτυρία, είναι λανθασμένο καθότι παραδοχές και δηλώσεις εναντίον του συμφέροντος κάποιου διάδικου, όπως είναι η προαναφερόμενη παραδοχή-δήλωση της εφεσίβλητης 2, συνιστούν εξαίρεση στο γενικό κανόνα που απέκλειε την εξ ακοής μαρτυρία και επομένως ήταν μαρτυρία αποδεχτή που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί δεόντως από το δικαστήριο.
Κατά την κρίση μας τα λάθη που διαπράχθηκαν, στην προκείμενη περίπτωση, τόσο με την κατάληξη, αναφορικά με το τεκμήριο 1, που δεν βασιζόταν στη δικογραφημένη υπόθεση των εφεσιβλήτων, όσο και με την κατάληξη ότι ουσιώδης μαρτυρία αξιόπιστου μάρτυρα (του Μ.Ε. 2) ήταν εξ ακοής μαρτυρία που δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, ενώ στην πραγματικότητα ήταν αποδεχτή μαρτυρία που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη και να αξιολογηθεί δεόντως από το πρωτόδικο δικαστήριο, επιβάλλουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Αυτό επιβάλλεται, κατά την κρίση μας, ενόψει της μη ύπαρξης συμπερασμάτων του πρωτοδίκου δικαστηρίου πάνω στα οποία το Εφετείο να μπορεί να ενεργήσει και να παράσχει τις δέουσες θεραπείες.
Κατά συνέπεια η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης θα είναι έξοδα δίκης στην νέα διαδικασία αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή. Τα έξοδα της έφεσης θα είναι έξοδα δίκης στη νέα διαδικασία αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εναντίον των εφεσειόντων.