ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 934

11 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟKΚΙΝΟΥ,

Εφεσείουσα-Ενάγουσα,

v.

1. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ LANDBROKE GROUP P.L.C.,

2. ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΗΙLTON INTERNATIONAL,

3. IONIKΙ HOTEL ENTERPRISES S.A.,

4. ΣΩΤΗΡΗ (ΑΛΛΩΣ ΣΤΗΒ) ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΥΠΟ

    ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ

    ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ΧΙΛΤΟΝ ΑΘΗΝΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 11627)

 

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Επαρχιακό Δικαστήριο ― Κατά τόπον αρμοδιότητα Επαρχιακού Δικαστηρίου ― Αποτελεί προϋπόθεση έγκυρης ανάληψης δικαιοδοσίας ― Θέμα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί σ' οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ακόμα και αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο.

Αναστολή διαδικασίας ― Αναστολή διαδικασίας μετά από αυτεπάγγελτη εξέταση θέματος τοπικής αρμοδιότητας και διαπίστωση Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι εστερείτο αρμοδιότητας να εκδικάσει αστικό αδίκημα, σε συνάρτηση προς τα στοιχεία του κλητηρίου εντάλματος και τα γεγονότα της γενικής οπισθογράφησης ― Κατά πόσο υπήρχε δυνατότητα αναβίωσης της ανασταλείσας διαδικασίας.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα (η εφεσείουσα) ήγειρε αγωγή με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα για αποζημιώσεις, τόσο για αμέλεια όσο και για παράβαση σύμβασης, με βάση ατύχημα, στο οποίο κατ' ισχυρισμό ενεπλάκη στο ξενοδοχείο Χίλτον στην Αθήνα.

Η αγωγή στρεφόταν εναντίον διαφόρων εναγομένων, συμπεριλαμβανομένης και την εταιρείας Hillton International (εναγομένων 2) όλων με διευθύνσεις, όπως φαίνονταν στο κλητήριο ένταλμα, στο εξωτερικό.

Στις 18/10/96 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποδέχθηκε αίτηση των εφεσιβλήτων-εναγομένων και παραμέρισε κάθε διαδικαστικό διάβημα σε σχέση με τη θεραπεία που αφορούσε την αμέλεια ως άκυρο και ιδιαίτερα τη σφράγιση του κλητηρίου, την άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και την επίδοση, αναστέλλοντας κάθε περαιτέρω διαδικασία σε σχέση με τη θεραπεία που βασιζόταν σε αστικό αδίκημα, λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας.

Στις 20/9/00 η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με ενδιάμεση απόφασή της, απέρριψε αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος με προσθήκη διεύθυνσης των εναγομένων 2 στην Κύπρο, καθώς και παραγράφου στο αιτητικό με την οποία επαναλαμβανόταν το αίτημα για θεραπεία για διάπραξη αστικού αδικήματος, πανομοιότυπη με την παράγραφο για την οποία είχε ανασταλεί προηγουμένως η διαδικασία. Σε σχέση με τη διεύθυνση των εναγομένων 2, η Πρόεδρος έκρινε πως αυτή δεν αποτελούσε μέρος του κλητηρίου εντάλματος, το οποίο θα μπορούσε να επιδοθεί στους εναγόμενους σε οποιαδήποτε διεύθυνση στην Κύπρο χωρίς τροποποίηση.

Δύο περίπου χρόνια αργότερα η ενάγουσα καταχώρησε μακροσκελή έκθεση απαίτησης στην οποία προσπάθησε να καταδείξει ότι η Hilton International είχε τοπική δραστηριότητα με διαμονή και γραφείο καθώς και εργασίες στη Λευκωσία. Επανέφερε, έτσι, ζήτημα αστικού αδικήματος παρά την απόφαση της 18/10/96. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ήγειρε προδικαστικώς θέμα αναφορικά με το κατά πόσο είχε, εν πάση περιπτώσει, δικαιοδοσία ή κατά πόσο θα ήταν κατάχρηση να επιληφθεί, κάτω από τις περιστάσεις, της πτυχής της υπόθεσης που αφορούσε αστικό αδίκημα. Η θέση της συνηγόρου της εφεσείουσας ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε τη διαδικασία, αλλά απλώς την ανέστειλε και έτσι, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί και πάλι με βάση το Άρθρο 21(1)(β) του Ν.14/60, αφ' ης στιγμής διαπιστώθηκε ότι οι εναγόμενοι είχαν εργασίες στην Κύπρο και τους επιδόθηκε η αγωγή.

Η εφεσείουσα επικαλέσθηκε προς υποστήριξη της θέσης της, την προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση, προφανώς λόγω των παρατηρήσεων προς το τέλος της απόφασης, πως της ανασταλείσας διαδικασίας για τη θεραπεία με βάση το αστικό αδίκημα «θα μπορούσε εάν βεβαίως υπάρξουν οι προϋποθέσεις το Δικαστήριο να της επιληφθεί», αφού τούτο δεν είχε διαγράψει τη θεραπεία, αλλά απλώς ανέστειλε τη διαδικασία.

Η αντίδικη πλευρά αντέτεινε ότι η επίδοση στους εναγόμενους 2 στην Κύπρο δεν καθιστούσε έγκυρη και κανονική τη διαδικασία αν ήταν άκυρη και αντικανονική, αφού η απόφαση για αναστολή δεν έπαυσε να ισχύει και η εφεσείουσα κωλυόταν να επαναφέρει θέμα αμέλειας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η αναστολή έγινε για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας, δεν είχε την έννοια ότι ο διάδικος θα μπορούσε να επανέλθει με βάση άλλα δεδομένα. Η απόφαση ήταν ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης και δεν ήταν επιτρεπτό η ενάγουσα με οποιοδήποτε τρόπο να επαναφέρει το θέμα. Το Δικαστήριο και με αναφορά στην Παπακόκκινου ν. Εταιρείας Landbroke Group PLC κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 838, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 18/10/96, κατέληξε πως «η επίδοση που έγινε στην Κύπρο, ανεξάρτητα από τη δικονομική στάση των διαδίκων, δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση πως δεν υπάρχει δικαιοδοσία και κατ' ουσία είναι ως να μην έχει γίνει».

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση αμφισβητώντας την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και προβάλλοντας τα ίδια επιχειρήματα που προέβαλε και πρωτοδίκως. Ισχυρίζεται περαιτέρω πως με την απόφασή του το Δικαστήριο της καταπατά τα ανθρώπινά της δικαιώματα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.   Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Χριστοφόρου κ.ά. ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 714, θεωρήθηκε πως, μετά την αναστολή της διαδικασίας λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επιληφθεί οποιουδήποτε διαβήματος στην αγωγή και πως η αναστολή της διαδικασίας χωρίς όρους λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας ισοδυναμούσε με διακοπή της διαδικασίας, αφού δεν μπορούσε να αναβιώσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

2.   Με βάση τα λεχθέντα στην Παπακόκκινου ν. Εταιρείας Landbroke Group PLC κ.ά. (πιο πάνω), η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν ορθή. Η ενδιάμεση απόφαση της 20ης/9/00, δεν είχε αποφασίσει τα υπό κρίση σημεία, αφού η αίτηση για τροποποίηση είχε απορριφθεί και θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι παρατηρήσεις περί δυνατής αναβίωσης της διαδικασίας αποτελούσαν obiter dicta.

Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που τα λεχθέντα δεν συνιστούσαν obiter dicta, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως υπήρξε οποιαδήποτε προϋπόθεση αναβίωσης της διαδικασίας ώστε να της επιληφθεί το Δικαστήριο, ενόψει των αρχών που διατυπώθηκαν σχετικά στις Παπακόκκινου και Χριστοφόρου (πιο πάνω), με αποτέλεσμα να μην ευσταθεί ο ισχυρισμός της εφεσείουσας για σύγκρουση μεταξύ της υπό έφεση απόφασης και της προηγούμενης ενδιάμεσης απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Παπακόκκινου ν. Εταιρείας Landbroke Group PLC κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 838,

Χριστοφόρου κ.ά. ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 714.

Έφεση.

Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 9415/03), ημερ. 11/3/03.

Α. Παπακοκκίνου, για την Eφεσείουσα.

Δ. Μιχαηλίδης, για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με βάση ατύχημα, στο οποίο κατ' ισχυρισμό ενεπλάκη η ενάγουσα στο ξενοδοχείο Χίλτον στην Αθήνα, η τελευταία ήγειρε αγωγή με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα για αποζημιώσεις, τόσο στη βάση αμέλειας, όσο και για παράβαση σύμβασης.

Η αγωγή στρεφόταν εναντίον διαφόρων εναγομένων, συμπεριλαμβανομένης και της εταιρείας Hilton International, όλων με διευθύνσεις, όπως φαίνονταν στο κλητήριο ένταλμα, στο εξωτερικό.

Μετά από σχετικό αίτημα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 18.10.96 παραμέρισε κάθε διαδικαστικό διάβημα σε σχέση με τη θεραπεία που αφορούσε την αμέλεια ως άκυρο και ιδιαίτερα τη σφράγιση του κλητηρίου, την άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και την επίδοση, αναστέλλοντας κάθε περαιτέρω διαδικασία σε σχέση με τη θεραπεία που βασιζόταν σε αστικό αδίκημα, λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας.

Στις 20.9.00, άλλη Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η Πρόεδρός του, με ενδιάμεση απόφασή της, απέρριψε αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος με προσθήκη διεύθυνσης των εναγομένων 2 στην Κύπρο, καθώς και παραγράφου στο αιτητικό με την οποία επαναλαμβανόταν το αίτημα για θεραπεία για διάπραξη αστικού αδικήματος, πανομοιότυπη με την παράγραφο για την οποία είχε ανασταλεί προηγουμένως η διαδικασία. Σχετικά με τη διεύθυνση των εναγομένων 2, η Δικαστής έκρινε στην ενδιάμεσή της απόφαση, πως αυτή δεν αποτελούσε μέρος του κλητηρίου εντάλματος, το οποίο θα μπορούσε να επιδοθεί στους εναγομένους σε οποιαδήποτε διεύθυνση στην Κύπρο χωρίς τροποποίηση.

Δύο περίπου χρόνια αργότερα, με την πολυσέλιδη Έκθεση Απαίτησης που καταχώρησε, η ενάγουσα προσπάθησε να καταδείξει ότι η Hilton International είχε τοπική δραστηριότητα με διαμονή και γραφείο καθώς και εργασίες στη Λευκωσία. Έτσι, επανέφερε ζήτημα αστικού αδικήματος, παρά την απόφαση της 18.10.96.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ήγειρε προδικαστικώς θέμα αναφορικά με το κατά πόσο είχε, εν πάση περιπτώσει, δικαιοδοσία ή κατά πόσο θα ήταν κατάχρηση να επιληφθεί, κάτω από τις περιστάσεις, της πτυχής της υπόθεσης που αφορούσε αστικό αδίκημα. Η θέση της συνηγόρου της ενάγουσας ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε τη διαδικασία, αλλά απλώς την ανέστειλε και έτσι, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί και πάλι με βάση το άρθρο 21(1)(β) του Ν. 14/60, αφ' ης στιγμής διαπιστώθηκε ότι οι εναγόμενοι είχαν εργασίες στην Κύπρο και τους επιδόθηκε η αγωγή.

Η εφεσείουσα-ενάγουσα επικαλείται προς υποστήριξη της θέσης της την ενδιάμεση απόφαση της 20.9.00, προφανώς λόγω των παρατηρήσεων της Δικαστού προς το τέλος της απόφασης, πως της ανασταλείσας διαδικασίας για τη θεραπεία με βάση το αστικό αδίκημα «θα μπορούσε εάν βεβαίως υπάρξουν οι προϋποθέσεις το Δικαστήριο να της επιληφθεί», αφού τούτο δεν είχε διαγράψει τη θεραπεία, αλλά απλώς ανέστειλε τη διαδικασία.

Η απάντηση της άλλης πλευράς ήταν ότι η επίδοση στην εναγομένη 2 στην Κύπρο δεν καθιστούσε έγκυρη και κανονική τη διαδικασία αν ήταν άκυρη και αντικανονική, αφού η απόφαση για αναστολή δεν έπαυσε να ισχύει και η εφεσείουσα-ενάγουσα κωλυόταν να επαναφέρει θέμα αμέλειας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η αναστολή έγινε για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας, δεν είχε την έννοια ότι ο διάδικος θα μπορούσε να επανέλθει με βάση άλλα δεδομένα. Η απόφαση ήταν ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης και δεν ήταν επιτρεπτό η ενάγουσα με οποιοδήποτε τρόπο να επαναφέρει το θέμα. Το Δικαστήριο και με αναφορά στην Παπακόκκινου ν. Εταιρείας Landbroke Group PLC κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 838, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 18.10.96, κατέληξε πως «η επίδοση που έγινε στην Κύπρο, ανεξάρτητα από τη δικονομική στάση των διαδίκων, δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση πως δεν υπάρχει δικαιοδοσία και κατ' ουσία είναι ως να μην έχει γίνει».

Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα-ενάγουσα αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένη, προβάλλει περίπου τα ίδια επιχειρήματα που πρόβαλε και πρωτοδίκως και ισχυρίζεται περαιτέρω πως με την απόφαση του το Δικαστήριο της καταπατά τα ανθρώπινά της δικαιώματα.

Στην Παπακοκκίνου ν. Landbroke Group PLC κ.ά. (πιο πάνω), όπως αναφέρει το Εφετείο στην απόφασή του, στο πρωτόδικο Δικαστήριο «κρίθηκε πως υπήρχε εξ αρχής αθεράπευτη ακυρότητα».

Το Εφετείο στην πιο πάνω απόφαση καταλήγοντας, παρέθεσε και υιοθέτησε και το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

«Όσα δε, έχουν αναφερθεί επαρκούν για να καταλήξουμε, από το στάδιο αυτό, στην απόφαση περί μη στοιχειοθέτησης τοπικής αρμοδιότητας. Ότι και αν λεχθεί στην έκθεση απαίτησης δεν μπορεί να ανανεώσει τα δύο δεδομένα που η ίδια η ενάγουσα απεκάλυψε:

πρώτον, το δεδομένο ότι η βάση του αγώγιμου δικαιώματος σε ότι αφορά αδικοπραξία . . . προέκυψε στο Χίλτον Αθηνών, . . .

δεύτερον, το δεδομένο σε σχέση με τις διευθύνσεις των εναγομένων κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής . . .».

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.)

Θέμα σχετικό κρίθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφασή μας στην Χριστοφόρου κ.ά. ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 714, όπου θεωρήθηκε πως, μετά την αναστολή της διαδικασίας λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επιληφθεί οποιουδήποτε διαβήματος στην αγωγή  και πως η αναστολή της διαδικασίας χωρίς όρους λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας ισοδυναμούσε με διακοπή της διαδικασίας, αφού δεν μπορούσε να αναβιώσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.

Με βάση τα όσα λέχθηκαν στην Παπακοκκίνου ν. Landbroke Group PLC κ.ά. (πιο πάνω), στην οποία έκαμε αναφορά ο πρωτόδικος Δικαστής, καταλήγουμε πως η απόφαση του επί του θέματος που ήγειρε αυτεπάγγελτα, ήταν ορθή. Η ενδιάμεση απόφαση της Δικαστού της 20.9.00, δεν είχε αποφασίσει τα υπό κρίση σημεία, αφού η αίτηση για τροποποίηση είχε απορριφθεί και θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι παρατηρήσεις περί δυνατής αναβίωσης της διαδικασίας αποτελούσαν obiter dicta.

Αλλά ακόμη και αν τα λεχθέντα δεν συνιστούσαν obiter dicta, εν όψει των όσων λέχθηκαν στην Παπακοκκίνου ν. Landbroke Group PLC κ.ά. που παραθέσαμε πιο πάνω, καθώς και τα όσα αποφασίστηκαν στην Χριστοφόρου κ.ά. ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (πιο πάνω) θεωρούμε πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε προϋπόθεση για να αναβιώσει η διαδικασία, ούτως ώστε να της επιληφθεί το Δικαστήριο. Έτσι, κρίνουμε πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ της υπό έφεση απόφασης και της προηγούμενης ενδιάμεσης απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, όπως είχε υποβάλει η εφεσείουσα-ενάγουσα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-ενάγουσας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο