ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 873
8 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΑΓΙΟΥ ΔΟΜΕΤΙΟΥ ΛΤΔ.,
Εφεσείουσα-Εναγομένη,
v.
ΣΑΒΒΑ ΦΙΛ. ΔΡΟΥΣΙΩΤΗ,
Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12089)
Συμβάσεις ― Σύμβαση εργοδότησης αορίστου διαρκείας ― Αγωγή αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό της σύμβασης εργοδότησης ― Καθορισμός αποζημιώσεων ― Κατά πόσο ο εργοδοτούμενος εδικαιούτο σε αποζημιώσεις που αντιστοιχούσαν με τους μισθούς του που απωλέσθησαν λόγω τερματισμού της σύμβασης εργοδότησής του ― Κατά πόσο η παράταση εργοδότησης αορίστου διαρκείας τη μετέτρεψε σε εργοδότηση ορισμένου χρόνου.
Εταιρείες ― Εξουσίες εταιρείας σε σχέση με την εκτέλεση πράξεων και τη σύναψη συμβάσεων ― Ακυρότητα σύμβασης η οποία καταρτίζεται καθ' υπέρβαση του νόμου και/ή των θεσμών ― Επιπτώσεις παραβάσεων εσωτερικών κανονισμών εταιρείας από αξιωματούχους της προς τρίτα πρόσωπα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής επικεντρώνονται γύρω από την αφυπηρέτηση του εφεσίβλητου-ενάγοντος (ο εφεσίβλητος) από τη θέση του Γραμματέως της εφεσείουσας-εναγομένης (η εφεσείουσα) και την παράταση της υπηρεσίας του από το 65ον έτος στο 68ον έτος της ηλικίας του. Η σχετική απόφαση λήφθηκε ομόφωνα από την εφεσείουσα στις 16/11/1992 και κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο στις 14/12/1992. Ο εφεσίβλητος υπηρέτησε στην επίδικη θέση από την 23η/1/1960 μέχρι την 31/3/1999, οπότε τέθηκε σε άμεση αφυπηρέτηση με επιστολή ημερ. 29/3/1999. Ο εφεσίβλητος είχε συμπληρώσει το 65ον έτος της ηλικίας του από τις 21/2/1998. Με την παράταση που του δόθηκε θα έπρεπε να αφυπηρετήσει στις 21/2/2001.
Στις 17/11/2000 ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας αξιώνοντας, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας απασχόλησης και/ή παράνομου τερματισμού των υπηρεσιών του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου το συνολικό ποσό των £28.148. Από το ποσό αυτό, ποσό £27.360 αποτελούσε αποζημιώσεις για δώδεκα μηνιαίους μισθούς, ποσό £638 μέρος του 13ου μισθού και £150 μέρος για επίδομα φιλοξενίας για την περίοδο από 1/1/1999 - 31/3/1999.
Τα κύρια συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήταν τα ακόλουθα:
1. Η αφυπηρέτηση του εφεσίβλητου παρατάθηκε από το 65ον έτος στο 68ον έτος της ηλικίας του.
2. Η συμφωνία παράτασης δεν ήταν παράνομη αφού δεν παραβίαζε εσωτερικούς κανονισμούς, ούτε εχρειάζετο έγκριση του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών.
3. Ο εφεσίβλητος δεν απέκρυψε εγκύκλιο του Εφόρου με την οποία ετονίζετο η αυστηρή εφαρμογή των Κανονισμών και των Σχεδίων Υπηρεσίας και ως εκ τούτου δεν απέκλεισε από την εφεσείουσα την ευκαιρία να ανακαλέσει νωρίτερα την πρώτη απόφαση της.
Η εφεσείουσα καταχώρησε έφεση ζητώντας ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε αντέφεση.
Α. Έφεση
Η εφεσείουσα προέβαλε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχε έγκυρη συμφωνία παράτασης του αφυπηρετικού ορίου του εφεσίβλητου και στήριξε την απόφασή του επί άκυρης και/ή παράνομης και/ή μη ολοκληρωμένης συμφωνίας.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επεδίκασε αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας αορίστου διάρκειας γιατί προέβη σε αντιφατικά ευρήματα ότι η συμφωνία ήταν ορισμένης διάρκειας τριών χρόνων.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις χωρίς αυτές να ζητηθούν στο δικόγραφο του εφεσίβλητου.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επεδίκασε ποσά που αφορούν τον 13ον μισθό και επίδομα φιλοξενίας για την περίοδο Φεβρουαρίου - Μαρτίου χωρίς να αποδειχθούν.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εργοδότηση του εφεσίβλητου ήταν αόριστης διάρκειας πριν την παράτασή της και παραμένει η ίδια και μετά την επίδικη απόφαση για παράταση. Δεν μετατρέπεται η εργοδότηση του εφεσίβλητου από αόριστης διάρκειας σε εργοδότηση ορισμένου χρόνου.
2. Στη βάση της προσφερθείσας μαρτυρίας και του περιεχομένου των τεκμηρίων, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα και επιτρεπτά.
Μια εταιρεία έχει δικαίωμα και εξουσία να εκτελεί μόνο όσες πράξεις καλύπτονται από το ιδρυτικό της έγγραφο ή είναι παρεμφερείς ή προκύπτουν από την ενάσκηση των ρητώς προνοουμένων εξουσιών της. Θέμα παρέκκλισης και παράβασης των όρων αυτών μπορεί να εγερθεί από τα ίδια τα μέλη της εταιρείας. Συνέπεια του δόγματος αυτού είναι η ακυρότητα της σύμβασης, εάν υπάρχει υπέρβαση του νόμου και/ή των θεσμών. Για παραβάσεις εσωτερικού κανονισμού μια εταιρείας, υπό κάποιες προϋποθέσεις, αυτή δεσμεύεται έναντι του τρίτου.
Εξαίρεση του κανόνα αυτού υπάρχει όταν ο τρίτος εγνώριζε την καταστρατήγηση ή ενήργησε δόλια ή πλημμελώς.
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα αναζητούσε πρόφαση για τερματισμό της συμφωνίας, είναι ορθή. Η θέση αυτή στηρίζεται σε επιστολή της εφεσείουσας προς τον εφεσίβλητο ημερ. 25/11/98 στην οποία γίνεται λόγος για ανάρμοστη συμπεριφορά, αλλά και στη μαρτυρία του ΜΥ1 ο οποίος προσπάθησε να εισαγάγει ως λόγο την ανάρμοστη συμπεριφορά του εφεσίβλητου.
Περαιτέρω το Δικαστήριο, εύλογα αναφέρει στην απόφαση του, ότι κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση από την εφεσείουσα για παράταση του ορίου αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου δεν ευρίσκοντο σε ισχύ κανονισμοί, εγκύκλιοι ή σχέδια υπηρεσίας ούτως ώστε να αντίκειται η τελευταία προς αυτούς.
3. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εργοδότηση του εφεσίβλητου ήταν αόριστης διάρκειας είναι ορθή και συνάδει με τη μαρτυρία και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
4. Στην έκθεση απαίτησης ρητά και επανειλημμένα ζητούνται αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.
5. Τα ποσά τα οποία αναφέρονται στον λόγο έφεση υπό το 4) ανωτέρω, ζητούνται ρητά και καθορισμένα στην έκθεση απαίτησης και αποδεικνύονται στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας.
Β. Αντέφεση.
Ο εφεσίβλητος προέβαλε τους ακόλουθους λόγους:
1. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμφωνία παράτασης της εργοδότησής του ήταν αόριστης διάρκειας, δεν είναι ορθό. Η συμφωνία ήταν ορισμένου χρόνου και κατά συνέπεια εδικαιούτο σε αποζημιώσεις που αντιστοιχούσαν με τους μισθούς που απωλέσθησαν.
2. Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την απαίτησή του για υπερωρίες ως μέλος της Επιτροπής του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου και ως μέλος επιτροπής που επέβλεπε την ανέγερση του οικήματος της εφεσείουσας.
3. Το Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την απαίτηση του για αποζημιώσεις για απώλεια της συσσωρευμένης άδειάς του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη διάρκεια της συμφωνίας είναι ορθή και πλήρως αιτιολογημένη.
2. Ο εφεσίβλητος δεν παρουσίασε στο Δικαστήριο ικανοποιητική μαρτυρία σε σχέση με το θέμα των προαναφερομένων υπερωριών.
3. Η μαρτυρία του εφεσίβλητου επί του θέματος των υπερωριών κρίθηκε αναξιόπιστη.
4. Η απαίτηση του εφεσίβλητου σε σχέση με το Ταμείο Πρόνοιας δεν έχει δικογραφηθεί στην έκθεση απαίτησης και ορθά το Δικαστήριο δεν του επεδίκασε το σχετικό ποσό των αποζημιώσεων.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίφθηκαν. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σακκόραφος ν. Γ. Παρασκευαΐδης Λτδ. (1990) 1 Α.Α.Δ. 673,
Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co. Ltd. κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 722,
Rollad Steel Products (Holdings) Ltd. v. British Seel Corporation a.o. [1985] 3 All E.R. 52,
Σαββίδης ν. Συνομοσπονδίας Εργατών Κύπρου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 57,
Στυλιανίδης v. British American Insurance Co. Ltd. (1990) 1 Α.Α.Δ. 517,
Χαραλάμπους κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας και Ουαλλίας κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 90.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ.�Αρ. 11633/00), ημερ. 14/6/04.
Α. Παπαντωνίου, για την Εφεσείουσα-Εναγόμενη.
Δ. Βάκης με Λ. Χατζηπέτρου για Ν. Παπαδόπουλο, για τον Εφεσίβλητο-Ενάγοντα.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα είναι Συνεργατική Εταιρεία. Ιδρύθηκε στις 23.1.1960 και λειτουργεί έκτοτε σύμφωνα με την περί Συνεργατικών Εταιρειών Νομοθεσία.
Ο εφεσίβλητος είναι ένας εκ των τριών ιδρυτικών μελών της και από της ίδρυσης της διορίστηκε ως Γραμματέας της, θέση στην οποία υπηρέτησε μέχρι την 31.3.1999, οπότε τέθηκε σε αφυπηρέτηση. Ο εφεσίβλητος είχε ήδη συμπληρώσει το 65ον έτος της ηλικίας του από τις 21.2.1998. Η μακρά και ευδόκιμη υπηρεσία του εφεσίβλητου αναγνωρίσθηκε τόσο από την εφεσείουσα όσο και από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών. Η εφεσείουσα ήδη από το έτος 1992 αποφάσισε να του δώσει την ευκαιρία να εργασθεί, εάν επιθυμούσε, μέχρι το 68ον έτος της ηλικίας του. Η απόφαση αυτή λήφθηκε ομόφωνα στις 16.11.1992 και κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο με επιστολή στις 14.12.1992.
Όπως αναφέραμε, πιο πάνω, η εφεσείουσα με επιστολή της, ημερ. 29.3.1999, προς τον εφεσίβλητο τον πληροφόρησε ότι τον έθεσε σε αφυπηρέτηση αμέσως. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στην επιστολή τα ακόλουθα:-
«Για αυτόν τον λόγο η Επιτροπή αποφάσισε όπως, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο της επιστολής της προς εσάς ημερ. 9-02-1999, σας θέτει αμέσως σε αφυπηρέτηση και σας καλεί όπως παραδώσετε όλα τα πρακτικά, βιβλία, και οποιαδήποτε άλλη περιουσία της Εταιρείας έχετε υπό την κατοχή και έλεγχο σας την 31-03-1999 και ώρα 9 π.μ. στον Βοηθό Γραμματέα κ. Ανδρέα Καττή τον οποίον έχουμε διορίσει αντικαταστάτη σας. ................»
Στις 17.11.2000 ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας με την οποία αξιοί, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας απασχόλησης και/ή παράνομου τερματισμού των υπηρεσιών του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τις καταθέσεις δύο μόνο μαρτύρων. Αυτή του ίδιου του εφεσίβλητου και εκείνη του Προέδρου της Επιτροπής του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου, δηλαδή της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία και αναφέρθηκε στη νομική πλευρά επεδίκασε υπέρ του εφεσίβλητου το συνολικό ποσό των £28.148. Από το ποσό αυτό, ποσό £27.360 αποτελούσε αποζημιώσεις για δώδεκα μηνιαίους μισθούς, ποσό £638 μέρος του 13ου μισθού και £150 μέρος για επίδομα φιλοξενίας για την περίοδο από 1.1.1999-31.3.1999.
Με τέσσερις λόγους έφεσης η εφεσείουσα ζητά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο εφεσίβλητος καταχώρησε, σύμφωνα με τους θεσμούς, αντέφεση.
Ο πρώτος και κύριος λόγος έφεσης έχει ως εξής:-
«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι υπήρχε έγκυρη συμφωνία παράτασης του αφυπηρετικού ορίου του Ενάγοντα από την Εναγόμενη και στήριξε την απόφαση του επί ακύρου συμφωνίας και/ή παράνομης συμφωνίας και/ή επί μη ολοκληρωμένης συμφωνίας.»
Η εφεσείουσα προβάλλει τρεις ισχυρισμούς για ανατροπή τριών κύριων συμπερασμάτων του Δικαστηρίου. Πρώτο ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι είχε παραταθεί η αφυπηρέτηση του εφεσίβλητου από το 65ον έτος στο 68ον έτος της ηλικίας του. Δεύτερο ότι η συμφωνία για την παράταση ήταν άκυρη γιατί ήταν παράνομη αφού παραβίαζε εσωτερικούς κανονισμούς και απαιτείτο έγκριση του Εφόρου Συνεργατικών Εταιρειών η οποία ουδέποτε δόθηκε. Τρίτο ότι ο εφεσίβλητος απέκρυψε εγκύκλιο του Εφόρου, ημερ. 17.2.1993, με την οποία ετονίζετο η αυστηρή εφαρμογή των Κανονισμών και των Σχεδίων Υπηρεσίας και ως εκ τούτου απέκλεισε από την εφεσείουσα την ευκαιρία να ανακαλέσει νωρίτερα την πρώτη απόφαση της, ως επίσης, ότι ουδέποτε συνετελέσθη η συμφωνία αφού αποδοχή της από τον εφεσίβλητο δεν αποδείχθηκε.
Τις θέσεις αυτές η εφεσείουσα προώθησε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο ασχολήθηκε εκτενώς στην απόφαση του με τα θέματα αυτά.
Σχετικά με το πρώτο και τρίτο πιο πάνω θέμα το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει:-
«Είναι η κατάληξή μου ότι πρόκειται περί παρατάσεως του αφυπηρετικού ορίου για περίοδο τριών χρόνων, από το 65ον έτος μέχρι και το 68ο. Αυτό εξάγεται μετά βεβαιότητος από τα Τεκμ. 1 και 13, αλλά και γίνεται παραδεκτό και με τη μαρτυρία του ιδίου του ενάγοντος σε αρκετές περιπτώσεις. ......................................................................................................................................................................................................................................
Η αποδοχή της παράτασης δεν ξεκαθάρισε από τη μαρτυρία πότε έγινε. Φαίνεται όμως να έγινε εξ' υπαρχής, Τεκμ. 13, στην παρουσία του ενάγοντος, ο οποίος σε κάποια από τις απαντήσεις του δέχεται κατά την αντεξέταση ότι και με δική του παρότρυνση ζητήθηκε η παράταση. Και με γνώση βρίσκω του γεγονότος ότι αφυπηρετικό όριο ήταν το 65ο έτος. Ο ενάγων προσδοκούσε, «υπολόγιζε», όπως είπε και ο ίδιος ότι θα αφυπηρετούσε στα 65 του. Υπήρχε γνώση και αποδοχή του αφυπηρετικού ορίου ηλικίας και από τις δύο πλευρές. Οποιαδήποτε άλλη θέση αντιφάσκει και με τα εκ συμφώνου κατατεθέντα σχετικά Τεκμήρια.»
Η πιο πάνω θέση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Έχουμε και εμείς μελετήσει τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς και το περιεχόμενο των τεκμηρίων και θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα του είναι εύλογα και συνάδουν με τη μαρτυρία.
Για το δεύτερο (πιο πάνω) θέμα το Δικαστήριο ασχολείται σε πολλές σελίδες της απόφασης του. Αναλύει, ορθά, τη νομική θέση επί του θέματος και καταλήγει:-
«Με τα ενώπιον μου γεγονότα η εισήγηση ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση σχετικών εσωτερικών Κανονισμών δεν ευσταθεί και δεν γίνεται αποδεκτή. Παρατάθηκε η σύμβαση του Ενάγοντα τιμής ένεκεν. Κατά το χρόνο εκείνο τίποτε δεν εμπόδιζε την εταιρεία να ενεργήσει όπως ενήργησε. Αλλά και αν ακόμα είμαι λανθασμένη και η ενέργεια παράτασης της εργοδότησης του ενάγοντος έγινε κατά παράβαση ειδικού Κανονισμού ή Νόμου, στον οποίο όμως δεν παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων, πλην του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, και πάλι οι ενέργειες της επιτροπείας την δεσμεύουν εφόσον εμπίπτουν μέσα στα συνήθη πλαίσια των εργασιών της και μέσα στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων της για εργοδότηση υπαλλήλων ή αξιωματούχων. Η προσφορά της εναγομένης προς τον ενάγοντα γίνεται ανεπιφύλακτα και χωρίς οποιοδήποτε όρο ή άλλη προϋπόθεση, πλην βεβαίως του απολύτως λογικού ότι η παράταση θα ξεκινούσε όταν και εφόσον ο ενάγων συμπλήρωνε το 65ο έτος της ηλικίας του και βρισκόταν βεβαίως ακόμη στην υπηρεσία της. Το γεγονός επήλθε και ο ενάγων συνέχισε και μετά το 65ο έτος να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη μέχρι της λήψης απόφασης περί άμεσης αφυπηρέτησής του.»
Και βεβαίως τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι εύλογα λαμβάνοντας υπόψη την ενώπιον του παρουσιασθείσα μαρτυρία.
Μια εταιρεία έχει δικαίωμα και εξουσία να εκτελεί μόνο εκείνες τις πράξεις που καλύπτονται από τις εξουσίες που της παρέχει το ιδρυτικό της έγγραφο ή που είναι παρεμφερείς ή προκύπτουν από την ενάσκηση των ρητώς προνοουμένων εξουσιών της (Βλέπε: Σακκόραφος ν. Γ. Παρασκευαΐδης Λτδ. (1990) 1 Α.Α.Δ. 673). Θέμα παρέκκλισης και παράβασης των όρων αυτών μπορεί να εγερθεί από τα ίδια τα μέλη της εταιρείας. Συνέπεια του δόγματος αυτού είναι η ακυρότητα της σύμβασης, εάν υπάρχει υπέρβαση του νόμου και/ή των θεσμών. Για παραβάσεις εσωτερικού κανονισμού μιας εταιρείας, υπό κάποιες προϋποθέσεις, αυτή δεσμεύεται έναντι του τρίτου (Βλέπε: Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Παλλουριώτισσας ν. Nicosia Palace Hotel Co. Ltd. κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 722 και Rollad Steel Products (Holdings) Ltd. v. British Seel Corporation and Others [1985] 3 All E.R. 52).
Εξαίρεση του κανόνα αυτού υπάρχει όταν ο τρίτος εγνώριζε την καταστρατήγηση ή ενήργησε δόλια ή ενήργησε πλημμελώς.
Κατά συνέπεια, όπως έχουμε ήδη αναφέρει τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου ήσαν εύλογα και ο σχετικός λόγος έφεσης ανεδαφικός. Ο περαιτέρω ισχυρισμός ότι η απόφαση της εφεσείουσας να παρατείνει το χρόνο αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου εξαρτάτο από τη συγκατάθεση του Εφόρου η οποία ουδέποτε δόθηκε, κρίνεται ανεδαφικός. Τέτοιος ισχυρισμός δεν προβάλλεται στο δικόγραφο της εφεσείουσας και δεν είναι δυνατό να προβάλλεται σήμερα στην έφεση. Πέραν τούτου η γραπτή μαρτυρία (τεκμήρια) δεν συνηγορούν υπέρ της θέσης της εφεσείουσας. Ούτε και έχει υποδειχθεί από την εφεσείουσα οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη ή κανονισμός που να επιβάλλει την έγκριση του Εφόρου για να έχει ισχύ η απόφαση της εφεσείουσας.
Ο δικηγόρος της εφεσείουσας στο περίγραμμα του ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με την Εγκύκλιο του Εφόρου της 17.2.1993, την οποία απέκρυψε ο εφεσίβλητος, είχε κάθε δικαίωμα αλλά και υποχρέωση και νόμιμο καθήκον να ανακαλέσει την απόφαση της για παράταση του ορίου αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου. Ισχυρίζεται ότι σκόπιμα ο εφεσίβλητος απέκρυψε την εγκύκλιο και εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν υιοθέτησε την εισήγηση ότι η εφεσείουσα ήταν υποχρεωμένη να ανακαλέσει την απόφαση της συμμορφούμενη με το περιεχόμενο της.
Δεν συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις της εφεσείουσας.
Το Δικαστήριο προβαίνει σε εύρημα ότι η εγκύκλιος του Εφόρου απεστάλη μήνες μετά την επίδικη απόφαση της εφεσείουσας για παράταση του χρόνου αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου και ότι η εγκύκλιος ήταν γενικής φύσεως και δεν αφορούσε τον εφεσίβλητο και την περίπτωση του. Το Δικαστήριο συμπερασματικά αναφέρει και τα εξής:-
«Είναι βεβαίως γεγονός ότι όταν συνεπληρώθη το 65ο έτος και η εργοδότηση του ενάγοντος είχαν ήδη τεθεί σε εφαρμογή τα Σχέδια Υπηρεσίας για τον Γραμματέα, 25.11.93 (Τεκμ. 5), καθώς και οι Σχετικοί Κανονισμοί των όρων Υπηρεσίας των Υπαλλήλων. Κρίνω όμως ότι η οποιαδήποτε αντίθεση προς τα πιο πάνω θα έπρεπε να ανάγεται και να συμπίπτει χρονικά με την καταρτισθείσα Σύμβαση. Σύμβαση η οποία με την εκ των πραγμάτων επικύρωσή της και την έμπρακτη υλοποίησή της για ενάμιση χρόνο δεν έδινε το δικαίωμα στην εναγομένη να «θέσει αμέσως σε αφυπηρέτηση» τον ενάγοντα επικαλούμενη ότι η απόφασή της ήταν σε αντίθεση με την εγκύκλιο του Εφόρου (Τεκμ. 7).
Πρόφαση βρίσκω πως αναζητούσε η εναγομένη για να τερματίσει τη μεταξύ τους Συμφωνία. Αυτό αποκαλύπτει η επιστολή προς τον ενάγοντα ημερ. 25.11.98 για λόγους ανάρμοστης συμπεριφοράς, αλλά και η μαρτυρία του ΜΥ1 ο οποίος προσπάθησε να εισαγάγει ως λόγο και την ανάρμοστη συμπεριφορά του ενάγοντα.»
Περαιτέρω το Δικαστήριο, εύλογα αναφέρει στην απόφαση του, ότι κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση από την εφεσείουσα για παράταση του ορίου αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου δεν ευρίσκοντο σε ισχύ κανονισμοί, εγκύκλιοι ή σχέδια υπηρεσίας ούτως ώστε να αντίκειται η τελευταία προς αυτούς.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους ο πρώτος λόγος κρίνεται ως ανεδαφικός και υπόκειται σε απόρριψη.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο επεδίκασε αποζημιώσεις για διάρρηξη συμφωνίας εργοδότησης αορίστου διαρκείας γιατί προέβη σε αντιφατικά ευρήματα ότι η συμφωνία ήταν ορισμένης διάρκειας τριών χρόνων.
Το Δικαστήριο καταληκτικά ανέφερε στην απόφαση του:-
«Είναι η κατάληξή μου ότι ο ενάγων δικαιούται σε αποζημιώσεις λόγω παράνομης διαρρήξεως της συμφωνίας. Οι αποζημιώσεις θα επιδικασθούν επί τη βάσει του είδους της συμφωνίας. Εδώ δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι επρόκειτο περί Συμφωνίας αορίστου διαρκείας. Στις συμβάσεις αορίστου διαρκείας απαιτείται δήλωση ή ενέργεια ενός εκ των συμβαλλομένων για τερματισμό της, ενώ επί συμβάσεως ορισμένου χρόνου η λήξη της επέρχεται αυτοδικαίως: με τη λήξη του χρόνου διαρκείας της. Εδώ βέβαια υπάρχει η εξής ιδιομορφία: η πρόταση γίνεται πριν ακόμη ο ενάγων συμπληρώσει το 65ον έτος της ηλικίας του. Βρισκόταν στην υπηρεσία της εναγομένης όταν το 65ον εκλαμβάνετο και από τις δύο πλευρές, όχι ως τακτό όριο αφυπηρέτησης, ούτε ως εγγυημένη εργοδότηση, αλλά ως καθορισμένο όριο υποχρεωτικής αφυπηρέτησης. Για τον προσδιορισμό των όρων εργοδότησης μέσα από Κανονισμούς, εκεί του Ταμείου Προνοίας και την αναφορά σε ανώτατο όριο αφυπηρέτησης βλ. Σάββας Σαββίδης ν. Συνομοσπονδίας Εργατών Κύπρου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 57 και Στυλιανίδης ν. British American Insurance Co. Ltd. (1990) 1 Α.Α.Δ. 517. Σημειώνω επίσης το αυτονόητο ότι το καθορισμένο όριο υποχρεωτικής αφυπηρέτησης «δεν σημαίνει ούτε και συνεπάγεται δέσμευση εργοδότησης για τακτή χρονική περίοδο» αν δεν υπήρξε ρητή περί τούτου Συμφωνία (βλ. Τρύφωνας Χαραλάμπους και Άλλοι ν. Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας και Ουαλλίας κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 90). Όταν δε τίθενται σε ισχύ τα Σχέδια Υπηρεσίας (Τεκμ. 5), τίθενται οι περιπτώσεις τερματισμού απασχολήσεως του Γραμματέα, ανάμεσα στις οποίες και η συμπλήρωση του 65ου έτους. Αυτό που στη συνέχεια παρατείνεται είναι το συνταξιοδοτικό όριο από το 65ο στο 68ο (βλ. Τεκμ. 1 και 13).»
Οι θέσεις αυτές του Δικαστηρίου είναι ορθές και σύμφωνες με την ενώπιον του μαρτυρία και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είναι δεδομένο, προσθέτουμε εμείς, ότι η εργοδότηση του εφεσίβλητου ήταν αόριστης διαρκείας πριν την παράταση της και παραμένει η ίδια και μετά την επίδικη απόφαση για παράταση. Δεν μετατρέπεται η εργοδότηση του εφεσίβλητου από αόριστης διαρκείας σε εργοδότηση ορισμένου χρόνου. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε αντιφατικά συμπεράσματα δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Πουθενά στην απόφαση του δεν προβαίνει σε εύρημα ότι η συμφωνία εργοδότησης ήταν ορισμένου χρόνου.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις χωρίς αυτές να ζητηθούν στο δικόγραφο που καταχώρησε ο εφεσίβλητος.
Δεν ευσταθεί ο λόγος αυτός της έφεσης. Στην Έκθεση Απαίτησης ρητά και επανειλημμένα ζητούνται αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση. Στο αιτητικό δε ζητούνται «..... αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας απασχολήσεως και/ή παρανόμου τερματισμού των υπηρεσιών του.»
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα παραπονείται ακόμα ότι λανθασμένα επεδίκασε ποσά που αφορούν τον 13ον μισθό και επίδομα φιλοξενίας για την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου χωρίς να αποδειχθούν.
Δεν ευσταθεί ο λόγος αυτός. Τα ποσά αυτά ζητούνται ρητά και καθορισμένα στην Έκθεση Απαίτησης και έχουν αποδειχθεί λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας. Το Δικαστήριο αναφέρει τα εξής με τα οποία συμφωνούμε:-
«Ο ενάγων αξιώνει τέλος το αντίστοιχο ποσό για 13ο μισθό για την περίοδο Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1999 για £638, καθώς και £150 έξοδα φιλοξενίας.
Από το σύνολο της μαρτυρίας, σε συνδυασμό με την παράγρ. 19 της Υπεράσπισης, όπου εισάγεται η θέση ότι η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα όλα όσα εδικαιούτο και ότι ουδέν οφείλει, καταλήγω ότι ο ενάγων δικαιούται στα πιο πάνω ποσά. Το Τεκμ. 8 ομιλεί αφ' εαυτού. Καταβλήθηκαν οι απολαβές Φεβρουαρίου και Μαρτίου που αντιπροσωπεύουν την περίοδο διαθεσιμότητας του. Καταβλήθηκε με επιταγή το ποσό των £1.955,39. Σωστά ο κ. Παπαδόπουλος παρατηρεί ότι το ποσό αυτό υπολείπεται ακόμη κι αυτούς τους μισθούς του των δύο μηνών. (Παραδεκτά γεγονότα τελευταίος μισθός £2.280,36). Ενδεχομένως υπάρχουν κάποιες αποκοπές. Αυτό είναι αδιάφορο. Το ποσό αυτό δεν περιλαμβάνει 13ο ή έξοδα φιλοξενίας. Επιπροσθέτως η μαρτυρία που δόθηκε από τον Μ.Υ.1 ότι ο ενάγων δεν δικαιούτο σε έξοδα φιλοξενίας δεν λαμβάνεται υπόψη ως ερχόμενη αντίθεση με τα δικόγραφα.»
Καταλήγουμε κατά συνέπεια ότι η έφεση δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί.
ΑΝΤΕΦΕΣΗ
Ο εφεσίβλητος καταχώρησε επτά λόγους αντέφεσης. Με τους τρεις πρώτους λόγους, που είναι συναφείς μεταξύ τους, προσβάλλεται το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία παράτασης της εργοδότησης του ήταν αόριστης διαρκείας. Ισχυρίζεται ότι η συμφωνία ήταν ορισμένου χρόνου και κατά συνέπεια εδικαιούτο σε αποζημιώσεις που αντιστοιχούσαν με τους μισθούς που απωλέσθησαν.
Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις αυτές. Παραπέμπουμε για την αιτιολογία στα όσα ήδη αναφέραμε εξετάζοντας τους λόγους έφεσης και ιδιαίτερα τον πρώτο λόγο. Ορθά το Δικαστήριο κατέληξε ότι η συμφωνία παράτασης του χρόνου αφυπηρέτησης ήταν αόριστης διαρκείας.
Οι τρεις πρώτοι λόγοι αντέφεσης απορρίπτονται.
Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση του για αποζημιώσεις για υπερωρίες ως μέλος της Επιτροπής και ως μέλος επιτροπής που επέβλεπε την ανέγερση του οικήματος της εφεσείουσας.
Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η μαρτυρία που παρουσίασε ο εφεσίβλητος για το θέμα των υπερωριών ήταν ανεπαρκής, γενική και αόριστη και γι' αυτό το λόγο απέρριψε την απαίτηση αυτή.
Αναφέρει το Δικαστήριο στην απόφαση του:-
«Ξεκαθαρίζω από την αρχή ότι το θέμα των υπερωριών ως μέλος της Επιτροπής δεν μπορεί να επιτύχει. Η μαρτυρία του ενάγοντος επί του θέματος ήταν γενική και αόριστη, χωρίς συγκεκριμένες αναφορές επί των επιμέρους: ώρες, ημέρες και άλλες συναφείς λεπτομέρειες που απαιτούνται για την απόδοση ειδικής ζημίας ή ειδικού κονδυλίου.
..............................................................................................................................................................................................................................
Με βάση την αοριστία της μαρτυρίας θα ήταν αρκετό να απορριφθεί η αξίωση.»
Με τον έκτο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την απαίτηση του για αποζημιώσεις για απώλεια της συσσωρευμένης άδειας του.
Το Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την απαίτηση του αυτή γιατί δεν αποδέχθηκε ως αληθή τη μαρτυρία του επί του θέματος αυτού. Αντ' αυτού δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ1 Προέδρου της Επιτροπής της εφεσείουσας. Αναφέρει τα εξής στην απόφαση του το Δικαστήριο:-
«Αντίθετη ήταν η θέση του ΜΥ1 και η γενική γραμμή της υπεράσπισης: ουδέποτε η εναγομένη κάλεσε τον ενάγοντα να μην πάρει την άδειά του. Λάμβανε τις άδειές του κατά βούληση και τέλος εκ της θέσεώς του γνώριζε ότι σε καμιά περίπτωση δεν θα πληρωνόταν συσσωρευμένη άδεια σύμφωνα με το Νόμο και τις εγκυκλίους του Εφόρου.
Σ' αυτή την περίπτωση προτιμώ την εκδοχή του ΜΥ1. Ο Ενάγων δεν έλεγε την αλήθεια όταν αναφερόταν σ' αυτό το θέμα. Δεν δέχομαι ότι ζητήθηκαν άδειες και η Επιτροπεία αρνήθηκε να τις εγκρίνει για τους λόγους που πρόβαλε ο Ενάγων. Οι απαντήσεις που παρέθεσα πιο πάνω φανερώνουν τις αντιφάσεις των θέσεών του. Ο ίδιος κυκλοφορούσε τις εγκυκλίους του Εφόρου με σχετικές οδηγίες και την ανάγκη πλήρους εφαρμογής των. Ήταν εις γνώση του ότι η εταιρεία δεν επρόκειτο να εγκρίνει την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού εις αντιστάθμισμα της αδείας του (Τεκμ. 16). Ο ίδιος με τη συνοδευτική του επιστολή (Τεκμ. 16) καταχωρεί την πίστη του ως προς το κανονικό της παραχώρησης των ετήσιων αδειών από την εναγομένη.
Για σκοπούς αξιοπιστίας και μόνο παρατηρώ ότι στα Τεκμ. 19 και 20 γίνεται σημείωση για την παραχώρηση και έγκριση άδειας στον ενάγοντα. Παραδοχή γίνεται και πάλι από τον ίδιο για το ότι για περίοδο τριών εβδομάδων που αναγκαστικά έπαυαν οι οικοδομικές εργασίες έπαιρνε και ο ίδιος άδεια.»
Συμφωνούμε με την κατάληξη του Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός της αντέφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Με τον έβδομο και τελευταίο λόγο αντέφεσης ο εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν του επιδίκασε αποζημιώσεις για «απώλεια Ταμείου Προνοίας».
Το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στην απόφαση του:-
«Ανατρέχοντας στην Έκθεση Απαίτησης διαπιστώνω ότι πουθενά δεν θεμελιώνεται, πέραν από τους μισθούς του ενάγοντα, οτιδήποτε αφορά στο Ταμείο Προνοίας. Είναι φανερό ότι αυτό τέθηκε με την επιστολή του ενάγοντος προς την εναγομένη και αναφορά έγινε χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση σε μέρος της μαρτυρίας του. Το γεγονός όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να περισώσει το θέμα. Δεν δικογραφείται, και ως εκ τούτου δεν αποδίδεται.»
Τα όσα αναφέρει το Δικαστήριο πιο πάνω είναι ορθά. Πουθενά στην έκθεση απαίτησης δεν αναφέρεται οτιδήποτε ούτε και ο εφεσίβλητος στο αιτητικό της αγωγής αξιοί οποιοδήποτε ποσό για «απώλεια Ταμείου Προνοίας».
Κατά συνέπεια και ο λόγος αυτός της αντέφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τελικά, τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση απορρίπτονται. Ενόψει της κατάληξης μας αυτής δεν εκδίδεται καμιά διαταγή για έξοδα.
Η έφεση και η αντέφεση απορρίπτονται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.