ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 721
27 Ιουλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,
2. ΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείοντες-Δι' Ανταπαιτήσεως Εναγόμενοι,
v.
ΑΓΑΘΟΚΛΗ ΑΡΓΥΡΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Δι' Ανταπαιτήσεως Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 12060)
Αμέλεια ― Τροχαίο ατύχημα ― Επιμερισμός ευθύνης ― Οδηγός αυτοκινήτου σαλούν οδήγησε το αυτοκίνητό του στη δεξιά πλευρά του δρόμου για να μπορεί να στρίψει αριστερά και να εισέλθει κάθετα στο γκαράζ του σπιτιού του, αποκόπτοντας έτσι το δρόμο του αυτοκινήτου που ακολουθούσε ― Επιμερισμός ευθύνης σε ποσοστό 30% στον οδηγό του προπορευόμενου οχήματος και σε ποσοστό 70% στον οδηγό του άλλου οχήματος ― Κατ' έφεση η ευθύνη επιμερίστηκε σε ποσοστό 70% και 30% αντίστοιχα.
Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο έχει εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα με βάση τα πραγματικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η αγωγή αφορούσε σύγκρουση μεταξύ των οχημάτων των διαδίκων, από την οποία προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές. Η απαίτηση του ενάγοντος στην αγωγή συμβιβάστηκε με την έκδοση απόφασης υπέρ του και εναντίον του εναγομένου. Παρέμεινε έτσι μόνο προς εκδίκαση η ανταπαίτηση του εναγομένου, στην οποία είχε προσθέσει και ως διάδικο και τον οδηγό του άλλου οχήματος πέραν της ενάγουσας εταιρείας που ήταν η ιδιοκτήτρια του οχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ευθύνης για την πρόκληση του ατυχήματος, απέδωσε ευθύνη 70% στους εφεσείοντες/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενους και 30% στον εφεσίβλητο/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα.
Με την έφεση προσβάλλονται τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αμέλεια, τα οποία, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων δι' ανταπαιτήσεως εναγομένων, δεν εδικαιολογούντο από τη μαρτυρία.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Εάν ο εφεσείων/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 2 - ο οποίος ακολουθούσε το όχημα του εφεσίβλητου/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα σε δρόμο ευθύ με απεριόριστη ορατότητα - παρατηρούσε δεόντως το σήμα πρόθεσης του να στρίψει αριστερά για να εισέλθει στο γκαράζ της οικίας του, θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με το πίσω μέρος του οχήματος που προηγείτο. Η εισήγηση ότι το μικρό μήκος των ιχνών τροχοπέδησης μέχρι του σημείου σύγκρουσης, δείχνει πόσο ξαφνική ήταν η αποκοπή της πορείας του, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης είναι ουδέτερο γεγονός, αφού το μήκος τους μπορεί να ήταν μεγαλύτερο εάν δεν επέρχετο η σύγκρουση που ακινητοποίησε τα οχήματα.
2. Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος, δηλαδή ο εφεσίβλητος/δι' ανταπαιτήσεως ενάγων, ενέχει μεγαλύτερη ευθύνη από τον εφεσείοντα/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενο 2, ενόψει του γεγονότος ότι απέτυχε να δει τη δεύτερη φορά που έλεγξε το δρόμο το αυτοκίνητο που τον ακολουθούσε και προέβη στην κίνηση στην οποία προέβη, δηλαδή οδήγησε το αυτοκίνητό του στη δεξιά πλευρά του δρόμου για να μπορεί να στρίψει αριστερά και να εισέλθει κάθετα στο γκαράζ του με μικρή ταχύτητα και έτσι να αποκόψει το δρόμο του αυτοκινήτου που ακολουθούσε.
Η έφεση επιτράπηκε αναφορικά με το ποσοστό ευθύνης, ως ανωτέρω, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων/δι' ανταπαιτήσεως εναγομένων. Το ποσό της πρωτόδικης απόφασης αντικαταστάθηκε ανάλογα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Χ'' Παύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του�Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 9248/97), ημερ. 26/5/06.
Στ. Ερωτοκρίτου, για τους Εφεσείοντες.
Λ. Χατζηπέτρου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η αγωγή αφορούσε σύγκρουση μεταξύ των οχημάτων των διαδίκων από την οποία προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές. Η απαίτηση του ενάγοντα στην αγωγή συμβιβάστηκε με την έκδοση απόφασης υπέρ του και εναντίον του εναγομένου. Παρέμεινε έτσι προς εκδίκαση μόνο η ανταπαίτηση του εναγομένου, στην οποία είχε προσθέσει και ως διάδικο και τον οδηγό του άλλου οχήματος πέραν της ενάγουσας εταιρείας που ήταν η ιδιοκτήτρια του οχήματος. Το Δικαστήριο στην πρωτόδική του απόφαση καθορίζει ποια ήταν τα παραδεκτά γεγονότα της υπόθεσης. Τα παραθέτουμε κατά λέξη:
«1. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Ενάγων στην Ανταπαίτηση ήταν οδηγός και ιδιοκτήτης του οχήματος με αρ. Εγγραφής ΧΒ82, τύπου Peugeot 405.
2. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Εναγόμενος 2 στην Ανταπαίτηση ήταν οδηγός του οχήματος με αρ. Εγγραφής ΕΗΡ653, τύπου W/Wagen Van το οποίο είναι ιδιοκτησία των Εναγομένων 1 στην Ανταπαίτηση και οδηγούσε αυτό υπό συνθήκες που τους καθιστούν υπεύθυνους εκ προστήσεως.
3. Στις 24.9.96 ενώ ο Ενάγων στην Ανταπαίτηση οδηγούσε το πιο πάνω όχημά του στη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως στο Στρόβολο και ενώ επιχειρούσε να εισέλθει στο γκαράζ της οικίας του που βρίσκεται στον Αρ.30 της πιο πάνω Λεωφόρου, συγκρούστηκε με το πιο πάνω όχημα των Εναγομένων στην Ανταπαίτηση.
4. Από την αναφερθείσα σύγκρουση, το όχημα ΧΒ του Ενάγοντα στην Ανταπαίτηση, σύμφωνα με τις Φωτογραφίες (ΤΕΚΜΗΡΙΑ 1-3) και την παραδεκτή μαρτυρία υπέστη ζημιές τόσο στο μπροστινό μέρος, όσο και στη δεξιά πλευρά στην πόρτα του οδηγού, αλλά και στην πίσω αριστερή γωνία ενώ το ΕΗΡ έφερε ζημιές στην αριστερή μπροστινή πλευρά, δηλαδή στον προφυλακτήρα, καπώ και αριστερό φτερό.
5. Το ύψος των Αποζημιώσεων στο οποίο δικαιούται ο Ενάγων στην Ανταπαίτηση συμφωνήθηκε ότι επί πλήρους ευθύνης ανέρχεται στο ποσό των £2.170,-.»
Αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέλυσε τη μαρτυρία και προέβη σε σχετική αξιολόγηση, δέχτηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα και απέρριψε εκείνη των εφεσειόντων/δι' ανταπαιτήσεως εναγομένων. Τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται με την παρούσα έφεση. Τα πραγματικά ευρήματα είναι τα ακόλουθα:
«Επομένως ευρίσκω ότι τα πραγματικά γεγονότα έχουν ως ακολούθως: Ο Ενάγων στην Ανταπαίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο οδηγούσε το όχημα ΧΒ κατά μήκος της Λεωφόρου Κωνσταντινουπόλεως στο Στρόβολο με βόρεια κατεύθυνση με σκοπό να εισέλθει στο γκαράζ της οικίας του το οποίο βρισκόταν στα αριστερά σύμφωνα με την πορεία του. Κατά τον ίδιο χρόνο ο Εναγόμενος 2 στην Ανταπαίτηση οδηγούσε το όχημα ΕΗΡ με την ίδια κατεύθυνση πίσω από τον Ενάγοντα στην Ανταπαίτηση. Ο Ενάγων στην Ανταπαίτηση αρχικά αντιλήφθηκε το ΕΗΡ, αλλά μετά πλησιάζοντας προς το γκαράζ του κοίταξε προς τα πίσω αλλά δεν το αντιλήφθηκε.
Επειδή η είσοδος του γκαράζ του είναι στενή και ήταν κάπως δύσκολο για το όχημα του να εισέλθει, ο Ενάγων στην Ανταπαίτηση μείωσε την ταχύτητά του, έδειξε με το δείκτη του την πρόθεσή του και έκανε κυκλική κίνηση για να εισέλθει σε αυτό λαμβάνοντας σχεδόν όλο το οδόστρωμα. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του που έγινε αποδεκτός, προτού προβεί στις πιο πάνω ενέργειες έλεγξε την τροχαία κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις για να δει εάν ήταν ασφαλές να το πράξει. Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι το όχημα ΕΗΡ ήταν πίσω από το όχημα του Ενάγοντα στην Ανταπαίτηση αλλά τη δεύτερη φορά αυτός απέτυχε να το αντιληφθεί.
Ενώ ο Ενάγων στην Ανταπαίτηση συμπλήρωνε την κυκλική κίνηση και ήταν σχεδόν κάθετα προς το δρόμο και μέρος του οχήματος του εντός του γκαράζ του κτυπήθηκε από το όχημα ΕΗΡ και σπρώχθηκε και σφηνώθηκε στο κιγκλίδωμα του γκαράζ του.»
Ας σημειωθεί στο στάδιο αυτό πως η εκδοχή του εφεσείοντα/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενου 2, που δεν έγινε δεκτή, ήταν ότι το όχημα του εφεσίβλητου διέσχισε απότομα από ανοικτό χώρο δεξιά του δρόμου για να μπει στο γκαράζ του και με τον τρόπο αυτό του απέκοψε ξαφνικά την πορεία. Με βάση αυτά τα γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων/εναγόμενος 2 στην ανταπαίτηση δεν ασκούσε τη δέουσα παρατηρητικότητα, αφού ενώ ο δρόμος ήταν ευθύς με πολύ μεγάλη ορατότητα και υπήρχε φως της ημέρας και αφού ο ενάγων έδειξε με το δείκτη του την πρόθεσή του να στρίψει δεν τον αντιλήφθηκε εγκαίρως και παρόλο ότι εφάρμοσε τα φρένα του η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε.
Με την έφεση προσβάλλονται τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με την αμέλεια, τα οποία, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, δεν εδικαιολογούνταν από τη μαρτυρία. Παρατηρούμε πως όπου αμφισβητούνται τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου με δεδομένα τα πραγματικά του ευρήματα, αν αυτά είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδειχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τότε το Εφετείο παρεμβαίνει, αφού είναι και αυτό σε εξίσου καλή θέση να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα με βάση τα πραγματικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. (Βλ. Χ"Παύλου ν. Άννας Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236)
Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση τα πραγματικά του ευρήματα και τις παρατηρήσεις του, κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα αναφορικά με την ευθύνη των δύο οδηγών:
«Ο μεν Ενάγων στην Ανταπαίτηση σκοπεύοντας να στρίψει αριστερά και να εισέλθει στο γκαράζ της οικίας του έλαβε μεν κάποιες ορθές ενέργειες, δηλαδή ελάττωσε ταχύτητα, έδειξε με το δείκτη του και προσπάθησε να ελέγξει επαρκώς την τροχαία κίνηση, κάτι που απέτυχε να κάνει εφόσον στο τελευταίο στάδιο δεν αντιλήφθηκε τον Εναγόμενο 2 στην Ανταπαίτηση. Όφειλε προτού αρχίσει να κάνει την κυκλική κίνηση και να αποφράξει σχεδόν όλο το οδόστρωμα να βεβαιωθεί ότι ήταν πλήρως ασφαλές να πράξει τούτο.
Ο δε Εναγόμενος 2 στην Ανταπαίτηση όφειλε να είχε αντιληφθεί τον Ενάγοντα στην Ανταπαίτηση και ότι αυτός είχε δείξει με το δείκτη του και ότι είχε αρχίσει να κάνει την κυκλική του κίνηση. Κατά συνέπεια όφειλε να ελαττώσει ταχύτητα σε βαθμό που να του επέτρεψε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον κίνδυνο αφού είχε επαρκή χρόνο προς τούτο. Επομένως η αυξημένη του ταχύτητα υπό τις περιστάσεις ήταν παράγοντας που συνέτεινε στην πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος.»
Ακολούθως, με αναφορά στη νομολογία και τα γεγονότα άλλων υποθέσεων, κατέληξε αποδίδοντας ευθύνη 70% στους εφεσείοντες/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενους και 30% στον εφεσίβλητο/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα.
Με τους λόγους έφεσης αμφισβητείται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι κάτω από τις συνθήκες ο οδηγός εφεσείων/εναγόμενος 2 είχε αρκετό χρόνο για να ελαττώσει ταχύτητα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον κίνδυνο, καθώς δεν υπήρχε μαρτυρία που να υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Παρέβλεψε έτσι, όπως εισηγήθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο το γεγονός ότι γενεσιουργός αιτία ήταν η πορεία που ακολούθησε ο εφεσίβλητος/δι' ανταπαιτήσεως ενάγων. Προσβάλλει επίσης το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ταχύτητα του εφεσείοντα ήταν παράγοντας που συνέτεινε στο ατύχημα, αφού κάτι τέτοιο δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία. Περαιτέρω εισηγείται ότι το μήκος των ιχνών τροχοπεδήσεως υποστηρίζει την εκδοχή του εφεσείοντα/εναγόμενου 2 ότι ο άλλος οδηγός του απέκοψε την πορεία κάθετα και αιφνιδίως όταν βρισκόταν περί τα 15 μέτρα μακριά από αυτόν.
Έχοντας μελετήσει με προσοχή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθώς και τις εισηγήσεις τόσο των εφεσειόντων όσο και του εφεσίβλητου, καταλήγουμε στα ακόλουθα.
Είναι η κατάληξή μας ότι ο εφεσείων/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 2 ακολουθούσε το όχημα του εφεσίβλητου/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα σε δρόμο ευθύ με απεριόριστη ορατότητα και ενώ ο τελευταίος του έδωσε σήμα της πρόθεσής του να στρίψει αριστερά απέτυχε να το επισημάνει εγκαίρως με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με το προπορευόμενο όχημα ενώ αυτό είχε ήδη αρχίσει να εισέρχεται στο χώρο του γκαράζ της οικίας. Θεωρούμε πως, αν ο οδηγός που ακολουθούσε είχε τη δέουσα παρατηρητικότητα, θα μπορούσε να αποφύγει τη σύγκρουση με το πίσω μέρος του οχήματος που προηγείτο. Η εισήγηση ότι το μικρό μήκος των ιχνών τροχοπέδησης μέχρι του σημείου σύγκρουσης, δηλαδή 11.8 μέτρα, δείχνει πόσο ξαφνική ήταν η αποκοπή της πορείας του, δεν μπορεί να ευσταθήσει. Κατά την άποψή μας το μήκος των ιχνών τροχοπέδησης είναι ουδέτερο γεγονός, αφού το μήκος τους μπορεί να ήταν μεγαλύτερο εάν δεν επέρχετο η σύγκρουση που ακινητοποίησε τα οχήματα.
Παραμένει να κρίνουμε την κατανομή ευθύνης στην οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη τα πραγματικά ευρήματα και τις πιο πάνω παρατηρήσεις μας καθώς και την εισήγηση των εφεσειόντων ότι αποκλειστικά υπεύθυνος θα έπρεπε να είχε κριθεί ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος. Παρόλο ότι κρίνουμε ότι έφερε ευθύνη και ο εφεσείων/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενος 2, εντούτοις θεωρούμε ότι η μεγαλύτερη ευθύνη βάρυνε τον οδηγό του προπορευόμενου οχήματος, δηλαδή τον εφεσίβλητο/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα. Το γεγονός ότι απέτυχε να δει τη δεύτερη φορά που έλεγξε το δρόμο το αυτοκίνητο που τον ακολουθούσε και προέβη στην κίνηση στην οποία προέβη, δηλαδή οδήγησε το αυτοκίνητό του στη δεξιά πλευρά του δρόμου για να μπορεί να στρίψει αριστερά και να εισέλθει κάθετα στο γκαράζ του με μικρή ταχύτητα και έτσι να αποκόψει το δρόμο του αυτοκινήτου που ακολουθούσε, συνιστούσε, κατά την άποψή μας, σοβαρό βαθμό αμέλειας, αφού οι κίνδυνοι από μια τέτοια πορεία και τρόπο οδήγησης πρέπει να ήταν εμφανείς στον εφεσίβλητο/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα και έτσι θα έπρεπε να ελάμβανε περισσότερα μέτρα για να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές να το πράξει. Κρίνουμε ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη φέρει ο εφεσίβλητος/δι' ανταπαιτήσεως ενάγων. Καθορίζουμε την ευθύνη του εφεσείοντα/δι' ανταπαιτήσεως εναγόμενου 2 σε 30% και εκείνη του εφεσίβλητου/δι' ανταπαιτήσεως ενάγοντα σε 70%.
Κατ' ακολουθία η έφεση επιτυγχάνει αναφορικά με το ποσοστό ευθύνης, όπως αναφέρουμε πιο πάνω. Συνεπώς και σύμφωνα με το ποσοστό αυτό το ποσό της πρωτόδικης απόφασης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποσό £651. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων/δι' ανταπαιτήσεως εναγομένων.
Η έφεση επιτρέπεται αναφορικά με το ποσοστό ευθύνης, ως ανωτέρω, με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων/δι' ανταπαιτήσεως εναγομένων. Το ποσό της πρωτόδικης απόφασης αντικαθίσταται ανάλογα.