ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 705
27 Ioυλίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
Εφεσείοντες-Ενάγοντες,
v.
ΚΩΣΤΑ Α. ΖΑΧΑΡΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11987)
Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Εφετείο, τότε μόνο επεμβαίνει αν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται και δεν υποστηρίζονται από την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία και τα γεγονότα ― Το Εφετείο έχει εξουσία να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα.
Πολιτική Δικονομία ― Δικόγραφα ― Υπεράσπιση ― Αγωγή για καθορισμένο υπόλοιπο λογαριασμού ― Ποία η ενδεδειγμένη υπεράσπιση στη βάση της Δ.21, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ― Ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης από την ενάγουσα της περίπτωσης κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί ότι η υπεράσπιση όντως αντιβαίνει την προαναφερθείσα δικονομική διάταξη.
Η αξίωση των εναγόντων-εφεσειόντων στην αγωγή ήταν για ποσό £8.681,15, ως υπόλοιπο λογαριασμού των εναγομένων - εφεσιβλήτων προερχόμενο από πώληση και παράδοση σε αυτούς δερμάτων. Λεπτομέρειες του λογαριασμού, οι ενάγοντες - εφεσείοντες παρέθεταν στην έκθεση απαιτήσεως. Οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι αμφισβήτησαν τον λογαριασμό και με την ανταπαίτησή τους αξίωναν ποσό £8.437,00 και για υπερχρέωση από τους ενάγοντες ποσό £13.023,50.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την αγωγή όσο και την ανταπαίτηση. Η αγωγή απορρίφθηκε αφού το Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία γενικά ανεπαρκή και σε πολλά θέματα εξ ακοής, αφού δεν προερχόταν από την προσωπική γνώση των μαρτύρων.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση, προσβάλλοντας τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, στα οποία κατέληξε με βάση τη μαρτυρία και τα ευρήματά του επ' αυτής. Οι εφεσείοντες τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, εισηγήθηκαν ότι η απλή άρνηση του λογαριασμού εκ μέρους των εφεσιβλήτων στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή, σύμφωνα με τη Δ.21, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προαναφερθείσα εισήγηση των εφεσειόντων, θεωρώντας ότι δεν ήταν απλή άρνηση στην έκθεση υπερασπίσεως και την ανταπαίτηση, αλλά περιείχε λεπτομέρειες και αντίθετους ισχυρισμούς.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφού αυτά δικαιολογούνται και υποστηρίζονται από τη μαρτυρία και τα γεγονότα.
2. Έστω και αν εθεωρείτο ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε έγκυρη υπεράσπιση με βάση τη Δ.21, θ.2, η επιτυχία της αγωγής δεν θα ήταν δεδομένη, αφού τούτο δεν θα απάλλαττε τους εφεσείοντες από την υποχρέωση να αποδείξουν την υπόθεσή τους με επαρκή και αποδεκτή μαρτυρία.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858,
Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπ.�Αρ. 4510/98), ημερ. 17/2/04.
Ν. Χ" Ιωάννου, για τους Εφεσείοντες.
Χ. Χ" Στερκώτης, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Μετά από την εκτεταμένη παράθεση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, κάτι που δεν προσβάλλεται με την παρούσα έφεση, και κατέληξε στα ευρήματά του, που αφορούν τα γεγονότα. Θα τα παραθέσουμε αυτούσια, αφού μέσα απ' αυτά φαίνονται καθαρά το ιστορικό της υπόθεσης και τα θέματα τα οποία απασχόλησαν το Δικαστήριο:
«Το έτος 1996 οι ενάγοντες οι οποίοι είναι οργανισμός δημοσίου δικαίου προκήρυξαν την προσφορά 23/06 (Τεκμήριο 1) για την πώληση δερμάτων βοοειδών τα οποία θα προέκυπταν από την εφαρμογή κυβερνητικού σχεδίου σφαγής μέχρι 7000 αγελάδων και πιθανότατα μέχρι 5000 μοσχαριών. Ανάμεσα στους διάφορους προσφοροδότες οι οποίοι υπέβαλαν προσφορά ήσαν και οι εναγόμενοι. Η επιτροπή προσφορών των εναγόντων σε συνεδρία που έλαβε χώρα την 28.6.96 αφού μελέτησε τις διάφορες προσφορές οι οποίες υποβλήθηκαν αποφάσισε όπως εισηγηθεί στο Συμβούλιο των εναγόντων την κατακύρωση της προσφοράς στους εναγομένους οι οποίοι είχαν προσφέρει τις ψηλότερες τιμές. Την 3.7.96 το Συμβούλιο των εναγόντων σε συνεδρία του αποφάσισε την ακύρωση της προσφοράς 23/96 και την επαναπροκήρυξη της με δημοσίευμα στον καθημερινό τύπο ούτως ώστε να τηρηθούν αυστηρά οι διαδικασίες προκήρυξης.
Συνεπεία των πιο πάνω οι ενάγοντες προχώρησαν στην προκήρυξη της προσφοράς 23α/96 (Τεκμήριο 2) για την πώληση δερμάτων βοοειδών τα οποία θα προέκυπταν από την εφαρμογή κυβερνητικού σχεδίου σφαγής μέχρι 7000 αγελάδων και 5000 μοσχαριών. Ανάμεσα στους διάφορους προσφοροδότες οι οποίοι υπέβαλαν προσφορά ήσαν και οι εναγόμενοι. Οι ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 1.8.96 προς τους εναγόμενους (Τεκμήριο 8) τους πληροφόρησαν ότι η προσφορά κατακυρώθηκα σ' αυτούς ως επίσης επιβεβαίωναν τις τιμές που πρόσφεραν οι εναγόμενοι που ήσαν £20.54 δι' έκαστο τεμάχιο δέρματος αγελάδας και £24,54 δι' έκαστο δέρμα μοσχαριού. Οι ενάγοντες καλούσαν ακόμα τους εναγόμενους όπως καταθέσουν προς όφελος των εναγόντων το συντομότερο δυνατό εγγυητική επιστολή ίση με το 10% της συνολικής αξίας της προσφοράς. Τέλος οι ενάγοντες πληροφορούσαν τους εναγόμενους ότι οι υπόλοιποι όροι της προσφοράς θα ίσχυαν ως αναφέρονται στη ζήτηση προσφορών δηλαδή στην προκήρυξη της προσφοράς (Τεκμήριο 2).
Οι εναγόμενοι συμμορφούμενοι προς το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 προχώρησαν στην κατάθεση προς όφελος των εναγόντων της εγγυητικής επιστολής υπ' αρ. 0550-5623 δια ποσό £26.648,00 (Τεκμήριο 16). Οι ενάγοντες παρέδωσαν στους εναγόμενους την περίοδο από 2.8.96 μέχρι 31.5.97, 6526 δέρματα αγελάδων, 1602 δέρματα μοσχαριών, 480 δέρματα μοσχίδων, 972 δέρματα δαμάλεων και 219 δέρματα ταύρων. Οι μοσχίδες και οι δαμάλεις είναι θηλυκά βοοειδή νεαρότερης ηλικίας και βάρους από τις αγελάδες, αποτελούν δηλαδή υποδιαιρέσεις της αγελάδας. Οι ενάγοντες χρέωναν τα δέρματα μοσχίδων και δαμάλεων στην τιμή των δερμάτων αγελάδων και δεν διαφοροποίησαν σε οποιοδήποτε στάδιο της χρεώσεις τους ούτε συμφώνησαν με τους εναγόμενους στην διαφοροποίηση τους.
Οι παραδώσεις των δερμάτων από τους ενάγοντες στους εναγόμενους γίνονταν μέσω του Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου. Παράλληλα με τις παραδώσεις των δερμάτων στους εναγόμενους οι ενάγοντες προχωρούσαν σε τακτά χρονικά διαστήματα (κάθε βδομάδα, 15 ημέρες ή κάθε μήνα) σύμφωνα με τα στοιχεία που λάμβαναν από το Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου στην έκδοση τιμολογίων επ' ονόματι των εναγόντων και τηρούσαν κατάσταση λογαριασμού. Μεταξύ των τιμολογίων τα οποία εξέδωσαν οι ενάγοντες ήτο και το τιμολόγιο - Τεκμήριο 12 το οποίο αντιστοιχεί σε 134 δέρματα αγελάδων και 63 δέρματα μοσχαριών, το τιμολόγιο - Τεκμήριο 13 το οποίο αντιστοιχεί σε 375 δέρματα αρνιών και 53 δέρματα εριφίων που αφορά προηγούμενη προσφορά η οποία κατακυρώθηκε στους εναγόμενους και το τιμολόγιο - Τεκμήριο 14 το οποίο αφορά 829 δέρματα αγελάδων. Τα δέρματα που αναφέρονται στα πιο πάνω τιμολόγια παραδόθηκαν στους εναγόμενους την περίοδο Απριλίου - Μαϊου του έτους 1997. Οι εναγόμενοι παράλληλα με τις παραλαβές των δερμάτων κατέβαλαν διάφορα ποσά έναντι του λογαριασμού τους. Σε κάποιο χρονικό σημείο ο λογαριασμός των εναγομένων άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα λόγω μη πληρωμής κάποιων επιταγών των εναγομένων και οι ενάγοντες με επιστολή τους ημερομηνίας 19.6.97 (Τεκμήριο 17) προς την Τράπεζα Κύπρου ζήτησαν την πληρωμή της εγγυητικής επιστολής υπ΄αρ. 0550-5623 (Τεκμήριο 16) και η τράπεζα προχώρησε στην εξαργύρωση της εγγυητικής επιστολής προς όφελος των εναγόντων. Οι εναγόμενοι απέστειλαν μέσω του δικηγόρου τους επιστολή προς τους ενάγοντες. Η επιστολή αυτή (Τεκμήριο 4) αποστάληκε μέσω τηλεομοιότυπου προς τους ενάγοντες την 30.6.97. Με την επιστολή ημερομηνίας 26.6.97 (Τεκμήριο 4) οι ενάγοντες αναφέρονταν στο τιμολόγιο υπ' αρ. 29446 ημερομηνίας 12.6.97 (Τεκμήριο 14) και τους πληροφορούσαν ότι δεν αποδέχονται την τιμή των £20,54 δι' έκαστον δέρμα αγελάδας λόγω του ότι σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους ουδέποτε έγινε γραπτή ή προφορική συμφωνία μεταξύ τους και κατά συνέπεια οι εναγόμενοι θεωρούσαν ότι οι ενάγοντες αυθαίρετα καθόρισαν την τιμή αυτή την οποία οι ίδιοι την θεωρούσαν ως υπερβολική. Ανέφεραν τέλος στους ενάγοντες ότι είναι έτοιμοι να διαπραγματευθούν μαζί τους για τον καθορισμό μιας εύλογης και δίκαιης τιμής. Προς το τέλος της προσφοράς 23α/96 οι εναγόμενοι προέβηκαν σε κάποια νύξη προς τους εναγόμενους (sic) ότι τα παραδοθέντα σ' αυτούς δέρματα δεν ήσαν μόνο δέρματα αγελάδων και μοσχαριών αλλά δέρματα αγελάδων, μοσχαριών μοσχίδων και δαμάλεων. Έγινε ακόμα νύξη προς τους ενάγοντες μετά την εξαργύρωση της εγγυητικής επιστολής ότι δεν τους παραδόθηκε το σύνολο των δερμάτων των μοσχαριών.
Μετά το τέλος της προσφοράς 23α/96 οι εναγόμενοι προχώρησαν στην προκήρυξη της προσφοράς 7/97 (Τεκμήριο 3) δια την πώληση δερμάτων βοοειδών τα οποία θα προέκυπταν από την εφαρμογή Κυβερνητικού Σχεδίου Σφαγής μέχρι 3000 αγελάδων και 2000 μοσχαριών. Ανάμεσα στους διάφορους προσφοροδότες ήσαν και οι εναγόμενοι. Οι ενάγοντες με επιστολή τους προς τους εναγόμενους ημερομηνίας 5.6.97 κατακύρωσαν στους εναγόμενους το μέρος της προσφοράς που αφορούσε τα δέρματα αγελάδων και επιβεβαίωσαν την τιμή των £20,88 δι' έκαστο τεμάχιο.
Οι εναγόμενοι μέσω επιστολής του δικηγόρου τους ημερ. 13.6.97 (Τεκμήριο 5) η οποία στάληκε στους ενάγοντες την 30.6.97 απέρριψαν την κατακύρωση τους μέρους αυτού της προφοράς με το αιτιολογικό ότι η προσφορά που υποβλήθηκε εκ μέρους των εναγομένων αφορούσε και τα δύο είδη δερμάτων ως επίσης ότι η κατακύρωση μέρους της προσφοράς 7/97 στους εναγόμενους ήτο ασύμφορη για αυτούς και ως εκ τούτου απορρίπτετο. Οι εναγόμενοι στην ίδια επιστολή επισημαίνουν στους ενάγοντες ότι οι τελευταίοι δεν τήρησαν τους όρους της προσφοράς υπ΄αρ. 23α/96 με αποτέλεσμα να μην τους παραδώσουν τη συνολική ποσότητα των δερμάτων μοσχαριών που είχε συμφωνηθεί και ότι οι εναγόμενοι είχαν υποστεί ζημιές τις οποίες οι εναγόμενοι θα διεκδικούσαν. Μετά την εξέλιξη αυτή οι εναγόμενοι απευθύνθηκαν στον επόμενο προσφοροδότη δηλαδή τον ΜΥ5 και με επιστολή τους προς αυτόν ημερομηνίας 30.6.97 (Τεκμήριο 7) τον πληροφορούσαν ότι το μέρος της προσφοράς που αφορούσε μέχρι 3000 δέρματα αγελάδας κατακυρώνετο σ' αυτόν. την 26.6.97 ο ΜΕ2 εξέδωσε εκ μέρους των εναγόντων το τιμολόγιο υπ' αρ. 29449 επ' ονόματι στων εναγομένων δια το ποσόν των £3.704,59 (Τεκμήριο 10) και το τιμολόγιο υπ' αρ. 29450 δια το ποσό των £6.517,07 (Τεκμήριο 11). Ο ΜΕ2 επισκέφθηκε μαζί με τον ΜΕ4 το διευθυντή των εναγομένων ΜΥ7 δια να του τα παραδώσουν μαζί με την επιστολή του δικηγόρου των εναγόντων (Τεκμήριο 15) προς τους εναγόμενους και τον ΜΥ7 σύμφωνα με την οποία οι ενάγοντες καλούσαν τους εναγόμενους και το ΜΥ7 όπως εντός 15 ημερών από τη λήψη της επιστολής εξοφλήσουν στους ενάγοντες το ποσό των £8.681,15 το οποίο σύμφωνα με τους ενάγοντες ήτο το υπόλοιπο του λογαριασμού των εναγομένων. Ο ΜΥ7 ανέφερε στους ΜΕ2 και ΜΕ4 ότι δεν θα υπέγραφε τα τιμολόγια - Τεκμήρια 10 και 11 με αποτέλεσμα οι ΜΕ2 και ΜΕ4 να τους αφήσουν τα Τεκμήρια 10, 11 και 15 και να αποχωρήσουν.»
Η αξίωση των εναγόντων στην αγωγή ήταν για ποσό £8.681,15, ως το υπόλοιπο λογαριασμού των εναγομένων προερχόμενο από πώληση και παράδοση σε αυτούς δερμάτων και παρέθεταν στην Έκθεση Απαιτήσεως και λεπτομέρειες του λογαριασμού. Ο λογαριασμός αυτός αμφισβητείτο από τους εναγομένους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε πιο κάτω, απέρριψε την αγωγή. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι-εφεσίβλητοι είχαν ανταπαίτηση για ποσό £8.437,00 και για υπερχρέωση από τους ενάγοντες ποσού £13.023,50.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και την ανταπαίτηση, αλλά δεν θα ασχοληθούμε περισσότερο με αυτό το θέμα, αφού δεν υπήρξε αντέφεση εκ μέρους των εφεσιβλήτων.
Όπως ήδη προαναφέραμε, δεν αμφισβητούνται τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων από τους εφεσείοντες-ενάγοντες, αφού βασικά το Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες των εναγόντων, αλλά προσβάλλονται τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου, στα οποία έφθασε με βάση τη μαρτυρία και τα ευρήματά του επ' αυτής. Οι ενάγοντες, τόσο πρωτόδικα, όσο και στο πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης τους, προβάλλουν την εισήγηση ότι η άρνηση του λογαριασμού και των λεπτομερειών εκ μέρους των εναγομένων στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτησή τους, ήταν ουσιαστικά γενική άρνηση και εφόσον η αγωγή των εναγόντων βασιζόταν σε καθορισμένη απαίτηση, απλή άρνηση του λογαριασμού εκ μέρους τους στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή, σύμφωνα με τη Δ.21, θ.2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την θέση αυτή θεωρώντας ότι δεν ήταν απλή άρνηση στην Έκθεση Υπερασπίσεως και την Ανταπαίτηση, αλλά περιείχε λεπτομέρειες και αντίθετους ισχυρισμούς.
Στην Μαρσέλ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1858, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί τους ιδίου θέματος στη σελίδα 1869, αφού το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε παραβίαση της Δ.21, θ.2:
«Αλλά και αν ακόμα ήθελε θεωρηθεί ότι η υπεράσπιση των εφεσειόντων όντως αντέβαινε προς τη Δ.21, θ.2, το θέμα θάπρεπε να εγερθεί από την εφεσίβλητη έγκαιρα και, με την καταχώρηση αίτησης για διαγραφή της υπεράσπισης (striking out), να επιδιωχθεί η εξασφάλιση απόφασης για παράλειψη καταχώρησης υπεράσπισης. (in default of defence). Εφόσον η εφεσίβλητη ουδέποτε ήγειρε τέτοιο θέμα, λαμβανομένου υπόψη και του συζητητικού χαρακτήρα της διαδικασίας, δεν ήταν δίκαιο να εγερθεί το θέμα από το δικαστήριο, στα πλαίσια της τελικής του απόφασης και δη, διαζευκτικά, αφού πρώτα αξιολόγησε την εκατέρωθεν μαρτυρία, προχώρησε σε σχετικά ευρήματα και αποφάνθηκε επί της ουσίας της διαφοράς.»
Ούτε στην παρούσα περίπτωση προέβηκαν οι ενάγοντες σε οποιοδήποτε διάβημα για να διαγραφεί η υπεράσπιση, παρά μόνο στο τέλος και αφού ακούστηκε η όλη μαρτυρία υπέβαλαν τον ισχυρισμό τους, που εν πάση περιπτώσει, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αλλά και βάσιμη να ήταν η εισήγηση τους, επισημαίνουμε πως το θέμα δεν θα είχε ουσιαστική σημασία αφού το Δικαστήριο βασικά δέχθηκε τις θέσεις των μαρτύρων των εναγόντων και απέρριψε εκείνες των εναγομένων, απορρίπτοντας την απαίτηση για άλλο λόγο, στον οποίο θ' αναφερθούμε αμέσως τώρα.
Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την αξίωση των εφεσειόντων-εναγόντων αφού έκρινε τη μαρτυρία γενικά ανεπαρκή και σε πολλά θέματα εξ ακοής, αφού δεν προερχόταν από την προσωπική γνώση των μαρτύρων. Το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση είναι το ακόλουθο:
«Κρίνω ότι η μαρτυρία που δόθηκε προς απόδειξη της αξίωσης των εναγόντων είναι ανεπαρκής αφού οι ενάγοντες δεν παρουσίασαν κατάσταση λογαριασμού ή άλλη μαρτυρία η οποία να δείχνει με τρόπο συγκεκριμένο τα κονδύλια των χρεωπιστώσεων και πως δημιουργήθηκε το αξιούμενο υπόλοιπο ως επίσης να αποδεικνύει την παράδοση των δερμάτων σε συσχετισμό με το λογαριασμό. Παρόλο που στην Έκθεση Απαιτήσεως αναφέρονται 31 διαφοροποιήσεις του λογαριασμού των εναγομένων παρουσιάστηκαν έγγραφα που αφορούν μόνο μικρό μέρος του λογαριασμού αυτού (Τεκμήρια 10, 11, 12, 13 14 και 16) (βλ. Χαραλάμπους κ.ά. ν. Ηλιάδη & Υιοί Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ. 529). Οι ενάγοντες βεβαίως υποστήριξαν ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού των εναγομένων προκύπτει από τα δύο τελευταία τιμολόγια δηλαδή τα Τεκμήρια 10 και 11 τα οποία εξεδόθησαν επ΄ονόματι των εναγομένων. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που έχει δοθεί και έχω αποδεχθεί οι εναγόμενοι μέσω του ΜΥ7 δεν αποδέχθησαν το περιεχόμενο αυτών των τιμολογίων τα οποία αρνήθηκαν να υπογράψουν. Επομένως ήτο απαραίτητη η προσαγωγή μαρτυρίας ότι τα δέρματα τα οποία αναφέρονται στα Τεκμήρια 10 και 11 όντως παραδόθηκαν στους εναγόμενους. Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία ότι τα δέρματα που αναφέρονται στα Τεκμήρια 10 και 11 παραδόθηκαν στους εναγόμενους. Δόθηκε βέβαια κάποια σχετική μαρτυρία η οποία όμως κρίνεται εξ ακοής μαρτυρία ή ανεπαρκής μαρτυρία αφού όλοι οι μάρτυρες οι οποίοι κατέθεσαν σχετικά με το ζήτημα αυτό παραδέχθηκαν ότι η μαρτυρία τους δεν πήγαζε από δική τους προσωπική γνώση των γεγονότων αλλά βασίζετο είτε από πληροφορίες τις οποίες έλαβαν από τρίτα πρόσωπα είτε από δικά τους συμπεράσματα. Συνεπεία των πιο πάνω η αξίωση των εναγόντων θα πρέπει να αποτύχει.»
Είναι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων ότι η πιο πάνω κατάληξη και συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι αυθαίρετα και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία. Σε όποιο μέτρο η έφεση αφορά ευρήματα, δεν φαίνεται να ευσταθεί. Δηλώθηκε ενώπιον μας κατά την ημέρα της ακρόασης της έφεσης πως δεν αμφισβητείτο η κρίση αξιοπιστίας των μαρτύρων στην οποία προέβηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και με βάση την αξιολόγηση που έγινε από το Δικαστήριο κρίνουμε πως τα ευρήματά του ήταν δικαιολογημένα, εν όψει των δικογράφων και της μαρτυρίας και δεν χωρεί επέμβασή μας σ' αυτά.
Με βάση τη νομολογία μας, ενώ όσον αφορά αξιοπιστία και ευρήματα γεγονότων είναι παραδεκτό πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει το θέμα, όμως όσον αφορά συμπεράσματα στα οποία καταλήγει το Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία και τα ευρήματά του, το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρείται ότι βρίσκεται στην ίδια καλή θέση όπως το πρωτόδικο και έχει την ίδια ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. (Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41). Το Δικαστήριο όμως επεμβαίνει μόνο όπου τα συμπεράσματα και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μπορούν να δικαιολογηθούν και να υποστηριχθούν από τη μαρτυρία και τα γεγονότα. Στην παρούσα περίπτωση και έχοντας υπόψη τα θέματα που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, καθώς και την αιτιολόγηση της απόφασης του, κρίνουμε πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, ώστε να δικαιολογείται επέμβαση μας.
Επιστρέφοντας στο στάδιο αυτό στο θέμα της εγκυρότητας της Υπεράσπισης, με βάση τη Δ.21, θ.2, επισημαίνουμε πως έστω και αν εθεωρείτο ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε έγκυρη υπεράσπιση, η επιτυχία της αγωγής δεν θα ήταν δεδομένη, αφού τούτο δεν θα απάλλαττε τους εφεσείοντες από την υποχρέωση να αποδείξουν την υπόθεσή τους με επαρκή και αποδεκτή μαρτυρία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.