ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2006) 1 ΑΑΔ 610

27 Ιουνίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΖΑΦΕΙΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Εναγόμενος,

v.

ΥΠΟΥΡΓΟY ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΩΝ Τ/Κ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,

Εφεσιβλήτου-Ενάγοντα.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12035)

 

Τουρκοκυπριακές περιουσίες ― Εξουσίες του Υπουργού Εσωτερικών ως Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/1991), σε σχέση με Τουρκοκυπριακή περιουσία η οποία κατέχεται παράνομα ― Κατά πόσο ο Νόμος εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον Απρίλιο του 2003 ― Καταχώρηση αγωγής από τον Υπουργό Εσωτερικών εναντίον Ελληνοκύπριου ο οποίος κατέχει παράνομα τουρκοκυπριακή περιουσία και εξασφάλιση διαταγής για εκκένωση και παράδοσή της και για καταβολή ενδιάμεσων κερδών ― Πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατ' έφεση.

Λέξεις και Φράσεις ― «Έκρυθμη κατάσταση» στο Άρθρο 2 του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν. 139/1991) ― Σημαίνει τη συνεπεία της τούρκικης εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση του δημοσιευομένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της κατάστασης αυτής.

Η διαφορά των διαδίκων στην υπόθεση αυτή αφορά κατοικία στην Πάφο που ανήκει σε Τουρκοκύπριο και η οποία από το έτος 1999 βρίσκεται υπό την κατοχή του εφεσείοντος. Ο εφεσίβλητος, Υπουργός Εσωτερικών, ως κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξίωσε με την υπ' αρ. 1189/2000 αγωγή, διάταγμα εξώσεως του εφεσείοντος. Βάση της αγωγής ήταν ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων, κατά ή περί το 1999 ή και προγενέστερα, επενέβη παράνομα στην εν λόγω κατοικία και εξακολούθησε παράνομα να την κατέχει. Ο εφεσίβλητος αξίωσε, επίσης, £250 μηνιαίως, από το 1999, ως αποζημιώσεις και/ή ως απώλεια ενδιάμεσων κερδών, πλέον £1.000 έξοδα για την επαναφορά της κατοικίας στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την επέμβαση του εφεσείοντος.

Με την υπεράσπιση ο εφεσείων ήγειρε πρώτα ζήτημα καθ' ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ενοικίασε την επίδικη κατοικία το 1967 από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της προς £5 μηνιαίως, όταν ο τελευταίος μετανάστευσε στην Μεγάλη Βρετανία. Μέχρι το 1974 κατέβαλλε το ενοίκιο κατευθείαν στον ιδιοκτήτη και μετά στην Επιτροπή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (η Επιτροπή). Διαζευκτικά, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατείχε την επίδικη κατοικία από το 1974, στη βάση συμφωνίας με την Επιτροπή, η οποία ουδέποτε τερματίστηκε, με την προτροπή δε και ή τη συγκατάθεση της Επιτροπής δαπάνησε £15.000 για αναγκαίες επισκευές της κατοικίας, πόσο το οποίο και αξίωνε ανταπαιτητικά.

Προς υποστήριξη της αξίωσης έδωσε μαρτυρία ο Χ. Πιττοκοπίτης υπάλληλος της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιιών από το 1983. Για την υπεράσπιση μαρτύρησε ο εφεσείων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αληθή τη μαρτυρία του Χ. Πιττοκοπίτη, ενώ απέρριψε ως ψευδή εκείνη του εφεσείοντος. Στην συνέχεια κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων ουδέποτε ενοικίασε την επίδικη κατοικία από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της. Την επίδικη κατοικία είχε ενοικιάσει αρχικά η μητέρα του. Ο εφεσείων κατέστη ενοικιαστής μόλις το 1976 αφού ενοικίασε την επίδικη κατοικία από την Επιτροπή. Η ενοικίαση όμως, τερματίστηκε το 1981. Αργότερα δόθηκε άδεια χρήσης της κατοικίας στη μητέρα του η οποία την χρησιμοποιούσε μέχρι το θάνατο της. Το 1999 ο εφεσείων επενέβη παράνομα στην κατοικία και έκτοτε την κατείχε παράνομα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε δήλωση ότι ο εφεσείων επενέβη παράνομα, από το 1999 και εφεξής, στην επίδικη κατοικία, τον διέταξε να την εκκενώσει και παραδώσει ελεύθερη την κατοχή της στον εφεσίβλητο, με αναστολή εκτέλεσης μέχρι 1/5/2004. Δεν εξέδωσε διάταγμα επαναφοράς της στην προγενέστερή της κατάσταση εφόσον, όπως έκρινε, τούτο ήταν «πράγμα ανέφικτο αναφορικά με το σύνολο των επιδιορθώσεων που φαίνεται να ωφελούν την κατοικία». Διέταξε επίσης, τον εφεσείοντα να καταβάλει στον εφεσίβλητο ενδιάμεσα οφέλη £5.200, δηλαδή £100 μηνιαίως από 1/1/2000. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση του εφεσείοντος πάνω στη βάση ότι, κατά τους χρόνους των επιδιορθώσεων, αυτός ήταν παράνομος επεμβασίας και, ως εκ τούτου, δεν εδικαιούτο σε οποιαδήποτε αποζημίωση.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο:

1.  Αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία στην αγωγή.

2.  Αποφάσισε ότι ο νόμος εξακολουθεί να ισχύει μετά τον Απρίλιο του 2003 μετά την ενέργεια των δυνάμεων εισβολής να επιτρέψουν τη διακίνηση των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές.

3.  Έκρινε τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα.

4.  Κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων ουδέποτε ενοικίασε την επίδικη κατοικία από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της.

5.  Έκρινε ότι οι αποδείξεις που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο ήταν καταστρεπτικές για την υπόθεση του εφεσείοντος.

6.  Κατέληξε στο εύρημα ότι η ενοικιαστική αξία της επίδικης κατοικίας ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο, £100 μηνιαίως, με αποτέλεσμα να διατάξει τον εφεσείοντα να καταβάλει στον εφεσίβλητο ενδιάμεσα οφέλη £5.200.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στη βάση του Άρθρου 15(3) του Ν.139/1991, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της αγωγής, ήτοι το 2000, ο Κηδεμόνας, δεν εμποδίζεται να κινηθεί και με πολιτική αγωγή για παράνομη επέμβαση εναντίον του κατόχου ή χρήστη Τουρκοκυπριακής περιουσίας. Ούτε, συνακόλουθα, στερείται το Δικαστήριο δικαιοδοσίας να επιληφθεί τέτοιας αγωγής.

2.  Εκτός εάν το Υπουργικό Συμβούλιο ορίσει λήξη της έκρυθμης κατάστασης, πράγμα το οποίο δεν έχει πράξει μέχρι σήμερα, και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος των Τουρκοκυπριακών περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν, ο Νόμος και, συνακόλουθα όλες οι εξουσίες του Υπουργού - Κηδεμόνα εξακολουθούν να ισχύουν και να ασκούνται.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως ψευδή.

4.  Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία η επίδικη κατοικία ενοικιάστηκε στον εφεσείοντα από την Επιτροπή, για την περίοδο από 11/9/1975 μέχρι 30/10/1976. Το σχετικό έγγραφο κατατέθηκε στο Δικαστήριο και αποτέλεσε το Τεκμήριο 1. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε «ότι το 1974 εάν η κατοικία ήταν στην κατοχή οιουδήποτε σαν ενοικιαστή αυτός ήταν η μητέρα του εναγομένου», η δε υπογραφή του επί του Τεκμηρίου 1 αποδείκνυε ότι αυτός αναγνώριζε την Επιτροπή ως τη διαχειρίστρια της επίδικης κατοικίας και, συνακόλουθα, αντλούσε τα οποιαδήποτε δικαιώματά του στην επίδικη κατοικία από αυτή και όχι από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη.

5.  Όντως οι αποδείξεις ήταν καταστρεπτικές για την υπόθεση του εφεσείοντος αφού με αυτές επιβεβαιώνεται η θέση ότι δεν πλήρωνε το ενοίκιο των £5 μηνιαία που κατά τον ισχυρισμό του είχε συμφωνήσει με τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη αλλά το ενοίκιο που προβλέπεται στο έγγραφο που δεν παραδέχεται.

6.  Ο μάρτυρας που προέβη στην εκτίμηση της ενοικιαστικής αξίας της επίδικης κατοικίας είχε και την πείρα και τις ικανότητες να το πράξει και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το θέμα αυτό ήταν εύλογη.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπ. Αρ. 1189/00), ημερ. 5/4/04.

Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Χατζηνεοφύτου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ' αρ. 1189/2000 αγωγή, που καταχώρησε στο Ε.Δ. Πάφου, ο εφεσίβλητος Υπουργός Εσωτερικών, ως κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, αξίωσε διάταγμα εξώσεως του εφεσείοντος από την κατοικία που βρίσκεται στην οδό Ερμού αρ. 3, στην Κάτω Πάφο, και ανήκει σε Τουρκοκύπριο. Βάση της αγωγής ήταν ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων, κατά ή περί το 1999 ή και προγενέστερα, επενέβη παράνομα στην εν λόγω κατοικία και εξακολουθούσε παράνομα να την κατέχει. Ο εφεσίβλητος αξίωσε, επίσης, £250 μηνιαίως, από το 1999, ως αποζημιώσεις και ή ως απώλεια ενδιάμεσων κερδών, πλέον £1.000 έξοδα για την επαναφορά της κατοικίας στην κατάσταση που βρισκόταν πριν την επέμβαση του εφεσείοντος.

Με την υπεράσπιση ο εφεσείων, αφού πρώτα ήγειρε ζήτημα καθ΄ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, ισχυρίστηκε ότι ενοικίασε την επίδικη κατοικία το 1967 από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της προς £5 μηνιαίως, όταν ο τελευταίος θα μετανάστευε στην Μεγάλη Βρετανία. Μέχρι το 1974 κατέβαλλε το ενοίκιο κατευθείαν στον ιδιοκτήτη, έκτοτε, όμως, λόγω των γεγονότων της Τουρκικής εισβολής, το κατέβαλλε στην Επιτροπή Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (η Επιτροπή). Διαζευκτικά, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατείχε την επίδικη κατοικία από το 1974, στη βάση συμφωνίας με την Επιτροπή, η οποία ουδέποτε τερματίστηκε, με την προτροπή δε και ή τη συγκατάθεση της Επιτροπής δαπάνησε £15.000 για αναγκαίες επισκευές της κατοικίας, ποσό το οποίο και αξίωνε ανταπαιτητικά.

Προς υποστήριξη της αξίωσης έδωσε μαρτυρία ο Χ. Πιττοκοπίτης, υπάλληλος στην Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών από το 1983. Η επίδικη κατοικία, κατέθεσε, ενοικιάστηκε στον εφεσείοντα, στις 27.3.1976, από την Επιτροπή. Σύμφωνα με το ενοικιαστήριο έγγραφο, η ενοικίαση ήταν για την περίοδο από 11.9.1975  μέχρι 31.10.1976 (Τεκμήριο 1). Υπήρξε, όμως, προφανώς, ανανέωση της ενοικίασης μέχρις ότου αυτή τερματίστηκε, στις 4.5.1981, με επιστολή του δικηγόρου της Επιτροπής. Στις 26.11.1984, η Επιτροπή παραχώρησε άδεια χρήσης της επίδικης κατοικίας στην Ευλαμπία Χριστοδούλου, μητέρα του εφεσείοντος. Η άδεια τερματίστηκε στις 17.9.1998 με επιστολή του δικηγόρου της Επιτροπής. Όμως, η Ευλαμπία Χριστοδούλου δεν εγκατέλειψε την επίδικη κατοικία, οπότε και καταχωρήθηκε εναντίον της η αγωγή 5008/1998, Ε.Δ. Πάφου. Η αγωγή αποσύρθηκε, χωρίς να εκδικαστεί, λόγω του θανάτου της Ευλαμπίας Χριστοδούλου. Στη συνέχεια, το 1999, διαπιστώθηκε ότι, μετά το θάνατο της Ευλαμπίας Χριστοδούλου, την επίδικη κατοικία κατείχε ο εφεσείων. Συνακόλουθα, του αποστάληκε επιστολή, ημερομηνίας 5.1.2000, με την οποία καλείτο να παύσει την παράνομη επέμβαση και να εγκαταλείψει την επίδικη κατοικία εντός είκοσι ημερών. Εις απάντηση, ο εφεσείων, με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 17.1.2000, αρνήθηκε να εγκαταλείψει την επίδικη κατοικία προβάλλοντας τη θέση ότι την είχε ενοικιάσει από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της το 1967 και, έκτοτε, την χρησιμοποιούσε ως κατοικία του.

Για την υπεράσπιση μαρτύρησε ο εφεσείων. Κατέθεσε ότι, πριν το 1962 - 1963, κατοικούσε στην Τουρκοκυπριακή συνοικία του Μουττάλλου. Όμως, με τα γεγονότα της εποχής, εκδιώχθηκε μαζί με τη μητέρα του, οπότε και κατοίκησε μαζί της σε κάποια κατοικία δίπλα από την επίδικη. Το 1963 η μητέρα του ενοικίασε την επίδικη κατοικία από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη. Το 1967 ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης αποφάσισε να μεταναστεύσει με τις δύο κόρες του στη Μεγάλη Βρετανία, οπότε και τον προσήγγισε προτείνοντάς του να του ενοικιάσει την επίδικη κατοικία ώστε αυτή να προστατευτεί. Συντάχθηκε σχετικό έγγραφο με ενοίκιο £5 μηνιαίως. Δεν το είχε, όμως, στην κατοχή του. Ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης τον επισκεπτόταν κάθε δύο χρόνια. Τα τελευταία χρόνια δεν τον επισκέφθηκε. Ήταν πλέον ηλικιωμένος. Σε ερώτηση γιατί ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης ενοικίασε την επίδικη κατοικία στον ίδιο, καθ΄ ην στιγμή υπήρχε ενοικίαση, με ενοικιαστή τη μητέρα του, ο εφεσείων απάντησε ότι, επειδή ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης φοβόταν ότι οι Ελληνοκύπριοι θα χαλούσαν το σπίτι του, και επειδή αυτός ήταν τότε αστυνομικός, στη φρουρά του Τουρκοκύπριου Ιχσάν Αλή, έκρινε ότι θα ήταν ασφαλέστερο η επίδικη κατοικία να έχει ως ενοικιαστή έναν Ελληνοκύπριο αστυνομικό. Έκτοτε, είπε ο εφεσείων, είχε την κατοχή της επίδικης κατοικίας, ενώ σε περιόδους που δεν κατοικούσε ο ίδιος σ΄ αυτή, κάτοικος ήταν η μητέρα του. Μετά το 1974, κατέβαλλε το μηνιαίο ενοίκιο των £5 στην Επιτροπή. Δεν θυμόταν να έκαμε ο ίδιος τη συμφωνία που περιέχεται στο ενοικιαστήριο έγγραφο (Τεκμήριο 1) το 1975-1976. Του είχαν δώσει, ανέφερε, μια φόρμα να υπογράψει, για επιδιορθώσεις, όπως του είπαν, αλλά ούτε την διάβασε. Σε κάποιο στάδιο, δεν θυμόταν ακριβώς πότε, σταμάτησε να πληρώνει οποιοδήποτε ποσό στην Επιτροπή, αφού θα του έπαιρναν την επίδικη κατοικία.

Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ότι ο εφεσείων δεν υποστήριξε με τη μαρτυρία του τη δικογραφημένη του θέση ότι, μέχρι το 1974, πλήρωνε το ενοίκιο των £5 στον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη. Στη μαρτυρία του ανέφερε ότι η εισήγηση του Τουρκοκύπριου ιδιοκτήτη ήταν να του προσέχει το σπίτι χωρίς να καταβάλλει ενοίκιο, ενώ η δική του εισήγηση ήταν να ετοιμαστεί ένα τυπικό χαρτί με ένα συμβολικό ενοίκιο, όπως και έγινε. Παρατηρούμε, επίσης, ότι ο εφεσείων παρουσίασε, κατά την αντεξέταση, δέσμη αποδείξεων (Τεκμήριο 14) για να αποδείξει ότι, μετά το 1974, κατέβαλλε το μηναίο ενοίκιο των £5 στην Επιτροπή. Όμως, οι αποδείξεις αυτές αφορούσαν μηνιαίο ενοίκιο £10. Για τη σημασία της διαφοράς θα αναφερθούμε στη συνέχεια όταν θα πραγματευθούμε τον πέμπτο λόγο έφεσης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του Χ. Πιττοκοπίτη, αφενός, και του εφεσείοντος, αφετέρου, αποδέχθηκε εκείνη του Χ. Πιττοκοπίτη, ως αληθή, ενώ απέρριψε εκείνη του εφεσείοντος, ως ψευδή. Σχολιάζοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντος είπε ότι ο εφεσείων παραποιούσε συνεχώς την αλήθεια στην προσπάθειά του να δείξει ότι υπήρξε ενοικίαση της επίδικης κατοικίας από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της προς τον ίδιο, ότι συνεχώς αυτοσχεδίαζε και προσάρμοζε τη μαρτυρία του "αναλόγως των δεδομένων", ενώ, ταυτόχρονα δεν έδιδε ικανοποιητικές και αληθοφανείς εξηγήσεις σε ζητήματα ανατρεπτικά των θέσεών του.

Στη συνέχεια, στηριζόμενο στη μαρτυρία που αποδέχθηκε ως αληθή, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων ουδέποτε ενοικίασε την επίδικη κατοικία από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της. Την επίδικη κατοικία είχε ενοικιάσει αρχικά η μητέρα του Ευλαμπία Χριστοδούλου. Ο εφεσείων κατέστη ενοικιαστής μόλις το 1976 αφού ενοικίασε την επίδικη κατοικία από την Επιτροπή. Η ενοικίαση, όμως, τερματίστηκε το 1981. Αργότερα δόθηκε άδεια χρήσης της επίδικης κατοικίας στη μητέρα του η οποία και την χρησιμοποιούσε μέχρι το θάνατό της. Το 1999 ο εφεσείων επενέβη παράνομα στην επίδικη κατοικία και έκτοτε την κατείχε παράνομα.

Καταληκτικά, και ενόψει των ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβη σε δήλωση ότι ο εφεσείων επενέβη παράνομα, από το 1999 και εφεξής, στην επίδικη κατοικία, τον διέταξε να την εκκενώσει και παραδώσει ελεύθερη την κατοχή της στον εφεσίβλητο, με αναστολή εκτέλεσης μέχρι 1.5.2004. Δεν εξέδωσε διάταγμα επαναφοράς της στην προγενέστερή της κατάσταση εφόσον, όπως έκρινε, τούτο ήταν "πράγμα ανέφικτο αναφορικά με το σύνολο των επιδιορθώσεων που φαίνεται να ωφελούν την κατοικία". Διέταξε, επίσης, τον εφεσείοντα να καταβάλει στον εφεσίβλητο ενδιάμεσα οφέλη £5.200, δηλαδή £100 μηνιαίως από 1.1.2000. Όσον αφορά την ανταπαίτηση του εφεσείοντος, το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε πάνω στη βάση ότι, κατά τους χρόνους των επιδιορθώσεων, αυτός ήταν παράνομος επεμβασίας και, ως εκ τούτου, δεν εδικαιούτο σε οποιαδήποτε αποζημίωση.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Προβάλλονται έξι λόγοι έφεσης. Θα τους πραγματευθούμε με τη λογική τους σειρά.

Πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι είχε δικαιοδοσία στην αγωγή. Και τούτο διότι, βάσει του άρθρου 15(3) του περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991 (Ν.139/1991 - ο Νόμος), ο Κηδεμόνας, εφόσον θεωρεί ότι Τουρκοκυπριακή περιουσία κατέχεται παράνομα, έχει δύο εναλλακτικές θεραπείες και μόνο, ήτοι (α) την ποινική δίωξη του κατόχου και, σε περίπτωση καταδίκης του, την εξασφάλιση διατάγματος εξώσεως του από το Ποινικό Δικαστήριο, και (β) την ανάκτηση της κατοχής της Τουρκοκυπριακής περιουσίας με τη βοήθεια της αστυνομίας, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 15(3) του Νόμου. Το Δικαστήριο δεν έχει, επομένως, δικαιοδοσία να επιληφθεί αγωγής του Κηδεμόνα για παράνομη επέμβαση σε Τουρκοκυπριακή περιουσία διότι, κάτι τέτοιο, ισοδυναμεί με επιδίωξη ανάκτησης της κατοχής Τουρκοκυπριακής περιουσίας, κατ΄ επίκληση μεν του Νόμου, αλλά κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο τον οποίο ο ίδιος ο Νόμος προβλέπει.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 15(3) του Ν.139/1991, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής, ήτοι το 2000, ο Κηδεμόνας έχει τις δύο εναλλακτικές θεραπείες "ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα τα οποία θα ληφθούν εναντίον προσώπου που αποκτά κατοχή ή χρήση Τουρκοκυπριακής περιουσίας κατά τρόπο διαφορετικό από ότι προβλέπεται στον παρόντα Νόμο". Δεν εμποδίζεται, επομένως, ο Κηδεμόνας από του να κινηθεί εναντίον του κατόχου ή χρήστη Τουρκοκυπριακής περιουσίας και με πολιτική αγωγή για παράνομη επέμβαση. Ούτε, συνακόλουθα, στερείται το Δικαστήριο δικαιοδοσίας να επιληφθεί τέτοιας αγωγής.

Δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι, μετά την ενέργεια των δυνάμεων εισβολής, τον Απρίλιο του 2003, να επιτρέψουν τη διακίνηση των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές, ο Νόμος εξακολουθεί να ισχύει. Και τούτο διότι, μετά την εν λόγω ενέργεια των δυνάμεων εισβολής, ο Νόμος έπαυσε να ισχύει επειδή έπαυσε να υφίσταται ο σκοπός για τον οποίο ψηφίστηκε, όπως αυτός προκύπτει από το προοίμιό του.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, "Ο Υπουργός διορίζεται με τον παρόντα Νόμο Κηδεμόνας των Τουρκοκυπριακών περιουσιών και τις διαχειρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και ασκεί τις αρμοδιότητες που του χορηγούνται με τον παρόντα Νόμο διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος αυτού", σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Νόμου, "έκρυθμη κατάσταση σημαίνει τη συνεπεία της τουρκικής εισβολής δημιουργηθείσα κατάσταση η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρις ότου το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση του δημοσιευομένη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίσει ημερομηνία λήξης της κατάστασης αυτής." Οι διατάξεις είναι σαφείς. Εκτός εάν το Υπουργικό Συμβούλιο ορίσει ημερομηνία λήξης της έκρυθμης κατάστασης, πράγμα το οποίο δεν έχει πράξει μέχρι σήμερα, και μέχρις ότου επιτευχθεί τελική διευθέτηση του θέματος των Τουρκοκυπριακών περιουσιών που εγκαταλείφθηκαν, ο Νόμος και, συνακόλουθα, όλες οι εξουσίες του Υπουργού-Κηδεμόνα εξακολουθούν να ισχύουν και να ασκούνται.

Τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ως αναξιόπιστο μάρτυρα. Και τούτο διότι ο εφεσείων δεν περιέπεσε σε ουσιαστικές αντιφάσεις, παρά το γεγονός ότι έδωσε μαρτυρία για γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα πριν από δεκαετίες, στοιχείο το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τη νομολογία, το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματά του. Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς λόγους γιατί απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως ψευδή. Στους λόγους αυτούς έχουμε ήδη αναφερθεί και δεν θα τους επαναλάβουμε.

Τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι ο εφεσείων ουδέποτε ενοικίασε την επίδικη κατοικία από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη της. Και τούτο διότι η μόνη μαρτυρία επί του θέματος ήταν εκείνη του εφεσείοντος, σύμφωνα με την οποία ενοικίασε την επίδικη κατοικία από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη και καμιά άλλη μαρτυρία περί του αντιθέτου δεν υπήρχε. Η μαρτυρία, μάλιστα, του εφεσείοντος ενισχυόταν και από το γεγονός ότι η Επιτροπή του παραχώρησε την επίδικη κατοικία αμέσως μετά τον πόλεμο του 1974.

Αβάσιμος είναι και αυτός ο λόγος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χ. Πιττοκοπίτη, την οποία και αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επίδικη κατοικία ενοικιάστηκε στον εφεσείοντα, στις 27.3.1976, από την Επιτροπή, για την περίοδο από 11.9.1975 μέχρι 31.10.1976. Το σχετικό έγγραφο κατατέθηκε στο Δικαστήριο και αποτέλεσε το Τεκμήριο 1. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι "το 1974 εάν η κατοικία ήταν στην κατοχή οιουδήποτε σαν ενοικιαστή αυτός ήταν η μητέρα του εναγομένου", η δε υπογραφή του επί του ενοικιαστηρίου εγγράφου της 27.3.1976 (Τεκμήριο 1) αποδείκνυε ότι αυτός αναγνώριζε την Επιτροπή ως τη διαχειρίστρια της επίδικης κατοικίας και, συνακόλουθα, αντλούσε τα οποιαδήποτε δικαιώματά του στην επίδικη κατοικία από αυτή και όχι από τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη.

Πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποδείξεις που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο (Τεκμήριο 14) ήταν καταστρεπτικές για την υπόθεση του εφεσείοντος.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όντως οι εν λόγω αποδείξεις ήταν καταστρεπτικές για την υπόθεση του εφεσείοντος. Όπως ορθά παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο "όλες αφορούν ενοίκιο £10 το μήνα όπως προκύπτει από τα συνολικά ποσά και τις περιόδους ενοικίασης που καταγράφονται σε κάθε απόδειξη. £10 είναι το ενοίκιο που αναφέρεται στο ενοικιαστήριο έγγραφο τεκμήριο 1, συνεπώς ο εναγόμενος δεν πλήρωνε το ενοίκιο των £5 μηνιαία που κατά τους ισχυρισμούς του είχε συμφωνήσει με τον Τουρκοκύπριο ιδιοκτήτη αλλά το ενοίκιο που προβλέπεται στο έγγραφο που δεν παραδέχεται.".

Έκτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του υπαλλήλου του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Πάφου Α. Ιωάννου, κατέληξε στο εύρημα ότι η ενοικιαστική αξία της επίδικης κατοικίας ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, £100 μηνιαίως, με αποτέλεσμα να διατάξει τον εφεσείοντα να καταβάλει στον εφεσίβλητο ενδιάμεσα οφέλη £5.200. Και τούτο διότι, όπως διαφάνηκε από την αντεξέτασή του, ο Α. Ιωάννου "δεν είχε τα αναγκαία προσόντα και ή γνώσεις για να θεωρείται ως εμπειρογνώμονας και να προβαίνει σε εκτιμήσεις".

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Εύλογα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ο μάρτυρας Α. Ιωάννου είχε την πείρα και τις ικανότητες να προβεί στην εκτίμηση της ενοικιαστικής αξίας της επίδικης κατοικίας εφόσον αυτός, αν και ουδέποτε εργάστηκε στον Κλάδο Εκτιμήσεων του Κτηματολογίου, εν τούτοις, από του διορισμού του, παρακολουθούσε μαθήματα εκτιμήσεων με τη συγκριτική μέθοδο, προέβη σε πολλές εκτιμήσεις, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, με την ίδια μέθοδο, επιπλέον δε, το 1981 και το 1985, παρακολούθησε σειρές μαθημάτων, για δύο-τρεις μήνες κάθε φορά, πάνω στο ίδιο θέμα, ακολούθως δε παρακάθισε και σε εξετάσεις, απαραίτητες για να προαχθεί.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο