ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.27
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
SIGMA RADIO TV LTD ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 187/2007, 17 Δεκεμβρίου 2009
Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 1 ΑΑΔ 1079
Sigma Radio T.V. Ltd ν. Aρχής Pαδιοτηλεόρασης Kύπρου (2009) 1 ΑΑΔ 1601
Ζ. ΚΟΥΛΙΑΣ v. Κ. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 79/2013, 16/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:A66
ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 3/2008, 12 Ιουλίου 2010
(2006) 1 ΑΑΔ 572
22 Ιουνίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
SIGMA RADIO T.V. LTD,
Εφεσείουσα-Εναγόμενη,
v.
ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης-Ενάγουσας.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 15/2005)
Αγωγή ― Αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για είσπραξη διοικητικού προστίμου ως αστικού χρέους και έκδοση απόφασης εναντίον της εναγόμενης ― Κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε (α) δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα της απόφασης για την επιβολή του διοικητικού προστίμου η οποία αποτελούσε το υπόβαθρο της αγωγής και (β) δυνατότητα να διαγράψει την υπεράσπιση στη βάση της Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Πολιτική Δικονομία ― Αίτηση για διαγραφή υπεράσπισης σε αγωγή για είσπραξη διοικητικού προστίμου ως αστικού χρέους ― Δ.27, θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Διοικητικό Δίκαιο ― Εξέταση νομιμότητας διοικητικής απόφασης ― Εμπίπτει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η εφεσίβλητη-ενάγουσα (η εφεσίβλητη) καταχώρησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας-εναγόμενης (η εφεσείουσα), αξιώνοντας από αυτή το ποσό των ΛΚ32.000 ως διοικητικό πρόστιμο που η πρώτη είχε επιβάλει στη δεύτερη για παράβαση του Άρθρου 33(2)(η) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998, όπως τροποποιήθηκε, και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, όπως αυτός εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επικύρωσε τη διοικητική απόφαση-υπόβαθρο της αγωγής.
Μετά το κλείσιμο των δικογράφων η εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση για διαγραφή της υπεράσπισης και για απόφαση εναντίον της εφεσείουσας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έκρινε ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να αναθεωρήσει τη διοικητική απόφαση-υπόβαθρο της αγωγής, και αφού αναφέρθηκε στον Κανονισμό 48(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000, σύμφωνα με τον οποίο η εφεσίβλητη είχε την εξουσία να διεκδικήσει το διοικητικό πρόστιμο που επέβαλε στην εφεσείουσα ως αστικό χρέος, στηριζόμενο στη Δ.27, θ.3, έκρινε ότι όσα αναφέρονταν στην υπεράσπιση δεν αποκάλυπταν οποιοδήποτε συζητήσιμο σοβαρό θέμα και, επομένως, η υπεράσπιση δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας. Συνακόλουθα, εξέδωσε διάταγμα για τη διαγραφή της υπεράσπισης και, ταυτόχρονα, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης ως η απαίτησή της στην αγωγή.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση. Εισηγήθηκε ότι:
(α) Η Δ.27, θ.3 δεν προβλέπει, αφ' ης στιγμής διαγραφεί η υπεράσπιση, τη «μηχανική» έκδοση απόφασης και
(β) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα της βάσης ή την ύπαρξη νόμιμης αιτίας της αγωγής (cause of action).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη την παραδοχή της εφεσείουσας για την ύπαρξη της διοικητικής απόφασης και την σ' αυτήν επιβολή του διοικητικού προστίμου των ΛΚ32.000, όπως επίσης και την παραδοχή της ότι έλαβε γνώση της διοικητικής απόφασης, ορθά προχώρησε και εξέδωσε απόφαση εναντίον της, ως η απαίτηση της εφεσίβλητης.
2. Τα θέματα τα οποία ζητούσε η εφεσείουσα από το Επαρχιακό Δικαστήριο ενέπιπταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε να τα εξετάσει, εφόσον δεν είχε όντως δικαιοδοσία να τα εξετάσει.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Sigma Radio TV Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπ. Αρ. 2406/03), ημερ. 31/12/04.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Β. Σιηττή, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την υπ' αρ. 2406/2003 αγωγή, που καταχώρησε στο Ε.Δ. Λευκωσίας στις 26.2.2003, η εφεσίβλητη αξίωσε από την εφεσείουσα το ποσό των ΛΚ32.000 ως διοικητικό πρόστιμο που η εφεσίβλητη είχε επιβάλει στην εφεσείουσα για παράβαση του άρθρου 33(2)(η) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998, όπως τροποποιήθηκε, και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας, όπως αυτός εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Αφού η εφεσείουσα καταχώρησε εμφάνιση στην αγωγή και, ακολούθως, υπεράσπιση, η δε εφεσίβλητη, απάντηση στην υπεράσπιση, η εφεσίβλητη καταχώρησε, στις 22.8.2003, αίτηση με την οποία ζητούσε:
(α) διαγραφή της υπεράσπισης διότι δεν απεκάλυπτε συζητήσιμο λόγο υπεράσπισης και ή ήταν επιπόλαια και ενοχλητική και έτεινε να καθυστερήσει τη διαδικασία, και
(β) απόφαση υπέρ της και εναντίον της εφεσείουσας.
Στις 3.11.2003 η εφεσείουσα καταχώρησε ένσταση στην αίτηση της εφεσίβλητης. Οι λόγοι της ένστασης είχαν ως εξής:
(α) Η αίτηση δεν μπορεί να εκδικασθεί γιατί δεν αποκαλύπτει αμιγές νομικό σημείο που απαραιτήτως πρέπει να εκδικασθεί χωριστά και πριν από την ουσία της διαφοράς.
(β) Η αίτηση είναι γενική και αόριστη και δεν αποκαλύπτει κανένα βάσιμο λόγο για διαγραφή της υπεράσπισης.
(γ) Ανεξαρτήτως τούτων το ζήτημα της Συνταγματικότητας της αιτίας αγωγής, αναμένεται να εκδικαστεί από τη Διευρυμένη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σειρά Αναθεωρητικών Εφέσεων και Πρωτόδικων υποθέσεων που εκκρεμούν και θα κρίνουν το θέμα την 5.11.2003 που είναι ορισμένη για ακρόαση.
(δ) Ειδικά στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση επιβολής χρηματικού προστίμου αμφισβητήθηκε κατά το αρ. 146 του Συντάγματος και σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής δεν θα υπάρχει η αξίωση.
Η ένσταση δεν συνοδευόταν από έγκυρη ένορκο δήλωση.
Στις 30.6.2004 ο δικηγόρος της εφεσείουσας δήλωσε στο Δικαστήριο, ως παραδεκτό γεγονός, ότι το ζήτημα της συνταγματικότητας της διοικητικής απόφασης, το οποίο εγειρόταν με την υπεράσπισή της, κρίθηκε τελεσίδικα στις 24.2.2004 με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία και απέρριψε τις Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 320/1999 κ.ά., Sigma Radio TV Ltd κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, μεταξύ των οποίων και η Προσφυγή 330/2002 η οποία αφορούσε τη διοικητική απόφαση - υπόβαθρο της αγωγής.
Αγορεύοντας προς υποστήριξη της αίτησης, η δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι, ενόψει της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην Προσφυγή 330/2002, με την οποία η διοικητική απόφαση - υπόβαθρο της αγωγής επικυρώθηκε, η εφεσείουσα, με την παραδοχή της ύπαρξης της διοικητικής απόφασης και της επιβολής του διοικητικού προστίμου των ΛΚ32.000, όπως και με την παραδοχή ότι έλαβε γνώση της διοικητικής απόφασης, δεν είχε καμιά απολύτως υπεράσπιση. Τα γεγονότα ήταν αναντίλεκτα. Με την αγωγή δεν επιδιωκόταν παρά η εκτέλεση της διοικητικής απόφασης και η είσπραξη του διοικητικού προστίμου των ΛΚ32.000.
Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου της εφεσείουσας. Αφού εισηγήθηκε ότι η Δ.27, θ.3 δεν παρείχε το αναγκαίο έρεισμα για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, εφόσον με την υπεράσπιση προβάλλονταν προς εξέταση συζητήσιμα σοβαρά θέματα, επανέλαβε τα θέματα τα οποία είχαν συζητηθεί και κριθεί τελεσίδικα με την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στις Προσφυγές 330/2002 κ.ά (πιο πάνω), παραπέμποντας στην απόφαση της μειοψηφίας. Εισηγήθηκε, επίσης, ότι η εφεσίβλητη δεν είχε εξουσία να διεκδικήσει το διοικητικό πρόστιμο που επέβαλε στην εφεσείουσα ως αστικό χρέος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 31.12.2004, αφού έκρινε ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να αναθεωρήσει τη διοικητική απόφαση - υπόβαθρο της αγωγής, και αφού αναφέρθηκε στον Κανονισμό 48(1) της Κ.Δ.Π. 10/2000, σύμφωνα με τον οποίο η εφεσίβλητη είχε την εξουσία να διεκδικήσει το διοικητικό πρόστιμο που επέβαλε στην εφεσείουσα ως αστικό χρέος, στηριζόμενο στη Δ.27, θ.3, έκρινε ότι όσα αναφέρονταν στην υπεράσπιση δεν αποκάλυπταν οποιοδήποτε συζητήσιμο σοβαρό θέμα και, επομένως, η υπεράσπιση δεν είχε πιθανότητα επιτυχίας. Συνακόλουθα, εξέδωσε διάταγμα για τη διαγραφή της υπεράσπισης και, ταυτόχρονα, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης ως η απαίτησή της στην αγωγή.
Η έφεση επικεντρώθηκε σε δύο εισηγήσεις.
Η πρώτη εισήγηση είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έκρινε ότι η εφεσείουσα δεν είχε συζητήσιμη σοβαρή υπεράσπιση, προχώρησε και εξέδωσε απόφαση εναντίον της, ως η απαίτηση της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με την εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας, η Δ.27, θ.3 δεν προβλέπει, αφ' ης στιγμής διαγραφεί η υπεράσπιση, τη "μηχανική" έκδοση απόφασης. Το Δικαστήριο θα πρέπει να δίδει την ευκαιρία στον εναγόμενο να τροποποιήσει, ενδεχομένως, την υπεράσπισή του. Πέραν τούτου, η απόφαση για διαγραφή της υπεράσπισης δεν εξαλείφει την υποχρέωση του ενάγοντα να αποδείξει την υπόθεσή του με κατάλληλη μαρτυρία. Στην περίπτωση της εφεσείουσας ούτε το ένα έγινε ούτε το άλλο.
Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η εφεσείουσα δεν ισχυρίστηκε στην ένσταση ότι, έστω και αν η θέση της εφεσίβλητης, όπως αυτή προβαλλόταν στην αίτηση, ήταν ορθή, το Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να προχωρήσει και εκδώσει απόφαση εναντίον της για οποιοδήποτε λόγο και, ειδικότερα, για το λόγο ότι είχε, και με την κατάλληλη τροποποίηση, θα προέβαλλε κάποια άλλη υπεράσπιση στην αγωγή. Ούτε η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι, ούτως ή άλλως, η αξίωση της εφεσίβλητης δεν στοιχειοθετείτο χωρίς την εκ μέρους της προσαγωγή μαρτυρίας. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας υπόψη την παραδοχή της εφεσείουσας για την ύπαρξη της διοικητικής απόφασης και την σ' αυτήν επιβολή του διοικητικού προστίμου των ΛΚ32.000, όπως, επίσης, και την παραδοχή της ότι έλαβε γνώση της διοικητικής απόφασης, προχώρησε και εξέδωσε απόφαση εναντίον της, ως η απαίτηση της εφεσίβλητης.
Η δεύτερη εισήγηση είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα της βάσης ή την ύπαρξη νόμιμης αιτίας της αγωγής (cause of action), ιδιαίτερα όταν αυτή απέβλεπε σε στέρηση/αφαίρεση περιουσίας από την εφεσείουσα, για επαύξηση του ταμείου της εφεσίβλητης, αντίθετα με το Σύνταγμα, αλλά και τις αρχές της δίκαιης δίκης.
Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την εισήγηση. Εκείνο το οποίο η εφεσείουσα ζητούσε από το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ήταν τίποτε άλλο από το να αποφασίσει τα ίδια νομικά θέματα τα οποία αποφασίστηκαν στις Προσφυγές 320/1999 κ.ά. (πιο πάνω). Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε να εξετάσει τα θέματα αυτά, εφόσον δεν είχε όντως δικαιοδοσία να τα εξετάσει. Όλα, ανεξαιρέτως, ενέπιπταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.