ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 498
7 Ιουνίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
1. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΙΕΡΕΙΔΗΣ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ
ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΑΚΟΥΤΑ,
2. ΜΑΙΡΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11357)
Δίκαιο Επιείκειας ― Καταπίστευμα ― Εξ επαγωγής καταπίστευμα (constructive trust) ― Κατά πόσο διευθέτηση μεταξύ γονέων και θυγατέρας σε σχέση με οικία η οποία ανήκε στους γονείς, συνιστούσε εξ επαγωγής καταπίστευμα προς όφελος της θυγατέρας, που θα καθίστατο άδικο για τους γονείς να αρνηθούν να την εγγράψουν επ' ονόματί της.
Αγωγή ― Αναιτιολόγητη και μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ της διεκδίκησης ισχυριζόμενου αγώγιμου δικαιώματος και της καταχώρησης της αγωγής ― Πλήττει άμεσα το δημόσιο συμφέρον και οδηγεί σε απόρριψη της αγωγής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης αυτής επικεντρώνονται σε μια παλαιά οικία στην οποία διέμεναν οι γονείς της εφεσίβλητης-ενάγουσας, η ίδια η εφεσίβλητη και τα άλλα τρία αδέλφια της. Η εν λόγω οικία ανήκε αρχικά εξ ημισίας στον πατέρα και στη μητέρα και σε μεταγενέστερο στάδιο το μερίδιο της μητέρας μεταβιβάστηκε στον πατέρα της εφεσίβλητης.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε αγωγή το 1996 εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντος το 1989 πατέρα της, της μητέρας της και των τριών αδελφών της με την οποία ζητούσε, μεταξύ άλλων, δήλωση ότι η οικία είναι ιδιοκτησία της δυνάμει καταπιστεύματος και διάταγμα για εγγραφή της επ' ονόματί της. Διαζευκτικά η εφεσίβλητη ζητούσε το ποσό των £35.300 ως το ισόποσο κατά το χρόνο της αγωγής του ποσού των £3.716, ή και το ισόποσό του κατά το χρόνο της ακρόασης. Προς τεκμηρίωση των αξιώσεών της επικαλέσθηκε προφορική συμφωνία που έγινε τον Αύγουστο του 1964 μεταξύ της ιδίας και των γονιών της, στη βάση της οποίας ανέλαβε υποχρέωση να παραδίδει ολόκληρο το μηνιαίο μισθό της στον πατέρα της από τον Αύγουστο του 1964 όταν άρχισε να εργάζεται μέχρι που να αρραβωνιαστεί, για την επιδιόρθωση και/ή ριζική ανακαίνιση της επίδικης κατοικίας και η οποία κατοικία με το επίδικο οικόπεδο από τον Αύγουστο του 1964 θα αποτελούσε αποκλειστική δική της περιουσία και/ή ιδιοκτησία ανεξαρτήτως και ασχέτως με τι συνολικό ποσό θα κατέβαλλε η εφεσείουσα στον πατέρα της μέχρι που θα αρραβωνιαζόταν και/ή μέχρι που θα έδιδε υπόσχεση γάμου. Οι μισθοί που κατέβαλε η εφεσίβλητη από τον Αύγουστο του 1964 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1971 που αρραβωνιάστηκε, συμποσούντο σε £3.716, ποσό που ο πατέρας της χρησιμοποίησε για την ριζική ανακαίνιση της εν λόγω κατοικίας.
Ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα και οι υπόλοιποι εναγόμενοι-εφεσείοντες αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι, πλην ενδεχομένως ορισμένων ποσών για μικροέξοδά της, έδιδε τους μισθούς της στη μητέρα της. Απέρριψε όμως τον ισχυρισμό της ότι τα χρήματα εδίδοντο για ανακαίνιση της οικίας και κατέληξε ότι αυτά εδίδοντο στη μητέρα για να καλύπτονται τα έξοδα της οικογένειας, περιλαμβανομένης της εφεσίβλητης, που όλοι ζούσαν στο ίδιο σπίτι, από αυτό το οικογενειακό ταμείο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο συμφωνίας όπως ισχυρίζετο η εφεσίβλητη. Θεώρησε όμως ότι υπήρχε εξ επαγωγής καταπίστευμα (constructive trust) επί της οικίας προς όφελος της εφεσίβλητης. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου ήταν ότι με βάση το ωφέλιμο συμφέρον, το οποίο δημιουργήθηκε μετά από κοινή πρόθεση, η εφεσίβλητη ενήργησε σε βάρος των δικών της συμφερόντων. Αν δεν υπήρχε αυτή η διευθέτηση η εφεσίβλητη θα μπορούσε να κρατήσει τους μισθούς της, να έκαμνε τις δικές της οικονομίες και να αγόραζε τη δική της κατοικία όταν θα τελούσε το γάμο της.
Έγινε ακολούθως δήλωση και εξεδόθη διάταγμα όπως ζητούσε η εφεσίβλητη εναντίον όμως μόνο του διαχειριστή της περιουσίας του πατέρα.
Οι διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα και η αδελφή της εφεσίβλητης εφεσίβαλαν την απόφαση. Επικαλέσθηκαν την υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της απαίτησης υποστηρίζοντας ότι θα έπρεπε να οδηγήσει σε απόρριψη της απαίτησης. Υποστήριξαν επίσης ότι δεν εδικαιολογείτο η κατάληξη για εξ επαγωγής καταπίστευμα ιδιαίτερα εφ' όσον, σύμφωνα με το εύρημα του ιδίου του Δικαστηρίου, τα χρήματα που έδωσε η εφεσίβλητη δεν εδόθησαν, όπως ήταν η θέση της, στην οποία στήριζε την απαίτησή της, για την ανακαίνιση της οικίας αλλά ως συνεισφορά σε κοινό οικογενειακό ταμείο. Προέβησαν και σε άλλες αναφορές στη μαρτυρία, όπως την εδέχθη το Δικαστήριο, για να καταδειχθεί ότι δεν ήταν λογική η κατάληξη για εξ επαγωγής καταπίστευμα.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Χατζηχαμπή, Δ., συμφωνούντος και του Αρτεμίδη, Π.:
1. Η κατάρρευση της θέσης της εφεσίβλητης ότι έδιδε τα χρήματα για τη ριζική ανακαίνιση της οικίας, δεν άφηνε περιθώριο για την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι είχε δημιουργηθεί εξ επαγωγής καταπίστευμα.
2. Εφ' όσον απορρίφθηκε η θέση για ύπαρξη ρητής συμφωνίας μεταξύ της εφεσίβλητης και των γονέων της που, κατ' ισχυρισμό, δημιουργούσε ρητό καταπίστευμα (express trust), η κατάληξη ότι υπήρχε εξ επαγωγής καταπίστευμα συνιστούσε αντίφαση προς τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
3. Η μαρτυρία της εφεσίβλητης δεν υποστήριζε την κατάληξη για ύπαρξη κοινής πρόθεσης για ένα ωφέλιμο συμφέρον. Το Δικαστήριο λοιπόν ουσιαστικά δημιούργησε μια ρητή συμφωνία για τους διαδίκους, στην οποία και βάσισε την κατάληξή του για εξ επαγωγής καταπίστευμα, που κανένας από τους διαδίκους δεν είχε ισχυρισθεί.
4. Έστω και στη βάση των γεγονότων όπως τα βρήκε το Δικαστήριο, δεν εδικαιολογείτο η κατάληξη για εξ επαγωγής καταπίστευμα. Γιατί, και αν είχε υπάρξει τέτοια συμφωνία, θα αποτελούσε, εν όψει του ότι ήταν ρητή, σύμβαση, παράβαση της οποίας θα δημιουργούσε δικαίωμα σε αποζημίωση και όχι καταπίστευμα.
5. Η αγωγή θα ήταν απορριπτέα και για τον ανεξάρτητο λόγο της πρωτοφανούς και αναιτιολόγητης καθυστέρησης στην έγερση της αγωγής από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος, καθυστέρηση η οποία πλήττει άμεσα το δημόσιο συμφέρον σε ό,τι αφορά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Β. Υπό Νικολάου, Δ.:
1. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι είχε δημιουργηθεί εξ επαγωγής εμπίστευμα είναι ορθή. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη για μακρύ χρονικό διάστημα παρέδιδε τους μισθούς της στους γονείς της, με τη δική τους προτροπή, που κατέστη εν τέλει αδιαμφισβήτητο, δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να είχε άλλο λόγο από τη διαβεβαίωση ότι η κατοικία θα της ανήκε.
2. Οι λόγοι που οι εφεσείοντες προβάλλουν επί της ουσίας για να καταδείξουν ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο θεώρησε πως δημιουργήθηκε εμπίστευμα, παραγνωρίζουν το νομικό έρεισμα του συμπεράσματος του Δικαστηρίου περί εμπιστεύματος.
3. Το θέμα των "laches" το οποίο επικαλούνται οι εφεσείοντες, κατά το δίκαιο της επιείκειας για τη στέρηση θεραπείας, δεν έχει τεθεί πρωτοδίκως και δεν επιτρέπεται να τεθεί για πρώτη φορά με την έφεση.
Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία.
Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και η διαταγή για έξοδα παραμερίσθηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Hussey v. Palmer [1972] 3 All ER 744,
Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 521,
Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1551.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Υπ. Αρ. 496/96), ημερ. 7/3/02.
Στ. Κιττής, για τους Εφεσείοντες.
Στ. Χαραλάμπους, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας, την οποία απαρτίζουν οι Αρτεμίδης, Π., και Χατζηχαμπής, Δ., θα δώσει ο Χατζηχαμπής, Δ.. Ο Νικολάου, Δ., θα δώσει τη δική του διϊστάμενη απόφαση.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το 1996 η Εφεσίβλητη ήγειρε αγωγή εναντίον της περιουσίας του αποβιώσαντα το 1989 πατέρα της και εναντίον των άλλων μελών της οικογένειας της, της μητέρας της, της αδελφής της και των δύο αδελφών της. Ισχυρίσθηκε ότι τον Αύγουστο του 1964 είχε προβεί σε προφορική συμφωνία με τους γονείς της κατόπιν δικής τους προτροπής, δυνάμει της οποίας, όπως αναφέρεται στην έκθεση απαίτησης:
"... η Ενάγουσα ανέλαβεν υποχρέωσην να παραδίδει ολόκληρον τον μηνιαίον μισθόν της στον αποβιώσαντα πατέρα της από τον Αύγουστον του 1964 μέχρι που να αρραβωνιαστεί με συμφωνηθέντα σκοπόν να χρησιμοποιήσει τους ρηθέντες μισθούς της για επιδιόρθωσην και/ή ριζικήν ανακαίνισην της επίδικης κατοικίας και η οποία κατοικία με το επίδικον οικόπεδο από τον Αύγουστον του 1964 θα αποτελούσεν αποκλειστικήν προσωπικήν περιουσίαν και/ή ιδιοκτησίαν της Ενάγουσας, ανεξαρτήτως και ασχέτως με το τι συνολικόν ποσόν θα κατέβαλλεν η Ενάγουσα στον πατέρα της μέχρι που θα αρραβωνιαζόταν και/ή μέχρι που θα έδιδεν υπόσχεση γάμου.
Επίσης δυνάμει της πιο πάνω προφορικής συμφωνίας που είχεν συνάψει η Ενάγουσα με τους γονείς της και/ή εκάτερον τούτων, οι ρηθέντες γονείς της θα συνέχιζαν να διατηρούν το ρηθέν οικόπεδον και την επίδικην κατοικίαν εγγεγραμμένην επ' ονόματι τους και/ή στο όνομα εκάτερου τούτων ως καταπιστευματοδόχοι προς όφελος και για λογαριασμόν της Ενάγουσας και/ή θα συνέχιζαν να κατέχουν το ρηθέν οικόπεδον και την επίδικην κατοικίαν ως καταπίστευμα (in Trust) προς όφελος και για λογαριασμόν της Ενάγουσας μέχρι που να τελέσει η Ενάγουσα γάμον, οπότε οι ρηθέντες γονείς της και/ή εκάτερος τούτων θα μεταβίβαζαν ταύτα δυνάμει δωρεάς επ' ονόματι της Ενάγουσας αμέσως μετά την τέλεσην του γάμου της Ενάγουσας."
Στη βάση της συμφωνίας αυτής, συνέχιζε να ισχυρίζεται η Εφεσίβλητη, έδιδε στους γονείς της τους μισθούς της από τον Αύγουστο του 1964 μέχρι το Σεπτέμβριο του 1971 που αρραβωνιάστηκε, συμποσούμενους σε £3.716, ποσό που χρησιμοποίησε ο πατέρας της για τη ριζική ανακαίνιση της εν λόγω οικίας, η οποία ανήκε εξ ημισίας στον ίδιο και στη σύζυγό του, και που αντιπροσώπευε την τότε αξία της οικίας. Ήταν λοιπόν η θέση της Εφεσίβλητης ότι η οικία συνιστούσε δική της περιουσία την οποία οι γονείς της, και μετέπειτα ο πατέρας της, στον οποίο φαίνεται σε κάποιο στάδιο μεταβιβάσθηκε και το μερίδιο της μητέρας κατόπιν μεταξύ τους διευθέτησης των περιουσιακών τους στοιχείων, κατείχε ως καταπιστευματοδόχος προς όφελος της δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας. Η Εφεσίβλητη, όπως ισχυρίζετο περαιτέρω, είχε ζητήσει, μετά την τέλεση του γάμου της το 1971, όπως και μετέπειτα, από τους γονείς της να της μεταβιβάσουν την οικία με βάση τα συμφωνηθέντα, αυτό όμως δεν έγινε για διάφορους λόγους. Ζητούσε λοιπόν η Εφεσίβλητη δήλωση ότι η οικία είναι ιδιοκτησία της δυνάμει καταπιστεύματος και διάταγμα για εγγραφή της επ' ονόματί της.
Η Εφεσίβλητη ζήτησε και διαζευκτική θεραπεία. Στη βάση ότι το ποσό των £3.716 που είχε δώσει στους γονείς της αντιπροσώπευε την τότε αξία της οικίας όπως ανακαινίσθηκε με τα χρήματα αυτά, ζήτησε το ποσό των £35.300 ως το ισόποσο κατά το χρόνο της αγωγής του ποσού των £3.716, ή και το ισόποσο του κατά το χρόνο της ακρόασης.
Ακόμα, η Εφεσίβλητη ζήτησε και δεύτερη, όχι διαζευκτική, θεραπεία. Ισχυριζόμενη ότι οι γονείς της, ενώ δεν εδαπάνησαν για την ίδια οποιοδήποτε ποσό για πανεπιστημιακές σπουδές, εδαπάνησαν £1.560, £6.480 και £7.020 για τις αντίστοιχες πανεπιστημιακές σπουδές των άλλων τριών παιδιών τους, επικαλέσθηκε τις πρόνοιες του άρθρου 51 του περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμου, Κεφάλαιο 195, και ζήτησε όπως τα ποσά αυτά ή τα κατά το χρόνο της αγωγής ή της ακρόασης ισόποσα των ποσών αυτών ληφθούν υπ' όψη κατά τον υπολογισμό του κληρονομικού δικαιώματος τους στην περιουσία του αποβιώσαντα πατέρα τους.
Οι υπερασπίσεις που καταχωρήθηκαν αποκαλύπτουν την άλλη αντίληψη του πράγματος. Ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα και η αδελφή ουσιαστικά δήλωσαν άγνοια και συνεπώς άρνηση των ισχυρισμών της Εφεσίβλητης. Η μητέρα αρνήθηκε τη συμφωνία που ισχυρίσθηκε η Εφεσίβλητη και, αν και δέχθηκε ότι αυτή έδιδε τους μισθούς της στον πατέρα της, ισχυρίσθηκε ότι αυτό εγίνετο όχι στη βάση τέτοιας συμφωνίας αλλά ως οικονομική βοήθεια. Οι δυο αδελφοί αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης, ο ένας εισηγούμενος περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει η Εφεσίβλητη δεν θα εδικαιούτο θεραπείας ως εκ της υπέρμετρης καθυστέρησης στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της. Στην πορεία της υπόθεσης όμως η αγωγή απεσύρθη κατά του αδελφού αυτού ως εξωδίκως διευθετηθείσα.
Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης ότι, πλην ενδεχομένως ορισμένων ποσών για μικροέξοδα της, έδιδε τους μισθούς της στη μητέρα της. Αυτό, εξ άλλου, ήταν, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ήδη δεκτό από τη μητέρα της στην έκθεση υπεράσπισης της. Δεν δέχθηκε όμως τον ισχυρισμό της ότι τα χρήματα εδίδοντο για ανακαίνιση της οικίας. Δεν υπήρχε, διαπίστωσε, τέτοια συμφωνία, ούτε χρησιμοποιήθησαν τα χρήματα αποκλειστικά για το σκοπό εκείνο. Τόσο ο πατέρας όσο και η Εφεσίβλητη, ως τα μόνα μέλη της οικογένειας που εργάζοντο τότε, βρήκε το Δικαστήριο, έδιδαν τους μισθούς τους στη μητέρα για να καλύπτονται τα έξοδα της οικογένειας, περιλαμβανομένης της Εφεσίβλητης, που όλοι ζούσαν στο ίδιο σπίτι, από αυτό το οικογενειακό ταμείο. Ενδεχομένως έτσι, κατέληξε, κάποια ποσά από τα χρήματα που έδωσε η Εφεσίβλητη να χρησιμοποιήθησαν και για την ανακαίνιση. Απέκλεισε όμως κάθε ενδεχόμενο συμφωνίας όπως ισχυρίζετο η Εφεσίβλητη, επισημαίνοντας (σ. 21) ότι:
"Κάτι τέτοιο θα ήταν έξω από την πραγματικότητα. Άρχισε να τους παραδίδει χρήματα τον Αύγουστο του 1964. Ήταν άγνωστο μέχρι πότε θα συνέχιζε να το κάμνει. Άγνωστο πότε θα εγίνοντο οι ανακαινίσεις και άγνωστο πόσο θα στοίχιζαν. Η ίδια έδωσε το χρόνο των επιδιορθώσεων με τρόπο πολύ ασαφή. Είπε έγινεν το 1968 με 1970-71. Είπε επίσης ότι όλα τα χρήματα της διατέθηκαν γι΄αυτό το σκοπό. Εν πρώτοις δεν θα φύλαγαν οι γονείς της τα χρήματα που τους έδιδε από το 1964 για 5 ή 7 χρόνια αργότερα για επιδιορθώσεις. Από την άλλη με όλα τα δεδομένα που υπάρχουν η ενάγουσα συνέχιζε να δίδει το μισθό στους γονείς της και μετά την ανακαίνιση του σπιτιού. εξ άλλου με κανένα τρόπο δεν αποδείχθηκε ότι δαπανήθηκε για τις επιδιορθώσεις το ποσό που παρέδωσε η ενάγουσα αλλά πολύ μικρότερο ποσό."
Παρά ταύτα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Εφεσίβλητη έδιδε τους μισθούς της στους γονείς της διότι αυτοί της είχαν υποσχεθεί ότι, όταν θα επαντρεύετο, θα της έδιδαν την οικία. Η διευθέτηση αυτή όμως, θεώρησε, δεν μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για καταπίστευμα βασιζόμενο σε ρητή συμφωνία, όπως ισχυρίζετο η Εφεσίβλητη, αφού δεν ήταν γραπτή. Εν τούτοις, θεώρησε ότι υπήρχε εξ επαγωγής καταπίστευμα (constructive trust) επί της οικίας προς όφελος της Εφεσίβλητης "που δημιουργήθηκε αρχικά και από τους δυο γονείς στη συνέχεια όμως όταν το ακίνητο περιήλθε πλήρως υπό την ιδιοκτησία του από τον αποβιώσαντα πατέρα" (σ. 24). Και εξήγησε γιατί κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό (σ.24):
"Υπήρξε κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρον. Αυτό συνάγεται από τη συμφωνία στην οποία είχαν ενάγουσα και γονείς καταλήξει. Ότι η μεν ενάγουσα θα παρέδιδε στους γονείς τα χρήματα της για εξυπηρέτηση των ευρύτερων αναγκών της οικογένειας, οι δε γονείς θα κρατούσαν την οικία προς όφελος της ενάγουσας. Η ενάγουσα με βάση το ωφέλιμο συμφέρον ενήργησε σε βάρος των δικών της συμφερόντων. Αν δεν υπήρχε αυτή η διευθέτηση η ενάγουσα θα μπορούσε να είχε κρατήσει τους μισθούς της, να έκαμνε τις δικές της οικονομίες και ν' αγόραζε τη δική της κατοικία όταν θα τελούσε το γάμο της."
Έγινε ακολούθως δήλωση και εξεδόθη διάταγμα όπως ζητούσε η Εφεσίβλητη, εναντίον όμως μόνο του διαχειριστή της περιουσίας του πατέρα.
Ο διαχειριστής της περιουσίας του πατέρα και η αδελφή εφεσίβαλαν την απόφαση. Πέραν της εισήγησης ότι η υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση της απαίτησης θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε απόρριψη της, παραπονούνται ότι δεν εδικαιολογείτο η κατάληξη για εξ επαγωγής καταπίστευμα ιδιαίτερα εφ' όσον, σύμφωνα με το εύρημα του ίδιου του Δικαστηρίου, τα χρήματα που έδωσε η Εφεσίβλητη δεν εδόθησαν, όπως ήταν η θέση της, στην οποία στήριζε την απαίτηση της, για την ανακαίνιση της οικίας αλλά ως συνεισφορά σε κοινό οικογενειακό ταμείο. Γίνονται και άλλες αναφορές στη μαρτυρία, όπως την εδέχθη το Δικαστήριο, για να καταδειχθεί ότι δεν ήταν λογική η κατάληξη για εξ επαγωγής καταπίστευμα.
Στην κρίση μας, ουδόλως εδικαιολογείτο η κατάληξη για εξ επαγωγής καταπίστευμα. Η όλη υπόθεση της Εφεσίβλητης στο δικόγραφο της, στη βάση της οποίας και ισχυρίζετο ότι προέκυπτε καταπίστευμα, ήταν ότι τα χρήματα που θα έδιδε στους γονείς της θα εχρησιμοποιούντο για τη ριζική ανακαίνιση της οικίας που έτσι θα γινόταν, όταν θα επαντρεύετο, δική της. Ήταν αυτός ο στοχευμένος προορισμός των χρημάτων που θα έδιδε στους γονείς της που διείπε, όπως η ίδια το είχε θέσει, την υπόσχεση να της δοθεί η οικία και το δίκαιο της απαίτησής της ότι η οικία θα εγίνετο, και έγινε, με το γάμο της, δική της ως η συμφωνία με τους γονείς της. Με την κατάρρευση της θέσης αυτής όμως, αφού το ίδιο το Δικαστήριο δεν την απεδέχθη, δεν υπήρχε πλέον περιθώριο για να καταλήξει σε εξ επαγωγής καταπίστευμα. Αναμφιβόλως, το Δικαστήριο μπορούσε να δεχθεί μέρος και να απορρίψει άλλο μέρος της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης. Η απόρριψη όμως του μέρους της μαρτυρίας της στο οποίο αναφερόμεθα έπληττε καίρια την ίδια την απαίτηση όπως είχε δικογραφηθεί αφού αφαιρούσε το πραγματικό της υπόβαθρο, δοθέντος ότι ήταν τον προορισμό και τη δαπάνη των χρημάτων για ριζική ανακαίνιση της οικίας που η ίδια η Εφεσίβλητη είχε ισχυρισθεί ως έρεισμα και συσχετίσει προς την υπόσχεση των γονέων της και προς το δίκαιο της υπόσχεσης αυτής.
Εξ άλλου, και σε ότι αφορά τον ισχυρισμό της Εφεσίβλητης ότι έδιδε όλους τους μισθούς της στον πατέρα της, δεν στήριξε επ' αυτού τη δημιουργία εξ επαγωγής καταπιστεύματος όπως το διέγνωσε το Δικαστήριο. Η θέση της ήταν ότι υπήρχε ρητή συμφωνία μεταξύ της και των γονέων της που δημιουργούσε ρητό καταπίστευμα (express trust), όπως το ίδιο το Δικαστήριο παρατήρησε (σ. 22), θέση την οποία επίσης απέρριψε το Δικαστήριο. Το ρητό καταπίστευμα δε στο οποίο η Εφεσίβλητη βάσιζε την απαίτηση της ήταν και πάλι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση της ότι είχε γίνει ρητή συμφωνία για τη χρήση των χρημάτων που θα έδιδε, προς ανακαίνιση δηλαδή της οικίας, γεγονός που δικαιολογούσε και την ακόλουθη υπόσχεση των γονέων της ότι η οικία θα ήταν δική της με το γάμο της. Εφ' όσον η τέτοια ρητή συμφωνία απερρίφθη από το Δικαστήριο, η κατάληξη ότι υπήρχε εξ επαγωγής καταπίστευμα συνιστούσε αντίφαση προς τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο, όπως προκύπτει από το παρατεθέν απόσπασμα (σ. 24 της απόφασης), βάσισε την κατάληξη του στο ότι, όπως συνάγεται από τη συμφωνία των μερών, υπήρξε κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρον, δηλαδή ότι η Εφεσίβλητη θα έδιδε τους μισθούς της στους γονείς της για τις ανάγκες της οικογένειας με αντάλλαγμα την παραχώρηση της οικίας στην Εφεσίβλητη με το γάμο της. Μα η ίδια η Εφεσίβλητη ποτέ δεν υποστήριξε ότι αυτή ήταν η συνεννόησή τους. Το Δικαστήριο λοιπόν ουσιαστικά δημιούργησε μια άλλη ρητή συμφωνία για τους διαδίκους, στην οποία και βάσισε την κατάληξη του για εξ επαγωγής καταπίστευμα, που κανένας από τους διαδίκους δεν είχε ισχυρισθεί.
Επί πλέον όμως, δεν εδικαιολογείτο και η κατάληξη για εξ επαγωγής καταπίστευμα, έστω και στη βάση των γεγονότων όπως τα βρήκε το Δικαστήριο. Γιατί, και αν είχε υπάρξει τέτοια συμφωνία, θα αποτελούσε, εν όψει του ότι ήταν ρητή, σύμβαση. Τα αποδεκτά από το Δικαστήριο γεγονότα δεν αναδείκνυαν εξ επαγωγής καταπίστευμα, στη βάση δηλαδή συναλλαγής αποσκοπούσας στη δημιουργία συμφέροντος σε ακίνητη ιδιοκτησία υπό συνθήκες που θα καθίστατο άδικο για τους γονείς να αρνηθούν να δώσουν στην Εφεσίβλητη την ίδια την οικία. Και τούτο, έχοντας υπόψη και τις ευρύτερες παραμέτρους του νομικού μας συστήματος που διέπουν τόσο τον τρόπο δημιουργίας και εφαρμογής δικαιωμάτων σε ακίνητη ιδιοκτησία όσο και τα της συμβατικής, κληρονομικής ή άλλης διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας. Η ίδια η Εφεσίβλητη ανάγει το (ρητό κατά τη θέση της) καταπίστευμα στη συμφωνία με τους γονείς της το 1964. Μπορούσε όμως λογικά να υποστηριχθεί αυτό; Πολλά ερωτήματα θα μπορούσαν να τεθούν - αν το καταπίστευμα δημιουργήθηκε τότε, ήταν υπό τον όρο, όπως ήταν η συμφωνία, ότι η Εφεσίβλητη θα συνέχιζε μέχρι το γάμο της να δίδει τους μισθούς της στους γονείς της; Αν σταματούσε να τους δίδει μετά από π.χ. τρία χρόνια, τι θα συνέβαινε; Θα έχανε όσα έδωσε ή θα είχε δικαίωμα σε ανάλογο καταπίστευμα στην οικία; Αν οι γονείς της, μετά από π.χ. τρία χρόνια, της ζητούσαν να μην συνεισφέρει πλέον, θα συνέχιζε να υπάρχει καταπίστευμα; Πιο λογικό είναι να θεωρηθεί ότι η όποια συνεννόηση είχε γίνει, αν ήταν δεσμευτική, συνιστούσε σύμβαση μεταξύ των γονέων της και της Εφεσίβλητης, παράβαση της οποίας θα δημιουργούσε δικαίωμα σε αποζημίωση, και όχι καταπίστευμα.
Με την κατάρρευση της απαίτησης που βασίζεται στο καταπίστευμα, δεν υπάρχει περιθώριο ούτε για τη διαζευκτική θεραπεία που ζητούσε η Εφεσίβλητη αφού και αυτή συναρτάται προς τη θέση ότι τα χρήματα είχαν δοθεί για ανακαίνιση της οικίας.
Ως προς την άλλη θεραπεία που είχε ζητήσει η Εφεσίβλητη, δυνάμει του άρθρου 51 του Κεφαλαίου 195, το Δικαστήριο απεφάσισε ότι τα χρήματα που είχαν λάβει τα αδέλφια της για τις σπουδές τους θα έπρεπε να συνυπολογισθούν σύμφωνα με το άρθρο 51. Η πτυχή αυτή της απόφασης δεν θα μας απασχολήσει αφού η έφεση δεν την καλύπτει. Ούτε όμως θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το θέμα του κληρονομικού μεριδίου είναι στα πλαίσια της διαχείρισης που θα έπρεπε να είχε ρυθμισθεί.
Η αγωγή όμως ήταν απορριπτέα και για ένα άλλο ανεξάρτητο λόγο. Η πρωτοφανής και αναιτιολόγητη καθυστέρηση στην έγερση της αγωγής από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος θα έπρεπε να οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άρνηση να της επιληφθεί. Ξεκινώντας από τη μαρτυρία της ίδιας της Εφεσίβλητης, και από την πιο ευνοϊκή γι' αυτή ημερομηνία, παρατηρούμε πως η ίδια είπε ότι οι γονείς της τη διαβεβαίωναν πως θα της μεταβίβαζαν το σπίτι με το γάμο της. Ο γάμος έγινε το 1971, ενώ η αγωγή καταχωρίστηκε στις 17.1.1996, 25 χρόνια δηλαδή μετά.
Η καθυστέρηση δεν ηγέρθη ως λόγος απόρριψης της αγωγής στην υπεράσπιση. Διατυπώθηκε όμως ως λόγος έφεσης. Έχουμε τη γνώμη πως το πιο πάνω χρονικό διάστημα που διέρρευσε, για τη διεκδίκηση του ισχυριζόμενου δικαιώματος, πλήττει άμεσα το δημόσιο συμφέρον σε ό,τι αφορά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Με την πάροδο αναιτιολόγητου, και αντικειμενικά μεγάλου χρονικού διαστήματος, στη δικαστική διεκδίκηση δικαιώματος ενδέχεται να παρεμβληθούν μεταβολές πραγματικών καταστάσεων, ακόμη και η βιολογική ύπαρξη ενδιαφερομένων μερών, εδώ του πατέρα της εφεσίβλητης, που καθιστούν δύσκολη και εν πολλοίς αδύνατη, τη δίκαιη δίκη.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο Μιχαήλ Καλακούτας, τέως εκ Λευκωσίας, απεβίωσε στις 4 Δεκεμβρίου 1989 αφήνοντας εξ αδιαθέτου κληρονόμους τη σύζυγο του και τέσσερα ενήλικα παιδιά. Η μόνη σημαντική επ' ονόματι του περιουσία ήταν η οικογενειακή κατοικία στην ενορία Αγ. Ανδρέα, την οποία διεκδίκησε ένα από τα παιδιά, η εφεσίβλητη, απαιτώντας ολόκληρο το οφέλιμο συμφέρον. Η κατοικία ήταν από το 1941 μέχρι το 1977 εγγεγραμμένη ανά έν δεύτερον εξ αδιαιρέτου μερίδιον επ' ονόματι των γονέων και εν συνεχεία, κατόπιν ανταλλαγής του ενός μεριδίου με άλλη ιδιοκτησία, ενεγράφη εξ ολοκλήρου επ' ονόματι του αποβιώσαντος.
Με αγωγή εναντίον του διαχειριστή της περιουσίας και των συγκληρονόμων της, η εφεσίβλητη προέβαλε ότι με βάση διευθέτηση που έγινε με τους γονείς της το 1964, όταν αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και άρχισε να εργάζεται, πρώτα σε ιδιωτική εταιρεία, ύστερα στη δημόσια υπηρεσία και τελικά στην Κεντρική Τράπεζα, κατέβαλλε, μέχρι που αρραβωνιάστηκε, ολόκληρο το μισθό της στον πατέρα της ένεκα διαβεβαίωσης προς αυτήν πως η κατοικία θα της ανήκε και θα μεταβιβαζόταν επ' ονόματί της όταν τελούσε γάμο. Ο κύριος πυρήνας αυτών των ισχυρισμών περιέχεται στις ακόλουθες δύο παραγράφους της έκθεσης απαίτησης:
«10. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατόπιν ρητών και επανειλημμένων προτροπών, εισηγήσεων, υποσχέσεων και προτάσεων των γονέων της και/ή εκατέρου τούτου κατέληξε από τον Αύγουστον του 1964 σε προφορικήν συμφωνίαν με τους ρηθέντες γονείς της και/ή με εκάτερον τούτων, δυνάμει της οποίας συμφωνίας η Ενάγουσα ανέλαβεν υποχρέωσιν να παραδίδει ολόκληρον τον μηνιαίον μισθόν της στον αποβιώσαντα πατέρα της από τον Αύγουστον του 1964 μέχρι που να αρραβωνιαστεί με συμφωνηθέντα σκοπόν να χρησιμοποιήσει τους ρηθέντες μισθούς της για επιδιόρθωσιν και/ή ριζικήν ανακαίνισην της επίδικης κατοικίας και η οποία κατοικία με το επίδικον οικόπεδο από τον Αύγουστον του 1964 θα αποτελούσε αποκλειστικήν προσωπικήν περιουσίαν και/ή ιδιοκτησίαν της Ενάγουσας, ανεξαρτήτως και ασχέτως με το τι συνολικόν ποσόν θα κατέβαλλεν η Ενάγουσα στον πατέρα της μέχρι που θα αρραβωνιαζόταν και/ή μέχρι που θα έδιδεν υπόσχεση γάμου.
Επίσης δυνάμει της πιο πάνω προφορικής συμφωνίας που είχεν συνάψει η Ενάγουσα με τους γονείς της και/ή εκάτερον τούτων, οι ρηθέντες γονείς της θα συνέχιζαν να διατηρούν το ρηθέν οικόπεδον και την επίδικη κατοικίαν εγγεγραμμένην επ' ονόματι τους και/ή στο όνομα εκάτερου τούτων ως καταπιστευματοδόχοι προς όφελος και λογαριασμόν της Ενάγουσας και/ή θα συνέχιζαν να κατέχουν το ρηθέν οικόπεδον και την επίδικην κατοικίαν ως καταπίστευμα (in Trust) προς όφελος και για λογαριασμόν της Ενάγουσας μέχρι που να τελέσει η Ενάγουσα γάμον, οπότε οι ρηθέντες γονείς της και/ή εκάτερος τούτων θα μεταβίβαζαν ταύτα δυνάμει δωρεάς επ' ονόματι της Ενάγουσας αμέσως μετά την τέλεσην του γάμου της Ενάγουσας.
11. Πράγματι με βάση τα πιο πάνω συμφωνηθέντα με τους γονείς και/ή με εκάτερον τούτων η Ενάγουσα άρχισεν από τον Αύγουστον του 1965 και παρέδιδε κάθε μήναν ολόκληρον τον μισθόν της προς τον πατέρα της μέχρι και τον Σεπτέμβριον του 1971 που εξακολουθούσε να ήταν άγαμη και έτσι συνολικά είχε καταβάλει μέχρι την 30/9/1971 προς τον πατέρα της το συνολικόν ποσόν των ΛΚ3,716=λιρών.
Το πιο πάνω ποσόν ο πατέρας της Ενάγουσας το εχρησιμοποίησε και/ή το εξόδεψε και/ή το κατέβαλε για την ριζικήν ανακαίνισην και/ή για τις ουσιώδεις μετατροπές, προσθήκες, επεκτάσεις, την ενίσχυσην με σιδηροδοκούς, την κατασκευήν ταρράτσας (πλάκας με κουγκρί στην οροφήν) και γενικά για επιδιορθώσεις και συντήρησιν της επίδικης κατοικίας κατά ή περί τα έτη 1969-70.
Περαιτέρω η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το πιο πάνω ποσόν των ΛΚ3,716=λιρών που ξοδεύτηκεν ως ανωτέρω αναφέρεται τότε αντιπροσώπευε την τότε αξίαν τόσον του επίδικου οικοπέδου όσον και της τότε πολύ παλαιάς κατοικίας που υπήρχε σ΄ αυτό.
Ωσαύτως η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το πιο πάνω ποσόν των ΛΚ3,716=λιρών σήμερα αντιστοιχεί και/ή ισοδυναμεί τουλάχιστον με το ποσόν των ΛΚ35,300=λιρών.»
Κατ' ακολουθίαν η εφεσίβλητη αξίωνε, με την αγωγή, τη μεταβίβαση και εγγραφή της κατοικίας επ' ονόματί της και, εναλλακτικά, αποζημιώσεις ίσες με την τωρινή αξία.
Η αγωγή περιλάμβανε ακόμα μια πτυχή η οποία κάλυπτε το ενδεχόμενο μη αποδοχής του προβληθέντος δικαιώματός της επί της κατοικίας και αποσύνδεσης των μισθών της από οποιοδήποτε συμφέρον επί της κατοικίας η οποία, επομένως, θα παρέμενε περιουσία του αποβιώσαντος για διανομή στους κληρονόμους. Σε σχέση με αυτή τη δεύτερη πτυχή η εφεσίβλητη αξίωνε όπως, κατά τη διανομή, χρήματα τα οποία ο αποβιώσας κατέβαλε για να αποκτήσουν τα αδέλφια της ανώτατη μόρφωση στο εξωτερικό, ως μέρος της αποκατάστασής τους, αφαιρεθούν από το αντίστοιχο κληρονομικό τους μερίδιο δεδομένου ότι δεν δαπανήθηκε οποιοδήποτε τέτοιο ποσό και γι' αυτήν. Τέλος, σε σχέση με αυτή την πτυχή, αξίωνε και επιστροφή του συνολικού ποσού που κατέβαλε, με ανάλογη αναπροσαρμογή ώστε να αντικατοπτρίζεται η σημερινή αξία.
Το Δικαστήριο, μετά που έλαβε υπόψη και το άρθρο 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σύμφωνα με το οποίο στην απουσία ορισμένων περιστάσεων απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία, κατέληξε ότι η εφεσίβλητη όντως «παρέδιδε αφότου άρχισε να εργάζεται το 1964 μέχρι και που αρραβωνιάστηκε τον Οκτώβρη του 1971 τα χρήματα από το μισθό της στους γονείς της» και τούτο, καθώς πρόσθεσε, με δική τους προτροπή. Αναφορικά με αυτή τη δικαστική διαπίστωση δεν υπήρξε εν τέλει αμφισβήτηση από κανένα. Διάσταση υπήρξε μόνο σε σχέση με το ύψος του καταβληθέντος ποσού και το Δικαστήριο, θεωρώντας αξιόπιστη και βάσιμη τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, αποδέχθηκε ότι το ποσό ανερχόταν σε £3.716.
Έπειτα το Δικαστήριο κατηύθυνε την προσοχή του στο κατά πόσο η συστηματική παράδοση μισθών για επτά χρόνια ήταν το αποτέλεσμα κάποιας συμφωνίας μεταξύ της εφεσίβλητης και των γονέων της. Παρατήρησε εν πρώτοις πως τα γεγονότα από μόνα τους οδηγούσαν τη σκέψη στην ύπαρξη κάποιας διευθέτησης και προχώρησε για να εξηγήσει γιατί αποδεχόταν την εκδοχή της εφεσίβλητης ότι η παράδοση μισθών ήταν το αποτέλεσμα διαβεβαίωσης από τους γονείς της ότι η κατοικία θα της ανήκε:
«Για να απαντηθεί το ερώτημα αν υπήρξε καταπίστευμα ή όχι θα πρέπει να αποσαφηνιστούν ακόμη κάποια γεγονότα. Αναφέρθηκε ήδη ότι το Δικαστήριο δέχθηκε σαν γεγονός ότι η ενάγουσα ύστερα από προτροπή των γονιών της τους παρέδιδε τους μισθούς της ευθύς μόλις άρχισε να εργάζεται τον Αύγουστο του 1964. Ποία ήταν η μεταξύ τους διευθέτηση. Η ενάγουσα λέγει ότι σ' αντάλλαγμα των μισθών της οι γονείς υποσχέθηκαν να της δώσουν όταν παντρευτεί την επίδικη κατοικία. Οι εναγόμενοι πλην της μητέρας δεν πρόβαλαν στο Δικαστήριο οποιαδήποτε άλλη εκδοχή. Δεν πρόσφεραν στο Δικαστήριο αντίθετη μαρτυρία. Η μητέρα από την άλλη ενώπιον του Δικαστηρίου δεν έδωσε κάποια σαφή εξήγηση. Αρνήθηκε βεβαίως όσα η ενάγουσα ισχυρίζεται, δεν εξήγησε όμως τι ήταν αυτό που έπεισε την ενάγουσα να παραδίδει τους μισθούς της και μάλιστα για πέραν των επτά ετών. Η μητέρα είπε ότι η ενάγουσα το έκαμνε επειδή ήταν αγαπημένες σαν μάνα και κόρη. Δεν βρίσκω την εξήγηση αυτή καθόλου πειστική. Δεν θα μπορούσε μια νεαρή γυναίκα η οποία δεν είχε σπουδάσει, αλλά μόλις τέλειωσε σχολείο μέσης εκπαίδευσης βγήκε στη βιοπάλη με άμεσο στόχο να παντρευτεί το συντομότερο να έδιδε τα χρήματα στους γονείς της για να ξοδεύονται για την υπόλοιπη οικογένεια και ιδιαίτερα για να διευκολύνονται οι γονείς να σπουδάζουν τα άλλα παιδιά από απλή αγάπη χωρίς καμιά υπόσχεση ή αντάλλαγμα. Δέχομαι απόλυτα σαν αξιόπιστη και λογική την εκδοχή της ενάγουσας ότι τους έδιδε τα χρήματα επειδή της υποσχέθηκαν όταν παντρευτεί να της δώσουν το σπίτι το οποίο ήταν το μοναδικό που τότε είχε οικογένεια. Η εκδοχή της ενάγουσας εξ άλλου βεβαιώνεται απόλυτα από τον αδελφό της Γιάννη ο οποίος είπε ότι η ενάγουσα αφότου τέλειωσε το γυμνάσιο επαντρολογείτο και οι γονείς της έταξαν το σπίτι εφόσον τους παρέδιδε τους μισθούς της.»
Το Δικαστήριο δεν παραγνώρισε την χρονική διάσταση μεταξύ διευθέτησης και δικαστικής διεκδίκησης. Την εξέτασε και διαπίστωσε ότι εξηγείτο ικανοποιητικά:
«Εδώ χρειάζεται ίσως να απαντηθεί το γιατί η ενάγουσα δεν επεδίωξε προηγουμένως την μεταβίβαση της επίδικης κατοικίας εφόσον θα της μεταβιβάζετο με το γάμο της. Η απάντηση εκτός των όσων είπε η ίδια η ενάγουσα βρίσκεται και σε αυτά που είπε η μητέρα. Ότι ο αποβιώσας σύζυγος της δεν ενέκρινε το σύζυγο της ενάγουσας και επομένως πώς θα της έδιδε το σπίτι. Αυτό είναι σωστό. Αλλά αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε από το 1971 και μετά. Δείχνει το γιατί δεν τηρήθηκε η υπόσχεση όχι γιατί δεν δόθηκε υπόσχεση όπως ήταν η προσπάθεια της μητέρας. Η υπόσχεση για μεταβίβαση του σπιτιού είχε δοθεί πολύ προηγουμένως. Επομένως όσα η μητέρα είπε στο Δικαστήριο εξηγούν το γιατί δεν υπήρξε μεταβίβαση με την τέλεση του γάμου. Για το γεγονός ότι έκτοτε και μέχρι το θάνατο του πατέρα της ενάγουσας πέρασαν πολλά χρόνια χωρίς να υπάρξει μεταβίβαση του σπιτιού υπάρχουν οι εξηγήσεις της ενάγουσας που βεβαιώνονται μερικώς από τον αδελφό αλλά και τη μητέρα. Ήταν η απουσία της μαζί με το σύζυγο της για κάποια χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό, οι κακές σχέσεις μεταξύ των γονιών της και οι διάφορες δικαιολογίες που οι γονείς πρόβαλλαν για ν' αναβάλλουν τη διευθέτηση του θέματος, μεταξύ των οποίων ήταν και οι συνεχιζόμενες σπουδές των παιδιών της οικογένειας μέχρι και το 1980 ακόμη.»
Μετά, το Δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά και με μια λεπτομέρεια. Επειδή, κατά την εφεσίβλητη, η διευθέτηση διαλάμβανε ότι στο μεταξύ, πριν από τη μεταβίβαση της κατοικίας, οι μισθοί της θα χρησιμοποιούντο για ανακαίνιση ή επιδιόρθωση, το Δικαστήριο θεώρησε πως, ανεξάρτητα από τη βασική διευθέτηση ότι με την παράδοσή των μισθών η κατοικία θα ανήκε στην εφεσίβλητη, χρειαζόταν να εξετάσει και το κατά πόσο, στη βάση της Hussey v. Palmer [1972] 3 All ER 744, στην οποία είχε παραπέμψει ο συνήγορος της εφεσίβλητης, μπορεί να δημιουργείτο εμπίστευμα και με μόνο αυτό τον λόγο, αν γινόταν δεκτός, δηλαδή ότι τα χρήματα προορίζονταν αποκλειστικά και χρησιμοποιήθηκαν για ανακαίνιση ή επιδιόρθωση της κατοικίας. Το Δικαστήριο, κινούμενο σ' αυτό τον παράδρομο, δεν αποδέχθηκε ότι τα χρήματα συνδέθηκαν αποκλειστικά με τέτοιο σκοπό. Παραθέτω το σχετικό μέρος:
«Παρόλο ότι θεωρώ την ενάγουσα γενικά αξιόπιστη δεν θ' αποδεχθώ τον ισχυρισμό της ότι έδιδε τα χρήματα ειδικά για την ανακαίνιση του σπιτιού. Δεν αποκλείω ότι όντως έδωσε κάποια ποσά ειδικά όταν εγίνοντο οι ανακαινίσεις και ότι μέρος των χρημάτων που παρέδωσε στους γονείς γης και μπήκαν στο κοινό ταμείο της οικογένειας χρησιμοποιήθηκαν για τον εν λόγω σκοπό. Υπάρχει εξ άλλου και η παραδοχή της μητέρας ότι η ενάγουσα της παρέδωσε συγκεκριμένο μικρό βεβαίως ποσό για το σκοπό των ανακαινίσεων. Όμως δεν ήταν η συμφωνία τους και δεν χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα της όλα γι' αυτό το σκοπό. Κάτι τέτοιο θα ήταν έξω από την πραγματικότητα. Άρχισε να τους παραδίδει χρήματα τον Αύγουστο του 1964. Ήταν άγνωστο μέχρι πότε θα συνέχιζε να το κάμνει. Άγνωστο πότε θα εγίνοντο οι ανακαινίσεις και άγνωστο πόσο θα στοίχιζαν. Η ίδια έδωσε το χρόνο των επιδιορθώσεων με τρόπο πολύ ασαφή. Είπε έγιναν το 1968 με 1970-71. Είπε επίσης ότι όλα τα χρήματα της διατέθηκαν γι' αυτό το σκοπό. Εν πρώτοις δεν θα φύλαγαν οι γονείς της τα χρήματα που τους έδιδε από το 1964 για 5 ή 7 χρόνια αργότερα για τις επιδιορθώσεις. Από την άλλη με όλα τα δεδομένα που υπάρχουν η ενάγουσα συνέχιζε να δίδει το μισθό στους γονείς της και μετά την ανακαίνιση του σπιτιού. Εξ άλλου με κανένα τρόπο δεν αποδείχθηκε ότι δαπανήθηκε για τις επιδιορθώσεις το ποσό που παρέδωσε η ενάγουσα αλλά πολύ μικρότερο ποσό.
Είναι εν κατακλείδι η απόφαση μου ότι η ενάγουσα παρέδιδε μεν τους μισθούς της στους γονείς της όχι όμως ειδικώς για να επιδιορθωθεί η επίδικη κατοικία αλλά για ν' αντιμετωπίζονται γενικά τα έξοδα της οικογένειας από ένα κοινό οικογενειακό ταμείο. Από το ίδιο ταμείο που αγοράσθηκαν από τους γονείς οι δύο νέες οικίες, σπούδασαν τα άλλα αδέλφια και ανακαινίσθηκε και η επίδικη κατοικία.»
Τελικά, το Δικαστήριο επανήλθε στην ουσία της υπόθεσης που ήταν η παράδοση μισθών, όπως και αν αυτοί επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν, με κοινή την πρόθεση να μεταβιβαστεί εν καιρώ η κατοικία στην εφεσίβλητη. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η άποψη την οποία σχημάτισε αναφορικά με το παρεμφερές θέμα των βελτιώσεων δεν εξασθενούσε, επί της ουσίας της υπόθεσης, τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και την αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα. Η νομολογία αναγνωρίζει αυτή τη δυνατότητα. Εν συνεχεία το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αρχές του δικαίου της επιεικείας αναφορικά γενικά με τα εμπιστεύματα, στις πρόνοιες του άρθρου 65 ΙΕ του Κεφ. 224 σε σχέση με την δημιουργία ρητών εμπιστευμάτων, όπως και σε Κυπριακή νομολογία, κατέληξε ότι δημιουργήθηκε εν προκειμένω εξ επαγωγής εμπίστευμα προς όφελος της εφεσίβλητης. Ανέφερε τα εξής:
«Εν όψει των αρχών στις οποίες πιο πάνω αναφέρθηκα βρίσκω ότι υπήρξε υπέρ της ενάγουσας εξ επαγωγής καταπίστευμα επί της επίδικης οικίας που δημιουργήθηκε αρχικά και από τους δύο γονείς στη συνέχεια όμως όταν το ακίνητο περιήλθε πλήρως υπό την ιδιοκτησία του από τον αποβιώσαντα πατέρα. Θα εξηγήσω με αναφορά στα γεγονότα γιατί καταλήγω στο πιο πάνω συμπέρασμα. Υπήρξε κοινή πρόθεση για ένα ωφέλιμο συμφέρον. Αυτό συνάγεται από τη συμφωνία στην οποία είχαν ενάγουσα και γονείς καταλήξει. Ότι η μεν ενάγουσα θα παρέδιδε στους γονείς τα χρήματα της για εξυπηρέτηση των ευρύτερων αναγκών της οικογένειας, οι δε γονείς θα κρατούσαν την οικία προς όφελος της ενάγουσας. Η ενάγουσα με βάση το ωφέλιμο συμφέρον ενήργησε σε βάρος των δικών της συμφερόντων. Αν δεν υπήρχε αυτή η διευθέτηση η ενάγουσα θα μπορούσε να είχε κρατήσει τους μισθούς της, να έκαμνε τις δικές της οικονομίες και ν' αγόραζε τη δική της κατοικία όταν θα τελούσε το γάμο της. Το έχουμε ήδη από τη μαρτυρία της ίδιας της μητέρας ότι τα δύο σπίτια που η οικογένεια αγόρασε πριν παντρευτεί η ενάγουσα για £8.300 αγοράστηκαν με προκαταβολή που δόθηκε από οικονομίες της μητέρας. Αυτό το γεγονός φανερώνει δύο πράγματα.
(α) Ότι η μητέρα η οποία δεν εργαζόταν κατόρθωσε να έχει οικονομίες από τη διαχείριση που έκαμνε στα χρήματα του συζύγου της αλλά και της ενάγουσας.
(β) Ότι κατά την περίοδο εκείνη μια κατοικία μπορούσε να αγορασθεί μ' ένα ποσό της τάξης των £4.000 που είναι κοντά στο ποσό που η ενάγουσα παρέδωσε στους γονείς της την περίοδο 1964 με 1971.
Το εξ επαγωγής καταπίστευμα ήταν επί ολόκληρου του μεριδίου της κατοικίας. Αυτή ήταν η πρόθεση των γονέων της ενάγουσας όπως εκδηλώθηκε όταν της ζήτησαν να παίρνουν τους μισθούς της. Τα ποσά εξ άλλου που η ενάγουσα τότε παρέδωσε αντιστοιχούσαν περίπου με την τότε αξία της επίδικης κατοικίας. Σαν αποτέλεσμα η ενάγουσα είναι η αποκλειστική δικαιούχος της επίδικης κατοικίας επί τη βάση εξ επαγωγής καταπιστεύματος.»
Με την έφεση, ο διαχειριστής της περιουσίας και ένα από τα αδέλφια - τα άλλα δύο δεν αμφισβήτησαν την απόφαση - προβάλλουν κατ' αρχάς ότι η αξίωση αναφορικά με το εμπίστευμα θα έπρεπε να είχε εν πάση περιπτώσει απορριφθεί λόγω καθυστέρησης στην έγερση της αγωγής. Επικαλούνται «laches» ως αιτία, κατά το δίκαιο της επιεικείας, για τη στέρηση θεραπείας. Όμως οι εφεσείοντες δεν έθεσαν πρωτοδίκως τέτοιο θέμα και δεν τους επιτρέπεται να το θέσουν για πρώτη φορά με την έφεση.
Επί της ουσίας, οι εφεσείοντες προβάλλουν ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο θεώρησε πως δημιουργήθηκε εμπίστευμα αφού:
(α) τα χρήματα της εφεσίβλητης τοποθετούντο σε «κοινό ταμείο της οικογένειας»·
(β) κατά τη διαπίστωση του Δικαστηρίου η κατοικία που υποσχέθηκαν στην εφεσίβλητη ήταν άλλη, όχι η επίδικη·
(γ) το όποιο εξ επαγωγής εμπίστευμα δέσμευε τον αποβιώσαντα μόνο κατά το ½ μερίδιο γιατί μόνο αυτό ήταν το δικό του κατά τον ουσιώδη χρόνο και επομένως μόνο αυτό μπορούσε να επηρεαστεί από το εμπίστευμα ενώ για το υπόλοιπο ½ μερίδιο θα έπρεπε να είχε γίνει διαδικασία εντοπισμού (tracing)·
(δ) τα χρήματα της εφεσίβλητης δεν δόθηκαν ειδικά για ανακαινίσεις·
(ε) μόνο £2.000 από τα χρήματα που συνεισέφερε η εφεσίβλητη δαπανήθηκαν για ανακαινίσεις, οι οποίες έγιναν το 1969, και «συνεπώς μόνο κατά το ποσόν αυτό θα μπορούσε να δημιουργηθεί εμπίστευμα»·
(στ) δεν λήφθηκε υπόψη η αξία του επίδικου κτήματος όταν η εφεσίβλητη άρχισε «να συνεισφέρει στα οικογενειακά βάρη».
Μου φαίνεται πως όλα αυτά παραγνωρίζουν το νομικό έρεισμα του συμπεράσματος του Δικαστηρίου περί εμπιστεύματος. Εάν δεχθεί κανείς ότι η εφεσίβλητη παρέδιδε τους μισθούς της στον πατέρα της κατόπιν διευθέτησης, τόσο με αυτόν όσο και με τη μητέρα της, ότι η κατοικία θα της ανήκε, οι αρχές του δικαίου της επιεικείας καθιστούσαν αναπόφευκτο το συμπέρασμα ότι δημιουργήθηκε εμπίστευμα προς όφελος της αφού οι ενέργειες της στηρίζονταν σ' αυτή τη διευθέτηση: βλ. Κληρίδης ν. Σταυρίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 521 και Χριστοφόρου ν. Χριστοφόρου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1551.
Όμως, προβάλλεται με την έφεση ότι το Δικαστήριο έσφαλε στην ερμηνεία και αξιολόγηση της μαρτυρίας, ιδιαίτερα σε σχέση με τις περιστάσεις της «συνεισφοράς» της εφεσίβλητης, πιο συγκεκριμένα «το ύψος αλλά και τη νομική μορφή». Όπως προανέφερα, κατέστη εν τέλει αδιαμφισβήτητο το ότι η εφεσίβλητη «παρέδιδε αφότου άρχισε να εργάζεται το 1964 μέχρι και που αρραβωνιάστηκε τον Οκτώβρη του 1971 τα χρήματα από το μισθό της στους γονείς της» με δική τους προτροπή. Αυτή είναι η ουσία. Η επί μακρόν παράδοση μισθών δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να είχε λόγο άλλο από τη διαβεβαίωση προς την εφεσίβλητη ότι η κατοικία θα της ανήκε. Ποια άλλη θα μπορούσε να ήταν η εξήγηση; Φύλαξη των χρημάτων από τον πατέρα υπό τύπο αποταμίευσης, με ή χωρίς τόκο, αντί της κατάθεσής τους σε Τράπεζα; Δάνειο προς τον πατέρα το οποίο αυτός θα εξοφλούσε κάποτε στο μέλλον; Αγοραπωλησία της κατοικίας; Κανείς δεν ισχυρίστηκε ο,τιδήποτε από αυτά. Μήπως επρόκειτο περί δωρεάς; Έδινε τους μισθούς της για επτά χρόνια χωρίς να της δοθεί από τους γονείς της οποιαδήποτε διαβεβαίωση για το μέλλον της; Είναι νομίζω προφανές ότι η λογική καθιστά ανέφικτο τέτοιο συμπέρασμα.
Θεωρώ τις επικρίσεις αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αντίκρισε τη μαρτυρία εντελώς αδικαιολόγητες. Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε όλα τα θέματα με μεγάλη λεπτομέρεια, περισσότερη από ό,τι χρειαζόταν. Συζήτησε όλες τις πτυχές της μαρτυρίας, προέβη σε συσχετισμούς και, κατά την αξιολόγηση, στάθμισε το καθετί με σχολαστικότητα προτού καταλήξει σε διαπιστώσεις οι οποίες, κατά την άποψή μου, έμοιαζαν και αυτονόητες. Παρέθεσα σε κάποια έκταση αποσπάσματα από την εκκαλούμενη απόφαση ώστε με ακρίβεια να εξηγήσω τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο προσήγγισε την υπόθεση. Τέλος, κατά τη δική μου άποψη, το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς το νόμο, ορθά έκρινε ότι η επίδικη κατοικία ανήκει στην εφεσίβλητη βάσει εμπιστεύματος και ορθά παρείχε την ανάλογη θεραπεία.
Θα απέρριπτα λοιπόν την έφεση με έξοδα.
Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία.Η εφεσιβαλλόμενη απόφαση και η διαταγή για έξοδα παραμερίζονται.