ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 192
10 Μαρτίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
Ν. 33/64, ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΚΑΚΟΥΛΛΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΕΙ ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΠΟΥ ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 19.1.06 ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΕΥΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996, Ν 61(Ι)/96.
(Αίτηση Αρ. 12/2006)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari εναντίον διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν. 61(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε) ― Άρνηση άδειας, υπήρχε δυνατότητα άσκησης εναλλακτικού ένδικου μέσου και δεν στοιχειοθετήθηκαν εξαιρετικές περιστάσεις ώστε το Δικαστήριο να επέμβει σ' αυτό το ζήτημα με το ένδικο μέσο που χρησιμοποιήθηκε.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Στόχος του είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της διαδικασίας στο κατώτερο Δικαστήριο και όχι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης.
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari ― Ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας ― Ενώ δεν αποκλείει τη διεκδίκηση Certiorari, αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να το δικαιολογούν.
Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα δυνάμει του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν. 61(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε), στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης που αφορά σε αδικήματα κατά παράβαση του Περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου, Ν.102(Ι)/97, του Περί της Σύναψης Συμβάσεων Νόμου, Ν. 101(Ι)/03, του περί Συγκάλυψης Νόμου, Ν. 61(Ι)/96 και του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, που κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκαν σε σχέση με συγκεκριμένη προσφορά για την προμήθεια εκτυπωτών του Υπουργείου Παιδείας. Οι δύο ύποπτοι στην υπόθεση ήταν ο διευθυντής της εταιρείας LOGICOM LTD και αιτητής στην παρούσα διαδικασία και ο Γενικός Συντονιστής του Κλιμακίου Πληροφορικής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Το επίδικο διάταγμα απευθύνεται στο Γενικό Διευθυντή της Αρχής Τηλεπικοινωνιών και τον διατάσσει να αποκαλύψει στο ΤΑΕ της Επαρχίας Λευκωσίας κατά πόσο τα δύο προαναφερθέντα άτομα «διατηρούν ή διατηρούσαν οποιαδήποτε ηλεκτρονική διεύθυνση μέχρι σήμερα και παραδώσει έγγραφα και αποκαλύψει πληροφορίες, σχετικά με την ηλεκτρονική αλληλογραφία που διατηρούσαν μεταξύ τους.......» και περαιτέρω «όπως αποκαλύψει/παραδώσει τα έγγραφα πληροφορίες στον ανακριτή της υπόθεσης.......».
Ο αιτητής ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari σε σχέση με το επίδικο διάταγμα υποστηρίζοντας ότι αυτό εκδόθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 17 και 15 του Συντάγματος, τα οποία κατοχυρώνουν αντίστοιχα το δικαίωμα του απορρήτου της αλληλογραφίας και άλλης επικοινωνίας και το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και κατά παράβαση του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν.112(Ι)/04). Υπέβαλε επίσης ότι δεν συνέτρεχαν, υπό τις περιστάσεις, οι προϋποθέσεις έκδοσής του που προβλέπονται στο Άρθρο 46 του Ν.61(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε. Τέλος εισηγήθηκε ότι το επίδικο διάταγμα πάσχει νομικά καθότι διατάχθηκε ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του Άρθρου 3 (1) του Ν.92(Ι)/96.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Όλοι οι λόγοι που, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, συνηγορούν υπέρ της ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, θα μπορούσαν να προβληθούν με το ένδικο μέσο της έφεσης. Όλοι αυτοί οι λόγοι άπτονται της ορθότητας και όχι της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι θεμελιωμένο πως με το προνομιακό ένταλμα Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα και όχι η ορθότητα μιας απόφασης.
2. Ο δικηγόρος του αιτητή δεν έχει επικαλεστεί ή προβάλει λόγους για τους οποίους συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί από την Αγγλική και Κυπριακή νομολογία, για να δοθεί η άδεια για καταχώρηση της σχετικής αίτησης. Ούτε και έχει ισχυριστεί ότι το ένδικο μέσο της έφεσης δεν είναι διαθέσιμο για τον αιτητή.
3. Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε που να δείχνει πως ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου αποτάθηκε στο δικαστήριο για ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος με το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, αυτός διατάσσεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257,
Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257.
Αίτηση.
Γ. Α. Παπαϊωάννου προσωπικά και για Κ. Α. Αδαμίδη, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την αίτηση αυτή ζητείται η άδεια του Δικαστηρίου για να επιτραπεί στον αιτητή να καταχωρήσει αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται διάταγμα Επαρχιακού Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, που εκδόθηκε στις 19.1.2006 δυνάμει του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου 1996 (Ν. 61(Ι)/96, όπως έχει τροποποιηθεί).
Το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων (ΤΑΕ) της Επαρχίας Λευκωσίας είχε ζητήσει την έκδοση του επίδικου διατάγματος στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης που αφορά σε αδικήματα κατά παράβαση του Περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου, Ν.102(Ι)/97, του Περί της Σύναψης Συμβάσεων Νόμου, Ν. 101(Ι)/03, του περί Συγκάλυψης Νόμου, Ν. 61(Ι)/96 και του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 που κατ' ισχυρισμό διαπράχθηκαν σε σχέση με την Προσφορά (με αριθμό ΜΕ 19/05) για την προμήθεια εκτυπωτών του Υπουργείου Παιδείας. Οι δύο ύποπτοι στην υπόθεση ήταν ο κ. Ιωσήφ Κακουλλής, Διευθυντής Πωλήσεων της εταιρείας LOGICOM LTD και αιτητής στην παρούσα διαδικασία και ο κ. Λεύκιος Δοράτης, Γενικός Συντονιστής του Κλιμακίου Πληροφορικής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Ήταν η θέση του Τ.Α.Ε. ότι με βάση τα στοιχεία και τη μαρτυρία που κατείχε, τα εν λόγω πρόσωπα πιθανόν να αντάλλασσαν πληροφορίες που αφορούσαν στη συγκεκριμένη προσφορά μέσω των ηλεκτρονικών τους διευθύνσεων στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές τους.
Το επίδικο διάταγμα απευθύνεται στο Γενικό Διευθυντή της Αρχής Τηλεπικοινωνιών και τον διατάσσει να αποκαλύψει στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Επαρχίας Λευκωσίας, κατά πόσο ο κ. Λεύκιος Δοράτης και ο αιτητής «διατηρούν ή διατηρούσαν οποιαδήποτε ηλεκτρονική διεύθυνση μέχρι σήμερα και παραδώσει έγγραφα και αποκαλύψει πληροφορίες, σχετικά με την ηλεκτρονική αλληλογραφία που διατηρούσαν μεταξύ τους ...» και περαιτέρω «όπως αποκαλύψει/παραδώσει τα έγγραφα πληροφορίες στον ανακριτή της υπόθεσης ...».
Το διάταγμα εκδόθηκε από Επαρχιακό Δικαστή κατόπιν μονομερούς αιτήσεως εκ μέρους της Αστυνομίας, η οποία βασίσθηκε στα άρθρα 3(α)(β), 4(1)(2), 5(1)(β), 45 και 46 του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου 61(Ι)/96.
Η αίτηση συνοδεύετο από την ένορκη δήλωση του ανακριτή στην οποία παρατίθενται τα ισχυριζόμενα γεγονότα και αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα και οι λόγοι που δικαιολογούν κατά την άποψη του, την έκδοση του επίδικου διατάγματος. Η εξασφάλιση του επίδικου διατάγματος, σύμφωνα με τον ανακριτή, «είναι ουσιώδους σημασίας και θα βοηθήσει στην έρευνα που γίνεται, για τη πιθανότητα διάπραξης αδικημάτων συγκάλυψης από μέρους των προσώπων που έχουν αναφερθεί πιο πάνω και τούτο είναι επίσης ουσιώδους σημασίας διότι πιστεύω εξυπηρετεί το δημόσιον συμφέρον».
Προς υποστήριξη της αίτησης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή πρόβαλε τις εξής θέσεις:
l Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 17 του Συντάγματος που επιτρέπει μόνο επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού και διασφάλισης του απορρήτου της αλληλογραφίας και άλλης επικοινωνίας όταν «η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται δια μέσων μη απαγορευμένων υπό του νόμου» καθώς και στις περιπτώσεις «προσώπων εν φυλακίσει ή προφυλακίσει τελούντων ή ως και επί επαγγελματικής αλληλογραφίας του πτωχεύσαντος κατά την διάρκειαν της διοικήσεως της περιουσίας αυτού».
l Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση του Περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου (Ν.92(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε). Οι ίδιες περιοριστικές προϋποθέσεις του άρθρου 17 του Συντάγματος απαντώνται στο εδάφιο (2) του άρθρου 6 του εν λόγω Νόμου. Δυνάμει του εδαφίου αυτού, περιορίζεται η παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας μόνο στις περιπτώσει:
(α) προσώπου που τελεί σε φυλάκιση ή προφυλάκιση
(β) που η επικοινωνία διεξάγεται με μέσα απαγορευμένα από το νόμο.
Οι πιο πάνω προϋποθέσεις του άρθρου 6(2) δεν συνέτρεχαν εφόσον ο αιτητής ούτε σε προφυλάκιση τελούσε ούτε απαγορευμένο μέσο επικοινωνίας χρησιμοποιούσε. Είχε τεθεί υπό κράτηση για 7 μέρες, μετά όμως την έκδοση του επίδικου διατάγματος.
l Εκτός από τις περιπτώσεις που ειδικά προβλέπει ο Ν. 92(Ι)/96, η υποκλοπή, η παρακολούθηση, χρήση, αποκάλυψη και άλλες συναφείς πράξεις παρέμβασης σε ιδιωτική επικοινωνία συνιστούν αδικήματα τιμωρούμενα με φυλάκιση μέχρι τρία έτη (άρθρο 3(1)). Το επίδικο διάταγμα πάσχει νομικά καθότι διατάχθηκε ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του εν λόγω άρθρου αφού καμιά από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου συνέτρεχε.
l Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση και του άρθρου 15 του Συντάγματος που αναφέρει ότι έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή τυγχάνει σεβασμού.
l Το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε κατά παράβαση του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν.112 (Ι) /04).
l Εσφαλμένα εφαρμόστηκε στην προκείμενη περίπτωση ο περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμος (Ν. 61(Ι)/96, όπως έχει τροποποιηθεί), στη βάση του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα αποκάλυψης. Υπό τις περιστάσεις δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσής του που προβλέπονται στο άρθρο 46 του εν λόγω Νόμου.
l Ακόμη και στην περίπτωση που το επίδικο διάταγμα θα μπορούσε να εκδοθεί με βάση το γράμμα και ή πνεύμα του προαναφερομένου Νόμου, το Δικαστήριο όφειλε να θεωρήσει τον εν λόγω Νόμο ως αντισυνταγματικό λόγω σύγκρουσής του με τις πρόνοιες των άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος και να μην τον εφαρμόσει.
Παρατηρώ ότι τα θέματα που, σύμφωνα με τις πιο πάνω θέσεις του ευπαιδεύτου συνήγορου του αιτητή, προκύπτουν από τη λήψη της επίδικης απόφασης (έκδοση του επίδικου διατάγματος), μπορούν να εγερθούν και να εξεταστούν στα πλαίσια διαδικασίας έφεσης. Όλοι οι λόγοι που, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, συνηγορούν υπέρ της ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, θα μπορούσαν να προβληθούν με το ένδικο μέσο της έφεσης. Όλοι αυτοί οι λόγοι άπτονται της ορθότητας και όχι της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι θεμελιωμένο πως με το προνομιακό ένταλμα Certiorari ελέγχεται η νομιμότητα και όχι η ορθότητα μιας απόφασης.
Πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτάσσει ότι, όπου προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο και ειδικά διαδικασία έφεσης, πολύ σπάνια και κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις παρέχεται σχετική άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari. Στην περίπτωση που το ένδικο μέσο της έφεσης είναι διαθέσιμο, δεν αρκεί να καταδεικνύεται συζητήσιμο ζήτημα, αλλά θα πρέπει να διαφαίνεται και η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων.
Η θέση αυτή ταυτίζεται με την αγγλική αυθεντία στην υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners [1983] 3 All E.R. 257, όπου στη σελίδα 262 έχει λεχθεί:
"But it is cardinal principle that, save in the most exceptional circumstances, that jurisdiction will not be exercised where other remedies were available and have not been used."
(Δέστε επίσης: Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257).
Στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) A.A.Δ. 1535, ο Γαβριηλίδης Δ. εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, διατύπωσε τη θέση ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Στην αίτηση αυτή, ο δικηγόρος του αιτητή δεν έχει επικαλεστεί ή προβάλει λόγους για τους οποίους συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί από την Αγγλική και Κυπριακή νομολογία, για να δοθεί η άδεια για καταχώρηση της σχετικής αίτησης. Ούτε και έχει ισχυριστεί ότι το ένδικο μέσο της έφεσης δεν είναι διαθέσιμο για τον αιτητή.
Ακόμα παρατηρώ ότι δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου οτιδήποτε που να δείχνει πως ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου αποτάθηκε στο δικαστήριο για ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος με το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του αιτητή, αυτός διατάσσεται να διαπράξει ποινικό αδίκημα.
Επομένως, δεδομένου ότι το ένδικο μέσο της έφεσης είναι διαθέσιμο για τον αιτητή και κανένας από τους λόγους που προβλήθηκαν από αυτόν στοιχειοθετεί την προϋπόθεση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων για έκδοση προνομιακού εντάλματος, κρίνω ότι η παρούσα αίτηση είναι ορθό και δίκαιο να απορριφθεί και ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.