ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 184
8 Μαρτίου, 2006
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΑΤΣΑΚΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 7/2/06 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ ΑΡ. 2180/04 ΣΕ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΑΓΩΓΗ ΜΑΡΙΟΥ ΜΑΤΣΑΚΗ ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟΥ.
(Αίτηση Αρ. 13/2006)
Προνομιακά εντάλματα ― Certiorari και Mandamus ― Αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης Certiorari και/ή Mandamus εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία επιτράπηκε μόνο μερικώς αίτηση του αιτητή για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης ― Ισχυρισμός για νομική πλάνη εμφανή στο πρακτικό ― Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στα πλαίσια της οποίας εντασσόταν η απόφαση, δεν ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο με προνομιακά εντάλματα, στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων.
Προνομιακά εντάλματα ― Αίτηση για παραχώρηση άδειας ― Κριτήρια που πρέπει να ικανοποιηθούν ― Δεν παραχωρείται άδεια για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος όταν υπάρχει δυνατότητα εναλλακτικού ένδικου μέσου και δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις.
Προνομιακά εντάλματα ― Λόγοι εκδόσεως προνομιακών ενταλμάτων.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, το οποίο εκδίκαζε υπόθεση γραπτής δυσφήμησης και/ή λιβέλλου, ο οποίος είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ» εναντίον του Μάριου Ματσάκη, ενάγοντος και αιτητή στην παρούσα διαδικασία, επέτρεψε μερικώς την αίτηση του τελευταίου για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησής του. Με την επιδιωκόμενη τροποποίηση, ο αιτητής θα εισήγαγε, μεταξύ άλλων, ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι δημοσίευσαν κατ' επανάληψη άρθρα κατά του προσώπου του και ότι τα δημοσιεύματα έγιναν με κακή πίστη.
Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για άδεια καταχώρησης αίτησης για έκδοση (α) εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρωθεί η προαναφερθείσα ενδιάμεση απόφαση και (β) εντάλματος Mandamus με το οποίο να διατάσσεται το Δικαστήριο να εκδώσει νέα απόφαση στην αίτηση τροποποίησης, για τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης όπως η εν λόγω αίτηση.
Ο συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι σημειώθηκε νομική πλάνη προφανής στα πρακτικά, δηλαδή ότι ο Επαρχιακός Δικαστής εξέτασε το θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση αυτεπάγγελτα αφού δεν ήγειραν τούτο η άλλη πλευρά στην ένσταση τους και ερμήνευσε εσφαλμένα τις διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διέπουν το θέμα ενόρκων δηλώσεων από δικηγόρους των διαδίκων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας ή καθ' υπέρβαση αυτής ή κατά παράβαση οιουδήποτε από τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Άσκησε απλώς διακριτική εξουσία όπως αυτή προβλέπεται από τον Κ. 25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και όπως η εξουσία αυτή διατυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου γενικά δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα, εκτός εάν η άσκηση αυτή έγινε με τρόπο, που είναι εμφανής στο πρακτικό, ότι καταλήγει σε παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος ή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Έτσι σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να ελεγχθεί η διακριτική ευχέρεια, όπως για παράδειγμα για αναβολή μιας υπόθεσης.
3. Η ενδιάμεση απόφαση μπορεί να μην είναι εφέσιμη σ' αυτό το στάδιο ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1530, αλλά τούτο δεν καθιστά κατ' ανάγκη την υπόθεση κατάλληλη για έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου με προνομιακά εντάλματα. Η ορθότητα της ενδιάμεσης αυτής απόφασης μπορεί να εξεταστεί σε έφεση στο τέλος της αγωγής αν βέβαια η τελική απόφαση θα είναι εναντίον του ενάγοντα. Η επάρκεια ή όχι ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει μια αίτηση είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Η πρωτόδικη απόφαση εντάσσεται στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και η υπόθεση αυτή δεν εμπίπτει στις πολύ εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίφθηκε. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντινίδης (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1298,
Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1535,
Μεττής (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1909,
Μανώλη κ.ά. (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1443,
Χριστόπουλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1988) 1 C.L.R. 79,
Federal Bank of Lebanon (S.A.L) v. Σιακόλας (1999) 1 Α.Α.Δ. 44,
C. & A. Pelekanos Associates Ltd. v. Πελεκάνου (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2075,
Τσαγγάρη ν. Γαβριηλίδου κ.ά. (2002) 1(A) A.A.Δ. 156,
Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1530,
Mareware Shipping & Trading Co. Ltd. (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 116.
Αίτηση.
Μ. Κυπριανού, για τον Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων της φύσης certiorari και/ή mandamus. Με το πρώτο (certiorari) αιτείται να ακυρωθεί ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 2180/04 ημερ. 7/2/06 με την οποία επιτράπηκε μόνο μερικώς σχετική αίτηση του αιτητή (ενάγοντα στην εν λόγω αγωγή) με την οποία ζητούσε την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης. Με το δεύτερο (mandamus) να διατάσσεται το εν λόγω Επαρχιακό Δικαστήριο να εκδώσει νέα απόφαση στην αίτηση τροποποίησης ημερ. 14/11/05 για τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης όπως η εν λόγω αίτηση. Ζητείται περαιτέρω η αναστολή της διαδικασίας στην αγωγή αρ. 2180/04 μέχρι την αποπεράτωση της παρούσας διαδικασίας.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αίτηση φαίνονται με λεπτομέρεια στην αίτηση για άδεια. Περιληπτικά έχουν ως ακολούθως: Ο ενάγων καταχώρησε την αγωγή αρ. 2180/04 εναντίον των 1. Γιάννη Σελινόπουλου και 2. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ. αξιώνοντας αποζημιώσεις για «γραπτή δυσφήμιση και/ή λίβελλο» κ.λ.π. σχετικά με δημοσίευμα στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ ημερ. 24/1/04 υπό τον τίτλο «Το άσπρο-μαύρο» του Μάριου Ματσάκη». Καταχώρησε την Έκθεση Απαίτησης του ημερ. 11/10/04 και στις 14/11/05 καταχώρησε αίτηση για τροποποίησή της ως οι παράγραφοι Α μέχρι Ζ της εν λόγω αίτησης. Παρόλο ότι οι εναγόμενοι έφεραν ένσταση, τελικά απέσυραν αυτή όσον αφορά τις θεραπείες Α και Β αλλά επέμεναν για τις υπόλοιπες. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 30/1/06 επέτρεψε την τροποποίηση ως οι παράγραφοι Α και Β της αίτησης, μεταξύ άλλων γιατί οι εναγόμενοι δεν επέμειναν στην ένσταση τους, ενώ απέρριψε αυτή για τις υπόλοιπες θεραπείες. Με τις θεραπείες για τις οποίες απορρίφθηκε το αίτημα για τροποποίηση ζητείτο να γίνεται αναφορά ότι «τα πιο πάνω άρθρα με τη φυσική τους σημασία και έννοια έκθεταν τον ενάγοντα.....» αντί «Το πιο πάνω άρθρο εκθέτει τον ενάγοντα .....», και ισχυρισμούς ότι τα δημοσιεύματα τείνουν να παρουσιάσουν τον ενάγοντα ως άτομο που θέτει πάνω απ' όλα το χρήμα και προσωπικό οικονομικό όφελος και ότι αλλάζει εύκολα στρατόπεδο ή ρόλους, που δε σέβεται τα δικαστήρια και ανάξιο της εμπιστοσύνης που του επέδειξαν οι πελάτες του (βλ. παράγραφο Δ της αίτησης). Με την παράγραφο Ε ζητούν να εισάξουν ισχυρισμό ότι οι εναγόμενοι «δημοσίευσαν κατ' επανάληψη άρθρα κατά του προσώπου του ενάγοντα σχετικά με το υπό εξέταση θέμα και με την παράγραφο ΣΤ την προσθήκη νέας παραγράφου με την οποία ουσιαστικά να προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι τα δημοσιεύματα έγιναν με κακή πίστη, για τους λόγους που εξηγούν. Οι παράγραφοι Γ και Ζ αφορούσαν απλώς την αναρίθμηση των παραγράφων της Έκθεσης Απαίτησης.
Νομική πτυχή
Tα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος, έχουν διασαφηνιστεί από όγκο νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδη (2003) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1298 σελ. 1303 ο Αρέστης Δ. (όπως ήταν τότε) διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Στο παρόν στάδιο το δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας εξετάζει κατά πόσον υπάρχει συζητήσιμη εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί επαρκώς την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Δεν χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο στην υπόθεση. Είναι αρκετό σε αυτό το στάδιο με βάση το υλικό που βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου να δικαιολογείται η παραχώρηση τέτοιας άδειας: Γενικός Εισαγγελέας ν. Π. Χρίστου (1962) C.L.R. 129, Εξ πάρτε Νίνα Παναρέτου (1972) 1 C.L.R. 165, Kακος (1985) 1 C.L.R. 250, Αργυρίδης (1987) 1 C.L.R. 23, A.L.S. Aircraft Leasing System Ltd., Αίτηση (2000) 1 Α.Α.Δ. 51.
Οι λόγοι για τους οποίους εκδίδονται προνομιακά εντάλματα περιλαμβάνουν:
(α) Έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας.
(β) Έκδηλη πλάνη Νόμου προφανής στα πρακτικά.
(γ) Προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση.
(δ) Δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης.
(ε) Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.
(Βλ. μεταξύ άλλων, Αναφορικά με το Genaro Perella (1995) 1 A.Α.Δ. 692).»
Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Base Metal Trading Ltd. v. Fastact Developments Ltd. κ.ά. (2004) 1 (Γ) A.A.Δ. 1535, 1541 ο Γαβριηλίδης Δ. εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, διατύπωσε το θέμα ως ακολούθως:
«Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι υπάρχει, στην ουσία, συζητήσιμο ζήτημα και, περαιτέρω, στην περίπτωση όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα. (Βλ. μεταξύ άλλων, R. v Secretary of State [1986] 1 All ER 717, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41, Στ. Μεστάνας (2000) 1 Α.Α.Δ. 1469 και Χρ. Μιχαήλ και Στ. Μιχαηλίδη (2001) 1 Α.Α.Δ. 247). Στη Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965, διευκρινίστηκε, ορθά ότι η αρχή αυτή «ισχύει γενικά, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το διάταγμα». Έστω, δηλαδή, και αν ο προβαλλόμενος λόγος είναι έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας. (Βλ. επίσης, Σ. Μαρκίδης κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 552). Αν δε, παρά τη μη ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, χορηγηθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης για certiorari, η μη ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων συνιστά, a fortiori λόγο απόρριψης της αίτησης.»
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι εκεί που προβλέπεται άλλο ένδικο μέσο, αίτηση αυτής της φύσης δε δικαιολογείται εκτός αν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις (Βλ. περαιτέρω Αναφορικά με την αίτηση του Χριστόδουλου Μεττή (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1909, Αναφορικά με την αίτηση των Αδάμου Μανώλη κ.ά. (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1443 και την προαναφερθείσα Base Metal Trading Ltd.).
Παρόλο που είμαστε στο στάδιο αίτησης για άδεια, όπου είναι αρκετό να αποκαλύπτεται εκ πρώτης συζητήσιμη υπόθεση και όχι στο στάδιο εξέτασης της ουσίας μιας αίτησης για certiorari και/ή prohibition, το θεωρώ ορθό να αναφερθώ και στο σκοπό έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων με παραπομπή στο σύγγραμμα ΠΕΤΡΟΣ ΑΡΤΕΜΗΣ, ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΑ ΕΝΤΑΛΜΑΤΑ, ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ (2004) ΣΕΛ. 246, 247. Διατυπώνεται εκεί η άποψη, με αναφορά σε σχετική νομολογία, ότι τέτοια διατάγματα δεν εκδίδονται εκεί όπου ασκείται διακριτική ευχέρεια για θέματα για τα οποία το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία. Παρέχονται παραδείγματα μεταξύ των οποίων είναι και η απόρριψη αιτήματος για αναβολή μιας υπόθεσης ή η απόρριψη αιτήματος για επανακλήτευση μάρτυρα κ.λ.π. Στο ίδιο σύγγραμμα σελ. 160-165, διατυπώνεται ξανά ότι η άσκηση διακριτικής ευχέρειας γενικά δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα, εκτός βέβαια αν η άσκηση αυτή έγινε με τρόπο, που είναι εμφανής στο πρακτικό, ότι καταλήγει σε παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος ή των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Έτσι σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να ελεχθεί η διακριτική ευχέρεια, όπως για παράδειγμα για αναβολή μιας υπόθεσης. (βλ. ιδιαίτερα τις παραγράφους 4.62 και 4.63 σελ. 161-162).
Αγορεύοντας ενώπιον μου ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε ότι στην περίπτωση μας υπάρχει νομική πλάνη προφανής στα πρακτικά, δηλαδή ότι ο Επαρχιακός Δικαστής εξέτασε το θέμα της επάρκειας της ένορκης δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση αυτεπάγγελτα αφού δεν ήγειραν τούτο η άλλη πλευρά στην ένσταση τους και ερμήνευσε εσφαλμένα τις διάφορες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που διέπουν το θέμα ενόρκων δηλώσεων από δικηγόρους των διαδίκων.
Υπενθυμίζω εδώ ότι η ουσία της πρωτόδικης απόφασης είναι η απόρριψη αίτησης (κι' αυτό μερικώς) για τροποποίηση.
Είναι φανερό ότι το επαρχιακό δικαστήριο δεν ενήργησε εκτός δικαιοδοσίας ή καθ' υπέρβαση αυτής ή κατά παράβαση οιουδήποτε από τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Άσκησε απλώς διακριτική εξουσία όπως αυτή προβλέπεται από τον Κ. 25 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και όπως η εξουσία αυτή διατυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Χριστόπουλος ν. Γενικού Εισαγγελέα (1988) 1 Α.Α.Δ. 79, Federal Bank of Lebanon (S.A.L) v. Σιακόλας (1999) 1 Α.Α.Δ. 44, C. & A. Pelekanos Associates Ltd. v. Ανδρέα Πελεκάνου (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2075 και Ανδρέα Τσαγγάρη ν. Μακεδονία Γαβριηλίδου κ.ά. (2002) 1 (Α) Α.Α.Δ. 156).
Μπορεί η ενδιάμεση αυτή απόφαση του δικαστηρίου να μην είναι εφέσιμη σ' αυτό το στάδιο ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1530 αλλά τούτο δεν καθιστά κατ' ανάγκη την υπόθεση κατάλληλη για έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου με προνομιακά εντάλματα. Η ορθότητα της ενδιάμεσης αυτής απόφασης μπορεί να εξεταστεί σε έφεση στο τέλος της αγωγής αν βέβαια η τελική απόφαση θα είναι εναντίον του ενάγοντα. Ο ισχυρισμός του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε τα όσα αναφέρει η νομολογία σχετικά με την πρακτική να προβαίνουν οι δικηγόροι των διαδίκων σε ένορκες δηλώσεις για υποστήριξη της υπόθεσης των πελατών τους, και αν ακόμη ευσταθεί, αυτό δεν αποτελεί πλάνη περί το νόμο προφανή στο πρακτικό του δικαστηρίου. Η επάρκεια ή όχι μιας ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει μια αίτηση είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου. Αν η παρούσα υπόθεση κρινόταν κατάλληλη για παραχώρηση της αιτούμενης άδειας, τότε ουσιαστικά θα αντιστρατευόταν αυτό που το Ανώτατο Δικαστήριο με την προαναφερθείσα υπόθεση Χαρούς, θέλησε να σταματήσει, τη συχνή δηλαδή διακοπή της πρωτόδικης διαδικασίας, πράξη που επενεργεί ενάντια του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Η πρωτόδικη απόφαση εντάσσεται στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου στην όλη ρύθμιση της ενώπιον του διαδικασίας. Δε θεωρώ ότι η υπόθεση αυτή εμπίπτει στις πολύ εξαιρετικές περιπτώσεις που να χρειάζεται το δικαστήριο αυτό να επέμβει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Υιοθετώ τα όσα ανάφερε ο Κωνσταντινίδης Δ. στην υπόθεση Mareware Shipping & Trading Co. Ltd. (1992) 1 (A) A.A.Δ. 116· ότι δηλαδή δεν εκδίδεται διάταγμα certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης και ούτε πρέπει να χρησιμοποιείται η διαδικασία αυτή των προνομιακών ενταλμάτων προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε, κάτι που ζητά ο αιτητής με το διάταγμα mandamus.
Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι δεν τέθηκε κανένας λόγος που να δικαιολογεί την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας. Η αίτηση απορρίπτεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα.
Η αίτηση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.