ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 31
23 Ιανουαρίου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 10 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΦΥΓΟΔΙΚΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1970,
ΚΑΙ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ SALEM MOHAMED ABDEL HADY ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ HABEAS CORPUS,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΤΟΝ ΑΡΧΗΓΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/11/05 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΚΔΟΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 6/2005 ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ Η ΠΡΟΦΥΛΑΚΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΩ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΗΝΩΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ.
(Αίτηση Aρ. 115/2003)
Φυγόδικοι ― Έκδοση φυγοδίκων ― Αναγκαία μαρτυρία ― Ποιά ποιότητα μαρτυρίας μπορεί να θεμελιώσει αίτηση για έκδοση φυγοδίκου ― Κατά πόσο το Άρθρο 8(7) του περί της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Κυρωτικού) Νόμου του 1997, Ν. 9(ΙΙΙ)/97, επιτρέπει την εξ ακοής μαρτυρία στη δικαστική διαδικασία.
Προνομιακά εντάλματα ― Habeas Corpus ― Αιτητής υπό κράτηση για έκδοσή του στις Η.Π.Α. για να δικασθεί για αδικήματα κλοπής και παραποίησης εμπορικών εγγράφων που απέληξαν σε απόσπαση μεγάλου χρηματικού ποσού και επίσης για συνωμοσία προς εξαπάτηση και για παραβίαση της περί τροφίμων και προστασίας του καταναλωτή νομοθεσίας ― Αίτηση για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, με στόχο την απελευθέρωσή του ― Ισχυρισμοί ότι οι ένορκες δηλώσεις στις οποίες περιλαμβάνετο το υλικό στη βάση του οποίου κρίθηκε πως εύλογα προέκυπτε ότι ο αιτητής διέπραξε τα αδικήματα δεν ήταν πιστοποιημένες ως πρωτότυπες, ήταν απαράδεκτες ως περιλαμβάνουσες εξ ακοής μαρτυρία και δεν αποκάλυπταν την εμπλοκή του αιτητή στη διάπραξη των αδικημάτων ― Δεν τεκμηριώθηκαν ― Η αίτηση για έκδοση Habeas Corpus απορρίφθηκε.
Ο αιτητής διατάχθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την έκδοσή του στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για να δικαστεί για σοβαρά αδικήματα κλοπής και για παραποίηση εμπορικών εγγράφων που απέληξαν στην απόσπαση ποσού $1,400,000 και επίσης για συνωμοσία προς εξαπάτηση και για παραβίαση της περί τροφίμων και προστασίας του καταναλωτή νομοθεσίας.
Τα Αμερικανικά Δικαστήρια που θα εκδίκαζαν τα προαναφερθέντα αδικήματα, για την εκδίκαση των οποίων είχε ζητηθεί η έκδοση του αιτητή, έκριναν πως υπήρχε επαρκής μαρτυρία για την έκδοση δικαστικού εντάλματος σύλληψης του αιτητή.
Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της κράτησής του για σκοπούς έκδοσής του και επιδιώκει με την παρούσα αίτηση την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus για να αφεθεί ελεύθερος. Οι λόγοι τους οποίους επικαλείται αφορούν τις ένορκες δηλώσεις Αμερικανών Αξιωματούχων, στις οποίες περιλαμβάνεται το υλικό στη βάση του οποίου κρίθηκε πως εύλογα προέκυπτε ότι ο αιτητής διέπραξε τα αδικήματα για την εκδίκαση των οποίων επιδιώχθηκε η έκδοση. Παραπονείται, συγκεκριμένα, ότι αυτές δεν ήταν πιστοποιημένες ως πρωτότυπες ή ως πιστά αντίγραφα, περιλάμβαναν εξ ακοής μαρτυρία, ήταν ανεπαρκείς και δεν αποκάλυπταν εμπλοκή του αιτητή στη διάπραξη των αδικημάτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 9(β) του περί της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Κυρωτικού) Νόμου του 1997, Ν. 9(ΙΙΙ)/97 (η Συνθήκη).
2. Οι ένορκες δηλώσεις, στις οποίες αφορά η εισήγηση του αιτητή, υπογράφονται από τους ενόρκως δηλούντες ενώπιον Δικαστών οι οποίοι και πιστοποιούν ότι υπέγραψαν και ορκίστηκαν ενώπιόν τους. Οι Δικαστές, με την πρωτότυπη υπογραφή τους στο τέλος των ενόρκων δηλώσεων, πιστοποίησαν ότι οι ένορκες δηλώσεις υπεγράφησαν ενώπιόν τους και δεν χρειαζόταν η προσθήκη και άλλης πιστοποίησης, που θα μπορούσε να προέρχεται από τους ιδίους.
3. Το Άρθρο 8(7) της Συνθήκης επιτρέπει την εξ ακοής μαρτυρία στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Η εισήγηση του αιτητή πως αυτή η πρόνοια, όπως και οι προηγούμενες του Άρθρου 8, ιδιαίτερα εκείνη της παραγράφου 3, αφορούν στην αίτηση από την εκτελεστική εξουσία της μιας χώρας προς την εκτελεστική εξουσία της άλλης, προκειμένου να ληφθεί απόφαση για εξουσιοδότηση προς υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο για έκδοση, δεν υποστηρίζεται από τη νομολογία. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Katcho κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 794, αναφέρθηκε ευθέως επί του θέματος του Άρθρου 8(3)(γ) της Συνθήκης, με την αναγνώριση πως αυτό εφαρμόζεται στη δικαστική διαδικασία. Όσο και αν, όπως ορθά επισήμανε ο αιτητής, δεν είχε εκεί εγερθεί για να συζητηθεί το ζήτημα.
4. Στην προκείμενη περίπτωση, το κριτήριο ήταν κατά πόσο, όπως προνοεί το Άρθρο 8(3)(γ) της Συνθήκης, η μαρτυρία «φανερώνει εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε». Η μαρτυρία που προσάχθηκε φανερώνει τέτοιους εύλογους λόγους.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Shylenko (2005) 1 Α.Α.Δ. 1111,
Maurice Engles [1978] 1 JSC 23,
Wehbe (1983) 1 C.L.R. 978,
Mutke (1982) 1 C.L.R. 922,
Hayek (1983) 1 C.L.R. 266,
Rashid (1985) 1 C.L.R. 393,
El - Bustani (1991) 1 Α.Α.Δ 763,
Hachem (1991) 1 Α.Α.Δ. 723,
Badar (2004) 1 Α.Α.Δ. 1625,
Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856,
Katcho κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 794.
Αίτηση.
Αίτηση από τον αιτητή από την Αίγυπτο, για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus προς άμεση απελευθέρωσή του από την κράτησή του δυνάμει εντάλματος κράτησής του ημερ. 21/11/05 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Μ. Πελεκάνος, για τον Αιτητή.
Η. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ενέκρινε την αίτηση για έκδοση του αιτητή στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και διέταξε την κράτησή του στο μεταξύ. Αμφισβητείται η νομιμότητα της απόφασης και με την παρούσα επιδιώκεται ένταλμα habeas corpus προς απελευθέρωσή του. Ως λόγοι προσδιορίστηκαν μερικοί από τους συζητηθέντες πρωτοδίκως και, μετά από περαιτέρω περιορισμό τους κατά την ακρόαση, απομένουν τρία ζητήματα, όλα σε σχέση με τις ένορκες δηλώσεις Αμερικανών Αξιωματούχων, στις οποίες περιλαμβάνεται το υλικό στη βάση του οποίου κρίθηκε πως εύλογα προέκυπτε ότι ο αιτητής διέπραξε τα αδικήματα, για την εκδίκαση των οποίων επιδιώχθηκε η έκδοση, ως ακολούθως:
1. Ενώ ήταν δεόντως επισημοποιημένες, δεν ήταν και πιστοποιημένες ως πρωτότυπες ή ως πιστά αντίγραφα.
2. Ως περιλαμβάνουσες εξ ακοής μαρτυρία, ήταν απαράδεκτες και δεν μπορούσαν νομίμως να αποτελέσουν τη βάση.
3. Ούτως ή άλλως ήταν ανεπαρκείς και δεν αποκάλυπταν εμπλοκή του αιτητή στη διάπραξη των αδικημάτων.
Το πρώτο ζήτημα
Όπως ορθά συμφωνούν και οι δυο πλευρές, το ζήτημα διέπεται από το άρθρο 9(β) του περί της Συνθήκης Έκδοσης Φυγοδίκων μεταξύ της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Κυρωτικού) Νόμου του 1997, Ν. 9(ΙΙΙ)/97 (η Συνθήκη). Το παραθέτω:
«Έγγραφα προς υποστήριξη αίτησης για έκδοση θα παραλαμβάνονται και θα γίνονται αποδεκτά ως μαρτυρία σε διαδικασίες έκδοσης αν:
(α) ............................................................................
(β) στην περίπτωση αίτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτά φέρονται ως πιστοποιημένα από δικαστή, πταισματοδίκη, ή λειτουργό στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι είναι πρωτότυπα έγγραφα ή πιστά αντίγραφα των εγγράφων αυτών και επισημοποιούνται είτε μέσω του όρκου μάρτυρα είτε μέσω της επίσημης σφραγίδας του Υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών·»
Στην παράκληση των ΗΠΑ για έκδοση του αιτητή, επισυνάφθηκαν τα έγγραφα προς υποστήριξη της, όπως αναφέρεται, δεόντως πιστοποιημένα και επισημοποιημένα. Πρόκειται για τα τεκμήρια 8Α και 8Β που περιλαμβάνουν αριθμό εγγράφων, όλων ενωμένων σε αντίστοιχη δέσμη, καλυμμένων από πιστοποίηση της Υπουργού Εξωτερικών και σφραγισμένων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Οι ένορκες δηλώσεις δε, στις οποίες αφορά η εισήγηση του αιτητή, όπως σημειώνεται και στην πρωτόδικη απόφαση, υπογράφονται από τους ενόρκως δηλούντες ενώπιον δικαστών οι οποίοι και πιστοποιούν ότι υπέγραψαν και ορκίστηκαν ενώπιόν τους.
Είναι η άποψη του αιτητή πως ενώ πράγματι ικανοποιείται η απαίτηση του Νόμου για επισημοποίηση, δεν ικανοποιείται και η απαίτηση για πιστοποίησή τους ότι «είναι πρωτότυπα έγγραφα ή πιστά αντίγραφα των εγγράφων αυτών». Κατά την εισήγησή του, λείπει ακριβώς η πιστοποίηση ότι είναι πρωτότυπες ή πιστά αντίγραφα και το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί με εκτός δικαιοδοσίας απόφανση του ίδιου του Δικαστηρίου πως, από τα δεδομένα όπως τα αποτιμά το ίδιο, έχουμε πρωτότυπα έγγραφα.
Οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν τις θεμελιωμένες αρχές για φιλελεύθερη ερμηνεία των διεθνών συμβάσεων και την ανάγκη να μη ματαιώνεται η εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται για λόγους που δεν είναι ουσιαστικοί και παρέπεμψε, όπως και το Επαρχιακό Δικαστήριο, στην αντιμετώπιση παρόμοιου θέματος από τη δικαστή Παπαδοπούλου στην Yevgen Shylenko (2005) 1 Α.Α.Δ. 1111, όπου, υπό ανάλογα δεδομένα, κρίθηκε πως το έγγραφο ήταν «πέρα από πιστό αντίγραφο», επομένως, κατά την εισήγηση, πρωτότυπο.
Θεωρώ ορθή την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση. Στο τέλος της κάθε ένορκης δήλωσης δικαστής υπογράφει πως ο ενόρκως δηλών υπέγραψε και ορκίστηκε ενώπιον του και με την επισημοποίηση αυτών των πρωτότυπων υπογραφών ικανοποιείται και η απαίτηση για πιστοποίησή τους, ως πρωτοτύπων. Θα ήταν πράγματι άτοπο να θεωρηθεί πως, υπό τα δεδομένα, απαραιτήτως χρειαζόταν η προσθήκη και άλλης πιστοποίησης, που θα μπορούσε να προέρχεται από τους Δικαστές που με την πρωτότυπη υπογραφή τους πιστοποίησαν ότι οι ένορκες δηλώσεις υπεγράφησαν ενώπιόν τους.
Το δεύτερο ζήτημα
Οι δυο πλευρές, με αναφορά στη νομολογία (In Re Maurice Engles [1978] 1 JSC 23, In re Wehbe (1983) 1 C.L.R. 978, In Re Manfred Mutke (1982) 1 C.L.R. 922, In re Hayek (1983) 1 C.L.R. 266, In re Rashid (1985) 1 C.L.R. 393, In re El-Bustani (1991) 1 A.A.Δ. 763, Ηachem(1991) 1 A.A.Δ. 723) συμφωνούν πως:
(α) Με βάση τα άρθρα 9 και 13 του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν. 97/70, όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος) δεν είναι παραδεκτό να είναι εξ ακοής η μαρτυρία στη βάση της οποίας, κατά τη δικαστική διαδικασία, επιδιώκεται η έκδοση.
(β) Ο πιο πάνω περιορισμός ίσχυε και στην περίπτωση δικαστικής διαδικασίας για έκδοση στο πλαίσιο του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Εκδόσεως Φυγοδίκων (Κυρωτικού) Νόμου του 1970, Ν. 95/70 (η Ευρωπαϊκή Σύμβαση) ενόψει του άρθρου 22 σ' αυτή, σύμφωνα με το οποίο «εξαιρέσει αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συμβάσεως, εν τη διαδικασία εκδόσεως, ως και τη αφορώση την πρόσκαιρον σύλληψιν, εφαρμόζεται αποκλειστικώς η Νομοθεσία του Μέρους παρ' ου ζητείται η έκδοσις.» Αυτό, μέχρι τη θέσπιση του τροποποιητικού Νόμου 97/90, που ευθέως ήρε τον περιορισμό. (Βλ. Αναφορικά με Qasem Hussein Badar (2004) 1 Α.Α.Δ. 1625).
Η εισήγηση του αιτητή μπορεί να συνοψισθεί ως ακολούθως: Το άρθρο 8(7) της Συνθήκης είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 22 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και, επομένως, ισχύουν και ως προς αυτή τα άρθρα 9 και 13 του Νόμου. Αφού δεν υπήρξε δε τροποποίηση, ανάλογη με εκείνη του Ν. 97/90 που να καλύπτει και τη Συνθήκη, ήταν απαράδεκτο να στηριχθεί η αίτηση σε εξ ακοής μαρτυρία. Αυτό, παρά το άρθρο 8((3)(γ) της Συνθήκης, στο οποίο επικεντρώθηκε η αντίθετη άποψη των καθ' ων η αίτηση, σύμφωνα με το οποίο
«Αίτηση για έκδοση προσώπου το οποίο καταζητείται για δίωξη υποστηρίζεται επίσης από:
.............................
(γ) έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης η οποία να περιέχει περίληψη της μαρτυρίας των μαρτύρων και να περιγράφει πραγματική και γραπτή μαρτυρία και να φανερώνει εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε. Για το σκοπό αυτό δεν είναι ανάγκη να αποστέλλονται αυτούσιες οι ένορκες δηλώσεις ή η μαρτυρία των μαρτύρων.»
Είναι δεκτό και από τον αιτητή, ορθά βεβαίως, πως το άρθρο επιτρέπει την εξ ακοής μαρτυρία και το ερώτημα πλέον εντοπίζεται στο κατά πόσο αυτό αφορά ή όχι στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Εισηγείται συναφώς ο αιτητής πως αυτή η πρόνοια, όπως και οι προηγούμενες του άρθρου 8, ιδιαίτερα εκείνη της παραγράφου 3, αφορούν στην αίτηση από την εκτελεστική εξουσία της μιας χώρας προς την εκτελεστική εξουσία της άλλης, προκειμένου να ληφθεί απόφαση για εξουσιοδότηση προς υποβολή αίτησης στο Δικαστήριο για έκδοση. Όπως ακριβώς κρίθηκε στη νομολογία που αναφέρθηκε ότι είχαν αυτή την εμβέλεια οι αντίστοιχες πρόνοιες του άρθρου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, τις οποίες εκλαμβάνουν ως ουσιαστικά όμοιες. Με αποτέλεσμα την έγκριση αιτήσεων για habeas corpus παρά την ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 12, ακριβώς αφού αυτές δεν αφορούσαν στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ενώπιον του οποίου, κατά τα ανωτέρω, δεν ήταν παραδεκτό να προσαχθεί εξ ακοής μαρτυρία. Για να ενισχύσει δε το επιχείρημά του, αναφέρθηκε στο άρθρο 8(2) της συνθήκης αναφορικά με τη δυνατότητα προσκόμισης αντιγράφων σε αντιδιαστολή προς το άρθρο 9 της ίδιας το οποίο, προκειμένου για έγγραφα που προσκομίζονται ως μαρτυρία, τίθενται ρητές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και οι ήδη συζητηθείσες κατά την εξέταση του πρώτου θέματος.
Θεωρώ ότι υπάρχουν σαφείς διαφορές μεταξύ του άρθρου 8 της Συνθήκης και του άρθρου 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, τέτοιες που δεν δικαιολογούν τον παραλληλισμό που έγινε. Το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δεν περιλαμβάνει αναφορά σε οτιδήποτε θα ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί ως μαρτυρία, οποιασδήποτε φύσης. Η δε έκθεση που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2(β), δεν είναι έκθεση γεγονότων αλλά «έκθεση των πράξεων δι ας ζητείται η έκδοσις», γι' αυτό και στην Μaurice Engles (ανωτέρω) η στήριξη της αίτησης στο Δικαστήριο μόνο στα έγγραφα που διαλαμβάνει το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, την άφησε χωρίς μαρτυρία. Ενώ και στην Hayek (ανωτέρω) εγκρίθηκε η αίτηση για habeas corpus αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο τελούν υπό την πλάνη πως αρκούσαν όσα καθόριζε το άρθρο 12, που δεν ήταν μαρτυρία, μεταξύ άλλων, δεν εξέτασε την κάποια μαρτυρία που είχε προσαχθεί κατά τη διαδικασία ενώπιόν του.
Εν προκειμένω, ρητά το άρθρο 8(3)(γ) της Συνθήκης αναφέρεται σε «έκθεση των γεγονότων της υπόθεσης η οποία να περιέχει περίληψη της μαρτυρίας των μαρτύρων» και παρεμβάλλω πως εν τέλει ο συσχετισμός του άρθρου 8 στο σύνολό του με το άρθρο 9 της Συνθήκης αναφορικά με την αποδοχή εγγράφων ως «μαρτυρίας», ουσιαστικά λειτουργεί αντίστροφα προς την εισήγηση του αιτητή εφόσον ο όρος «μαρτυρία» συνδέεται προς δικαστική διαδικασία. Δεν υπάρχει δε οτιδήποτε στο άρθρο 8 ή στη Συνθήκη γενικά που να δικαιολογεί την άποψη πως αυτό έχει την περιορισμένη στόχευση που εισηγείται ο αιτητής. Σημειώνω δε και την επισήμανση των καθ' ων η αίτηση πως σε άλλες περιπτώσεις (βλ. άρθρο 8(6) και άρθρο 2(4)) υπάρχει ρητή αναφορά στην εκτελεστική εξουσία. Κατά τη λογική της εισήγησης του αιτητή, προβλέπεται η προσκόμιση μαρτυρίας διαφορετικής υφής σε κάθε περίπτωση ώστε το αιτούν κράτος να μπορεί στο πρώτο στάδιο να προσκομίσει έκθεση γεγονότων που να περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία, την οποία θα αποτιμά η εκτελεστική εξουσία για να διαπιστώσει εκείνη αν φανερώνει εύλογους λόγους και να υποχρεούται στο δεύτερο στάδιο ενώπιον του Δικαστηρίου να συμμορφωθεί προς την αυστηρότερη απαίτηση, για να γίνει και νέα αποτίμηση. Εκδοχή παράλογη, όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια στην Petrov v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ. 856 σε σχέση με ανάλογο ζήτημα αναφορικά με τη Συνθήκη μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της τότε Ένωσης Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών για Παροχή Συνδρομής σε Θέματα Αστικού και Ποινικού Δικαίου, που κυρώθηκε με το Ν. 172/86. Τελικά, ευθέως επί του θέματος του άρθρου 8(3)(γ) της Συνθήκης αναφέρθηκε η Ολομέλεια, με την αναγνώριση πως αυτό εφαρμόζεται στη δικαστική διαδικασία, στη Κatcho κ.ά. (2004) 1 A.A.Δ. 794. Όσο και αν, όπως ορθά επισήμανε ο αιτητής, δεν είχε εκεί εγερθεί για να συζητηθεί το ζήτημα.
Το τρίτο ζήτημα.
Η έκδοση ζητήθηκε για να εκδικαστεί ο αιτητής στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης και στη Βόρεια Επαρχία της Φλώριδας για σειρά αδικημάτων που γενικά μπορούν να περιγραφούν ως ακολούθως:
Ως προς τη Νέα Υόρκη, για ιδιαζόντως σοβαρή κλοπή και για παραποίηση εμπορικών εγγράφων που απέληξαν στην απόσπαση από τους παραπονούμενους του ποσού του $1,400,000. Ο αιτητής είχε συλληφθεί και προσαχθεί ενώπιον του Grand Jury, το μαρτυρικό υλικό κρίθηκε επαρκές, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση αλλά παρά την επί τούτου διαταγή, ο αιτητής παρέλειψε να εμφανιστεί με επακόλουθο την έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον του.
Σε σχέση με τη Φλώριδα, για συνωμοσία προς εξαπάτηση και για παραβίαση της περί τροφίμων και προστασίας του καταναλωτή νομοθεσίας αναφορικά με την αγορά, μεταφορά και εξαγωγή βοδινού κρέατος και πουλερικών που ήταν μολυσμένα, με επανασυσκευασία και επανασηματοδότησή τους. Όπως και στην περίπτωση της Νέας Υόρκης, αφού κρίθηκε από το Grand Jury πως υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία εκδόθηκε κατηγορητήριο και εν τέλει δικαστικό ένταλμα σύλληψής του.
Τα επιχειρήματα του αιτητή σε σχέση με την επάρκεια των στοιχείων όπως τα παραθέτουν οι ένορκες δηλώσεις που κατατέθηκαν, κατά μεγάλο μέρος συμπλέκονται προς το ζήτημα της εξ ακοής μαρτυρίας και της εγγενούς αδυναμίας ελέγχου και αντίκρουσης που αυτή επάγεται. Αυτά, όμως, όπως και τα επιχειρήματα του σε σχέση με έγγραφο (το τεκμήριο Δ) που ο ίδιος κατάθεσε, περισσότερο για να πείσει σε σχέση με την ορθότητα της εισήγησης του πως εξ ακοής μαρτυρία δεν πρέπει να είναι παραδεκτή. Θέμα όμως που όπως και ο ίδιος ορθά αναγνώρισε, εξαρτάται από το τι ο νόμος προβλέπει και είδαμε πως ο Νόμος δεν αποκλείει μαρτυρία αυτής της φύσης. Κατά τα λοιπά, ο αιτητής σχολίασε ορισμένα σημεία από τις ένορκες δηλώσεις, ιδιαιτέρως σε σχέση με τα αδικήματα της Νέας Υόρκης αφού για τα αδικήματα της Φλώριδας άφησε να νοηθεί πως η μαρτυρία ήταν πιο ισχυρή, με τη γενική τοποθέτηση πως όσο και αν αποκαλυπτόταν εμπλοκή της εταιρείας στην οποία ήταν ο μόνος μέτοχος αλλά και των υπαλλήλων ή άλλων αξιωματούχων της, ήταν ασθενής η σύνδεση του ίδιου προς τα αδικήματα. Αφού απλώς τον εμφανίζει, ενόψει μιας επιστολής που δεν προσκομίστηκε, να έδωσε τη συγκατάθεσή του στην προώθηση και υλοποίηση της απάτης. Εξ ου και η προσκόμιση από τον ίδιο ενόρκων δηλώσεων μεταξύ των οποίων και αξιωματούχων της εταιρείας, όπως και του τεκμηρίου Δ, αναιρετικών της δικής του εμπλοκής.
Στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθενται οι ένορκες δηλώσεις στη λεπτομέρειά τους, έχω μελετήσει το υλικό και δεν έχω ικανοποιηθεί πως υπάρχει οποιοδήποτε περιθώριο για παρέμβαση. Όπως ορθά υπενθυμίζεται στην πρωτόδικη απόφαση, οι ισχυρισμοί ουσίας του αιτητή θα πρέπει να υποβληθούν για να εξεταστούν κατά τη δίκη του. Εν προκειμένω, το κριτήριο ήταν κατά πόσο , όπως προνοεί το άρθρο 8(3)(γ) της Συνθήκης, η μαρτυρία «φανερώνει εύλογους λόγους να πιστεύεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα και το πρόσωπο που καταζητείται το διέπραξε». Σαφώς η μαρτυρία που προσάχθηκε, την οποία δεν χρειάζεται να μεταφέρω εδώ, φανερώνει τέτοιους εύλογους λόγους και η αίτηση απολήγει αβάσιμη και απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.