ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 1402
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 121/2005)
21 Δεκεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
1. DAVID CHARLES ORAMS,
2. LINDA ELIZABETH ORAMS,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ΚΑΙ
ΜΕΛΕΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ,
Εφεσίβλητος-Ενάγων.
_________________________
Μεντές Αζίζ, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Καντούνας, για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος-ενάγοντας καταχώρησε αγωγή εναντίον των εφεσειόντων-εναγομένων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ζητώντας αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσειόντων, στην ακίνητη ιδιοκτησία του στη Λάπηθο. Περαιτέρω ζητούσε και διάταγμα κατεδάφισης της έπαυλης, πισίνας και περίφραξης επί του προαναφερομένου ακινήτου καθώς και παράδοση του ακινήτου στον εφεσίβλητο ελεύθερο κατοχής.
Η αγωγή επιδόθηκε στη δεύτερη εφεσείουσα στις 26.10.2004 ή 28.10.2004 (όπως η ίδια λέγει) και η επίδοση έγινε σ΄ αυτήν και αναφορικά με τον πρώτο εφεσείοντα, σύζυγο της, για τον οποίο η δεύτερη εφεσείουσα είχε αναφέρει στον επιδότη ότι κατά το χρόνο της επίδοσης βρισκόταν στο σπίτι και κοιμόταν. Δεν καταχωρίστηκε εμφάνιση εκ μέρους των εφεσειόντων και στις 9.11.2004, κατόπιν μονομερούς αιτήσεως του εφεσιβλήτου, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του και εις βάρος των εφεσειόντων, ως η απαίτηση, λόγω μη καταχωρίσεως εμφανίσεως εκ μέρους των εφεσειόντων.
Στις 15.11.2004 οι εφεσείοντες καταχώρισαν αίτηση παραμερισμού της απόφασης που εκδόθηκε εις βάρος τους, στην απουσία τους, στις 9.11.2004. Στις 19.4.2005 Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της προαναφερόμενης απόφασης ημερ. 9.11.2004. Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 19.4.2005.
Οι λόγοι εφέσεως είναι οι εξής:
1. Υπήρξε κατάχρηση και/ή αδικαιολόγητη επίσπευση της διαδικασίας και/ή της πρακτικής του Δικαστηρίου επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε της μονομερούς αιτήσεως για απόφαση, λόγω μη καταχώρισης εμφάνισης, την ίδια μέρα καταχώρισης της αίτησης, στερώντας έτσι τους εφεσείοντες από το δικαίωμα να καταχωρίσουν εμφάνιση στην αγωγή.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τις αρχές που διέπουν το ζήτημα του παραμερισμού αποφάσεων που εκδίδονται λόγω μη καταχωρίσεως εμφανίσεως.
3. Το πρωτόδικο δικαστήριο ενήργησε κατά παράβαση των άρθρων 12.5, 30.1 και 30.3 του Συντάγματος και των άρθρων 6(1) και (3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που ενσωματώνεται στο Ν 39/62.
4. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει τις αρχές του δικαίου της ανάγκης οι οποίες, στην προκείμενη περίπτωση, επενεργούσαν υπέρ των εφεσειόντων.
5. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε λανθασμένα αναφορικά με το ζήτημα της απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, από τους εφεσείοντες.
6. Οι εφεσείοντες στερήθηκαν του δικαιώματος τους να υπερασπιστούν στην εναντίον τους αγωγή κατά παράβαση του άρθρου 30 του Συντάγματος.
7. Η διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας στην Ελληνική ενώ οι εφεσείοντες είναι Άγγλοι και οι δικηγόροι τους Τουρκοκύπριοι έγινε κατά παράβαση του άρθρου 30 του Συντάγματος και των σχετικών θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
8. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εφάρμοσε σωστά τις αρχές της υπόθεσης Cayman v. Rowlands (1957) 1 All E.R. 321.
Στην αρχή της αγόρευσης του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων προβάλλεται επιχειρηματολογία που αποσκοπεί στο να δείξει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία ή κατά τόπον αρμοδιότητα να εκδικάσει την ενώπιόν του υπόθεση. Ζήτημα δικαιοδοσίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου τέθηκε ενώπιον μας και από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσίβλητου, ο οποίος μάλιστα κάλεσε το παρόν Δικαστήριο να παραπέμψει το ζήτημα της δικαιοδοσίας στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ως προκαταρκτικό νομικό σημείο. Μετά από παρατήρηση του Δικαστηρίου μας ότι το ζήτημα της δικαιοδοσίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου δεν εγείρεται στην παρούσα έφεση εφόσον δεν συνιστά οποιοδήποτε από τους λόγους εφέσεως ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου εγκατέλειψε ουσιαστικά την αρχική του εισήγηση. Δεν προτιθέμεθα να εξετάσουμε ζήτημα δικαιοδοσίας ή κατά τόπον αρμοδιότητας του πρωτοδίκου δικαστηρίου εφόσον αυτό το ζήτημα δεν εγείρεται στην έφεση και δεν αποτελεί λόγο εφέσεως. Είναι ορθό ότι ζήτημα δικαιοδοσίας μπορεί να εγερθεί καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας και μπορεί να εγερθεί και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, όμως στην προκείμενη περίπτωση, δεν εγείρεται στους λόγους εφέσεως και το Δικαστήριο μας δεν θεωρεί σκόπιμο να το εγείρει με δική του πρωτοβουλία.
Ο πρώτος λόγος εφέσεως αφορά την κατ΄ ισχυρισμό κατάχρηση της διαδικασίας επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε αιτήσεως για απόφαση λόγω μη καταχωρίσεως εμφανίσεως την ίδια ημερομηνία που καταχωρίστηκε η αίτηση. Δεν θεωρούμε ότι το γεγονός πως το πρωτόδικο δικαστήριο επιλήφθηκε της προαναφερόμενης αιτήσεως την μέρα που καταχωρίστηκε, συνιστά οποιαδήποτε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Ο χρόνος κατά τον οποίο ένα δικαστήριο επιλαμβάνεται τέτοιων αιτήσεων καθορίζεται από το Πρωτοκολλητείο του δικαστηρίου και σε μερικές περιπτώσεις αυτό γίνεται και κατόπιν συνεννοήσεως με το δικαστήριο. Δεν υπάρχει οτιδήποτε ενώπιόν μας που να δείχνει ότι στην προκείμενη περίπτωση έγινε οτιδήποτε το αντικανονικό ή το μεμπτό. Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα μπορούσε να γνωρίζει εάν και πότε θα καταχώριζαν σημείωμα εμφανίσεως, στην αγωγή, οι εφεσείοντες.
Ο δεύτερος λόγος εφέσεως, ο πέμπτος, ο έκτος (που λανθασμένα αναγράφεται έβδομος) και ο όγδοος (που λανθασμένα αναγράφεται ως ένατος) αφορούν στην λανθασμένη εφαρμογή των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα του παραμερισμού αποφάσεων που εκδίδονται ερήμην λόγω μη καταχωρίσεως εμφανίσεως και στην λανθασμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου, και θα εξεταστούν μαζί.
Αναφορικά με τους λόγους εφέσεως 3 και 4 εκτιμούμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ενήργησε κατά παράβαση οποιουδήποτε άρθρου του Συντάγματος ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και ότι το Δίκαιο της Ανάγκης δεν έχει οποιαδήποτε εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.
Ο έβδομος λόγος εφέσεως (που λανθασμένα αναγράφεται ως όγδοος) αφορά τη γλώσσα στην οποία διεξήχθη η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου. Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ήταν η Ελληνική, με σχετική μετάφραση στην Τουρκική για τους Τουρκοκύπριους δικηγόρους των εφεσειόντων. Δεδομένου ότι οι επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η Ελληνική και η Τουρκική και εφόσον η πρωτόδικος Δικαστής προερχόταν από την Ελληνική Κοινότητα εκτιμούμε ότι ορθά αλλά και αναπόφευκτα χρησιμοποιήθηκε η Ελληνική γλώσσα κατά τη δικαστική διαδικασία.
Σε σχέση με τους προαναφερόμενους λόγους εφέσεως 2, 5, 6 και 8 παρατηρούμε τα εξής: Οι αρχές με βάση τις οποίες παραμερίζονται αποφάσεις που εκδόθηκαν ερήμην λόγω μη καταχωρήσεως εμφανίσεως είναι καλά θεμελιωμένες στο Κοινό Δίκαιο. Το βασικό και ουσιώδες κριτήριο είναι το κατά πόσο ο εναγόμενος ικανοποιεί το δικαστήριο ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή οπότε και του δίδεται το δικαίωμα να την προβάλει. Είναι αρκετό, τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση παραμερισμού να αποκαλύπτουν επαρκή στοιχεία που να δικαιολογούν το επανάνοιγμα της υπόθεσης (Δέστε: Phylactou v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204).
Η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως συζητήσιμης υπεράσπισης συνιστά τον πρωταρχικό παράγοντα που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση αλλά είναι αρκετό να εγερθεί το ζήτημα το οποίο κρίνεται χωρίς αξιολόγηση της μαρτυρίας. Το δικαστήριο ερευνά τα ενώπιόν του στοιχεία για να διαγνώσει μόνον αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση ή συζητήσιμο θέμα χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία της υπεράσπισης (Δέστε: Κωνσταντινίδη ν. Hissin (2004) 1 Α.Α.Δ. 1774).
Τυχόν καθυστέρηση των αιτητών να αποταθούν στο Δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη εις βάρος των αιτητών, αλλά στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε τέτοια καθυστέρηση.
Εκείνο επομένως που έχει πρωταρχική σημασία είναι το κατά πόσο, στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες πέτυχαν να δείξουν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση ή έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου τέτοια στοιχεία που ήταν δίκαιο να τους επιτραπεί να προβάλουν την υπεράσπισή τους.
Αποτελεί βασικό κανόνα του δικαίου ότι ουδείς μπορεί να δώσει καλύτερο τίτλο (περιουσιακό δικαίωμα) από εκείνο που έχει - Nemo dat quod non habet. Στον κανόνα αυτό όμως υπάρχουν κάποιες εξαιρέσεις και μεταξύ των βασικών εξαιρέσεων είναι ότι ο κανόνας δεν ισχύει όταν ο αγοραστής είναι καλόπιστος αγοραστής ο οποίος κατέβαλε τίμημα για να αποκτήσει την περιουσία. Τίθεται άρα το ερώτημα κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσείοντες έθεσαν στοιχεία που έδειχναν ότι αυτοί ήταν καλόπιστοι αγοραστές. Τα στοιχεία που η δεύτερη εφεσείουσα έθεσε με ένορκη δήλωση της ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου είναι ότι η ίδια μαζί με τον πρώτο εφεσείοντα, σύζυγο της, ήλθαν από το Ηνωμένο Βασίλειο τον Μάρτιο του 2002 και αγόρασαν το επίδικο ακίνητο από κάποιο Χασάν Σετσουκλού ο οποίος ήταν τότε ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του χωραφιού, το οποίο αποτελείται από 2.400 τ.π. και είναι καταχωρημένο με αρ. εγγραφής 1591, Σχέδιο ΧΙ, Φύλλο 15 W.2, Τεμάχιο 182/1, έναντι συμφωνηθέντος ποσού 50.000 στερλινών. Στο τεμάχιο υπήρχε ημιτελής οικοδομή. Ο Χασάν Σετσουκλού αγόρασε το χωράφι με την ημιτελή οικοδομή στις 22.10.99 από κάποιο Μεχμέτ Ντεριά, ο οποίος απέκτησε το χωράφι από την «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» («Τ.Δ.Β.Κ.») έναντι 169.620 βαθμών. Οι εφεσείοντες ξόδεψαν περίπου £160.000.- για να φέρουν το χωράφι και την ημιτελή οικοδομή στη σημερινή του κατάσταση. Σύμφωνα με τη δεύτερη εφεσείουσα ο Μεχμέτ Ντεριά άφησε περιουσία ίσης αξίας στις ελεύθερες περιοχές «ή κάτι τέτοιο μας είπαν». Στη συνέχεια η δεύτερη εφεσείουσα λέγει, στην ένορκη δήλωση της, ότι σύμφωνα με τις πληροφορίες που πήρε, ο εφεσίβλητος δεν υπέστη καμιά βλάβη εφόσον και αυτός επωφελήθηκε ή/και επωφελείται από τις πρόνοιες του περί Διαχειρίσεως Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1991, Ν. 139/91.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιόν μας στοιχεία και δεν μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λανθασμένα ή ότι καθοδηγήθηκε από λανθασμένες αρχές δικαίου. Δεν έχουμε πειστεί ότι με τα όσα οι εφεσείοντες έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου αυτοί έδειξαν ότι είχαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, όπως είχαν καθήκον. Θα είχαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση αν έδειχναν, με στοιχεία, ότι ήσαν καλόπιστοι αγοραστές. Ως προς την έννοια του όρου καλόπιστοι αγοραστές δέστε: Michaelides v. Ttapoura (1980) 1 C.L.R. 610 και Βασιλείου ν. Μενελάου (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125.
Κάτι τέτοιο όμως απέτυχαν να πράξουν οι εφεσείοντες, στην προκείμενη περίπτωση, για τους εξής λόγους: Ήλθαν το 2002 από την πατρίδα τους με σκοπό να αγοράσουν ακίνητη περιουσία σε μια κατεχόμενη περιοχή, δηλαδή στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ότι στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας υπάρχει μια παράνομη διοίκηση, υποτελής στην κατοχική δύναμη, είναι ευρέως γνωστό, διαπιστωμένο και διακηρυγμένο από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Δέστε: Λοϊζίδου ν. Τουρκίας, Αρ. 40/1993/435/514, ημερ. 8.12.1996). Υπό τέτοιες περιστάσεις θεωρούμε ότι ένας καλόπιστος προτιθέμενος αγοραστής θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός και επιφυλακτικός στην εξέταση του οιουδήποτε τίτλου ιδιοκτησίας του παρουσιάζεται. Η εξέταση είναι λογικό να γίνεται εις βάθος και με τη βοήθεια ανεξάρτητης νομικής συμβουλής (Δέστε και τη σχετική σύσταση της Βρετανικής Κυβέρνησης προς τους υπηκόους της - Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας «Παράνομη εκμετάλλευση Ελληνοκυπριακών περιουσιών από την Τουρκία στις κατεχόμενες περιοχές». «Ξένες κυβερνήσεις και επαγγελματικοί σύνδεσμοι κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου»).
Στην παρούσα υπόθεση, στους εφεσείοντες παρουσιάστηκε κάποιος Τουρκοκύπριος ο οποίος παρουσίασε τίτλο ιδιοκτησίας της «Τ.Δ.Β.Κ.», δηλαδή μιας μη αναγνωρισμένης και παράνομης υποτελούς διοικήσεως και επομένως οι εφεσείοντες, ενεργώντας καλόπιστα, θα έπρεπε να είχαν τεθεί σε εγρήγορση και να ζητούσαν περαιτέρω στοιχεία από τις αρμόδιες κτηματολογικές αρχές του μόνου αναγνωρισμένου και νόμιμου Κράτους, δηλαδή της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι οποίες θα μπορούσαν να τους δώσουν στοιχεία ως προς τη νόμιμη ιδιοκτησία της γης. Εν πάση όμως περιπτώσει, έστω και στην κατεχόμενη Κύπρο οι εφεσείοντες θα μπορούσαν να πληροφορηθούν, κατά το χρόνο αγοράς του ακινήτου, όπως και το πληροφορήθηκαν αργότερα, ότι ο αμέσως προηγούμενος υποτιθέμενος ιδιοκτήτης απ΄ εκείνον από τον οποίο αγόρασαν το ακίνητο, το είχε «πάρει» από την «Τ.Δ.Β.Κ.» έναντι «αριθμού βαθμών». Είναι γνωστό ότι το άρθρο 159 «του Συντάγματος της Τ.Δ.Β.Κ.» προνοεί ότι οι εγκαταληφθείσες περιουσίες των εκδιωχθέντων Ελληνοκυπρίων στην κατεχόμενη Κύπρο καθίστανται περιουσία της «Τ.Δ.Β.Κ.». Το άρθρο αυτό, όπως αποφάσισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Λοϊζίδου (ανωτέρω) δεν έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ. Ήταν επομένως πολύ εύκολο για τους εφεσείοντες, αν ενεργούσαν καλόπιστα και με την ελάχιστη σύνεση και προσοχή, να μάθουν ότι ο τίτλος του κτήματος το οποίο προτίθεντο να αγοράσουν ήταν νομικά τρωτός και άκυρος. Προφανώς δεν το έπραξαν, είτε διότι απεφάσισαν να εθελοτυφλήσουν, είτε διότι απεφάσισαν να πάρουν τον κίνδυνο αυτό. Εν πάση όμως περιπτώσει, με αυτά τα δεδομένα, δεν μπορεί να θεωρηθεί πως οι εφεσείοντες έδωσαν στο δικαστήριο τέτοια στοιχεία με τα οποία να το πείσουν ότι, έστω και εκ πρώτης όψεως, ενήργησαν ως καλόπιστοι αγοραστές και ως εκ τούτου ότι είχαν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, την οποία θα ήταν δίκαιο να τους δοθεί η ευκαιρία να προβάλουν.
Αναφορικά με το ζήτημα της υποτιθέμενης ανταλλαγής Ελληνοκυπριακών με Τουρκοκυπριακές περιουσίες στο οποίο αναφέρεται η δεύτερη εφεσείουσα στην ένορκη δήλωσή της, αξίζει να σημειωθεί ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε ποτέ. Ουδέποτε αφαιρέθηκαν τα περιουσιακά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές, με το Ν 139/91 ή άλλο νόμο (Δέστε: Υπόθεση 18/2005, Kiazim Halit κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 29.11.2006) και οι Ελληνοκύπριοι διατηρούν τα περιουσιακά τους δικαιώματα στις κατεχόμενες περιοχές αν και παράνομα εμποδίζονται να τα ασκήσουν (Δέστε: Υπόθεση Λοϊζίδου (ανωτέρω) και την 4η Διακρατική Προσφυγή της Κύπρου εναντίον της Τουρκίας, Απόφαση ημερ. 10.5.2001 [GC] No. 25781/94 ECHR 2001 - IV).
Σε σχέση με το θέμα της μη ορθής επίδοσης της αγωγής στον πρώτο εφεσείοντα, ήδη παρατηρήσαμε ότι η επίδοση στη δεύτερη εφεσείουσα, υπό τις περιστάσεις, ήταν νομότυπη επίδοση και για το σύζυγο της ο οποίος διέμενε μαζί της. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα παραμερισμού της απόφασης εναντίον του πρώτου εφεσείοντα ex debito justitiae.
΄Αλλο ζήτημα με το οποίο θεωρούμε σκόπιμο να ασχοληθούμε είναι εκείνο της κατοχής της προαναφερόμενης περιουσίας από τον εφεσίβλητο. Η αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον των εφεσειόντων ήταν για παράνομη επέμβαση και η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι, ουσιαστικά, αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου. Ο ιδιοκτήτης που δεν έχει κατοχή δεν μπορεί να ενάγει σε σχέση με παράνομη επέμβαση στην ιδιοκτησία του, με εξαίρεση την περίπτωση όπου υπάρχει πρόκληση ζημιάς στην περιουσία ή όπου η επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα (Δέστε: Λάμπρου κ.α. ν. Κεφάλα κ.α. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1516). Στην προκείμενη περίπτωση είναι προφανές ότι η επέμβαση των εφεσειόντων στην περιουσία του εφεσιβλήτου έχει μόνιμο χαρακτήρα και επομένως, κατ΄ εξαίρεση, ο εφεσίβλητος έχει καλό αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των εφεσειόντων παρά το ότι δεν έχει κατοχή της περιουσίας του (ένεκα της συνεχιζόμενης παράνομης Τουρκικής κατοχής και της, κατά συνέπεια, παρεμπόδισής του να το πράξει).
Ως προς τον ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος δεν απεκάλυψε όλη την αλήθεια στο πρωτόδικο δικαστήριο επειδή δεν ανέφερε για τα έξοδα που οι εφεσείοντες έκαμαν στο ακίνητο, θεωρούμε ότι αυτός δεν ευσταθεί εφόσον ο εφεσίβλητος προφανώς δεν γνώριζε και δεν αναμενόταν να γνωρίζει τις λεπτομέρειες ως προς το ύψος της επένδυσης των εφεσειόντων.
Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε την έφεση ως αβάσιμη και την απορρίπτουμε, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ. Δ.