ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 1124

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 12138)

 

1 Νοεμβρίου, 2006

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]

 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ  ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσείων-Ενάγων,

ΚΑΙ

 

1.      ΕΚΔΟΣΕΙΣ  ΑΡΚΤΙΝΟΣ  ΛΤΔ,

2.      ΓΙΑΝΝΗΣ  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσίβλητοι-Εναγόμενοι.

_________________________

 

Κ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μηλιώτου (κα.), για τους Εφεσίβλητους.

__________________________

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

                                   ο Δικαστής Νικολάτος.

____________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Σειρά άρθρων της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ» είχαν στο επίκεντρο τους τα όσα συνέβαιναν στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου με ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα διαχείρισης της μεγάλης περιουσίας της.  Μεταξύ αυτών των δημοσιευμάτων ήταν και τα τρία επίδικα δημοσιεύματα, ημερ. 10, 19 και 20 Σεπτεμβρίου 1999 που αναφέρονταν μεταξύ άλλων και στον εφεσείοντα-ενάγοντα.

 

Ο εφεσείων θεώρησε το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων ως δυσφημιστικό για τον ίδιο και καταχώρησε αγωγή διεκδικώντας αποζημιώσεις.  

 

Ήταν παραδεκτό γεγονός ότι η πρώτη εφεσίβλητη-εναγόμενη εταιρεία εξέδιδε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, την εφημερίδα «ΠΟΛΙΤΗΣ».   Δεν ήταν όμως παραδεκτό ότι ο εφεσίβλητος 2-εναγόμενος 2 ήταν δημοσιογράφος και/ή μέλος του συντακτικού και/ή άλλου προσωπικού της πρώτης εφεσίβλητης.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εναντίον και των δύο εναγομένων, με έξοδα.    Σε σχέση με τον δεύτερο εφεσίβλητο το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως η αγωγή ήταν έκδηλα αβάσιμη επειδή η προσαχθείσα  μαρτυρία δεν απεδείκνυε πως ο δεύτερος εφεσίβλητος είχε οποιαδήποτε σύνδεση ή ανάμειξη στα επίδικα δημοσιεύματα ή ακόμη και στην εκτύπωση και κυκλοφορία της εφημερίδας.  Ο λόγος εφέσεως που αφορούσε τον δεύτερο εφεσίβλητο αποσύρθηκε και ως εκ τούτου το παρόν δικαστήριο δεν θα ασχοληθεί περαιτέρω με το δεύτερο εφεσίβλητο.   Η έφεση εναντίον του δευτέρου εφεσιβλήτου, υπό τις περιστάσεις, θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Όσον αφορά την πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι και τα τρία δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα.   Σε σχέση με το πρώτο δημοσίευμα ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αποφάσισε ότι από το σύνολο του κειμένου προκύπτει αβίαστα ότι ο ορθά σκεπτόμενος άνθρωπος θα κατέληγε στο συμπέρασμα και θα αντιλαμβανόταν ότι ο εφεσείων, εκμεταλλευόμενος τη θέση του και τη σχέση του με τον παρουσιάζοντα «αδυναμία»  τότε Αρχιεπίσκοπο, πρωταγωνιστούσε στο «φάγωμα» κάποιων μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας ΕΜΕ, με ύποπτα κίνητρα.   Κίνητρα που σχετίζονταν με την τεράστια περιουσία της εταιρείας και στόχευαν στην άρση των εμποδίων που πρόβαλλαν τα συγκεκριμένα μέλη στην εκποίηση της έτσι ώστε να ανοίξει ο δρόμος της ρευστοποίησης, κάτι που θα ήταν σε βάρος τόσο της Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου, όσο και της Ελληνικής  κοινότητας της Κύπρου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο «Αυτή είναι η έννοια, η ουσία, του εν λόγω δημοσιεύματος και σαν τέτοια δεν μπορεί παρά να κριθεί ως δυσφημιστική για το πρόσωπο του ενάγοντα.».   Σημειώνουμε σ΄  αυτό το σημείο πως δεν καταχωρίστηκε αντέφεση εναντίον της πρωτόδικης απόφασης και ότι επομένως τα προαναφερόμενα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου παραμένουν απρόσβλητα και έγκυρα.

Όσον αφορά τα άλλα δύο δημοσιεύματα το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι έχουν κοινή βάση, δηλαδή ότι δημοσιοποιούν το γεγονός, που δεν αμφισβητείται, ότι ο εφεσείων πήρε από τον Οργανισμό «Λούης» 125.000 μετοχές με ιδιωτική τοποθέτηση συνδέοντας τον εφεσείοντα με τη θέση και το ρόλο του στην Αρχιεπισκοπή, τη σχέση του με τον Αρχιεπίσκοπο και τις «οικονομικές διαπλοκές» Αρχιεπισκοπής-«Λούη».  Έκρινε, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, πως από το σύνολο του κειμένου των δημοσιευμάτων αυτών προκύπτει αβίαστα ότι ο σκεπτόμενος άνθρωπος θα κατέληγε στο συμπέρασμα και θα αντιλαμβανόταν ότι η συγκεκριμένη λήψη των μετοχών από τον εφεσείοντα δεν ήταν μια συνηθισμένη επενδυτική πράξη.  Αντίθετα, συνδεόταν άμεσα με τη θέση και το ρόλο του στην Αρχιεπισκοπή στα πλαίσια της αρμοδιότητας του οποίου υπαγόταν και ο έλεγχος τήρησης από την εταιρεία «Λούης» των όρων των συμβολαίων  με  την Αρχιεπισκοπή, που ήταν τεράστιας οικονομικής σημασίας.   Και καταλήγει το πρωτόδικο δικαστήριο «Ήταν, επομένως, μια  εύνοια οικονομικής φύσεως που επέδειξε η εταιρεία προς τον ενάγοντα την οποία ο τελευταίος επεδίωξε ή αποδέχθηκε εκμεταλλευόμενος τη θέση του.  Αυτή, κατά τη γνώμη μου είναι η ουσία των επίδικων δημοσιευμάτων και σαν τέτοια είναι δυσφημιστικά για τον ενάγοντα.».  Σημειώνουμε και πάλι ότι ενόψει μη καταχώρισης αντέφεσης τα ευρήματα και τα συμπεράσματα αυτά του πρωτόδικου δικαστηρίου παραμένουν απόλυτα έγκυρα.

 

Μετά την κατάληξη του πρωτοδίκου δικαστηρίου πως όλα τα επίδικα δημοσιεύματα ξεχωριστά κρινόμενα αλλά και όλα μαζί ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των δύο υπερασπίσεων που κατά την εκτίμηση του εγείρονταν από την έκθεση υπεράσπισης.   Οι υπερασπίσεις αυτές ήταν εκείνη της αλήθειας (justification) και εκείνη του έντιμου σχολίου ή δίκαιου σχολιασμού, όπως την ονομάζει το πρωτόδικο δικαστήριο (fair comment).   Αναφορικά με το έντιμο σχόλιο το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού παρατήρησε πως η υπεράσπιση αυτή μπορεί να εγερθεί μόνον στην περίπτωση που το δημοσίευμα περιέχει σχόλια επί γεγονότων, εξέφρασε την άποψη ότι κανένα από τα επίδικα δημοσιεύματα δεν περιέχει σχόλια.  Έκρινε πως τα επίδικα δημοσιεύματα συνιστούσαν δημοσιοποίηση γεγονότων με δημοσιογραφικό τρόπο.   Επομένως η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου απέτυχε και απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.   Και πάλι εφόσον δεν καταχωρίστηκε αντέφεση η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, σ΄ αυτό το ζήτημα, παραμένει απρόσβλητη.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο ασχολήθηκε με την υπεράσπιση της αλήθειας.   Αφού ανέλυσε τη σχετική  μαρτυρία κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

 

(α)   Αναφορικά με τα όσα αναγράφονται στο πρώτο δημοσίευμα για την ΕΜΕ έκρινε ότι «. με μόνη επιφύλαξη στα κίνητρα που αποδίδονται στον ενάγοντα, αποδίδουν με δημοσιογραφικό τρόπο την αλήθεια.  Επομένως, οι εναγόμενοι έχουν, σε σχέση μ΄ αυτά, αποσείσει το βάρος της απόδειξης των γεγονότων που καταγράφονται στο δημοσίευμα και η υπεράσπιση της αλήθειας επιτυγχάνει.».   Για το ζήτημα των κινήτρων παρατήρησε ότι «. τα κίνητρα του κάθε ανθρώπου είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να ανιχνευθούν.    Μπορεί, όμως, με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης ξεχωριστά να εξαχθούν συμπερασματικά.».  

 

(β)    Η εικόνα που μεταδίδετο για τα συμβαίνοντα στην Αρχιεπισκοπή δημιουργούσε εύλογα ερωτηματικά και υποψίες, ιδιαίτερα σ΄ ότι αφορούσε τη διαχείριση των οικονομικών της.   Ο εφεσείων λόγω της θέσης του αλλά και της στενής συγγένειας που είχε με τον Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος τον περιέβαλλε με μεγάλη εμπιστοσύνη, διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο στη διαχείριση των οικονομικών της.   Αποτέλεσμα τούτου ήταν να τύχει και σοβαρής μορφής οικονομικής εύνοιας από τον Αρχιεπίσκοπο.  Κατά την ίδια περίοδο τέθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο θέμα αλλοίωσης της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΜΕ που κατέχει τεράστια περιουσία, με την αποπομπή τεσσάρων εκτελεστικών μελών.   Η αποπομπή αυτών των εκτελεστικών μελών ήταν πάγια θέση του εφεσείοντα.  Με βάση τα προαναφερόμενα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως ήταν εύλογο να εγερθούν ερωτηματικά και υποψίες για τα κίνητρα όσων επιθυμούσαν τη μείωση του αριθμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΜΕ και ο εφεσείων πρωταγωνιστούσε προς αυτή την κατεύθυνση.  Οι πληροφορίες που διοχετεύονταν προς την εφημερίδα από αξιόπιστα πρόσωπα έδειχναν ότι «. τα κίνητρα ήταν η τεράστια περιουσία της ΕΜΕ και αυτές τις υποψίες ή φόβους, που είχαν μια λογική, δημοσιοποίησε καλόπιστα, κατά την κρίση μου, η εφημερίδα.  Η δημοσιοποίηση αυτή αφορούσε θέμα μεγάλου δημοσίου ενδιαφέροντος και εντάσσεται, κατά την άποψη μου, στο πλαίσιο αυτού που αποκαλείται διερευνητική δημοσιογραφία, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του σύγχρονου δημοκρατικού πολιτεύματος, εξυπηρετεί την ανάγκη για διαφάνεια και λειτουργεί αποτρεπτικά έναντι κάθε μορφής αυθαιρεσίας και κατάχρησης.».

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητούνται τα συμπεράσματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ότι το δημοσίευμα της 10.9.99, που το δικαστήριο έκρινε ως δυσφημιστικό για τον εφεσείοντα, είναι αληθές  (πρώτος λόγος έφεσης) και ότι το περιεχόμενο των άλλων δύο δημοσιευμάτων, που το δικαστήριο έκρινε ως δυσφημιστικό, είναι αληθές (δεύτερος λόγος έφεσης).  Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με τους Μ.Υ. 1, 3, 4 και 5, ο τέταρτος λόγος έφεσης, που αφορούσε τον εναγόμενο 2, αποσύρθηκε και ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στον επιδικασμό εξόδων εις βάρος του εφεσείοντα.

 

Η υπεράσπιση της αλήθειας, όταν ένα δημοσίευμα κριθεί ως δυσφημιστικό για συγκεκριμένο άτομο, όπως στην προκείμενη περίπτωση, πετυχαίνει μόνον όταν τόσο οι ισχυρισμοί ως προς τα γεγονότα όσο και τα δυσφημιστικά συμπεράσματα που εξάγονται απ΄ αυτό, αποδεικνύονται αληθή από τον εναγόμενο (Δέστε:  Glafx Ltd v. Loizia (1984) 1 C.L.R. 729).    Το βάρος που έχει ο εναγόμενος (το οποίο αποσείεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων) είναι να αποδείξει την αλήθεια των λέξεων υπό τη φυσική και συνήθη τους έννοια.  Η υπεράσπιση αυτή πετυχαίνει αν ο εναγόμενος αποδείξει ότι η ουσία των δυσφημιστικών λέξεων είναι αληθής (Δέστε:  Gatley on Libel and Slander, 1Οη έκδοση, παραγ. 33.11, σελ. 997).

 

Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δεν καθοδηγήθηκε ορθά  κατά την εξέταση του ζητήματος της υπεράσπισης της αλήθειας των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων.   Αφού απεφάσισε, πολύ ορθά, ότι τα επίδικα δημοσιεύματα ήταν δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα και αφού έδωσε και τη φυσική και συνήθη έννοια των δυσφημιστικών λέξεων και φράσεων (που δεν αμφισβητείται με αντέφεση), στη συνέχεια αντί να εξετάσει μόνον το κατά πόσο τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα  ήταν αληθή ή όχι, προχώρησε και ενέπλεξε ζητήματα δημοσίου ενδιαφέροντος και καλοπιστίας των πρώτων εφεσιβλήτων, θέματα που είναι εντελώς άσχετα με την υπεράσπιση της αλήθειας και σχετικά μόνο με την υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, την οποία όμως (υπεράσπιση του έντιμου σχολίου) είχε ήδη απορρίψει προηγουμένως και η απόφαση του για εκείνο το θέμα δεν προσβλήθηκε.   Ακόμα, και ίσως πιο σοβαρό, ήταν το σφάλμα του πρωτόδικου δικαστηρίου να θεωρήσει ότι τα ύποπτα κίνητρα που βρήκε ότι τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα απέδιδαν στον εφεσείοντα δεν ήταν γεγονός που θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί ως αληθές από τους πρώτους εφεσιβλήτους.  Κατά την κρίση μας τα ύποπτα κίνητρα που αποδίδονταν στον εφεσείοντα ήταν ουσιώδες συστατικό στοιχείο των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων και θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί από τους πρώτους εφεσίβλητους με αξιόπιστη μαρτυρία και όχι να αποτελέσει το αντικείμενο εξαγωγής συμπερασμάτων του πρωτοδίκου δικαστηρίου, χωρίς να υπάρχει ενώπιον του αξιόπιστη και ικανοποιητική μαρτυρία.   Εκείνο, που κατά την κρίση μας θα έπρεπε να αποδειχθεί, με αξιόπιστη μαρτυρία, για να πετύχει η υπεράσπιση της αλήθειας, ήταν η απόδειξη των ύποπτων κινήτρων, κινήτρων δηλαδή που σχετίζονταν με την τεράστια περιουσία της ΕΜΕ, και στόχευαν στην άρση των εμποδίων για την ρευστοποίηση της περιουσίας εις βάρος της Εκκλησίας, του Αρχιεπισκόπου και της Ελληνικής Κοινότητας της Κύπρου.    Αναφορικά με τα άλλα δύο δημοσιεύματα και πάλι θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί με αξιόπιστη μαρτυρία ότι η λήψη των μετοχών της εταιρείας «Λούης» από τον εφεσείοντα, με ιδιωτική τοποθέτηση, δεν ήταν συνηθισμένη επενδυτική πράξη, αλλά ότι συνδεόταν με τη θέση και το ρόλο του στην Αρχιεπισκοπή και κατά συνέπεια ότι ήταν εύνοια οικονομικής φύσεως της εταιρείας «Λούης» προς τον εφεσείοντα, την οποία ο τελευταίος επεδίωξε ή αποδέχθηκε εκμεταλλευόμενος της θέση του.  Τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε και επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο αυθαίρετα κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι πρώτοι εφεσίβλητοι απέδειξαν, στο βαθμό που ήταν αναγκαίος, την υπεράσπιση της αλήθειας για τα επίδικα δυσφημιστικά δημοσιεύματα.

 

Με βάση τα προαναφερόμενα εκτιμούμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τους πρώτους εφεσίβλητους είναι, εν μέρει,  λανθασμένη και θα πρέπει να παραμερισθεί ως προς το λανθασμένο μέρος της που αφορά στην επιτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας.   Τα επίδικα δημοσιεύματα είναι δυσφημιστικά για τον εφεσείοντα, έχοντας την έννοια που απέδωσε σ΄  αυτά το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ καμιά από τις προβληθείσες υπερασπίσεις  και ειδικά εκείνη της αλήθειας δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.    Εγείρεται επομένως το ζήτημα του αν θα διαταχθεί επανεκδίκαση ή αν το παρόν δικαστήριο έχει ενώπιον του όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να προχωρήσει σε έκδοση απόφασης ως προς το ύψος των αποζημιώσεων που δικαιούται ο εφεσείων εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων (Για την εξουσία αυτή, δέστε:  Άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, Δ.35  κ. 8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και Χαραλάμπους ν. Αχιλλέως κ.α. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1058).  Δυστυχώς το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε απλά την αγωγή εναντίον των εναγομένων και δεν προχώρησε σε διαπίστωση των σχετικών γεγονότων και επιδικασμό αποζημιώσεως, όπως θα έπρεπε, ώστε να διευκολυνθεί το Εφετείο στο έργο του, σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης.  Αισθανόμαστε ότι ενώπιον του Εφετείου δεν υπάρχουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία, όπως π.χ. για την κυκλοφορία της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ»  στις 20.9.99 αλλά και αναφορικά με τη φήμη του εφεσείοντα και  την έκταση της ζημιάς που υπέστηκε σ΄  αυτή εξαιτίας των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων.

 

Κατά συνέπεια κρίνουμε ότι η μόνη ενδεδειγμένη διαδικασία, υπό τις περιστάσεις, είναι η διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων, μόνον αναφορικά με την αποτίμηση του ύψους της αποζημίωσης που ο εφεσείων δικαιούται ενόψει των εναντίον του δυσφημιστικών  δημοσιευμάτων.  Ως εκ τούτου διατάσσομε την επανεκδίκαση της αγωγής του εφεσείοντα-ενάγοντα εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων-εναγομένων 1, από άλλο Δικαστή, μόνον ως προς το ζήτημα της αποτίμησης του ύψους της αποζημίωσης που ο εφεσείων δικαιούται εναντίον των πρώτων εφεσιβλήτων αναφορικά με τα επίδικα δυσφημιστικά δημοσιεύματα  εναντίον του.    Το δικαστήριο που θα επανεκδικάσει την υπόθεση, μόνον ως προς το ζήτημα της αποζημίωσης, θα πρέπει να πάρει ως δεδομένο πως τα δυσφημιστικά δημοσιεύματα είχαν την έννοια που απέδωσε σ΄  αυτά το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του ημερ. 6.8.2004 και ότι οι προβληθείσες υπερασπίσεις απέτυχαν.  

 

Η απόφαση του δικαστηρίου αναφορικά με τους πρώτους εφεσίβλητους παραμερίζεται στην έκταση που προαναφέρουμε και διατάσσεται η επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή του θέματος των αποζημιώσεων.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εις βάρος των  πρώτων εφεσιβλήτων.

 

 

 

 

 

Η έφεση εναντίον του δευτέρου εφεσιβλήτου, εφόσον αποσύρθηκε ο  σχετικός λόγος έφεσης, απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του δευτέρου εφεσιβλήτου.  

 

 

 

 

                                                                   Δ.

                                          

 

 

                                                                   Δ.

 

      

 

                                                                   Δ.

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο