ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 781

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 12211]

 

8 Σεπτεμβρίου, 2006

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1.      ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

2.      ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΛΑΪΚΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

----------------------------------------

 

Α. Κουμής, για τους Εφεσείοντες.

Α. Κλεάνθους, για τους Εφεσίβλητους.

 

----------------------------------------

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Στις 27.11.97 υπεγράφη σύμβαση μεταξύ των εφεσιβλήτων-εναγόντων και των εφεσειόντων-εναγομένων. Τιτλοφορείτο ως σύμβαση ενοικιαγοράς με μισθωτή την εφεσείουσα, εγγυητή το σύζυγό της, δεύτερο εφεσείοντα και τους εφεσίβλητους ως ιδιοκτήτες των αντικειμένων της. Αυτά ήταν έπιπλα που περιγράφονταν σε πίνακα και προσδιορίστηκε ως το σύνολο του πληρωτέου ποσού, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων ενοικιαγοράς, το ποσό των £11.790. Κατά την έκθεση απαίτησης, καταβλήθηκαν μόνο ορισμένες δόσεις και αξιώθηκαν το ποσό των £10.653,32 σεντ ως το υπόλοιπο και παρεμφερείς θεραπείες. Οι εφεσείοντες, με την υπεράσπιση και την ανταπαίτησή τους εξειδίκευσαν δύο θέσεις. Πως η σύμβαση ήταν εικονική αφού στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν κάν τα έπιπλα που περιγράφονταν ως το αντικείμενό της και ήταν συγκαλυμμένη συμφωνία δανείου που καταστρατηγούσε τη σχετική νομοθεσία. Και πως οι εφεσίβλητοι ουδέποτε τερμάτισαν τη σύμβαση, ώστε να είχε γεννηθεί αγώγιμο δικαίωμα.

 

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε διαφορετικά και εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσιβλήτων για το ποσό των £9.248,32 σεντ αφού έκρινε, για λόγους που εξήγησε, πως αυτό αντιπροσώπευε το δίκαιο, στη βάση των αρχών που διέπουν τις θεραπείες στις περιπτώσεις των ενοικιαγορών. Όπως και διατάγματα για την παράδοση και πώληση των επίπλων με πλειστηριασμό ώστε το τίμημα να χρησιμοποιηθεί έναντι ή προς εξόφληση του επιδικασθέντος ποσού.

 

Διατυπώθηκαν δώδεκα λόγοι έφεσης με σημεία αναφοράς την εκδοχή της εικονικότητας, το ζήτημα του τερματισμού της σύμβασης και εκείνο της απόδειξης του υπολοίπου.

 

Ήταν βασικός άξονας της επιχειρηματολογίας των εφεσειόντων σε σχέση με την εικονικότητα πως τα έπιπλα ήταν ανύπαρκτα. Αυτό, όμως, χωρίς να είχαν προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία, για οτιδήποτε. Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν μόνο οι τέσσερεις μάρτυρες που κάλεσαν οι εφεσίβλητοι. Οι ίδιοι οι εφεσείοντες δεν κατέθεσαν ως μάρτυρες και ο μόνος μάρτυρας που κάλεσαν, Πρωτοκολλητής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, απλώς αναφέρθηκε σε άλλη, προηγούμενη, υπόθεση. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως καταλυτικής σημασίας αυτή την ανυπαρξία μαρτυρίας. Ενώ αναγνώρισε, με παραπομπή στη Λαϊκή Κυπρ. Τρ. (Χρημ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1432 (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματ.) Λτδ ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2067) πως είναι, πράγματι, ουσιώδες στοιχείο της ενοικιαγοράς η ιδιοκτησία του αντικειμένου της από τον χρηματοδότη, υπέδειξε, με αναφορά στην Snook v. London and West Riding Investments Ltd (1967) 2 Q.B. 786, στον Chitty on Contracts 24η έκδοση, Τόμος ΙΙ, σελ. 462 και στην Barclays Bank Plc κ.ά. ν. J.G.L. (Constr.) Ltd κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1726, πως απαιτείται κοινή πρόθεση και των δύο μερών να μην δημιουργηθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που τα έγγραφά τους εμφανίζονται να δημιουργούν. Στην απουσία, λοιπόν, οποιασδήποτε μαρτυρίας από την πλευρά των εφεσειόντων και ενόψει της αναντίλεκτης μαρτυρίας του διευθυντή καταστήματος των εφεσιβλήτων πως, αναφορικά με τα έπιπλα, στηρίχθηκε στη διαβεβαίωση των ίδιων των εφεσειόντων, ο δεύτερος από τους οποίους ήταν και συγγενής του, κατέληξε πως ο ισχυρισμός τους παρέμεινε μετέωρος.

 

Ενώπιόν μας οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως, αντίθετα προς ό,τι κρίθηκε πρωτοδίκως, δεν είχαν οι ίδιοι το βάρος της απόδειξης πως η σύμβαση ήταν εικονική. Όπως το κατανοούμε, για να φανεί με μαρτυρία που οι εφεσίβλητοι όφειλαν να προσκομίσουν πως τα έπιπλα ήταν υπαρκτά αφού, όπως εξηγήθηκε στην T.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση 11538, ημερ. 20.1.05, «η Τράπεζα είχε το βάρος να αποδείξει την έγκυρη κατάρτιση των ενοικιαγορών σύμφωνα με το Νόμο . . .». Πρόκειται για απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσε ο Χ"Χαμπής, Δ., στην Barclays Bank Plc (ανωτέρω), την οποία ακριβώς επικαλούνται οι εφεσίβλητοι και στην οποία αμέσως προηγουμένως, εξηγούνται και τα ακόλουθα:

 

«Κατά τα λοιπά, δεν μπορεί να ευσταθήσει η εισήγηση ότι ήταν υποχρέωση της Τράπεζας να καλέσουν ως μάρτυρες τους προμηθευτές των αντικειμένων των ενοικιαγορών και άλλους για να αντικρούσουν τον ισχυρισμό των εναγομένων περί εικονικότητας τους. Ο ισχυρισμός αυτός, εγειρόμενος από τους εναγόμενους, έθετε σε αυτούς και το ανάλογο βάρος να τον αποδείξουν».

 

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην πρωτόδικη απόφαση. Οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν τη γραπτή σύμβαση και, με τη μαρτυρία των υπαλλήλων τους, εξήγησαν ακόμη και τις περιστάσεις της υπογραφής της. Η ίδια η σύμβαση αναφέρεται σε έπιπλα υπαρκτά, τα οποία και περιγράφονται σε πίνακα και η πρώτη εφεσείουσα εγγράφως αναγνώρισε πως τα παρέλαβε και πως βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. 

 

Σε επόμενο επίπεδο οι εφεσείοντες θεωρούν πως κατ΄ ανάγκην η συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί εικονική, στη βάση της μαρτυρίας που οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι προσκόμισαν. Επικαλέστηκαν κατ΄ αρχάς την ίδια τη σύμβαση. Κατά την αντίληψή τους, η σύμβαση ενοικιαγοράς υποχρεωτικά είναι τριμερής περιλαμβάνουσα έμπορο, χρηματοδότη και μισθωτή και εδώ έλειπε ο έμπορος. Στηρίχθηκαν στην Οργαν. Χρηματ. Τραπέζης Κύπρου Λτδ ν. Παντελή κ.α. (2004) 1 Α.Α.Δ. 854, την οποία, όμως, περερμήνευσαν. Δεν αναγνωρίστηκε εκεί τέτοια προϋπόθεση αλλά εξηγήθηκε η συμφωνία ενοικιαγοράς «υπό την τριμερή της μορφή», που ενδιέφερε στην περίπτωση εκείνη. Ενώ, ακριβώς, στην Κωνσταντίνου (ανωτέρω) η αναφορά σε έμπορο υποδεικνύει απλώς το σύνηθες με την περαιτέρω επεξήγηση ότι το αντικείμενο δεν αποκλείεται να ανήκε αρχικά στον ίδιο τον ενοικιαγοραστή.

 

Στη συνέχεια επικαλέστηκαν τη μαρτυρία του διευθυντή του υποκαταστήματος αναφορικά με το πώς διατέθηκε το ποσό της χρηματοδότησης, την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνυπολόγισε επειδή, όπως έκρινε, δεν περιλήφθηκε τέτοια λεπτομέρεια, ως στοιχείο εικονικότητας, στην υπεράσπιση και ανταπαίτηση. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε στο ζήτημα των λεπτομερειών ως απαιτουμένων ή όχι. Όπως ορθά εισηγούνται οι εφεσίβλητοι, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η κατάληξη. Ο τρόπος με τον οποίο διατέθηκε το ποσό της χρηματοδότησης που παραδεκτώς πληρώθηκε δεν είναι στοιχείο της σύμβασης που είχε συναφθεί. Είναι ζήτημα επόμενο και ως μη, μάλιστα, συναρτημένο προς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, αφορούσε σε άλλες σχέσεις, ιδίως της εφεσείουσας και του συζύγου της υπέρ του οποίου και συνεργάτη του αναφέρθηκε ότι διατέθηκε το ποσό.

 

Απομένει το ζήτημα του τερματισμού της σύμβασης και της απόδειξης του υπολοίπου. Πρώτα ο τερματισμός. Δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι επιστολή τερματισμού, στην οποία αναφέρονταν οι καθυστερημένες δόσεις και το υπόλοιπο, «αποστάληκε στις 16/7/99, δια συστημένης επιστολής από το δικηγορικό γραφείο Ν.Κ. Κλεάνθους & Σία προς τους Εναγόμενους, αλλά όχι προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής». Και το Πρωτόδικο Δικαστήριο τη δέχθηκε, ως Τεκμήριο 5, «προς απόδειξη των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω και όχι προς απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του». Εν τούτοις οι εφεσείοντες υποστήριξαν, επαναλαμβάνοντας τα ίδια και ενώπιόν μας, πως αυτή η επιστολή θα έπρεπε να αγνοηθεί επειδή ήταν ανυπόγραφη, απευθυνόταν προς την εφεσείουσα 1 και όχι και προς τον εφεσείοντα 2 και, πάντως, δεν κατατέθηκε προς απόδειξη του περιεχομένου της. Αυτά, χωρίς και να απαντούν στις επισημάνσεις των εφεσιβλήτων πως το υπογραμμένο πρωτότυπο το είχαν οι ίδιοι και δεν το παρουσίασαν ενώ τους είχε δοθεί σχετική ειδοποίηση και πως, περαιτέρω, αναφέρεται στην επιστολή πως και αυτή κοινοποιείται και στον εφεσείοντα 2. Πρόκειται για εντελώς αβάσιμους ισχυρισμούς και δεν προτιθέμεθα να εμπλακούμε σε θεωρητικές συζητήσεις. Το περιεχόμενο της επιστολής, δηλαδή τα αναφερόμενα στις δόσεις που δεν πληρώθηκαν και στο υπόλοιπο, είναι στοιχείο αδιάφορο. Ζητούμενο ήταν αν η επιστολή εστάλη και, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, οι εφεσείοντες παραδέχθηκαν την αποστολή της, από το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο και προς τους δύο.

 

Τελικά, η απόδειξη του υπολοίπου. Ο ισχυρισμός εξαντλείται με την επίκληση του γεγονότος ότι κατάσταση λογαριασμού που κατατέθηκε, έστω χωρίς ένσταση, ήταν ανυπόγραφη. Υπάρχει, όμως, όπως υπέδειξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η προφορική μαρτυρία του Ε. Μεστιτζή, Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Παρακολούθησης Λογαριασμών των εφεσιβλήτων στη Λάρνακα, που επιβεβαιώνει το περιεχόμενό της. Ούτως ή άλλως δε, με δοσμένο το αρχικό ποσό της χρηματοδότησης, το υπόλοιπο, ως επακόλουθο απλών λογιστικών πράξεων προκύπτει από όσα καταβλήθηκαν και δεν ήταν ποτέ η θέση των εφεσειόντων, θέμα για το οποίο ούτε και μαρτυρία προσκόμισαν βέβαια, πως πλήρωσαν περισσότερα ή πως στη βάση των όσων πλήρωσαν το υπόλοιπο θα έπρεπε να ήταν διαφορετικό.

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

 

 

 

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

/ΜΗ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο