ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 768

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

[ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 12044]

 

    8 Σεπτεμβρίου, 2006

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,  Ε. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

 

1.       Γεώργιος Κάρμιος,

2.       Αντώνης Ιωάννου,

3.       Γεώργιος Εφεσόπουλος,

4.       Κροίσος Μιχαηλίδης,

5.       Δώρος Χριστοφή,

6.       Ανδρέας Κυπριανού,

7.       Στέλιος Κούντουρος,

8.       Ερωτόκριτος Ματθαίου,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

1.  Γενικού Εισαγγελέα της Αγγλίας,

2.  Foreign and Commonwealth Office, από το Ηνωμένο Βασίλειο,

 

Εφεσιβλήτων.

 

 

 

κα Μ. Κάρμιου-Κόκκινου, για τους εφεσείοντες.

κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης, για τους εφεσίβλητους.

 

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης

 

 

Α  Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι ενάγοντες - εφεσείοντες υπηρετούσαν, ως τεχνικοί, στο Σταθμό Αναμετάδοσης Ραδιοφωνικών Προγραμμάτων στο Ζύγι, γνωστό ως British East Mediterranean Relay Station (B.E.M.R.S.). Στις 5.2.90 οι εφεσίβλητοι, ως εργοδότες, τους επέδωσαν επιστολή τερματισμού της απασχόλησής τους, όπως και σε 14 άλλους, για λόγους πλεονασμού, από τις 28.2.90. Με την παράλληλη πληροφόρηση πως θα τους παραχωρούνταν τα ωφελήματα που προβλέπονταν από τους Κανονισμούς για την περίπτωση.

 

Υπήρξαν αντιδράσεις, ενεπλάκη η Συντεχνία των υπαλλήλων και οι εργοδότες επανήλθαν με συγκεκριμένη πρόταση. Θα κατέβαλλαν επιπρόσθετα προς τα προβλεπόμενα, το ποσό των ΛΚ5.175 στον κάθε ένα. Αυτό το ποσό χαρακτηρίστηκε ως συμπλήρωμα και, κατά το σχετικό έγγραφο, οι εργοδοτούμενοι θα αποδέχονταν τον πλεονασμό και το επιπρόσθετο ποσό θα ήταν πληρωτέο μόνο έναντι υπογραφής δήλωσης ότι καμία άλλη απαίτηση δεν θα υποβαλλόταν στην B.E.M.R.S. σε σχέση με τον πλεονασμό. Παραθέτουμε τη σχετική αναφορά του τεκμηρίου 12, όπως την καταγράφει το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

"The following staff will accept redundancy on Abolition of Post terms inclusive of a supplement of C.£5.175.00. This supplement will only be payable to each in exchange of a signed statement that no further claims will be made against BEMRS in respect of their redundancy. Each individual will receive a statement showing how their benefits have been derived".

 

      Οι ενάγοντες υπέγραψαν τη δήλωση. Αναγνώρισαν με αυτήν είσπραξη του συμπληρωματικού ποσού και αποδέκτηκαν ότι αυτή η περαιτέρω πληρωμή απάλλασσε την B.E.M.R.S από όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις της σε σχέση με τον πλεονασμό. Με τη προσθήκη πως αναλάμβαναν να μην κινήσουν οποιαδήποτε αγωγή για επιπρόσθετες απαιτήσεις κατ΄ ακολουθίαν του τερματισμού της απασχόλησης. Παραθέτουμε και τη δήλωση:

 

"                                               STATEMENT

I acknowledge receipt of the Supplement to my Abolition of Post benefits and accept that this further payment discharges all financial obligations of B.E.M.R.S. in respect of my redundancy.

I undertake not to pursue any action for additional claims following the termination of my employment".

 

Καταβλήθηκαν, λοιπόν, στους εφεσείοντες οι αποζημιώσεις, όπως αυτές υπολογίστηκαν με αναφορά στους Κανονισμούς και, βεβαίως, το συμπληρωματικό ποσό και αποχώρησαν από την υπηρεσία. Μάλιστα, οι περισσότεροι από αυτούς, στη συνέχεια, αποδέκτηκαν προσωρινή, ορισμένης διάρκειας εργοδότηση από τους Εφεσίβλητους, υπό διαφορετικούς όρους και πάνω σε διαφορετική βάση.

 

Εν τούτοις, το 1992, με την αγωγή 403/92 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, διεκδίκησαν θεραπείες σχετικές με διακοπή της εργοδότησής τους. Εκείνη η αγωγή απορρίφθηκε και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατ΄ έφεση (Βλ. Κάρμιος κ.α. v. B.E.M.R.S of ECO κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1123), επειδή στρεφόταν κατά μη συγκροτημένου σώματος, και το 1998 επανήλθαν με την τωρινή αγωγή. Κεντρικό της σημείο ήταν ο ισχυρισμός πως οι εφεσίβλητοι, αντισυμβατικά και, πάντως, παράνομα τερμάτισαν την απασχόλησή τους, χωρίς να συντρέχουν στην πραγματικότητα λόγοι πλεονασμού ή άλλοι και χωρίς να τους είχαν δώσει την απαιτούμενη ούτως ή άλλως προειδοποίηση. Αυτό, όπως το έθεσαν στην έκθεση απαίτησης, παρά τις διαμαρτυρίες, παραστάσεις και επιμονή τους, με αποτέλεσμα την εν τέλει με ψευδείς, απειλητικές, παραπλανητικές, δόλιες και αμελείς παραστάσεις που συνιστούσαν αθέμιτο επηρεασμό (undue influence), εξασφάλιση της αποδοχής τους. Διεκδίκησαν, λοιπόν, δηλώσεις πως ο τερματισμός της απασχόλησής τους ήταν παράνομος ή αντισυμβατικός και όχι το αποτέλεσμα πλεονασμού, όπως αυτός καθορίζεται στο Νόμο, εννοώντας όπως εξηγήθηκε στη συνέχεια, τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο του 1967 (Ν.24/67 όπως τροποποιήθηκε). Και συναφώς, αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή για δόλο και/ή για ψευδείς παραστάσεις. Όπως και δήλωση ότι δικαιούνται να ενταχθούν στο σχέδιο συνταξιοδότησης όπως αυτό στη συνέχεια εφαρμόστηκε, μεταξύ άλλων και υπό τη θεώρηση ότι, παρά το ότι αποχώρησαν από την υπηρεσία, δεν είχε παρέλθει η περίοδος της προειδοποίησης στην οποία δικαιούνταν ή και που τους δόθηκε.

 

Οι εφεσίβλητοι, με την υπεράσπισή τους, απέδωσαν σε σκέψεις εκ των υστέρων τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων. Τους αρνήθηκαν ως προς την ουσία τους και προέβαλαν ό,τι εν τέλει αναδεικνύεται ως το κεντρικό ζήτημα. Όπως εισηγήθηκαν, εν όψει της συμπεριφοράς τους, στην οποία στηρίχθηκαν, κωλύονταν να προωθήσουν τις απαιτήσεις τους.

 

Κατέθεσαν 18 μάρτυρες για τους εφεσείοντες, περιλαμβανομένων και των ιδίων και 3 μάρτυρες για τους εφεσίβλητους. Επίσης κατατέθηκε μεγάλος αριθμός εγγράφων και η μαρτυρία, όπως και η συζήτηση στη συνέχεια, επικεντρώθηκε σε σωρεία θεμάτων, προεξαρχόντων εκείνων που αναφέρονται στους όρους εργοδότησης των εφεσειόντων, στο έγγραφο που τους ενσωμάτωνε και στην αληθή έννοια των προνοιών εκείνου του εγγράφου ή προηγούμενων συλλογικών συμβάσεων, στην ηλικία κανονικής αφυπηρέτησης τεχνικών και στις δυνατότητες τερματισμού της απασχόλησης λόγω πλεονασμού. Με αναφορά στην έννοια του όρου γενικά αλλά και στα πλαίσια του Ν.24/67.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού μελέτησε, όπως προκύπτει, στη λεπτομέρειά τους τη μαρτυρία και το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του, κατέληξε σε κρίσεις σε σχέση με τη σειρά των θεμάτων που εγέρθηκαν ή συναφών προς αυτά. Δεν ήταν, όμως, με αναφορά σε οτιδήποτε από αυτά που, εν τέλει, κατέληξε στην απόφασή του. Με αναφορά και στις υποθέσεις Γεωργίου v. Meridian Hotels Ltd (2002) 1 A.A.Δ. 2059 και Ιωάννου v. Οργ. Χρημ. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1522, έκρινε πως η σαφής δήλωση που υπέγραψαν οι εφεσείοντες, όπως το έθεσε, εκτός αν κηρυσσόταν άκυρη, «τους εμποδίζει να έρχονται τώρα και να προβάλλουν την αξίωση με την παρούσα αγωγή». Όπως εξήγησε περαιτέρω στη συνέχεια, «οι ενάγοντες δεσμεύονται από την εν λόγω δήλωση, λόγω κωλύματος (estoppel) λόγω συμπεριφοράς αφού οι εναγόμενοι με βάση την όλη διευθέτηση προχώρησαν και εφάρμοσαν το Σχέδιο Σύνταξης και επαναπροσέλαβαν επίσης μερικούς από τους ενάγοντες έστω και με προσωρινή απασχόληση». Εξέτασε δε το θέμα της ενδεχόμενης ακυρότητας της δήλωσης στο πλαίσιο της εισήγησης των εφεσειόντων, όπως αυτή διαμορφώθηκε ενώπιόν του χωρίς προώθηση άλλων εναλλακτικών αιτιών, πως ήταν το αποτέλεσμα ψυχικής πίεσης με την έννοια του άρθρου 16 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Αναφέρθηκε στη νομολογία που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες και, για λόγους που εξήγησε, κατέληξε πως «τα γεγονότα δεν φέρνουν την υπόθεση μέσα στις πρόνοιες των άρθρων 10 και 16 του Κεφ. 149». Δεν επηρεαζόταν επομένως, «η εγκυρότητα της δήλωσης» και, όπως κατέληξε, η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί. Με μια εξαίρεση, σε σχέση με την προειδοποίηση και την αποζημίωση που δέκτηκε ότι οι εφεσείοντες διεκδικούσαν για αυτή. Επί αυτού του θέματος έκρινε πως η προειδοποίηση των 3 εβδομάδων που δόθηκε με την επιστολή της 5/2/90, εν όψει των προνοιών του άρθρου 9 του Ν.24/67, θα έπρεπε να ήταν 6 εβδομάδες. Εφόσον δε αυτή ήταν «νομικό καθήκον», δεν επηρεαζόταν από το κώλυμα που κατά τα άλλα υπήρχε και επιδίκασε υπέρ τού κάθε ενός από τους εφεσείοντες το ποσό των Λ.Κ.675, με έξοδα στην ανάλογη κλίμακα, μειωμένα όμως κατά το ήμισυ, για τους λόγους που εξήγησε.

 

Διατυπώθηκαν 18 λόγοι έφεσης με αριθμό υποδιαιρέσεων ο καθένας και το περίγραμμα των αγορεύσεων των εφεσειόντων είναι  πολυσέλιδο. Προέχει όμως το ζήτημα της σημασίας της δήλωσης και των ενεργειών εκατέρωθεν, αφού από την κατάληξή του θα εξαρτηθεί και η κατάληξη των άλλων θεμάτων ως παρεπομένων. Περιλαμβανομένης, βεβαίως, και της αντίληψης των εφεσειόντων πως κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε αν πράγματι υπήρχε πλεονασμός που να δικαιολογούσε τις αρχικές επιστολές.  Όπως και των ζητημάτων που άπτονταν του τεκμ. 1 που το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως καθόριζε τους συμφωνημένους όρους της εργοδότησης των εφεσειόντων, στην έκταση, βεβαίως, που αυτό το ζήτημα συναρτάτο προς τις βασικές αξιώσεις. Και, περαιτέρω, των αναφερομένων στην ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων για διαγραφή από την τροποποιημένη υπεράσπιση ισχυρισμών σε σχέση με εκείνο το έγγραφο.

 

Συνοψίζουμε, συνεπώς, τις θέσεις των εφεσειόντων επί του κεντρικού θέματος: Θεωρούν ότι η ύπαρξη «ανταλλάγματος» στη δήλωση, εννοώντας τις ΛΚ5.175, την αναγάγει σε σύμβαση, με επακόλουθο την ενεργοποίηση πρώτα του άρθρου 28(1) του Κεφ. 149 σύμφωνα με το οποίο είναι άκυρη κάθε συμφωνία με την οποία μέρος της περιορίζεται απολύτως από του να ασκήσει τα δικαιώματά του δυνάμει ή σε σχέση με οποιαδήποτε σύμβαση με τις συνήθεις δικαστικές διαδικασίες ή που περιορίζει το χρόνο μέσα στον οποίο αυτά μπορούν να ασκηθούν. Μετά, του άρθρου 16, αναφορικά με την ψυχική πίεση. Και πάλιν με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία και σε συγγράμματα σε σχέση με όσα γενικώς προσμετρούν στα πλαίσια της νομοθετικής ρύθμισης[1]. Τόνισαν συναφώς ιδιαιτέρως την άποψή τους πως το πρωτόδικο δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η σχέση εργοδότη - εργοδοτούμενου δεν δημιουργούσε, αφ΄ εαυτής το τεκμήριο του άρθρου 16, ώστε το βάρος της απόδειξης να μετακινείται στους ώμους των εφεσιβλήτων. Και, περαιτέρω, ότι ούτως ή άλλως με την προσαχθείσα μαρτυρία, θεμελίωσαν οι ίδιοι την «αφόρητη ψυχολογική πίεση», που τους οδήγησε στην υπογραφή της δήλωσης. Και, επιπρόσθετα, πως η συμφωνία που ενσωμάτωνε η δήλωση ήταν, για αυτούς, υπέρμετρα επαχθής. Επειδή δε η νομολογία στην οποία αναφέρθηκαν περιελάμβανε και την αρχή πως παράλειψη προώθησης διαδικασίας για αποφυγή της συναλλαγής μέσα σε εύλογο χρόνο μπορεί να θεωρηθεί ως αποδοχή και επιβεβαίωσή της, εξηγώντας τη δική τους καθυστέρηση, αναφέρθηκαν στην ανάγκη μελέτης του θέματος από τους δικηγόρους τους και, ως προς εκείνους που είχαν επαναπροσληφθεί, επιπρόσθετα το γεγονός ότι, κατά την εισήγησή τους, εξακολουθούσαν να τελούν υπό την επιρροή των εφεσιβλήτων.

 

Ούτως ή άλλως, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, δεν συντρέχουν και οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κωλύματος. Αναφέρθηκαν και επί του προκειμένου στη νομολογία και σε συγγράμματα[2], με παραπομπή στη σύνοψη της αρχής όπως τη βρίσκουμε στη Μάρκου v. Πασχάλη (ανωτέρω), με αναφορά στη Hadji Yianni v. Attorney General of the Republic (1970) 1 C.L.R.32:

 

«Όταν ένας συμβαλλόμενος σε μια συναλλαγή με τα λόγια του ή τη συμπεριφορά του προβαίνει σε μια υπόσχεση ή διαβεβαίωση προς τον άλλο συμβαλλόμενο, που αποσκοπεί να επηρεάσει τις νομικές σχέσεις μεταξύ τους και ο άλλος συμβαλλόμενος ενεργεί πάνω σε αυτή, διαφοροποιώντας τη θέση του προς βλάβη του, δεν θα επιτραπεί στο συμβαλλόμενο που προέβηκε στην υπόσχεση ή έδωσε τη διαβεβαίωση να ενεργήσει με τρόπο ασυμβίβαστο προς αυτή».

 

Θεωρούν συναφώς πως έλειπε στην περίπτωση, ως αποφασιστική προϋπόθεση, η ύπαρξη συμβατικής σχέσης, αφού προηγήθηκε η επιστολή 5.2.90 και εφόσον, κατά την αντίληψή τους, η αξίωση αποζημίωσης για παράνομη απόλυση πηγάζει από το Νόμο, εννοώντας το Ν.24/67. Επίσης πως «δεν υπάρχει αναμφισβήτητη εγκατάλειψη του δικαιώματος για διεκδίκηση αποζημιώσεων, λόγω παράνομης απόλυσης», αφού η δήλωσή τους περιελάμβανε μόνο υποχρέωσή τους να μην προωθήσουν απαιτήσεις σε σχέση με τον πλεονασμό τους.

 

Μελετήσαμε όλα τα στοιχεία και, σε συμφωνία με την εισήγηση των εφεσιβλήτων, καταλήξαμε πως οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Δεν νομίζουμε πως η περίπτωση δικαιολογεί θεωρητικές αναζητήσεις εν όψει των κατατάξεων που οι εφεσίβλητοι επιχείρησαν. Ιδωμένη η υπόθεση, έστω κάτω από το φακό των κατατάξεων των εφεσειόντων, με κανένα τρόπο, στη βάση των δεδομένων όπως τα διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν δικαιολογεί τους ισχυρισμούς τους. Αυτά τα δεδομένα ούτε κατ΄ ελάχιστο είναι δυνατό να συσχετιστούν προς τις παραμέτρους λειτουργίας των προνοιών του άρθρου 28(1) του Κεφ. 149 και επί αυτού δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο. Και επί του ζητήματος, όμως, του άρθρου 16 του Κεφ. 149 σε σχέση με την ψυχική πίεση, θα είμαστε σύντομοι. Κατά το άρθρο 16(1) προαπαιτείται σχέση, στην οποία ο ένας βρίσκεται σε θέση να κυριαρχεί πάνω στη θέληση του άλλου και είναι η άποψη των εφεσιβλήτων πως οι εφεσείοντες βρίσκονταν ή τεκμαίρεται ότι βρίσκονταν σε τέτοια θέση, εν όψει του άρθρου 16(2)(α). Το άλλο προαπαιτούμενο είναι η χρησιμοποίηση αυτής της θέσης προς αποκόμιση άδικου πλεονεκτήματος. Με την περαιτέρω πρόνοια του άρθρου 16(3) πως, υφιστάμενης της θέσης κυριαρχίας πάνω στη θέληση του άλλου και εμφανιζόμενης της σύμβασης που συνάπτεται, στην όψη της ή με βάση τη μαρτυρία, ως υπερμέτρως επαχθούς, το βάρος της απόδειξης πως αυτή δεν προκλήθηκε με ψυχική πίεση, βαρύνει εκείνον που είναι σε θέση να κυριαρχεί πάνω στη θέληση του άλλου.

 

Όπως σημειώσαμε από την αρχή, όταν στάληκε η επιστολή της 5.2.90, ακολούθησαν αντιδράσεις και τέθηκε το θέμα του συμπληρωματικού ποσού. Οι εξελίξεις, από εκεί και πέρα, είναι σημαντικές. Δεν έσπευσαν οι εφεσείοντες να υπογράψουν τις δηλώσεις. Ούτε εν όψει του γεγονότος ότι, όπως αποδεχόμενο τη δική τους μαρτυρία διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο, άλλη υπάλληλος των εφεσιβλήτων τους ανέφερε πως υπήρχε ο κίνδυνος, αν δεν δέχονταν, να απολύονταν 22 υπάλληλοι χωρίς τέτοια αποζημίωση. Όπως εξηγεί το πρωτόδικο δικαστήριο, υπήρξε συζήτηση του θέματος σε επανειλημμένες συνεδρίες, σε όλη του την έκταση, μάλιστα με αναφορά και στον προγραμματισμό για την επαναπρόσληψη των 6 από τους εφεσείοντες, σε άλλη βάση, στο πλαίσιο της συμφωνίας τους. Και, επιπλέον, έτυχαν νομικών συμβουλών, οι οποίες μάλιστα δεν ήταν μονοσήμαντες. Ήταν, λοιπόν, η υπογραφή των δηλώσεων, το αποτέλεσμα της ελεύθερης θέλησης των εφεσειόντων, μετά από στάθμιση όλων των δεδομένων. Και αυτό ανεξάρτητα και από το γεγονός ότι την άσκηση της ψυχικής πίεσης οι εφεσείοντες τη συνδέουν με τη συμπεριφορά απλού υπαλλήλου των εφεσιβλήτων, συναδέλφου τους δηλαδή, ή εκπροσώπου της Συντεχνίας ή με το γεγονός της διάσπασης, σε κάποιο στάδιο, που παρατηρήθηκε στους κόλπους της Συντεχνίας.

 

Επομένως, παρέλκει και η περαιτέρω συζήτηση των άλλων παραμέτρων σε σχέση με το τεκμήριο και το βάρος απόδειξης και αυτό χωρίς να θέλουμε να πούμε ότι είναι βάσιμα τα συναφή επιχειρήματα των εφεσειόντων. Είτε αναφορικά με τη θέση κυριαρχίας των εφεσιβλήτων πάνω στη θέληση των εφεσειόντων, απλώς με αναφορά στη σχέση τους είτε και αναφορικά με την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου, πως «η συνέπεια της αποδοχής της συμφωνίας», δεν ήταν καν επαχθής για τους εφεσείοντες. Όλα τα γεγονότα ήταν γνωστά, με κύρια πηγή τους ίδιους τους εφεσείοντες και τους μάρτυρές τους και, ουσιαστικά, η βασική αμφισβήτηση, αφορούσε στα συμπεράσματα που ευλόγως θα έπρεπε να εξαχθούν.

 

Προδήλως αβάσιμα είναι και τα επιχειρήματα των εφεσειόντων σε σχέση με το κώλυμα. Είχε, βεβαίως, προηγηθεί η επιστολή της 5.2.90, αλλά υπήρξε αναπροσαρμογή που σαφώς χρειαζόταν, αν επρόκειτο να λειτουργήσει, την αποδοχή των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες, με πλήρη γνώση, υπέγραψαν τη συναφή δήλωση που παραθέσαμε και, σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση, καταλήγουμε πως θα ήταν άδικο να επιτραπεί το επανάνοιγμα του θέματος για να συζητηθεί, στο πλαίσιο αγωγής, αν δεν υπήρχε πράγματι πλεονασμός, αν συναφώς υπήρξε παράνομη απόλυση και αν οι εφεσείοντες δικαιούνται αποζημίωση σε τέτοια βάση. Επρόκειτο για δήλωση που περιλάμβανε υπόσχεση ή διαβεβαίωση που αποσκοπούσε στο να επηρεάσει τη μεταξύ τους σχέση, στη βάση της οποίας οι εφεσίβλητοι πράγματι ενήργησαν προς βλάβη της δικής τους θέσης. Με αποτέλεσμα την καταβολή του συμπληρωματικού ποσού αλλά, περαιτέρω, και την τροχιοδρόμηση της εν γένει πολιτικής τους, που περιλάμβανε και τις ρυθμίσεις για επαναπρόσληψη ορισμένων οι οποίοι και με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά, επιβεβαίωσαν τα προηγηθέντα.

 

Το δεύτερο θέμα που εγείρεται με τους λόγους έφεσης, αφορά στο ποσό που επιδικάστηκε αντί προειδοποίησης. Η θέση των εφεσειόντων ήταν πως θα έπρεπε να τους είχε επιδικαστεί ποσό στη βάση των τριών μηνών και για να τεκμηριώσουν τα επιχειρήματά τους, ανέτρεξαν στις συλλογικές συμβάσεις, υποστηρίζοντας πως από τις πρόνοιές τους και όχι από το έγγραφο (τεκμ. 1), που λανθασμένα κατά την εισήγησή τους το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι διήπε τη σχέση τους, θα έπρεπε να επιλυθεί το θέμα. Μάλιστα ενώ, όπως επισήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο, για την προώθηση άλλων θέσεών τους, θεωρούσαν ότι το συμπληρωματικό ποσό που είσπραξαν και που, βεβαίως, θα αντιστοιχούσε σε προειδοποίηση πολύ μεγαλύτερης διάρκειας, πληρώθηκε έναντι προειδοποίησης.

 

Αυτές οι θέσεις των εφεσειόντων παραγνωρίζουν τη βάση πάνω στην οποία το πρωτόδικο δικαστήριο τους επιδίκασε ποσό για προειδοποίηση. Αυτό δεν σχετιζόταν προς το ποιο έγγραφο διήπε τη σχέση τους ή και περιλάμβανε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Το ποσό επιδικάστηκε, παρά το γεγονός ότι το έγγραφο (τεκμ. 1), δεν περιλάμβανε πρόνοια για προειδοποίηση. Αν επρόκειτο να συζητηθεί το θέμα σε τέτοια βάση, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, θα υπήρχε και για αυτό κώλυμα στην προώθησή του. Δεν μπορούσε, όμως, να τεθεί επί του προκειμένου τέτοιο θέμα επειδή, όπως σημειώσαμε και προηγουμένως, το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ότι οι εφεσείοντες είχαν «νομικό καθήκον» για προειδοποίησή τους δυνάμει του άρθρου 9 του Ν.24/67, στη βάση των προνοιών τού οποίου και καθόρισε τη διάρκειά της. Δεν υπάρχει αντέφεση και δεν θα επεκταθούμε, βεβαίως, σ΄ αυτό το σκεπτικό, αφού όμως οι λόγοι έφεσης και τα επιχειρήματα των εφεσειόντων δεν συναρτώνται προς αυτά, δεν τεκμηριώνουν και λόγο για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

 

Το τελευταίο θέμα αφορά στα έξοδα. Οι εφεσείοντες θεωρούν πως εσφαλμένα δεν τους επιδικάστηκε το σύνολο των εξόδων στην κλίμακα που αντιστοιχούσε στο ποσό που τους επιδικάστηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξήγησε γιατί δεν επιδίκασε πλήρη έξοδα. Το ζήτημα της προειδοποίησης ήταν μόνο μικρό μέρος των εν γένει απαιτήσεων οι οποίες απέτυχαν, για τις οποίες, όπως διαπιστώσαμε και εμείς, αφιερώθηκε προεξαρχόντως ο χρόνος και η διαδικασία. Ήταν εύλογος ο χειρισμός και απολήγει αβάσιμος και αυτός ο λόγος έφεσης.

 

 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

 

 

                                                      Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

 

                                                      Ε. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΚ/MH



[1]  Ιωάννου ν. Χαραλαμπίδου (1998) 1 ΑΑΔ 555,  Σωκράτους ν. Σιβιτανίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1602,  Κεφάλας κ.α. ν. Νικόλα (2000) 1 ΑΑΔ 1226,  Χαραλάμπους ν. Αριστοτέλους (2001) 1 ΑΑΔ 750,  Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1 ΑΑΔ 33,  Δημητρίου κ.α. ν. Κωνσταντινίδη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 1503Chitty on Contracts 25th ed. Vol. 1, σελ. 288 παρ. 512.

[2] Chitty on Contracts 25th ed. Vol. 1 - σελ 116-125,  Shaw v. Applegate [1978] 1 All ER 123,  Bowman v. Ship "Cutter" (1988) 1 CLR 337,  Φοινικιώτης ν. Greenmar Nav. κ.α. (1990) 1 ΑΑΔ 686,  Louis Tourist v. Ηλία (1992) 1 ΑΑΔ 98,  Μάρκου ν. Πασχάλη (2001) 1 ΑΑΔ 829.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο