ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 800
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 12026)
8 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΕΤΟΚΑΚΗΣ,
Εφεσείων,
ΚΑΙ
1. ΛΑΜΠΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ
2. ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,
Εφεσίβλητοι.
_________
Α. Ντορζής, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Καλλής, για τους Εφεσίβλητους.
_________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Την 31/3/2003 οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αγωγή εναντίον του εφεσείοντος με την οποία ζητούσαν αποζημιώσεις για την κατ' ισχυρισμό παραβίαση νομικής υποχρέωσης του εφεσείοντος να συμπληρώσει την εκτέλεση έργων ανακαίνισης της οικίας τους στην ΄Εγκωμη, Λευκωσίας. Τα έργα ανακαίνισης είχαν ως σκοπό τη μετατροπή της οικίας των εφεσιβλήτων έτσι που η οικία τους να είναι παρόμοια με την οικία του γνωστού μανεκέν Κλώντια Σιήφερ. Την ίδια μέρα καταχώρισαν αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης ακίνητης περιουσίας και μετοχών του εφεσείοντος μέχρι αποπεράτωσης της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβη σε μία ανάλυση της μαρτυρίας και της νομικής πλευράς αποφάνθηκε ότι ικανοποιούνταν τα στοιχεία τα οποία δικαιολογούσαν την οριστικοποίηση του διατάγματος που είχε εκδοθεί μονομερώς και διέταξε όπως το διάταγμα μη αποξένωσης παραμείνει σε ισχύ μέχρι την τελική εκδίκαση της αγωγής.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ζητά την ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο,
(i) Εσφαλμένα έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την αίτηση μονομερώς,
(ii) Εσφαλμένα παρέλειψε να εξετάσει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από τους εφεσίβλητους,
(iii) Εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι υπήρχε πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και γιατί
(iv) Εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τυχόν απόφαση η οποία θα εκδιδόταν υπέρ τους.
(i) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης μονομερώς.
΄Εχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ότι η έκδοση του διατάγματος μονομερώς ήταν εσφαλμένη αφού δεν είχε αποδειχθεί το κατεπείγον του θέματος που θα επέτρεπε την παρέκκλιση από τον κανόνα να ακουστούν και οι δύο πλευρές πριν από την έκδοση του διατάγματος.
Η πρωτόδικη απόφαση πάνω σ΄ αυτό το θέμα ήταν η ακόλουθη:
«Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης προκύπτει ότι η αγωγή καταχωρήθηκε λίγες μέρες μετά την ισχυριζόμενη συνάντηση μεταξύ του ενόρκως δηλούντα εκ μέρους των αιτητών και του καθ΄ ου και τη διαφωνία η οποία προέκυψε σε ότι αφορά την πρόοδο των εργασιών. Κατεχωρήθη μετά που ο καθ΄ου εκστόμισε την απειλή για μη ικανοποίηση απαίτησης του ενάγοντα σε περίπτωση καταχώρησης αγωγής.»
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Από τα στοιχεία που έχουν παρατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι οι εφεσίβλητοι διαπίστωσαν στις 27/3/2003 ότι ο εφεσείων είχε διακόψει την εκτέλεση των εργασιών και η επίδικη συμφωνία τερματίστηκε με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 31/3/2003 και τόσο η αγωγή όσο και η αίτηση για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος καταχωρήθηκε στις 31/3/2003. Σημειώνεται ότι ο εφεσείων σε συζήτηση που είχε με τους εφεσίβλητους στις 27/3/2003, τους είχε αναφέρει ότι και σε περίπτωση καταχώρησης αγωγής εναντίον του θα φρόντιζε ότι οι εφεσίβλητοι δεν θα έπαιρναν τίποτε.
Τα πιο πάνω καθορίζουν τα πλαίσια μέσα στα οποία ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα μπορούσε να εκδώσει το προσωρινό διάταγμα με βάση τη μονομερή αίτηση.
(ii) Απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων από τους εφεσίβλητους.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι προέβηκαν στην απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων τα οποία καθιστούν την έκδοση του διατάγματος ακροσφαλή. Ο ισχυρισμός αυτός του εφεσείοντος ο οποίος περιέχεται στην ένσταση που έχει καταχωρήσει, παραμένει μετέωρος αφού δεν συνοδεύεται από καμιά συγκεκριμένη αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης του δήλωσης. Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι δεν υποβλήθηκε στον α΄ εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του οποιαδήποτε ερώτηση η οποία θα αποδείκνυε τον πιο πάνω ισχυρισμό. Η εισήγηση ότι η αποδοχή του ισχυρισμού του α΄ εφεσίβλητου, ο οποίος περιέχεται στην ένορκη του δήλωση, ότι του είχε αναφερθεί από το αρχιτεκτονικό γραφείο των Αρχιτεκτόνων Ι. Α. Φιλίππου ότι θα χρειαζόταν ποσό £220.000 για τη συμπλήρωση της ανακαίνισης της κατοικίας, ορθά έγινε αποδεκτό, παρά τη μη αναφορά στο όνομα του προσώπου που είχε δώσει την πληροφορία. Σημειώνουμε ότι για το θέμα αυτό ουδεμία ερώτηση υποβλήθηκε στον α΄ εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια της αντεξέτασής του.
(iii) Πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής.
΄Εχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την εισήγησή του ότι η συμφωνία μεταξύ του εφεσείοντος και των εφεσιβλήτων ήταν έκδηλα παράνομη αφού ο εφεσείων δεν ήταν εργολάβος οικοδομών και δεν μπορούσε να αναλάβει την εκτέλεση των εργασιών της ανακαίνισης της κατοικίας.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα ήταν η πιο κάτω:
«Από την ένορκη δήλωση εκ μέρους των αιτητών αλλά και από την ένορκη δήλωση του καθ΄ου η αίτηση, φαίνεται ότι υπάρχουν ζητήματα προς εκδίκαση τα οποία αναφύονται μέσα από την προφορική συμφωνία με την οποία ο εναγόμενος ανέλαβε την διεκπεραίωση εργασιών με σκοπό την ανακαίνιση της κατοικίας των αιτητών.
Η ακριβής φύση της σχέσης εναγόντων και εναγομένου δεν είναι του παρόντος, θα αναζητηθεί και θα προσδιοριστεί στο τελικό στάδιο της δίκης.»
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι ορθή. Η νομική φύση της συμφωνίας για την ανακαίνιση της οικίας είναι θέμα το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της αγωγής και δεν θα μπορούσε να εξεταστεί μέσα στα περιορισμένα πλαίσια τα οποία παρέχονται κατά την εκδίκαση μιας αίτησης (βλ. Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248).
(iv) Μη ικανοποίηση της απόφασης η οποία πιθανόν να εκδοθεί προς όφελος των εφεσιβλήτων.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε περίπτωση να μην ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις των εφεσιβλήτων σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, είναι λανθασμένη, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο θέμα ήταν η πιο κάτω:
«Εξετάζοντας τώρα το κριτήριο της πιθανότητας οι ενάγοντες να μην μπορούν να ικανοποιήσουν μεταγενέστερη απόφαση που ήθελε τυχόν εκδοθεί υπέρ τους (Αρ.5(1) Κεφ.6) και κατ΄ ακολουθία τη (γ) προϋπόθεση του άρθρου 32 και την προϋπόθεση του άρθρου 9(2) του Ν.31(Ι)/92 καταλήγω ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει έστω ένδειξη της αξίας της περιουσίας που έχει δεσμευθεί. Το γεγονός και μόνο ότι είναι η μόνη περιουσία του καθ΄ ου και ότι θα είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί τουλάχιστον μερικώς η αξίωση των αιτητών ύψους σύμφωνα με τη θέση τους £200.000 χωρίς καμιά εκτίμηση για την αξία της περιουσίας, δεν προσδιορίζει και το ύψος της αξίας της περιουσίας η οποία έχει δεσμευθεί. Βέβαια ο καθ΄ ου αναφέρει ότι εντός των τεμαχίων βρίσκεται υπό ανέγερση η κατοικία της οικογένειας του και ότι τα τεμάχια είναι υποθηκευμένα αντί ποσού £100.000. Αυτό είναι ενδεικτικό ότι η αξία τους υπερβαίνει το ποσό αυτό αλλά και πάλι δεν μπορεί να συναχθεί η αξία τους. Ο καθ΄ ου και πάλι δεν έδωσε έστω ενδεικτικό ποσό ώστε να διαφανεί αν η δέσμευση αφορά σε περιουσία πολύ μεγαλύτερης αξίας ούτε ισχυρίστηκε ο καθ΄ ου ότι δεσμεύτηκε με περιουσία πολύ μεγαλύτερης αξίας, συνεπώς δεν βρίσκω λόγο γιατί να μην διατηρηθεί το προσωρινό διάταγμα σε σχέση με την ακίνητη περιουσία.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού απεφάσισε όπως συμπεριλάβει μέσα στο σχετικό διάταγμα και τις 1.000 μετοχές της εταιρείας Parfet Shoes Ltd οι οποίες είναι εγγεγραμμένες στο όνομα του εφεσείοντος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το διάταγμα θα έπρεπε να παραμείνει σε ισχύ μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης.
Στην παρούσα περίπτωση η απαίτηση των εφεσιβλήτων είναι για το ποσό των £282.300 υπό τύπο αποζημιώσεων με επιπρόσθετη απαίτηση για τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις. Το εκδοθέν διάταγμα έχει δεσμεύσει δύο τεμάχια ακίνητης ιδιοκτησίας του εφεσείοντος και 1.000 μετοχές που είναι εγγεγραμμένες στο όνομά του σε μία ιδιωτική εταιρεία. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι τα πιο πάνω δύο τεμάχια είναι υποθηκευμένα έναντι του ποσού των £100.000. Ο ίδιος ο εφεσείων δεν έχει δώσει οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία θα οδηγούσαν σε συμπέρασμα ότι έχει δεσμευθεί μεγαλύτερη σε αξία περιουσία από ότι η απαίτηση των εφεσιβλήτων, σε βαθμό που θα εδικαιολογείτο η διαφοροποίηση του διατάγματος.
Σημειώνουμε ότι σε περιπτώσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων ο αιτητής δεν έχει το βάρος να αποδείξει την πραγματική πρόθεση του καθ΄ ου η αίτηση να προβεί σε μεταβίβαση της περιουσίας του. ΄Οπως έχει λεχθεί από το Δικαστή Πική στην υπόθεση Τσιολάκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782, εκείνο το οποίο απαιτείται «είναι η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος.» Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Π. Αρτέμης, Δ.
Μ. Κρονίδης. Δ.
Δ. Ηλιάδης, Δ.
/ΜΔ