ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 934
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 11627)
[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑ Π. ΠΑΠΑΚΟKΚΙΝΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενάγουσα,
ν.
Εφεσιβλήτων-Εναγομένων.
----------
Α. Παπακοκκίνου, για εφεσείουσα
Δ. Μιχαηλίδης, για εφεσίβλητους.
Π. Αρτέμη, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με βάση ατύχημα, στο οποίο κατ΄ισχυρισμό ενεπλάκη η ενάγουσα στο ξενοδοχείο Χίλτον στην Αθήνα, η τελευταία ήγειρε αγωγή με γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα για αποζημιώσεις, τόσο στη βάση αμέλειας, όσο και για παράβαση σύμβασης.
Η αγωγή στρεφόταν εναντίον διαφόρων εναγομένων, συμπεριλαμβανομένης και της εταιρείας Hilton International, όλων με διευθύνσεις, όπως φαίνονταν στο κλητήριο ένταλμα, στο εξωτερικό.
Μετά από σχετικό αίτημα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 18.10.96 παραμέρισε κάθε διαδικαστικό διάβημα σε σχέση με τη θεραπεία που αφορούσε την αμέλεια ως άκυρο και ιδιαίτερα τη σφράγιση του κλητηρίου, την άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και την επίδοση, αναστέλλοντας κάθε περαιτέρω διαδικασία σε σχέση με τη θεραπεία που βασιζόταν σε αστικό αδίκημα, λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας.
Στις 20.9.00, άλλη Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η Πρόεδρός του, με ενδιάμεση απόφασή της, απέρριψε αίτηση για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος με προσθήκη διεύθυνσης των εναγομένων 2 στην Κύπρο, καθώς και παραγράφου στο αιτητικό με την οποία επαναλαμβανόταν το αίτημα για θεραπεία για διάπραξη αστικού αδικήματος, πανομοιότυπη με την παράγραφο για την οποία είχε ανασταλεί προηγουμένως η διαδικασία. Σχετικά με τη διεύθυνση των εναγομένων 2, η Δικαστής έκρινε στην ενδιάμεσή της απόφαση, πως αυτή δεν αποτελούσε μέρος του κλητηρίου εντάλματος, το οποίο θα μπορούσε να επιδοθεί στους εναγομένους σε οποιαδήποτε διεύθυνση στην Κύπρο χωρίς τροποποίηση.
Δύο περίπου χρόνια αργότερα, με την πολυσέλιδη Έκθεση Απαίτησης που καταχώρησε, η ενάγουσα προσπάθησε να καταδείξει ότι η Hilton International είχε τοπική δραστηριότητα με διαμονή και γραφείο καθώς και εργασίες στη Λευκωσία. Έτσι, επανέφερε ζήτημα αστικού αδικήματος, παρά την απόφαση της 18.10.96. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αυτεπάγγελτα ήγειρε προδικαστικώς θέμα αναφορικά με το κατά πόσο είχε, εν πάση περιπτώσει, δικαιοδοσία ή κατά πόσο θα ήταν κατάχρηση να επιληφθεί, κάτω από τις περιστάσεις, της πτυχής της υπόθεσης που αφορούσε αστικό αδίκημα. Η θέση της συνηγόρου της ενάγουσας ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε τη διαδικασία, αλλά απλώς την ανέστειλε και έτσι, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί και πάλι με βάση το α.21(1)(β) του Ν. 14/60, αφ΄ης στιγμής διαπιστώθηκε ότι οι εναγόμενοι είχαν εργασίες στην Κύπρο και τους επιδόθηκε η αγωγή.
Η εφεσείουσα-ενάγουσα επικαλείται προς υποστήριξη της θέσης της την ενδιάμεση απόφαση της 20.9.00, προφανώς λόγω των παρατηρήσεων της Δικαστού προς το τέλος της απόφασης, πως της ανασταλείσας διαδικασίας για τη θεραπεία με βάση το αστικό αδίκημα «θα μπορούσε εάν βεβαίως υπάρξουν οι προϋποθέσεις το Δικαστήριο να της επιληφθεί», αφού τούτο δεν είχε διαγράψει τη θεραπεία, αλλά απλώς ανέστειλε τη διαδικασία.
Η απάντηση της άλλης πλευράς ήταν ότι η επίδοση στην εναγομένη 2 στην Κύπρο δεν καθιστούσε έγκυρη και κανονική τη διαδικασία αν ήταν άκυρη και αντικανονική, αφού η απόφαση για αναστολή δεν έπαυσε να ισχύει και η εφεσείουσα-ενάγουσα κωλυόταν να επαναφέρει θέμα αμέλειας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η αναστολή έγινε για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας, δεν είχε την έννοια ότι ο διάδικος θα μπορούσε να επανέλθει με βάση άλλα δεδομένα. Η απόφαση ήταν ότι εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης και δεν ήταν επιτρεπτό η ενάγουσα με οποιοδήποτε τρόπο να επαναφέρει το θέμα. Το Δικαστήριο και με αναφορά στην Παπακόκκινου ν. Εταρείας Landbroke Group PLC κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 838, με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 18.10.96, κατέληξε πως «η επίδοση που έγινε στην Κύπρο, ανεξάρτητα από τη δικονομική στάση των διαδίκων, δεν μεταβάλλει τη διαπίστωση πως δεν υπάρχει δικαιοδοσία και κατ΄ουσία είναι ως να μην έχει γίνει».
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα-ενάγουσα αμφισβητεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως εσφαλμένη, προβάλλει περίπου τα ίδια επιχειρήματα που πρόβαλε και πρωτοδίκως και ισχυρίζεται περαιτέρω πως με την απόφαση του το Δικαστήριο της καταπατά τα ανθρώπινά της δικαιώματα.
Στην Παπακοκκίνου ν. Landbroke Group PLC κ.α. (πιο πάνω), όπως αναφέρει το Εφετείο στην απόφασή του, στο πρωτόδικο Δικαστήριο «κρίθηκε πως υπήρχε εξ αρχής αθεράπευτη ακυρότητα».
Το Εφετείο στην πιο πάνω απόφαση καταλήγοντας, παρέθεσε και υιοθέτησε και το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Όσα δε, έχουν αναφερθεί επαρκούν για να καταλήξουμε, από το στάδιο αυτό, στην απόφαση περί μη στοιχειοθέτησης τοπικής αρμοδιότητας. Ότι και αν λεχθεί στην έκθεση απαίτησης δεν μπορεί να ανανεώσει τα δύο δεδομένα που η ίδια η ενάγουσα απεκάλυψε:
πρώτον, το δεδομένο ότι η βάση του αγώγιμου δικαιώματος σε ότι αφορά αδικοπραξία . . . προέκυψε στο Χίλτον Αθηνών, . . .
δεύτερον, το δεδομένο σε σχέση με τις διευθύνσεις των εναγομένων κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής . . .».
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας.)
Θέμα σχετικό κρίθηκε στην πολύ πρόσφατη απόφασή μας στην Χριστοφόρου κ.α. ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ, Π.Ε. 12049, ημερομηνίας 27.7.06, όπου θεωρήθηκε πως, μετά την αναστολή της διαδικασίας λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επιληφθεί οποιουδήποτε διαβήματος στην αγωγή και πως η αναστολή της διαδικασίας χωρίς όρους λόγω έλλειψης τοπικής αρμοδιότητας ισοδυναμούσε με διακοπή της διαδικασίας, αφού δεν μπορούσε να αναβιώσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες.
Με βάση τα όσα λέχθηκαν στην Παπακοκκίνου ν. Landbroke Group PLC κ.α. (πιο πάνω), στην οποία έκαμε αναφορά ο πρωτόδικος Δικαστής, καταλήγουμε πως η απόφαση του επί του θέματος που ήγειρε αυτεπάγγελτα, ήταν ορθή. Η ενδιάμεση απόφαση της Δικαστού της 20.9.00, δεν είχε αποφασίσει τα υπό κρίση σημεία, αφού η αίτηση για τροποποίηση είχε απορριφθεί και θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι παρατηρήσεις περί δυνατής αναβίωσης της διαδικασίας αποτελούσαν obiter dicta.
Αλλά ακόμη και αν τα λεχθέντα δεν συνιστούσαν obiter dicta, εν όψει των όσων λέχθηκαν στην Παπακοκκίνου ν. Landbroke Group PLC κ.α. που παραθέσαμε πιο πάνω, καθώς και τα όσα αποφασίστηκαν στην Χριστοφόρου κ.α. ν. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (πιο πάνω) θεωρούμε πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε προϋπόθεση για να αναβιώσει η διαδικασία, ούτως ώστε να της επιληφθεί το Δικαστήριο. Έτσι, κρίνουμε πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ της υπό έφεση απόφασης και της προηγούμενης ενδιάμεσης απόφασης του ίδιου Δικαστηρίου, όπως είχε υποβάλει η εφεσείουσα-ενάγουσα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας-ενάγουσας.
Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.