ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 691
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 68/2005)
19 Ιουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑÏΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ANAPTIXIS GROUP LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΝΙΚΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ,
Εφεσίβλητου.
― ― ― ― ―
Γ. Χριστοδούλου και Γ. Κυπραίος, για τους Εφεσείοντες.
Α. Θεοφίλου, για τον Εφεσίβλητο.
― ― ― ― ―
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2000, η εφεσείουσα γνωστοποίησε πρόθεση εισαγωγής τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Στις 22.6.2000 ο εφεσίβλητος υπέγραψε έντυπο ανέκκλητης δέσμευσης για την αγορά 50000 μετοχών της εφεσείουσας και κατέβαλε το αντίτιμο εκ ΛΚ10.000, ποσό το οποίο η εφεσείουσα κατέθεσε στον τραπεζικό της λογαριασμό. Το έντυπο/αίτηση που ο εφεσίβλητος υπέβαλε για την αγορά των μετοχών διαλάμβανε,
«Εχω πληροφορηθεί ότι η εταιρεία σας θα αυξήσει το κεφάλαιό της με την έκδοση νέων συνήθων μετοχών που θα προσφερθούν σε περιορισμένο αριθμό συνεργατών ονομαστικής αξίας 0.20 σεντ η κάθε μια που προσφέρονται στο άρτιο, μέσα στα πλαίσια της πρόθεσης της να μετατραπεί αργότερα σε δημόσια και να υποβάλει αίτηση στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ).
............................................................................................
Επειδή πιστεύουμε ότι η εταιρεία σας θα έχει καλές προοπτικές και αφού έχουμε μελετήσει την πληροφοριακή έκθεση επιθυμούμε να υποβάλουμε αίτηση αγοράς μετοχών από τις νέες μετοχές που θα εκδοθούν.»
Η εφεσείουσα, παρέδωσε στον εφεσίβλητο το πιστοποιητικό των μετοχών που αυτός αγόρασε και στις 20.7.2000 έγινε η σχετική εγγραφή στο Τμήμα Εφόρου Εταιρειών.
Στις 19.10.2000 η εφεσείουσα υπέβαλε αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό και, ενόψει της αποτυχίας εισαγωγής των τίτλων στο Χρηματιστήριο, ο εφεσίβλητος κίνησε αγωγή εναντίον της εφεσείουσας αξιώνοντας επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε για την αγορά των μετοχών. Η αγωγή στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, και στις πρόνοιες του άρθρου 58Α(3)Β και του άρθρου 3(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993 όπως έχει τροποποιηθεί από το Ν. 42(1)/2000. Το άρθρο 58Α(3)(β) έχει ως ακολούθως:
«Ενδιαφερόμενος αγοραστής που κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό ή αντάλλαγμα σε εκδότη, εταιρεία ή πρόσωπο για την αγορά μετοχών είτε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανωτέρω ή άλλως πως δύναται μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο ή νωρίτερα σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης να ζητήσει γραπτώς την επιστροφή του ποσού ή ανταλλάγματος εφόσον δεν του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι ή του έχουν δοθεί οι σχετικοί τίτλοι αλλά δεν έχουν εισαχθεί ακόμη στο Χρηματιστήριο. Σε τέτοια περίπτωση ο εκδότης ή η εταιρεία ή το πρόσωπο που εισέπραξε το ποσό ή το αντάλλαγμα οφείλει να το επιστρέψει στον ενδιαφερόμενο αγοραστή εντός δέκα ημερών από την ημερομηνία που ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ήθελε ζητήσει επιστροφή του χρηματικού ποσού ή του ανταλλάγματος που κατέβαλε με τόκο 6% υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτησηγια εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο και να επιστρέψει τους σχετικούς τίτλους εφόσον έχουν εκδοθεί και δοθεί στους ενδιαφερόμενους αγοραστές.
Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), το συμβούλιο δύναται να αποκλείσει εκδότη ή εταιρεία που παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, από την εισαγωγή των τίτλων του στο Χρηματιστήριο.»
Η εφεσείουσα αρνήθηκε ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι η πληρωμή των £10.000 έγινε κατόπιν παραστάσεων ότι οι μετοχές της επρόκειτο να εισαχθούν στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου. Αρνήθηκε επίσης ότι υπέχει υποχρέωση επιστροφής του πιο πάνω ποσού επειδή η αξίωση για επιστροφή, έγινε στις 20.6.2001 δηλαδή, μετά την κατάργηση του άρθρου 58Α(3)(β) με το Ν. 9(1)/2001 που δημοσιεύθηκε στις 16.2.2001. Η θέση της εφεσείουσας είναι ότι το άρθρο 58Α(3)(β) δημιουργεί δικαίωμα επιστροφής χρημάτων και όχι δικαίωμα απαίτησης χρημάτων. Και εφόσον ο εφεσίβλητος δεν αξίωσε επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε πριν από την κατάργηση του εν λόγω άρθρου, δεν γεννήθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα απαίτησης του καταβληθέντος ποσού. Η περίπτωση επομένως, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 58Γ* του Ν. 9(1)/2001 το οποίο διατηρεί τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που δημιουργήθηκαν με τις σχετικές διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Νόμου. (Ν. 4/2000).
Αντίθετη ήταν η θέση του εφεσίβλητου ο οποίος υποστήριξε ότι με το άρθρο 58Α(3)(β) δημιουργείται δικαίωμα απαίτησης επιστροφής των χρημάτων το οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, δημιουργήθηκε αυτόματα με την πάροδο τριών μηνών από τις 19.10.2000 που η εφεσείουσα υπέβαλε την αίτηση για εισαγωγή των τίτλων της στο Χρηματιστήριο. Επομένως, η προϋπόθεση για τη δημιουργία του δικαιώματος απαίτησης επιστροφής των χρημάτων, είναι η πάροδος των τριών μηνών χωρίς να έχουν εισαχθεί οι τίτλοι στο Χρηματιστήριο. Αυτό το δικαίωμα, από τη στιγμή που έχει δημιουργηθεί, μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε. Στην προκείμενη περίπτωση, το δικαίωμα απαίτησης για επιστροφή των χρημάτων, συνέχισε να υφίσταται και μετά την κατάργηση του άρθρου 58Α(3)(β) και συνεπώς έγκυρα ασκήθηκε με την επιστολή απαίτησης του εφεσίβλητου προς την εφεσείουσα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στην Harvest Capital Manag. Ltd v. Ταμάσιου (2003) 1(Γ) 1683, η οποία υιοθέτησε την απόφαση στη Χριστοδουλίδης κα ν. ΧΑΚ, υπόθ. αρ. 603/01, ημερ. 31.5.2002, δέχθηκε τη θέση του εφεσίβλητου και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση που οι τίτλοι εταιρείας δεν εισαχθούν στο Χρηματιστήριο μετά πάροδο τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής αίτησης για εισαγωγή των σχετικών τίτλων στο Χρηματιστήριο κλπ, το άρθρο 58Α(3)(β) δημιουργεί δικαίωμα υπέρ του αγοραστή να απαιτήσει επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε και υποχρέωση της εταιρείας να επιστρέψει τα χρήματα που εισέπραξε εντός 10 ημερών εφόσον ζητηθούν.
Η εφεσείουσα επικαλέστηκε νομικά κωλύματα τα οποία, καθώς εισηγείται, καθιστούσαν ανέφικτη την επιστροφή των χρημάτων στον εφεσίβλητο. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι ο μόνος τρόπος επιστροφής των χρημάτων ήταν η μείωση του κεφαλαίου της εταιρείας κατ΄ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 - άρθρα 64-68. Ωστόσο, έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της εφεσείουσας, ενεργώντας στα πλαίσια των πιο πάνω διατάξεων, αρνήθηκε να εγκρίνει τέτοια μείωση του κεφαλαίου με αποτέλεσμα να προκληθεί αδιέξοδο. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη, αποτέλεσε έρεισμα εισήγησης ότι ο προαναφερόμενος νόμος για επιστροφή των χρημάτων, αντίκειται στις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου και συνεπώς δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Επί του ιδίου θέματος, έγινε δεύτερη εισήγηση, παράλληλη της προηγούμενης, για να καταδειχθεί η ύπαρξη και άλλου κωλύματος επιστροφής των χρημάτων στον εφεσίβλητο. Οπως αναφέρθηκε, η επιστροφή των χρημάτων θα μπορούσε να γίνει μόνο σε περίπτωση που η ίδια η εταιρεία θα αποκτούσε δι΄ αγοράς τις μετοχές που παραχώρησε στον εφεσίβλητο σύμφωνα και κατ΄ εφαρμογή των άρθρων 57Α-57Στ του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Για να καταστεί όμως εφικτή μια τέτοια λύση, απαιτείται η ύπαρξη κερδών από τα οποία να γίνει η σχετική πληρωμή της αγοράς των μετοχών από την εταιρεία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, τα χρέη της εφεσείουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο, ανέρχονταν στα δυο εκατομμύρια λίρες και συνεπώς ούτε αυτή η λύση ήταν υπό τις περιστάσεις εφικτή.
Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε επιμελώς τις προαναφερόμενες εισηγήσεις της εφεσείουσας και εξήγησε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι αυτές είναι αβάσιμες. Ενόψει τούτου και της ανυπαρξίας άλλου ερείσματος υπεράσπισης, εκδόθηκε απόφαση υπέρ του εφεσίβλητου για ΛΚ10.000 με τόκο 6% ετησίως από 19.10.2000 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα.
Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και με την παρούσα έφεση, επιδιώκει τον παραμερισμό της. Προώθησε τους ακόλουθους λόγους έφεσης:
(α) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει ότι ο εφεσίβλητος δεν απέκτησε τους τίτλους της εφεσείουσας με παραστάσεις εισαγωγής ή με προοπτική εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι μπορούσε να διατάξει την επιστροφή των χρημάτων χωρίς προηγουμένως να τηρηθούν οι προϋποθέσεις των άρθρων 64 έως 68 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.
(γ) Το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η εφεσείουσα μπορούσε να επιστρέψει τα χρήματα με βάση τις πρόνοιες του νόμου 135(1)/2000.
(δ) Εσφαλμένα κρίθηκε αξιόπιστος ο μάρτυρας του εφεσίβλητου.
Ο λόγος έφεσης υπό στοιχείο (α) ανωτέρω, δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με δεδομένη τη διαπίστωση ότι η πρόθεση της εφεσείουσας ήταν να μετατραπεί σε δημόσια εταιρεία και για το σκοπό αυτό θα υπέβαλλε αίτηση στο Χρηματιστήριο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προοπτική εισαγωγής των τίτλων της στο Χρηματιστήριο ουσιωδώς συνέτεινε στην υποβολή της πρότασης για την αγορά των μετοχών από τον εφεσίβλητο. Ορθά κατά τη γνώμη μας έχει κριθεί ότι αυτή ακριβώς η προοπτική συνιστά περίπτωση εμπίπτουσα στις πρόνοιες του άρθρου 58 του Νόμου. Το άρθρο 58Α(3)(β) δεν προϋποθέτει την απόδειξη «παραστάσεων εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ». Είναι αρκετό να αποδειχθεί ότι έγινε νόμιμη πληρωμή και είσπραξη των χρημάτων, κατ΄ εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 58Α(1)(α) - (γ) είτε με την προοπτική εισαγωγής των τίτλων στο ΧΑΚ είτε άλλως πως. Ορθή επί του προκειμένου είναι η σκέψη της ευπαίδευτης δικαστού ότι η περίπτωση εμπίπτει στις περιπτώσεις των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που εξακολουθούν να υπάρχουν και μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου 9(1)/2001. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από την εκκαλούμενη απόφαση:
«Θεωρώ ότι, αν η πρόθεση του νομοθέτη ήτο να διαφυλαχθούν μόνο δικαιώματα που είχαν εξασκηθεί με γραπτή απαίτηση επιστροφής, δεν θα υπήρχε ανάγκη για διαζευκτική αναφορά σε δικαιώματα ή υποχρεώσεις, αφού, με τη γραπτή απαίτηση επιστροφής γεννάται και η αντίστοιχη υποχρέωση επιστροφής εντός δέκα ημερών από την απαίτηση.»
Η υποχρέωση επιστροφής χρημάτων δυνάμει των προνοιών του άρθρου 58Α(3)(β) συνιστά αυτοτελή υποχρέωση η οποία δεν επηρεάζεται από τις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου. Η γενική συνέλευση των μετόχων της εφεσείουσας καταψηφίζοντας την πρόταση για επιστροφή των χρημάτων στον εφεσίβλητο ουσιαστικά επέλεξε τη μη εκπλήρωση της απορρέουσας από το νόμο υποχρέωσης της εταιρείας. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η γενική συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας το οποίο αποφασίζει για κάθε θέμα που αφορά στη λειτουργία και τα συμφέροντα της εταιρείας. Η περίπτωση του εφεσίβλητου σε συνάρτηση προς τις πρόνοιες του άρθρου 58Α(3)(β) του νόμου θα μπορούσε ενδεχομένως να επιλυθεί από την γενική συνέλευση των μετόχων αν η απόφαση επί της πρότασης που υποβλήθηκε ήταν διαφορετική.
Προβάλλεται ισχυρισμός ότι το άρθρο 58Α(3)(β) για επιστροφή χρημάτων στους επενδυτές έχει καταργηθεί με το νόμο 115(1)/2005 και συνεπώς η όποια τυχόν υποχρέωση της εφεσείουσας για επιστροφή χρημάτων στον εφεσίβλητο έχει εκλείψει. Νομίζουμε πως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει η ουσία του θέματος όπως έχει τεθεί γιατί θεωρούμε ότι ο ισχυρισμός είναι πρόδηλα ανεδαφικός αφού τόσο η σχέση όσο και η διαφορά που προέκυψε, ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης του νόμου ο οποίος δεν έχει αναδρομική ισχύ. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί εφαρμογής της Δεύτερης Κοινοτικής Οδηγίας 77/91/EEC τις πρόνοιες της οποίας επικαλείται η εφεσείουσα. Η εν λόγω οδηγία ενσωματώθηκε στον περί Εταιρειών Νόμο με τον τροποποιητικό νόμο 70(1)/2003 ο οποίος τέθηκε σε ισχύ σε χρόνο μεταγενέστερο της επίδικης διαφοράς και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει οποιασδήποτε εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι η επίκληση της πιο πάνω κοινοτικής οδηγίας έγινε για πρώτη φορά στο στάδιο της έφεσης.
Προβάλλεται ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι η εφεσείουσα μπορούσε να επιστρέψει τα χρήματα κάνοντας χρήση των προνοιών του νόμου 135(1)/2000 χωρίς να τηρηθούν προηγουμένως οι προϋποθέσεις των άρθρων 57(Α)-57(ΣΤ). Θεωρούμε ότι αχρείαστα απασχόλησε το πρωτόδικο δικαστήριο το θέμα του τρόπου επιστροφής των χρημάτων στη βάση της μιας ή της άλλης νομοθετικής διάταξης. Η επίδικη διαφορά περιοριζόταν στο κατά πόσο η εφεσείουσα είχε νομική υποχρέωση έναντι του εφεσίβλητου για επιστροφή των χρημάτων που εισέπραξε δυνάμει του άρθρου 58Α(3)(β). Από τη στιγμή που το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι έχουν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις και η εφεσείουσα έχει εκ του νόμου υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων, θεωρούμε πως οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου με το θέμα ήταν περιττή. Στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας που αφορά αστικό χρέος το οποίο, δυνάμει αποφάσεως, μετατρέπεται σε εξ αποφάσεως χρέος, το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα και δεν εξετάζει τρόπους ή μηχανισμούς που αφορούν στη συμμόρφωση του εξ αποφάσεως οφειλέτη με το διατακτικό της απόφασης. Πρόκειται για θέμα που αφορά αποκλειστικά τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, εδώ την εφεσείουσα, η οποία είναι υποχρεωμένη να βρει τον κατάλληλο τρόπο συμμόρφωσης προς τη δικαστική απόφαση αφήνοντας κατά μέρος ανυπόστατους ισχυρισμούς για σύγκρουση νόμων και την δήθεν ύπαρξη νομικών κωλυμάτων.
Ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως αξιόπιστο μάρτυρα τον εφεσίβλητο είναι αβάσιμος. Τα επιχειρήματα που προώθησε η εφεσείουσα προκειμένου να καταδείξει το βάσιμο του ισχυρισμού της αφορούν εντελώς επουσιώδεις πτυχές της μαρτυρίας που δεν επηρεάζουν τη γενική εικόνα του μάρτυρα ούτε έχουν οποιαδήποτε καθοριστική σημασία στην επίλυση των επίδικων θεμάτων. Το πρωτόδικο δικαστήριο δικαιολογεί με επάρκεια τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε αναφορικά με την αξιοπιστία του μάρτυρα και δεν υπάρχει βάσιμος λόγος ο οποίος να δικαιολογεί τη δική μας επέμβαση.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΣΦ.
* «Για δικαιώματα ή υποχρεώσεις που έχουν δημιουργηθεί μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να εφαρμόζονται και μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου οι σχετικές διατάξεις του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Τροποποιητικού) (Αρ. 4) Νόμου του 2000 ως αυτές να μην είχαν καταργηθεί.»