ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 1 ΑΑΔ 665
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 67/2005)
19 Iουλίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ Μ. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείοντας,
ΚΑΙ
ΠΑΜΠΟΡΗΣ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητοι.
_________________________
Κ. Χ΄΄ Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Στεφανή (κα.) για Α. Δημητρίου, για τους Εφεσίβλητους.
__________________________
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής Νικολάτος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο επελήφθη μονομερούς αιτήσεως των εναγόντων-εφεσιβλήτων στις 13.1.2005 και αφού έλαβε υπόψη την ένορκη δήλωση του κ. Νεόφυτου Παμπόρη, ενός των Διευθυντών των εναγόντων-εφεσιβλήτων εξέδωσε τα ζητούμενα συντηρητικά διατάγματα.
Στις 14.1.2005 το πρωτόδικο δικαστήριο επελήφθη δεύτερης μονομερούς αιτήσεως των εναγόντων-εφεσιβλήτων με την οποία επίσης ζητούντο συντηρητικά διατάγματα και αφού έλαβε υπόψη την ένορκη δήλωση επίσης του κ. Νεόφυτου Παμπόρη εξέδωσε τα ζητούμενα συντηρητικά διατάγματα.
Μετά την επίδοση των διαταγμάτων ο εφεσείων-εναγόμενος καταχώρησε ειδοποίηση για πρόθεση ένστασης και στις δύο μονομερείς αιτήσεις. Οι ενστάσεις καταχωρήθηκαν στις 11.2.2005 και συνοδεύονταν από ένορκες δηλώσεις του εφεσείοντα-εναγόμενου ημερ. 11.2.2005.
Το πρωτόδικο δικαστήριο όρισε ως ημερομηνία ακροάσεως των δύο προαναφερομένων αιτήσεων την 24.2.2005 και διέταξε τον εφεσείοντα-εναγόμενο να βρίσκεται ενώπιόν του την 24.2.2005 για να αντεξεταστεί επί του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων του.
Στις 24.2.2005 οι προαναφερόμενες αιτήσεις ήταν ορισμένες για ακρόαση στις 9.00 π.μ.. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής επιλήφθηκε των δύο αιτήσεων στις 9.05 π.μ. στην παρουσία των δικηγόρων των εφεσιβλήτων-εναγόντων, αλλά στην απουσία των δικηγόρων του εφεσείοντα-εναγόμενου και του ιδίου του εφεσείοντα. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων περιόρισε τα διατάγματα που είχε εξασφαλίσει μονομερώς στο ένα δεύτερο των κτημάτων που είχαν αρχικά δεσμευτεί. Στις 9.12 π.μ. και αφού κλήθηκαν ο εφεσείοντας και ο συνήγορος του και ήταν απόντες, το δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Ενόψει της απουσίας τόσο του καθ΄ ου η αίτηση όσο και του δικηγόρου του από την καθορισθείσα ώρα θεωρώ ότι το Δικαστήριο μπορεί να προχωρήσει στο να κάμει απόλυτα τα δύο διατάγματα μέχρι πέρατος της αγωγής με την διαφοροποίηση αυτών όπως εισηγήθηκε ο κ. Δημητρίου, δηλαδή ότι η δέσμευση της ακίνητης περιουσίας να επηρεάζει το εν δεύτερο μερίδιο αυτής. Τα έξοδα αμφοτέρων των διαταγμάτων θα βαρύνουν τον καθ΄ ου η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα πληρωθούν στο τέλος της διαδικασίας.»
Στις 9.15 π.μ. εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ο κ. Χ΄΄ Ιωάννου ο οποίος πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ήταν παρούσα στο χώρο του Δικαστηρίου η κα. Φωτεινή Χ΄΄ Ιωάννου, δικηγόρος, από τις 9.00 π.μ., καθώς και ο εφεσείων αλλά δεν άκουσαν όταν κλήθηκαν να παρουσιαστούν ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αφού πληροφόρησε τον κ. Χ΄΄ Ιωάννου ότι τα δύο διατάγματα κατέστησαν απόλυτα και αφού ο κ. Χ΄΄ Ιωάννου εισηγήθηκε ότι η οριστικοποίηση των διαταγμάτων έγινε προφανώς εκ λάθους και ότι θα ήταν ορθό να ακουστούν οι δικηγόροι των δύο πλευρών γι΄ αυτό το θέμα, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής όρισε την υπόθεση στις 28.2.2005 για να ακούσει τους δικηγόρους των διαδίκων. Στις 28.2.2005, αφού άκουσε τις δύο πλευρές, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι τουλάχιστον η παρουσία του ιδίου του εφεσείοντα στις 24.2.2005, ήταν επιβεβλημένη εφόσον το δικαστήριο τον είχε διατάξει να είναι παρών για να αντεξεταστεί και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να γίνει οποιαδήποτε παρέμβαση εκ μέρους του δικαστηρίου στο στάδιο εκείνο και ότι τα δύο διατάγματα θα παρέμεναν απόλυτα, όπως διέταξε το δικαστήριο στις 24.2.2005, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση, τροποποίηση, αλλοίωση ή ακύρωση.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων υποβάλλει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα κατέστησε απόλυτο το ενδιάμεσο διάταγμα της 14.1.2005 με την προαναφερόμενη απόφαση του, ημερ. 24.2.2005 (την εκκαλούμενη απόφαση). Κατά τον εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη, στις 24.2.2005, τη μαρτυρία προς υποστήριξη της ένστασης και την ένσταση, οι οποίες βρίσκονταν ενώπιον του στο φάκελο του δικαστηρίου. Επίσης ο εφεσείων υποβάλλει πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προχώρησε, στην απουσία του εφεσείοντα, στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης και εσφαλμένα δεν διόρθωσε αμέσως το προφανές σφάλμα που είχε διαπράξει στις 24.2.2005.
Η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσιβλήτων ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις. Η πρώτη προδικαστική ένσταση αφορά στο μη εφέσιμο της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοδίκου δικαστηρίου, ημερ. 24.2.2005, με την οποία το ενδιάμεσο προσωρινό διάταγμα ημερ. 14.1.2005 κατέστη απόλυτο. Κατά την κα. Στεφανή η απόφαση εκείνη δεν ήταν καθοριστική για τα δικαιώματα των διαδίκων και επομένως δεν εμπίπτει στην έννοια του όρου «απόφαση» που σύμφωνα με την Evand Promotions Ltd v. Rutman (1997) 1 A.A.Δ. 1787, μπορεί να είναι αντικείμενο εφέσεως. Εφόσον η εκκαλούμενη απόφαση υπόκειται σε παραμερισμό, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελεσίδικη και δεν υπόκειται σε έφεση.
Η δεύτερη προδικαστική ένσταση των εφεσιβλήτων αφορά στο ζήτημα της κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση στις 2.3.2005 και στις 8.3.2005 καταχώρισε και αίτηση παραμερισμού της εκκαλούμενης απόφασης, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, η οποία στη συνέχεια απερρίφθη στις 28.6.2005. Η προσπάθεια του εφεσείοντα να επιτύχει το ίδιο αποτέλεσμα με δύο δικονομικά μέτρα, δηλαδή να επιτύχει τον παραμερισμό της εκκαλούμενης απόφασης, για οριστικοποίηση του συντηρητικού διατάγματος που είχε εκδοθεί στις 14.1.2005 και με έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου και με αίτηση παραμερισμού ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, συνιστά, κατά τους εφεσίβλητους, κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση παρατηρούμε τα εξής:
Σύμφωνα με την Evand (ανωτέρω), «απόφαση» στο άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν 14/60) σημαίνει δικαστική απόφαση, ενδιάμεση ή τελική, καθοριστική για τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Ενδιάμεσες αποφάσεις μή καθοριστικές αφ΄ εαυτών για τα δικαιώματα των διαδίκων, εφόσον επηρεάζουν το αποτέλεσμα, μπορούν να αναθεωρηθούν στο πλαίσιο έφεσης κατά της τελικής απόφασης του δικαστηρίου. Η απόφαση Evand (ανωτέρω) ακολουθήθηκε, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 501. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω) έγινε αναφορά, μεταξύ άλλων, και στην υπόθεση Λυσσιώτης ν. Δημοκρατίας (2000) 1 Α.Α.Δ. 364 και διαφοροποιήθηκε η Λυσσιώτης από την Κωνσταντίνου διότι στη Λυσσιώτης, με την απόρριψη της αίτησης του εφεσείοντα για παράταση του χρόνου των 15 ημερών για καταχώριση αίτησης παραμερισμού απόφασης που είχε εκδοθεί στην απουσία του (Δ.33 θ.5), καθορίστηκαν τα δικαιώματα του εφεσείοντα υπό την έννοια ότι η απόφαση που είχε εκδοθεί, στην απουσία του, κατέστη τελεσίδικη με αποτέλεσμα να μην υπόκειται ούτε σε παραμερισμό, ούτε σε ανατροπή με οποιοδήποτε ένδικο μέσο. Δέστε επίσης την υπόθεση Χαρούς ν. Χαρούς (2003) 1 Α.Α.Δ. 1530.
Κατά την κρίση μας η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία οριστικοποιήθηκε το συντηρητικό διάταγμα, είναι εφέσιμη καθότι επηρεάζει τα δικαιώματα των διαδίκων.
Για τη δεύτερη προδικαστική ένσταση παρατηρούμε ότι η παρούσα έφεση καταχωρίστηκε πριν την καταχώρηση της διά κλήσεως αιτήσεως ημερ. 8.3.2005, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Εξάλλου η έφεση και η αίτηση για παραμερισμό έχουν διαφορετική νομική βάση. Ως εκ τούτου θεωρούμε ως μη βάσιμη και αυτή την ένσταση.
Ως προς την ουσία της έφεσης εκτιμούμε πως εφόσον ο εφεσείων είχε διαταχθεί να βρίσκεται ενώπιον του δικαστηρίου για να αντεξεταστεί επί του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων του και δεν βρισκόταν ενώπιον του δικαστηρίου κατά το χρόνο που το δικαστήριο όρισε, η μαρτυρία του, υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων, δεν θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε επίσης ότι ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη μόνον τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων και αγνοώντας εκείνη του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εκδώσει μονομερώς τα προαναφερόμενα διατάγματα αλλά ούτε και να τα οριστικοποιήσει, εφόσον οι εφεσίβλητοι δεν έθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου μαρτυρία που να ικανοποιεί την τρίτη προϋπόθεση, για έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν 14/60. Δεν είναι βάσιμη αυτή η θέση, καθότι στις ένορκες δηλώσεις του κ. Παμπόρη και ειδικά στην ένορκη δήλωση του ημερ. 13.1.2005, η οποία υιοθετείται και στην ένορκη δήλωση του ημερ. 14.1.2005, που συνοδεύει την αίτηση ημερ. 14.1.2005, στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υπάρχει επαρκής μαρτυρία που ικανοποιεί και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν 14/60, ότι δηλαδή χωρίς την έκδοση του ζητούμενου διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ενήργησε και ορθά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια με βάση τα ενώπιον του στοιχεία.
Ενόψει των ανωτέρω η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
Δ.