ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 1 ΑΑΔ 658

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                        Πολιτική Έφεση Αρ. 11976

 

18 Ioυλίου, 2006

 

[Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,  Δ/στές]

 

  1. ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΑΓΓΕΛΗ ΣΑΒΒΑ,
  2. ΑΓΓΕΛΗΣ ΣΑΒΒΑ,

                                                                        Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,

ν.

ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσίβλητης-Ενάγουσας,

----------

 

Α. Αλεξάνδρου, για  εφεσείοντες

Ε. Πουλλά (κα), για  εφεσίβλητη.

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον

 Π. Αρτέμη, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Στην αγωγή αυτή, όπου υπάρχει και ανταπαίτηση και η οποία προέκυψε μετά από τη διάλυση του αρραβώνα της ενάγουσας με τον εναγόμενον 1, τα γεγονότα και οι απαιτήσεις των διαδίκων φαίνονται καθαρά από το εισαγωγικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης, το οποίο και παραθέτουμε κατά λέξη:

 

«Η Ενάγουσα στην παρούσα αγωγή διεκδικεί εναντίον του Εναγομένου 1 - πρώην αρραβωνιαστικού της - το ποσό των Λ.Κ.326,50 και εναντίον του Εναγομένου 2 - πατέρα του Εναγομένου 1 - το ποσό των Λ.Κ.2.053,50.  Η απαίτηση της Ενάγουσας στηρίζεται στο γεγονός ότι σε τελετή αρραβώνων η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος 1 έλαβαν από προσκεκλημένους τους χρηματικά δώρα συνολικής αξίας Λ.Κ.6.570,00.

 

Περαιτέρω, είναι η θέση της Ενάγουσας ότι από το πιο πάνω ποσό (ΛΚ6.570,00), Λ.Κ.610,00 πληρώθηκαν από αυτούς για διάφορα έξοδα τα οποία αναφέρει στην παράγραφο 5 της έκθεσης απαίτησής της.  Από το εναπομείναν ποσό των Λ.Κ.5.960,00, ποσό Λ.Κ.3.607,00 πληρώθηκε στη Λαϊκή Τράπεζα για χρέος του 2ου Εναγομένου κατόπιν δανείου το οποίο του παραχώρησε το τότε ζεύγος και το οποίο δεν έχει επιστραφεί.  Επιπλέον, κατόπιν συμφωνίας, το ζεύγος δάνεισε ποσό Λ.Κ.500,00 στον Εναγόμενο 2 το οποίο επίσης ο τελευταίος δεν επέστρεψε.  Περαιτέρω, ποσό Λ.Κ.600,00 κατατέθηκε στην Σ.Π.Ε. Παναγιάς προς όφελος της Ενάγουσας.  Τέλος, το υπόλοιπο ποσό που απόμεινε, δηλαδή Λ.Κ.1.253,00 το είχε στην κατοχή του ο Εναγόμενος 1 και κατά τη διάλυση του αρραβώνα τους περί τον Απρίλιο του 1996, δεν διαμοιράστηκε με την Ενάγουσα.

 

Στη βάση των πιο πάνω ποσών και στη βάση του ότι το αρχικό ποσό που εισπράχθηκε θα πρέπει να διατεθεί εξίσου μεταξύ του τότε ζεύγους, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δικαιούται το ½ του πιο πάνω ποσού, αφαιρουμένου του ποσού των Λ.Κ.610,00 ως έξοδα, και διεκδικεί από τον Εναγόμενο 1 το ποσό των Λ.Κ.326,50, το οποίο αποτελεί συμπλήρωμα στις Λ.Κ.600,00 που κατατέθηκε επ΄ονόματι της, στη Σ.Π.Ε. Παναγιάς, ούτως ώστε να συμπληρωθεί το ποσό των Λ.Κ.926,60 που είναι το ½ του συνολικού ποσού (Λ.Κ.600,00 + Λ.Κ.1,253,00) που δεν διατέθηκε από το ζεύγος.

 

Επίσης ζητά από τον Εναγόμενο 2 το ποσό των Λ.Κ.2.053,50 ως ½ από το συνολικό ποσό το οποίο το ζεύγος δάνεισε στον Εναγόμενο 2 (Λ.Κ.3.607,00 + Λ.Κ.500,00) ως αναφέρθηκε ανωτέρω, πλέον τόκους και έξοδα.

 

Στην υπεράσπισή τους οι Εναγόμενοι πλην των γενικών αρνήσεων στους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το ακριβές ποσό που εισπράχθηκε από την τελετή του αρραβώνα ήταν μόνο Λ.Κ.2.470,00.  Επίσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι επιπλέον από το ποσό που πληρώθηκε από το ζεύγος για τα έξοδα της δεξίωσης, ο Εναγόμενος 2 πλήρωσε επιπρόσθετα Λ.Κ.500,00 για ποσότητα κρεάτων και η Ενάγουσα ανέλαβε να το πληρώσει στον Εναγόμενο 2 μετά τον αρραβώνα.

 

Ακόμη δε, ο Εναγόμενος 1 ισχυρίζεται ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι γονείς του, έκαναν διάφορα προσωπικά δώρα στην Ενάγουσα, στη βάση της προοπτικής του γάμου, συνολικής αξίας πέραν των Λ.Κ.800,00 τα οποία αξιώνει ανταπαιτητικά.

 

Τέλος, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι το ποσό των Λ.Κ.3.607,00 το οποίο η Ενάγουσα πλήρωσε στη Λαϊκή Τράπεζα προς όφελος και για λογαριασμό του Εναγομένου 2, της δόθηκε από τον Εναγόμενο 1, προερχόμενο από τον πατέρα του από πώληση ζώων την οποία είχε κάνει ο 2ος Εναγόμενος, συνεπώς τα χρήματα ανήκαν σ΄αυτόν, γεγονός το οποίο γνωστοποιήθηκε στην Ενάγουσα και απλά αυτή θα διενεργούσε την εξόφληση προς διευκόλυνση του Εναγομένου 2 ο οποίος δυσκολευόταν να μεταβεί από το χωριό του στην πόλη της Πάφου ενώ η Ενάγουσα μετέβαινε στην Πάφο καθημερινά όπου εργαζόταν.

 

Συνακόλουθα με τα πιο πάνω, οι Εναγόμενοι 1 και 2 ζητούν ανταπαιτητικά το ποσό των Λ.Κ.800,00 με τόκο 9% από 23.2.1996 και επίσης δήλωση ότι ουδέν ποσό οφείλουν στην Ενάγουσα.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ασχολήθηκε με την περιγραφή και ανάλυση της μαρτυρίας και αφού την αξιολόγησε και κατέληξε στα ευρήματα αξιοπιστίας και στα πραγματικά ευρήματα, δέχθηκε την εκδοχή της ενάγουσας, απορρίπτοντας εκείνη των εναγομένων και εξέδωσε απόφαση προς όφελος της ενάγουσας και εναντίον του εναγομένου 1 για ποσό £326,50 και εναντίον του εναγομένου 2 για ποσό £2.053,50 με νόμιμο τόκο. Ταυτόχρονα απέρριψε και την ανταπαίτηση των εναγομένων.

 

Με την έφεση τους οι εφεσείοντες-εναγόμενοι προσβάλλουν βασικά τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, παραπέμποντας με λεπτομέρεια σε συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας και υποβάλλοντας ότι, εν όψει της φύσης της μαρτυρίας της ενάγουσας και των αντιφάσεών της, δεν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή η εκδοχή της και να επιτύχει η αγωγή.

 

Περαιτέρω, με άλλους λόγους έφεσης προσβάλλουν το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκαμε αποδεκτό ως μαρτυρία το τεκμήριο 1, που ήταν ο κατάλογος με τα ονόματα των προσώπων και του χρηματικού ποσού των δώρων που έδωσαν για τον αρραβώνα, τα οποία η ίδια σημείωνε σε κατάλογο ταυτόχρονα με το άνοιγμα των φακέλων και καθ΄υπαγόρευση του αρραβωνιαστικού της εναγομένου  1, προβάλλοντας ότι το έγγραφο αυτό θα μπορούσε μόνο να χρησιμοποιηθεί για να φρεσκαριστεί η μνήμη της μάρτυρος και όχι να κατατεθεί ως τεκμήριο.

 

Είναι ευρέως νομολογημένο ότι η αρμοδιότητα αξιολόγησης της μαρτυρίας εναπόκειται στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να δει τους μάρτυρες που καταθέτουν ενώπιον του και η επέμβαση του Εφετείου γίνεται μόνο κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.

 

Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα επί του θέματος από την Χ" Παύλου ν. Άννας Κυριάκου κ.α. Π.Ε. 11845, ημερ. 24.3.06:

 

«Έχουν επανειλημμένως τονισθεί από τη νομολογία μας οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε πραγματικά ευρήματα, συμπεράσματα και ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, . . . . .  Τέτοια επέμβαση γίνεται όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική και δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία (Αντωνίου ν. Γεστάμη & Σια Λτδ κ.α., Π.Ε. 10595, ημερ. 17.7.02) ή όταν τα συμπεράσματα είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα και δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που έχει αποδεχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο  (Παπαδόπουλος ν. Χριστοφόρου, Π.Ε. 11162, ημερ. 19.12.02)(Δέστε και A.S. AIR CONTROL LTD v. Ερωτοκρίτου κ.α., Π.Ε. 10799, ημερ. 17.7.02).  Σε τελική ανάλυση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Χρίστου ν. Khoreva, Π.Ε. 10351, ημερ. 27.3.02, αν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στα ευρήματα που κατέληξε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.»

 

Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εκτεταμένη αναφορά στη μαρτυρία, την οποία είχε ενώπιον του, την ανέλυσε και επεξήγησε πλήρως γιατί κατέληξε να δεχθεί ως αξιόπιστη εκείνη της ενάγουσας και να απορρίψει τη μαρτυρία των εφεσειόντων-εναγομένων.  Eπισημαίνουμε πως η μαρτυρία κρίνεται στην ολότητά της και δεν αξιολογείται μόνο από μερικά της στοιχεία κατ΄απομόνωση.  Δεν έχουμε ικανοποιηθεί από τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων ότι δικαιολογείται η καθ΄οιονδήποτε τρόπο επέμβασή μας στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία τη σχετική με τις εκδοχές που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβασή μας.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με το λόγο έφεσης που σχετίζεται με την αποδοχή του τεκμηρίου 1, κρίνουμε ότι και αυτός ο λόγος πρέπει να απορριφθεί.  Το τεκμήριο 1, που καταρτίστηκε από την ενάγουσα  και κατατέθηκε απ΄αυτήν που είχε κληθεί ως μάρτυρας, περιείχε στοιχεία που δόθηκαν από τον ίδιο τον εναγόμενο 1 και καταγράφηκαν καθ΄υπόδειξη του, όπως δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το έγγραφο αυτό ήταν απόλυτα σχετικό, αφού περιείχε στοιχεία αντίθετα με τη θέση που προωθήθηκε στην εκδοχή των εφεσειόντων αναφορικά με το συνολικό ποσό των χρηματικών δώρων.  Αλλά και να ήταν ορθή η θέση των εφεσειόντων ότι μόνο ως σημειώσεις για να φρεσκαριστεί η μνήμη της ενάγουσας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, το  αποτέλεσμα, που θα ήταν να αναγνώσει και καταθέσει προφορικά το περιεχόμενό τους η εφεσίβλητη, θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με  κατάθεση του εγγράφου.

 

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.  Επιδικάζονται έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης-ενάγουσας.

 

 

 

Δ.                                       Δ.                                        Δ.

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο